tag:blogger.com,1999:blog-6728437902943134613.post2530906003821967565..comments2024-03-23T00:03:27.153-07:00Comments on Κριτικες θεατρικων παραστασεων: Της ύπαρξής μου το μυστήριο...Κωνσταντινιδης Νεκταριος-Γεωργιοςhttp://www.blogger.com/profile/04593437980046767173noreply@blogger.comBlogger1125tag:blogger.com,1999:blog-6728437902943134613.post-63571039438870202008-05-18T07:45:00.000-07:002008-05-18T07:45:00.000-07:00Γεωργίου ΧολιαστούΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟ "ΟΝ...Γεωργίου Χολιαστού<BR/>ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ<BR/><BR/><BR/> <BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/> ΤΟ "ΟΝΕΙΡΟ"<BR/> (έμμετρο θεατρικό μονόπρακτο)<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Copyright PAu 2-001-963<BR/>George Holiastos<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/> Οι μεν ιππήων στρότον οι δε πέσδων οι δε νάων <BR/> φαισ' επί γαν μέλαιναν έμμεναι κάλλιστον εγώ δε κην' όττω τις έρραται.<BR/> ΣΑΠΦΩ<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/> Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων θαυμάζεται' τι ουν ετ' αν σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;<BR/><BR/> ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/> <BR/>πρόσωπα του έργου: <BR/> <BR/>Α' φυλακισμένος<BR/> <BR/>Β' φυλκισμένος<BR/> <BR/>Γ' φυλακισμένος<BR/> <BR/>Δ' φυλακισμένος<BR/> <BR/>Ε' φυλακισμένος<BR/> <BR/>Ντόρα<BR/> <BR/>Μητέρα της Ντόρας<BR/> <BR/>Μαυρόπουλο<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/> Χρόνος: απροσδιόριστος, αλλά οπωσδήποτε πριν από τις 15 Μάη του 1975. <BR/> Τόπος: φυλακή που μοιάζει μ' ένα μεγάλο σκοτεινό κλουβί, και το δωμάτιο της Ντόρας.<BR/>Δίπλα στο πίσω μέρος της φυλακής υψώνεται ένας ψηλός τοίχος μ' ένα μικρό άνοιγμα από όπου μπαίνει και το λιγοστό φως που φωτίζει τη φυλακή.<BR/> Το αριστερό μισό της σκηνής όπως κυττάζουν οι θεατές, είναι άφωτο όταν ανοίγει η αυλαία,<BR/><BR/><BR/><BR/>Α' Φυλακισμένος<BR/> Τι νέα το μαυρόπουλο πάλι μας έχει φέρει!<BR/>Β' φυλακισμένος<BR/> Α! Σαν κοντά μας έρχεται πάντα κρατεί μαχαίρι...<BR/><BR/>Γ' φυλακισμένος<BR/> Α! Το φαρμάκι εφόρτωσε στα μαύρα τα φτερά του<BR/> και το 'φερε και τ' άφησε και το 'σπειρε 'δω κάτου.<BR/><BR/>Α' Τι συφορά που έπεσε σ' όλης της γης τους τόπους!..<BR/> Τι δυστυχία ειν' αυτή που βρήκε τους ανθρώπους!..<BR/><BR/>Ε' φυλακισμένος<BR/> Τι 'ναι αυτή 'καταστροφή...τ' ειν' ο χαμός ετούτος...<BR/> Πώς έτσι φτώχυναν αυτοί που τόσο είχαν πλούτος...<BR/><BR/>Α' Να πάρει τίποτ' από μας η δυστυχιά δε θα 'βρει-<BR/> μέσα στην τόση νύχτα μας μια νύχτα ακόμα μαύρη.<BR/> Όμως αυτοί 'ναι άμαθοι και πώς θα συνηθίσουν-<BR/> και πώς θα γίνει άχαροι κι απέλπιδοι να ζήσουν...