Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

«Misery» του Στίβεν Κινγκ στο Θέατρο «Ιλίσια – Βολανάκης»

       

          Το μυθιστόρημα του Στίβεν Έντγουιν Κινγκ, «Misery» (1987), στην έξοχη θεατρική διασκευή του Ουίλιαμ Γκόλντμαν, παρουσιάζεται με πολλές ατέλειες στο Θέατρο «Ιλίσια – Βολανάκης». Ξεκινώντας από τη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, παρατηρούμε ένα είδος αμηχανίας σχετικής με το «πως θα μπορούσαμε να το διατυπώσουμε καλύτερα». Άλλωστε, αρκετές εκφράσεις μένουν μετέωρες ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερα νοήματα. Έτσι, η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά κατευθύνεται από το γενικότερο πρόβλημα της μεταφοράς του κειμένου του συγγραφέα στο «σκηνικό κείμενο». Ωστόσο, και τα στοιχεία που φαίνεται να μην επηρεάζονται από το μετάφρασμα, όπως, για παράδειγμα, η σκηνογραφία του Εδουάρδου Γεωργίου και η μουσική του Κωστή Ξενόπουλου, αδικούν επιμεριστικά το όποιο αποτέλεσμα. Η σκηνογραφία αποπροσανατολίζει τον θεατή, ο οποίος διερωτάται τι μπορεί να συμβαίνει μέσα σ’ αυτόν τον χώρο εγκλεισμού σύμφωνα με την ιστορία που διηγείται ο Αμερικανός συγγραφέας, γνωστός για την τεράστια εκδοτική του παραγωγή με κεντρικό μοτίβο το θρίλερ και την ατμόσφαιρα τρόμου που δημιουργεί. Άλλωστε, το «Misery» έχει καταχωρηθεί επίσης στο παγκόσμιο κινηματογραφικό «καταστατικό» ταινιών τρόμου κι έχει βραβευθεί με Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου (Κάθι Μπέιτς).

        Στη σκηνή του Θεάτρου «Ιλίσια – Βολανάκης», ό,τι αποτελεί ευκαιρία προβολής του θρίλερ αποδυναμώνεται. Όπως είπαμε, το σκηνικό προβληματίζει έντονα το κοινό ως προς τη λειτουργικότητά του, παρουσιάζει «κενά χώρου» και δυσχέρεια στην πρόσληψη της ροής της ιστορίας. Οι δύο ήρωες, Άννυ και Πωλ, θύτης και θύμα, κυκλοφορούν σε ένα περιβάλλον που παραπαίει ανάμεσα στο νατουραλισμό και σ’ ένα παράλογο χωρίς αιτία. Ίσως, η μοναδική αιτία να βρίσκεται στην παραδοξότητα και στο τραγικό, που συγκροτούν τη μη έξοδο από το πολυδαίδαλο του μυαλού. Εντός του, χτίζονται χώροι φαντασματικής σημασιολογίας, χώροι που αναιρούνται και αλληλοακυρώνονται.
        Υπό τους ήχους μιας «αψυχολόγητης» μουσικής, η υπόθεση του έργου αποδιοργανώνεται και χάνει τον συνεκτικό ιστό με τα πράγματα: η μουσική του Κωστή Ξενόπουλου δρα καταλυτικά πάνω στη σκηνική δράση συνολικά. Το κοινό αδυνατεί να συνδέσει αυτά που λέγονται με αυτά που γίνονται. Εξάλλου, πριν ακόμα ο ηθοποιός/ρόλος πάρει τον λόγο, τον έχει προλάβει η μουσική και τα διάφορα «αδιάφορα» ηχητικά εφέ των οποίων η χρήση καταλύει κάθε προσπάθεια της σκηνοθεσίας να «δέσει» και να «μαζέψει» λίγο το κλίμα. Ωστόσο, οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου επικεντρώνονται στο μοτίβο του θολού και απροσδιόριστου παρεμβαίνοντας επιτελικά κατά τη ροή της παράστασης.