<BR/><BR/>Γ' Στ' αργαστηριού της του κρυφού που ως τώρα ήταν άδειες<BR/> γιατί όλες της εσύναξε η Κυρά τις ομορφάδες; <BR/> Γιατί τα βράδια τα γλυκά-τη μέρα έχει παρμένη<BR/> κι ένα νεκρόκερο φωτά τώρα την οικουμένη;<BR/><BR/>Δ' φυλακισμένος<BR/> Γιατί απ' το δέντρο του Έρωτα όλα έκοψε τα μήλα;<BR/> Γιατί έκλεψε το μούρμουρο απ' της ιτιάς τα φύλλα;<BR/>Β' Γιατί επήρε τ' όνειρο και θάνατ' ο ύπνος μοιάζει<BR/> και πήρε το τραγούδι τους και η μιλιά τρομάζει;<BR/> <BR/>Γ' Ετούτη η νύχτα η άχαρη κι η άμορφη κι η κρύα<BR/> που άλλη νύχτα όμοια της δεν έγινε καμμία<BR/> πόσον καιρό-πόσες νυχτιές και δάκρυα θα κρατήσει;<BR/> πότε το χάος που άνοιξε η νύχτ' αυτή θα κλείσει;<BR/><BR/>Α' Α! Οι κακόμοιροι αυτοί, ποια έχει ορίσει μοίρα<BR/> τόσ' άσχημα τα μάτια τους να βλέπουν εναγύρα;<BR/> Α! Που τυφλοί να ήτανε τύχη θα τους φαινόνταν-<BR/> στο σκότος τότε τ' άβλεπο τ' Άσχημο θα κρυβόνταν.<BR/><BR/>Β' Σωπάστ' έτσι άμετρα καθώς τους έχει ξεγυμνώσει<BR/> κάποιο αντίδωρο η Κυρά θα έχει να τους δώσει.<BR/> Λόγο εμείς δεν έχουμε' ας πάψουμε-ας σιωπούμε'<BR/> η Ομορφιά εργάζεται...σωπάσετε...θα δούμε...<BR/><BR/>Δ' Γιατί από το ψηλότερο το ράφι η Ποθοδέτρα<BR/> τα σπάνια εκατέβασε κι αλάθητά της μέτρα;<BR/> Γιατί σιμά της έφερε τ' αμίλητα βιβλία<BR/> που όληνε κλειούνε μέσα τους του κάλλους τη σοφία;<BR/><BR/>Β' Γιατί τ΄ουράνιου τόξου τους επήρε κάθε χρώμα<BR/> κι ολοφωτάει μυριόχρωμο το μέγα της το δώμα;<BR/>Γ' Γιατί το σκότος τ' άμετρο τ' άδραξε και το στίβει<BR/> κι όλη τη γλύκα παίρνει του και τη φωτιά που κρύβει;<BR/><BR/>Ε' Γιατί απ' το κύμα τον αφρό παίρνει τον πελαγίσιο;<BR/> Γιατί τον κρουσταλλένιο τους αέρα τον βουνίσιο;<BR/>Β' Γιατί μες σε φωτόπλεχτο τ' άστρα κρατεί κανάτι;<BR/>Δ' Γιατί μια δύση του ηλιού στα χέρια έχει φλογάτη;<BR/><BR/>Ε' Τι πελεκάει παράμερα κι απόμερα τι ξαίνει;<BR/>Δ' Του μαγικού της αργαλειού η σαϊτα τι να υφαίνει;<BR/>Γ' Γιατί τις πόρτες έκλεισε του αργαστηριού της όλες<BR/> με ρόδα, με γαρύφαλλα, με γιασεμιά, με βιόλες;<BR/><BR/>Β' Α! Όση θλίψη έχουμε τύχη να 'ρχόταν τόση...<BR/>Α' Α! δεν μπορεί, κάτι καλό η Άμωμη θα δώσει.<BR/> Σωπάστε. Δεν εσβύσαμε...περμένουμε...πονούμε..<BR/> κάτι καλό...κάτι καλό...σωπαίνετε...θα δούμε...<BR/><BR/>Γ' Όση κι αν βάλει μαστοριά κι όσους κι αν κάνει κόπους<BR/> κι ό,τι κι αν δώσει η χάρη Της θα 'ναι για τους ανθρώπους.<BR/> Εμείς κάτι απέλπιδες φωνές ακούμε μόνο<BR/> και κάτι βόγγους μακρινούς που 'ναι γεμάτοι πόνο.<BR/><BR/> Αυτό το στενοσόκκακο η φυλακή που βλέπει<BR/> για πάτωμα έχει τη σιωπή και την ερμιά για σκέπη.<BR/> Φως και τραγούδι και χαρά δεν είδαμε ποτέ μας'<BR/> μόνο σκοτάδι γύρω μας και θλίψη πάνωθέ μας.<BR/><BR/> (σιωπή)<BR/><BR/>Β' Τίποτα δεν ακούγεται' ήχος, βοή, καμμία.<BR/> Μόνο τα λόγια μας χαλούν την τέτιαν ερημία.<BR/>Α' Σαν να κοιμάται η χάρη Της.<BR/>Γ' Ή σαν να συλλογάται.<BR/>Δ' Α! Και κοιμάμενη Αυτή, ξυπνή για μας λογάται.<BR/><BR/>Ε' Σάμπως το μάκρος να μετρά του χρόνου που απομένει. <BR/>Α' Ή σάμπως να κουράστηκε και λίγο ξαποσταίνει.<BR/>Ε' Κάτι μπορεί να σκέφτεται.<BR/> Ή κάτι να θαυμάζει.<BR/>Δ' Ή στα βιβλία της τα σοφά σκυμμένη να διαβάζει.<BR/><BR/><BR/>Α' Α! Η Κυρά! Α! Η Ρήγισσα! Καλοψυχιά έχει τόση!<BR/> Για όλα τούτα τ' άσχημα κάτι καλό θα δώσει.<BR/> Κάτι καλό! Κάτι καλό! Κάτι όμορφο να πούμε:<BR/> Κάτι καλό! Σωπαίνετε…σωπαίνετε...θα δούμε…<BR/><BR/>(Τα φώτα σβύνουν και ανάβουν στο αριστερό για τους θεατές μέρος της σκηνής.<BR/>Τόπος: κρεββατοκάμαρα της Ντόρας.<BR/> <BR/>Χρόνος:15 Μάη του 1991,βράδυ.<BR/>Το πάρτυ των γενεθλίων της Ντόρας έχει τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν φύγει και η Ντόρα κουβεντιάζει με τη μητέρα της ενώ ετοιμάζεται να κοιμηθεί.)<BR/><BR/> ΝΤΟΡΑ<BR/> Μάννα μου είμαι όμορφη; Συ που μπορείς να κρίνεις<BR/> το ρώτημά μου απάντητο αυτό μη μου τ' αφήνεις.<BR/> Πολλά κι αν ρώταγα μικρή και για πολλά απορούσα<BR/> με τα παιχνίδια, τις χαρές, την απορία ξεχνούσα.<BR/><BR/> Μα η κοπελλίτσα η μικρή μικρή δεν έχει μείνει-<BR/> μανούλα το 'πες σήμερα-γυναίκα έχω γίνει.<BR/> Μεγάλωσα μανούλα μου. κύττα-η αγκαλιά σου<BR/> δε με χωρά' σε ξεπερνώ σα θα σταθώ σιμά σου.<BR/><BR/> Πες μου μανούλα, ειμ' όμορφη; Θέλω να ξέρω, πες μου.<BR/> Γιατί σωπαίνεις; Σκέφτεσαι μήπως τις αταξές μου<BR/> και μου εθύμωσες; Εμπρός! Κάθησ' εδώ κοντά μου<BR/> και τα καλά θυμήσου μου και ξέχνα τ' άσχημά μου. <BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Ποια είναι τ' άσχημα μαθές; Εγώ δεν ξέρω ουτ' ένα.<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Ξέρω,το πιο μου άσχημο καλό είναι για σένα.<BR/>γιατί καλλίτερη από σε μάννα δεν είναι άλλη-<BR/>γιατί καρδιά καμμία τους δεν έχει έτσι μεγάλη.<BR/><BR/> Συ μάννα με μεγάλωσες και να, είμαι δεκάξη'<BR/> φτερά έχω κάνει μάννα μου και πια έχω πετάξει.<BR/> Σαν σήμερα γεννήθηκα και γιόρτασες μαζί μου<BR/> κι εσύ έλαμπες περισσότερο μάννα από τη γιορτή μου.<BR/><BR/> Κι είπες μανούλα μου μικρή πως πια έπαψα να 'μαι<BR/> κι είπες-να, πάλι θα το πω, βλέπεις πώς το θυμάμαι;-<BR/> πως από δω και ύστερα γυναίκα έχω γίνει<BR/> σαν κάθε κοριτσόπουλο που τα δεκάξη κλείνει.<BR/><BR/> Μα ποια γυναίκα όμορφη σαν είναι δεν το ξέρει;<BR/> Να! Εγώ! Δεν ξέρω μάννα μου τι μου 'χ' η μοίρα φέρει.<BR/> Μπρος στον καθρέφτη στέκομαι κι ώρες πολλές κυττιέμαι<BR/> μα όπως όταν άρχισα πάλι μετά ρωτιέμαι.<BR/><BR/> Είμαι αλήθεια όμορφη; Μανούλα μου τ' αγόρια<BR/> με βλέπουνε κατάματα. Με πιάνει στνοχώρια<BR/> και όταν κάτι να μου πουν θελήσουν, εγώ τρέχω<BR/> γιατί αν με κρίνουν άσχημη μάννα μου δεν τ' αντέχω.<BR/><BR/> Μάννα μου στο σχολείο μου, στο παίξιμο, στην τάξη<BR/> κάτι καινούργιο έμαθα που όλην μ' έχει αλλάξει.<BR/> Υπάρχει λένε μια χαρά, που αγάπη τ' όνομά της<BR/> και που όλα είναι όμορφα κι όλα γλυκά κοντά της.<BR/><BR/> Και λεν ακόμη μάννα μου πως δεν πηγαίνει τάχα<BR/> παρά μανούλα μου-ακούς:-στις όμορφες μονάχα.<BR/> Πες μου μανούλα ειμ' όμορφη; πες μου,κι εγώ θα νιώσω<BR/> αυτό που ας μην το γνώρισα το λαχταράω τόσο;<BR/> Όσοι στον δρόμο που περνώ τυχαίνει να περνούνε<BR/> μάννα μου το κεφάλι τους γυρίζουν να με δούνε.<BR/> Δεν ξέρω πώς να φέρωμαι σαν έτσι με κυττάζουν<BR/> γιατί δεν ξέρω μάννα μου-λυπούνται ή θαυμάζουν;<BR/> <BR/> Μάννα το χέρι μου άσπρισε' το δέρμα του βελούδι'<BR/> Τι απ' τα δυο είμαι μάννα μου;Αγκάθι είμαι;Λουλούδι;<BR/> Το πόδι μου το κόκκαλο μάννα μου εσαρκώθη<BR/> και, μάννα, η καρδούλα μου κάτι καινούργιο νιώθει.