        Oι εξαιρετικοί ηθοποιοί της παράστασης προσπαθούν να θυμίσουν στους πιστούς θεατές τους περασμένες τεράστιες επιτυχίες τους δημιουργώντας έντονες σκηνικές μορφές. Η Ρένη Πιττακή, στον έκκεντρο ρόλο της Άννυ, κατορθώνει να αποδώσει την έννοια ενός έξαλλου και εκτός ορίων της λογικής δραματικό ολοκλήρωμα: Παρά το γεγονός ότι παίζει εξωτερικά, προβάλλοντας στοιχεία υπέρμετρα, επιτυγχάνει να κρατήσει ανέπαφη την αρχή της απεύθυνσης, ως βασικής αρχής του θεάτρου. Το ίδιο ακριβώς θα λέγαμε και για τον σπουδαίο ηθοποιό του θεάτρου μας, Λάζαρο Γεωργακόπουλο, ο οποίος εμφανίζεται, χάρη στη στατικότητα του ρόλου του Πωλ, περισσότερο συγκρατημένος, ελαφρώς σκεπτόμενος και σε γενικές γραμμές «θεματοφύλακας» του θριλερικού συστήματος του έργου. Ο Δημήτρης Καραμπέτσης, ως αστυνομικός, εμφανίζεται δύο φορές κορυφώνοντας την αναμονή της κάθαρσης, όπως θα την ήθελε ο θεατής. Ο αστυνόμος του κυρίου Καραμπέτση υπογραμμίζει έντονα τη σχέση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Μέσα ελλοχεύει ο κίνδυνος και κυριαρχεί ο τρόμος, έξω βρίσκεται η λυτρωτική αλλά ανυποψίαστη ελευθερία.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

«Από σταθμό σε σταθμό» της Δώρας Τσόγια στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης»

       

     Το κείμενο της παράστασης, «Από σταθμό σε σταθμό», συναπαρτίζεται από είκοσι μικρά μονόπρακτα της Δώρας Τσόγια, συνταιριασμένα έτσι ώστε να διευκολύνεται η σκηνοθεσία. Εξάλλου, από την άποψη της θεματικής, το έργο δεν υπολείπεται ποικιλίας, όπως ακριβώς η ίδια η ζωή του ανθρώπου στην καθημερινότητά του. Ποικίλης ύλης. Αυτή η πολυεπίπεδα αναπτυσσόμενη, κατά την παράσταση, θεματική δημιουργεί την εντύπωση του απέραντου. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει στη ψυχή κάθε ανθρώπου όπου χωράει, θα λέγαμε, ολόκληρος ο κόσμος, όπως και η σκέψη, η οποία διαφεντεύει την ύπαρξη, καθοδηγώντας την σε μικρές, ελάχιστες πράξεις.