<BR/><BR/> Μάννα ετούτο το κορμί δεν είναι το κορμί μου.<BR/> Τα στήθη μου μεγάλωσαν-χαρά μου και ντροπή μου<BR/> αδρό τ' αχείλι έγινε που απαλά σ' εφίλα<BR/> και βλέπω μες στα μάτια μου όταν κυττώ, μαυρίλα.<BR/><BR/> Μάννα μου ο καθρέφτης μου απόκριση δε δίνει-<BR/> αυτή που βλέπω μέσα του, μάννα ρωτάει κι εκείνη.<BR/> Ντρέπομαι άλλον από σε κανέναν να ρωτήσω'<BR/> πες μου μανούλα,δεν μπορώ μονάχη ν΄απαντήσω.<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Καλή μου ποιος σου έβαλε τα λόγια αυτά στο στόμα;<BR/> Για της αγάπης τις χαρές είσαι μικρή ακόμα.<BR/> Είναι με χίλιες κλειδωνιές κλεισμένο το ντουλάπι<BR/> όπου κρυμμένη μέσα του κρατάει την αγάπη.<BR/><BR/> Πρέπει μεγάλη να γενείς αν θες να δοκιμάσεις<BR/> το που εντός του κλει βαρύ φορτίο να βαστάσεις.<BR/> Μα δε θ' ανοίξω τώρα δα συζήτηση μαζί σου<BR/> Πια ειν' αργά. Έλα. Ξάπλωσε. Ησύχασε. Κοιμήσου.<BR/><BR/> ΝΤΟΡΑ<BR/> Μάννα μου, πέρσυ, στ' Αη-Γιωργιού το μέγα πανηγύρι<BR/> του φτερωτού ενώ κράταγαν χορού ακόμα οι γύροι<BR/> εξέκοψα, περπάτησα και πήγα στην Πηγίτσα<BR/> που άλλοτε πηγαίναμε με τ' άλλα τα κορίτσα.<BR/><BR/> Ο ήλιος χρυσοκόκκινες στη γη έστελνε αχτίδες<BR/> που ο χειμώνας έκρυβε κι είχα να δω για μήνες.<BR/> Η μουσική απ’ το χορό που μόλις ακουγόταν<BR/> έμοιαζε κάπου από μακριά-έξω απ' τη γη να 'ρχόταν.<BR/><BR/> Πέρα, τα όμορφα βουνά που το χωριό μας κλείνουν<BR/> μέσα στο βράδυ που 'πεφτε παίρνανε ν' αργοσβύνουν'<BR/> ο φίλος μου ετραγούδαγε-το ρυακάκι λέω-<BR/> τόσο απαλά, τόσο γλυκά, που μου 'ρχονταν να κλαίω.<BR/><BR/> Κι ήταν σαν να μην ήμουνα εγώ την ώρα εκείνη'<BR/> κι ήταν σαν να 'χα μόνη μου πάνω στη γη απομείνει'<BR/> και σαν η Πλάση γύρω μου μόλις να εγεννήθη<BR/> όλα τα πριν τα σκέπαζε πανίσχυρη μια λήθη.<BR/><BR/> Με μια χαρά πρωτόγνωρη για μένα είχε γεμίσει<BR/> κι ο λόγγος, και το ρέμα μας, κι οι λεύκες του, κι η βρύση<BR/> και τα κλαδιά του πλάτανου τα γεροροζιασμένα<BR/> ήτανε τώρα τρυφερά και νέα σαν εμένα.<BR/><BR/> Και κει, στα πόδια μου μπροστά, να και πετιέται μάννα<BR/> ένα πρασινοκίτρινο φίδι-μια φιδομάνα.<BR/> Ένα ματσούκι άρπαξα και να χτυπώ αρχίζω<BR/> και το σιχάμενο ερπετό στα πέντε το χωρίζω.<BR/><BR/> Και το καθένα που 'κοψα κομμάτι εφτερώθη<BR/> και πεταλούδα ολόμορφη μπροστά μου εφανερώθη.<BR/> Κι ενώ το φίδι μάννα μου μ' είχε κατατρομάξει<BR/> ο τρόμος σε μι' ανείπωτη χαρά είχε τώρ' αλλάξει.<BR/><BR/> Α! Μάννα! Τι χιλιόμορφα μικρά πεταλουδάκια!<BR/> Και τι πολύχρωμα, ζωηρά και φωτεινά φτεράκια!-<BR/> κι έτσι ανοιχτές από χαρά τις πόρτες του σαν βρήκαν<BR/> ολόϊσια στο στήθος μου επέταξαν και μπήκαν.<BR/><BR/> Και από τότε μάννα μου μέσα μου πεταρίζουν<BR/> και, μάννα, την καρδούλα μου εκείνες την ορίζουν:<BR/> Μάννα, τα μάγια του βραδιού εκείνου και η γλύκα<BR/> μαζί μ' αυτές μες στη μικρή καρδούλα μου εμπήκαν.<BR/><BR/> Πες μου μαννούλα, είναι κακό έτσι που νιώθω τώρα:<BR/> Φταίω για μια που έκανα χωρίς να θέλω γνώρα;<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Όσο το λούλουδο που ανθεί φταίχτρα κι εσύ παιδί μου.<BR/> Αν φταίει τ' αηδόνι που λαλεί, τότε και συ παιδί μου.<BR/><BR/> Κόρη μου ο που μας έπλασε τα έχει έτσι ορίσει'<BR/> έτσι γραμμένα να γινούν τα έχει η κυρα-Φύση.<BR/> Μ' άφησε τώρα κόρη μου τον ύπνο να σε πάρει<BR/> και να σε παν στην πλάτη τους οι άσπροι του οι γλάροι.<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Όμως μανούλα απάντηση δε μου 'δωσες ακόμα-<BR/> έχω όμορφο το πρόσωπο; τα μέλη μου; το σώμα;<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Ε πια μανία που σ' έπιασε μ' αυτή την ομορφάδα..<BR/> τέτιαν αλήθεια επιμονή σε σένα δεν ξανάδα.<BR/> <BR/> Σου είπα: τέτια κόρη μου ρωτήματα μην κάνεις<BR/> απ' τον πολύτιμο ύπνο σου ώρα μ' αυτά μη χάνεις,<BR/> Πρέπει, γιατ' η ώρα πέρασε, να κοιμηθείς. Το στρώμα<BR/> να το ζεστάνεις καρτερεί με το μικρό σου σώμα.<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Αυτό το "πρέπει" μάννα μου για λέξη δε ζυγίζει.<BR/> Καυτό να είναι σίδερο μοιάζει, που ό,τι αγγίζει<BR/> το τσουρουφλίζει, το πονά, το καίει, το πλακώνει'<BR/> πρέπει μαχαίρι μάννα μου να 'ναι και να σκοτώνει.<BR/><BR/> Ή ένας χτίστης τρομερός που μπρος μας χτίζει τοίχο<BR/> που κάθε ευφρόσυν' όραμα μας κρύβει-κάθε ήχο<BR/> και άνθη εμείς δε βλέπουμε-τραγούδια δεν ακούμε<BR/> και τότε μάννα μου καλή, γιατί...γιατί να ζούμε;<BR/><BR/> Κάτι φορές στον ύπνο μου το βλέπω αυτό το "πρέπει"<BR/> σαν ένα δράκο θεόρατο τον ήλιο που μου σκέπει.<BR/> Δράκος κακός με δύναμη μεγάλη στο κορμί του <BR/> μα που δεν έχει πρόσωπο μάννα στην κεφαλή του.<BR/><BR/> Με κάτι νύχια σαν σπαθιά καλοακονισμένα<BR/> στέκει μπροστά από τις χαρές που είν' εκεί για μένα<BR/> κι όταν κινώ να τις χαρώ μου φράζει αυτός το δρόμο-<BR/> κι είμαι μικρή μανούλα μου, και με γεμίζει τρόμο.<BR/><BR/> Μάννα γιατί δεν κάθονται μια μέρα οι σοφοί μας <BR/> να σβύσουν το απαίσιο το "πρέπει" απ' τη ζωή μας;<BR/> Τότε να δεις χαρούμενη κι ανέμελη που θα 'μουν...<BR/> τι λες-μπορούν μανούλα μου οι σοφοί μας να το κάνουν;<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Α! Τι ρωτήματα πολλά για ένα βράδυ μόνο!<BR/> Αλήθεια εμεγάλωσες πολύ μες σ' ένα χρόνο.<BR/> "Είμαι καλή; Κι ¨είμαι όμορφη;¨ ¨Τ' είναι το πρέπει;"-α-φτάνει-<BR/> πολλά ρωτάς κορούλα μου κι αυτό καλό δεν κάνει.<BR/><BR/> Μία ζωή αρώτητη καλή μου κόρη ζήσε<BR/> αν θέλεις πάντα ξέγνιαστη κι αμέριμνη να είσαι'<BR/> και αν κανένας ήξερε πάλι δε θ' απαντήσει-<BR/> ειν' η ζωή πολύ μικρή και βιάζεται να ζήσει.<BR/><BR/> Κοιμήσου τώρα. Μην αργείς. Η νύχτα προχωράει.<BR/> Αύριο η μέρα μερτικά δικά της θα ζητάει<BR/> και πρέπει ετούτη η όμορφη να σου τα δώσει νύχτα.<BR/> Καλή σου νύχτα κόρη μου. Κοιμήσου.<BR/><BR/>ΝΤΟRA<BR/> Καληνύχτα.<BR/><BR/> (η μητέρα βγαίνει.Η Ντόρα κοιμάται κι ονειρεύεται. Τα φώτα σβύνουν και ανάβουν τα φώτα του δεξιού μισού της σκηνής. Η φυλακή είναι ίδια όπως πρώτα ,μόνο που τώρα ένα ανθοδοχείο βρίσκεται στο πάτωμα, με μέσα του δεκαέξη ωραία κόκκινα τριαντάφυλλα)<BR/><BR/>Α' Θυμόσαστε; Κιοτέψαμε. Λέγαμε θα ξεχάσει-<BR/> με την ασχήμια συντροφιά η ζωή τους θα περάσει.