       Η συγγραφέας τοποθετεί τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες κάθε ενός από τα μονόπρακτα σε πεδίο βολής εντός του οποίου μεγεθύνεται η εμβέλεια και η δυναμική της μικρής καθημερινής ιστορίας. Για τη Δώρα Τσόγια, η καθημερινή «παλέτα» μετουσιώνεται για να αποκαλύψει στον θεατή πόσο ουτοπικό φαντάζει τελικά το διακύβευμα ή και το στοίχημα της αδήριτης ανάγκης για ζωή. Ο Τσέχωφ θα ήταν πιο πικρός στην τελευταία αναχώρηση των επισκεπτών: «θα ζήσουμε, θα δουλεύουμε όπως πάντα, θα δουλεύουμε ήσυχα και θα επιβιώσουμε». Η ώριμη σκέψη του Βάνια είναι απαρηγόρητη και το στοίχημα οδηγεί στην εσωτερική σήψη. Η Δώρα Τσόγια δείχνει την απελπισία μέσα από διαδρομές, ατέρμονες διαδρομές, σαν στιγμές ανταλλαγής φορτίου. Υπάρχει η κίνηση σε ανάλαφρο ύφος. Υπάρχει ζωή και αισιοδοξία. Υπάρχει το κάλεσμα: οι άνθρωποι συναντώνται από σταθμό σε σταθμό.
       Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι το κείμενο που σκηνοθετεί η Κυριακή Σπανού, στηρίζεται στο αρχικά διατυπωμένο από τη συγγραφέα θεατρικό έργο, «20 αστικά μονόπρακτα» (εκδόσεις Άγρα, 2016). Πράγματι, στο κείμενο της παράστασης, τα είκοσι στιγμιότυπα αποτυπώνουν «αστικές» καταστάσεις, που διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον, σε μία οποιαδήποτε ίσως πόλη της Ευρώπης. «Κόσμος πάει κι έρχεται και σβήνεται και χάνεται» έλεγε ένας στίχος από παλιό τραγούδι: οι ήρωες της κυρίας Τσόγια κινούνται ακολουθώντας τα προστάγματα της πόλης που αλλάζει διαρκώς πρόσωπο και καρδιά. Όμως, όλα ξεκινούν, θα έλεγε κανείς, από ένα δέντρο, το οποίο στέκει ακίνητο, καρτερικά στη μέση του πουθενά, μέσα στο μυαλό των ανθρώπων που μετακινούνται από γωνιά σε γωνιά. Κάθε σταθμός όπου στέκεται για λίγο ο περαστικός ταξιδιώτης, έχει τη δική του ιστορία. Κάτι συνέβη εκεί. Κάποιος προσπάθησε να μιλήσει, να αρθρώσει μια λέξη. Οι πιο πολλές λέξεις μένουν μετέωρες γιατί η συνάντηση είναι σύντομη και καίρια. Άλλωστε, όλα γίνονται για ένα μικρό κουλούρι και για μια ρουφηξιά ελευθερίας που μόλις ανασαίνει.
       Η συγγραφέας συνδέει το ανεπαίσθητο αίτιο με τις καταιγιστικές, σύντομες συναντήσεις απλών αλλά και πολύπλοκων συνανθρώπων που είναι όμως πολίτες μιας πόλης. Ποιο είναι το στοιχείο που υπερτερεί; Πώς διαμορφώνεται η πραγματικότητα για να δικαιώσει το φαντασιακό; Αστεία πράγματα. Οι συνδιαλεγόμενοι το ξέρουν κι ακόμη καλύτερα το ξέρει βαθειά μέσα του εκείνος που μονολογεί, ένας τρελός που διαβαίνει, έγκλειστος με τους ανίατους του σταθμού. Όλοι μαζί και καθένας ξεχωριστά βιώνουν ένα απίστευτο «τώρα», στα πολύχρωμα συνθήματα των τοίχων. Η συγγραφέας ασκεί ένα είδος πικρής κριτικής για την αγάπη που χάνεται, που χωρίζει αντί να ενώνει. Οι μετανάστες, εξωτικά αποδημητικά πουλιά, κλεισμένα στον φόβο, στο μαυριδερό χρώμα τους, στην ακαταλαβίστικη λαλιά τους, ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανένας σταθμός. Εντούτοις, οι βαλίτσες τους είναι πάντα έτοιμες. «Θα δουλέψουν, θα ζήσουν», θα περιμένουν, μαζί με όλη την οικουμένη, το νομοτελειακό που προορίζεται για τον καθένα. Η Δώρα Τσόγια δείχνει στο κοινό με αγάπη τον πόνο του διαφορετικού, τονίζοντας στην κοινωνική της κριτική το γεγονός ότι εκείνος που είναι σίγουρος για τις εικόνες που βλέπει, δεν είναι παρά το θύμα μιας αυταπάτης.    
       Η σκηνοθεσία της Κυριακής Σπανού δημιουργεί την ατμόσφαιρα των μεταμορφώσεων της πρώτης ύλης, η οποία ταυτίζεται με την κίνηση και την ιδέα της συνάντησης: η προσέγγιση διαφορετικών μεταξύ τους ψυχισμών, προσθέτει στην ατμόσφαιρα το ταχύρρυθμο και συνάμα αρμονικό στοιχείο. Η κυρία Σπανού προβάλλει το δεσπόζον συστατικό μιας αόριστης ανησυχίας σχετικά με τον προορισμό του κάθε «επιβάτη» της σκηνικής κατασκευής. Άλλωστε, το σκηνικό της Ολυμπίας Σιδερίδου «μεταμορφώνεται» κι αυτό ανάλογα με τις ανάγκες και το ιδιαίτερο «χρώμα» της εκάστοτε κατάστασης. Οι θόρυβοι, ως ηχητικό περιβάλλον και η μουσική της Violet Louise υπογραμμίζουν την αγωνία της ανθρώπινης οντότητας να βρει το νήμα της εξόδου από το φοβικό «τοπίο» της πόλης.

       Οι ηθοποιοί, Σταμάτης Τζελέπης, Βασιλική Δέλιου, Θοδωρής Θεοδωρίδης, Δημήτρης Μαμιός, Αμαλία Νίνου και Τατιάνα – Άννα Πίττα, εναλλάσσονται στους ρόλους των αυτοτελών επεισοδίων, ανταποκρίνονται στην αισθητική που προτείνει η σκηνοθεσία και κινούνται με άνεση αποδίδοντας ευκρινώς τις χαρακτηριστικές φιγούρες της συγγραφέως.