<BR/> Μα όχι-ό,τι τους στέρησε τους το χαρίζει τώρα:<BR/> ανάμεσά τους έστειλε το θάμα της: τη Ντόρα.<BR/><BR/>Β' Κι απλόχερα η πολύδωρη ό,τι κρατεί τους δίνει.<BR/> Ένα πουλάκι επήρε τους και τους χαρίζει σμήνη.<BR/> Δάσο τους δίνει αντίς δεντρί, θάλασσ' αντί σταγόνα'<BR/> μια μέρα τους εμαύρισε και τους χρυσώνει αιώνα.<BR/><BR/> Και να το δώρο τ' ακριβό! Να του Έρωτα το άνθος<BR/> που σπόρο ακόμα μέσα Του δεν έδεσε το πάθος.<BR/> Να η Θεσπέσια Κορασιά! Να 'το το θάμα όπου<BR/> η όπου Κόσμου εμορφιά το σχήμα πήρε ανθρώπου.<BR/><BR/>Γ' Να του ρυακιού το μούρμουρο που λέγαμε ότι χάθη-<BR/> δε 'χάθη, τη φωνούλα Της, το μίλημά Της πλάθει.<BR/> Να της αυγής το χάραμα στο ροδομάγουλό Της.<BR/> Να το φεγγάρι το χλωμό μες στο παράπονό Της.<BR/><BR/>Ε' Να η νύχτα μες στα μάτια Της, η άναρχη γεννήτρα<BR/> που όλην κρατεί την Πλάση μας μες στην πλατιά της μήτρα.<BR/> Να η νύχτα με τα φάσματα και τις βαριές φοβέρες.<BR/> Να η νύχτα μες στα μάτια Της που όλες κρατεί τις μέρες.<BR/><BR/> Να μες στα μαύρα μάτια Της της θάλασσας τα βύθη<BR/> που νεροανεμοδέρνονται των ξωτικών τα πλήθη.<BR/> Να μες στα μαύρα μάτια Της το φέγγος των Ερώτων.<BR/> Να η τρεμούλα των φιλιών και των χαδιών των πρώτων...<BR/><BR/> Να μες στα μαύρα μάτια Της το Έαρ των Συμπάντων.<BR/> Να μέσα τους το θρόϊσμα λειμώνων αμαράντων.<BR/> Να το Πλατύ, να το Βαθύ, να το Ψηλό και τ' Ώριο'<BR/> Να μες στα μαύρα μάτια Της των πόθων το φυτώριο.<BR/><BR/>Β' Να των μελένιων Της χειλιών-λύρας χορδές- τ' αυλάκια<BR/> που κάνουν να 'ναι μουσική τα πιο κοινά λογάκια.<BR/> Να κάθε αυτάκι να μετρά όσο κοχύλια χίλια'<BR/> να στόμα που να καίγεται κι η ομορφιά ' π' τη ζήλεια.<BR/><BR/>Α' Να στην ανάπνια του κορμιού αιθέριο ένα μύρο<BR/> που κάθε άλλο άρωμα μπρος του φαντάζει στείρο.<BR/> Να των νερών το φλόγισμα μες στων παρειών τα μήλα<BR/> ερωτεμένος ο ήλιος μας τη θάλσσα όταν 'φίλα.<BR/><BR/>Δ' Και να του γοργοπέταχτου πουλιού η αλαφράδα.<BR/> Και να του χλωροπράσινου βλαστού η τρυφεράδα.<BR/> Να 'το το σύκο το γουρμό που στάζει φως και μέλι.<BR/> Να λαμπροήλιος το κορμί κι αχτίδες του τα μέλη.<BR/><BR/>Ε' Τηνε θυμόμαστε μικρή, κουκλάκια να κρατάει<BR/> μ' αυτά να χαριεντίζεται, να παίζει, να γελάει.<BR/> Ύστερα κοκκαλιάρικη μικρή δεσποινιδούλα<BR/> του πόθου μας αφέντισσα και του καθρέφτη δούλα. <BR/><BR/> Μπουμπούκι Τηνε βλέπαμε μικρό που μόλις δένει<BR/> ολούθε με το πράσινο το χρώμα τυλιγμένη<BR/> και "τι", ελέγαμε, "αχ τι…τι θάματα θα δείξει<BR/> τα πράσινα τα σέπαλα σαν ο καιρός τ' ανοίξει..."<BR/><BR/> Και προσμονή την προσμονή και κλάμμα μες στο κλάμμα<BR/> το μπουμπουκάκι έδειξε το κρύφιο του το θάμα.<BR/> Και άνοιξε. Κι αρχίσανε να χύνωνται τριγύρω<BR/> φέγγος, και χάρη, και δροσιά, και φτέρωμα και μύρο.<BR/><BR/>Β' Α! Πώς το κάλλος στα σφιχτά του μπουμπουκιού τα φύλλα<BR/> έτσι βαθιά κλεινότανε κι άκρατα δεν ξεχείλα<BR/> παρά καρτέραε σιωπηλά τη μαγεμένην ώρα<BR/> για να ξεχύσει απαλά τ' ατίμητά του δώρα;<BR/><BR/>Γ' Κάθε που νέα μια χρονιά τα κάλλη Της στολίζει<BR/> σ' αυτή την ανθοδέσμη μας νέο λουλούδι ανθίζει.<BR/>Δ' Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η φυλακή μας.<BR/>Δ' Αφόντας εγεννήθηκε άνθισεν η ψυχή μας.<BR/><BR/>Α' Κάθε χρονιά και μια γιορτή. Κάθε χρονιά και θάμα.<BR/> Και κάθε μια τους κουβαλεί κι άλλο στολίδι αντάμα.<BR/>Β' Και φέτος να τη! Τον καρπό του Έρωτα μας φέρνει'<BR/> δεν το 'νε τρώει, δεν τον κρατεί, γελώντας το 'νε σπέρνει.<BR/><BR/>Α' Καρπέ γλυκέ πώς στάθηκες κοντά της κι εκρατήθης<BR/> και δεν αντρώθης σε δεντρί και πάνω της δε 'χύθης<BR/> και δεν τηνε λεηλάτησες-πώς την κρατείς ακόμα<BR/> όπως τα δόντια αμάσητη τη ρόγα μες στο στόμα;<BR/><BR/>Ε' Μη μας ακούσει ο Έρωτας και στη χρυσή του κλίνη<BR/> την πάρει-τίποτα για μας ύστερα δε θα μείνει-<BR/> Ό,τι αρπάζει ο Έρωτας καταδικό του το 'χει'<BR/> Όχι του άλυπου θεού-του τρομερού όχι-όχι!.<BR/><BR/>Β' Πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε άφωτοι του Κόσμου'<BR/> πέντε τσουκνίδες στη βραγιά του μυροβόλου δυόσμου.<BR/> Ποιος τη δική μας τη φωνή θ' ακούσει τη σβυσμένη;<BR/> πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε φυλακισμένοι...<BR/><BR/>Ε' Καθώς γυρνάει απ' το σχολειό, ανέμελα πατάει<BR/> τη χλόη, που ζαλίζεται καθώς Τηνε κυττάει.<BR/> Ούτε της χλόης της ταπεινής δεν έχουμε τη χάρη<BR/> κάτω απ' των άσπρων Της ποδιών να λυώσουμε τα βάρη.<BR/><BR/>Γ' Ούτε της άγριας της ροδιάς οι ανθισμένοι κλάδοι<BR/> μπορούμε να 'μαστε καθώς στης μπλούζας Της το χάδι<BR/> ριγούνε, ανταριάζονται, και σκύβουν κι άλλο ακόμα<BR/> το ποθητό πασκίζοντας να σφιχτοκλείσουν σώμα.<BR/><BR/>Δ' Δεν είμαστε ούτε γράμματα σε κάποιο Της βιβλίο<BR/> προσεκτικά να μας θωρούν τα μάτια Της τα δύο.<BR/> Μ' ένα ποτήρι κρύο νερό τη δίψα Της σα σβύνει<BR/> ούτε σταγόνες του νερού δεν είμαστε που πίνει...<BR/><BR/>Α' Μέσα σε τόσα γύρω Της πράγματα ευτυχισμένα<BR/> ούτε μικρή δεν είμαστε κυρτούλα μία χτένα<BR/> που όταν τα μαλλάκια Της με κείνηνε χτενίζει<BR/> ευφρόσυνα η κοκκάλινη ψυχή μας να τρεμίζει.<BR/><BR/>Β' Ούτε πρωινή του κήπου Της δεν είμαστε δροσούλα'<BR/> ούτε μικρή του χρόνου Της δεν είμστε στιγμούλα'<BR/> ούτε μια πέτρα που πατά γυμνό το ποδαράκι'<BR/> ούτε παιχνίδι στ' ακριβό κερένιο Της χεράκι.<BR/><BR/> Ούτε φαντάσματα λευκά δεν είμαστε' δε ζούμε<BR/> παρά μονάχα στ' όνειρο Εκείνης π' αγαπούμε.<BR/>Α' ου αγαπούμε; Το μηδέν γίνεται ν' αγαπήσει;<BR/> Μπορεί το Τίποτα να ζει, να ελπίζει, να ποθήσει;<BR/><BR/>Γ' Η Όμορφη μας έπλασε και ό,τι πλάσει Εκείνη<BR/> αιώνια ζει.Δε φθείρεται. Δε χάνεται. Δε σβύνει.<BR/> Και μη δεν είναι ο Έρωτας του Αιώνιου η ουσία;<BR/> Και πόθο για μοιράδι της δεν έχει η Αθανασία;<BR/><BR/> <BR/> Η ομορφιά που σαν κλαδί φωτός Τη στεφανώνει.<BR/> πάντοτε με το κάλλος της τ' άμετρο θα θαμπώνει. <BR/> Αφού πλσστήκαν μια φορά τα όμορφά Της κάλλη<BR/> αθάνατα η εικόνα Της κι αιώνια θα θάλλει.<BR/><BR/>Ε' Όπως διψώντας το χαρτί το υγρό μελάνι πίνει<BR/> και μένει πάνω του η γραφή-με τίποτα δε σβύνει<BR/> έτσι έχει άσβυστα γραφτεί στο δέρμα Της επάνω<BR/> της Ομορφιάς της πλάστρας Της το μάγεμα το πλάνο.<BR/><BR/> Όπως μαχαίρι κοφτερό το σώμα ζώου σκίζει<BR/> και κείνο ακόμα νιώθεται, και κράζει και γογγύζει<BR/> έτσι τον πόνο τον γλυκό κραδαίνοντας στο χέρι<BR/> η ολογλυκειά Της η ματιά ξεσχίζει σα μαχαίρι.<BR/><BR/> Κι όπως λαγό σαν πιάσει αητός βαθιά τα νύχια χώνει<BR/> κι απ' το σφιχτό το κράτημα το ζώο δε γλιτώνει<BR/> έτσι και όποιον μια φορά τ' αστέρι Της φωτίσει<BR/> πια δε χωρίζεται απ' Αυτήν όσο ήθελε πασκίσει.<BR/><BR/>Β' Δυο αγαλμάτινες μορφές τα δύο Της τα χείλη-<BR/> ο Πόθος γλύπτης πάνσοφος και η Αγνότη σμίλη.<BR/>Ε' Και η ψυχή Της καθαρή σαν νια βροχοπηγούλα.<BR/>Α' Και η καρδιά Της ιλαρή σαν τρυφερή κορφούλα.<BR/><BR/>Γ' Κόρφος και μέση και γλουτοί, κνήμες χωρίς ψεγάδι'<BR/> μηροί με της τελειότητας ντυμένοι το μαγνάδι.<BR/>Δ' Το γόνυ ολοστρόγγυλο του Έρωτα αλωνάκι<BR/> που αλωνίζει μέσα του φλογόχαιτο αλογάκι.<BR/><BR/>Α' Τόσο μικρό το χέρι Της τον κόσμο πώς βαστάζει;..<BR/>Β' Και πού κρατάει τους Καιρούς και ΄Ανοιξες μοιράζει;<BR/>Γ' Ζεστήν πώς η ανάσα Της όλην κρατεί την Πλάση;<BR/>Ε' Πώς και η πέτρα ακόμ' ανθεί όπου ήθελε περάσει;..<BR/><BR/>Δ' Δυο σπιθαμές ένα παιδί τι μάγια να κρατάει<BR/> που μ' ένα του χαμόγελο τον ήλιο να μεθάει;<BR/>Ε' Α! πώς μπορεί σ' ένα κορμί ναν' έτσι συναγμένα<BR/> τόσα πολλά, τόσα γλυκά και τοσ' αγαπημένα...<BR/><BR/>Α' Εμπρός λοιπόν. Ας ψάλλουμε με το πικρό μας στόμα <BR/> αφού τα χέρια δε βολεί-το λατρεμμένο σώμα.<BR/> Εμπρός! Αυτό που μας πονεί, μας καίει, μας σκοτώνει<BR/> ας το τσακίζ' η γλώσσα μας-ο λόγος ας το λυώνει.<BR/><BR/>Γ' Εμπρός λοιπόν! Με τον βουβό τον πόνο μας αγέρα<BR/> του πόθο χείλη, τη βαθιάν αγάπη μας φλογέρα<BR/> κι όλη την τέχνη βάζοντας που 'ναι δικό Της δώρο<BR/> απελπισμένα σήματα να στείλουμε στο χώρο<BR/><BR/>Δ' Και δυνατά ας τα κάνουμε να φτάσουνε στ' αυτιά Της.<BR/> Και ας τα κάνουμε γλυκά ν' αρμόζουνε κοντά Της.<BR/> Εμπρός λοιπόν! Ας ψάλλουμε! Ας ψάλλουμε ακόμα<BR/> τα χέρια, την ανάσα Της, το στήθος Της, το στόμα...<BR/><BR/>Ε' Α! Όνειρο πρωτόειδωτο νύχτας μαγιοπλασμένης!<BR/> Α! Κλωναράκι αμυγδαλιάς Γενάρη ανθισμένης!<BR/> Α! Πόρτα ολορθάνοιχτη στα θάματα της Πλάσης!<BR/> Α! Που μαλάματα σκορπάς όπου ήθελε περάσεις.<BR/><BR/>Β' Ω! Συ! Λιμνούλα ολόδροση στης έρημου το κάμα!<BR/> Ω! Του Ωραίου η πηγή! Ω! Της σοφίας το νάμα!<BR/> Ω! Φόνισσα της λύπης μας και της χαράς βυζάστρα!<BR/> Ω! Που κοντά σου πέφτουνε της μοναξιάς τα κάστρα!<BR/><BR/>Γ' Α! Συ, απαλοφανέρωτη, καυτή του πόθου λάβα!<BR/> Α! Του γλυκόπιοτου κρασιού η αγνή και γνήσια κάβα! <BR/> Α! Λουλουδάκι ευωδιαστό στου πόνου τα τενάγη!<BR/> Α! Που ένα σου χαμόγελο και λυώνουν ολ' οι πάγοι!<BR/><BR/>Δ' Α! Χιλιοπόνετη σπαθιά στης ασχημιάς το σώμα!<BR/> Α! Ομορφάδα ανείπωτη στ' ονειρεμένο στόμα!<BR/> Α! Φωτεινό αναφτέρωμα στου Έρωτα το χάδι!<BR/> Α! Στην κορώνα της φωτιάς το ατίμητο πετράδι!<BR/><BR/>Α' Ω! Αναφτέριασμα του νου μετά την καταιγίδα!<BR/> Ω! Δάφνη εσύ αμάραντη στου κάλλους την αψίδα!<BR/> Ω! Χρυσωπή αναφεγγιά όταν το φως ζαλίζει!<BR/> Ω! Κρύφιο αναρρίπισμα μέσα στο ρογοβύζι!<BR/><BR/>Ε' Ω! Άναρθρα ψελλίσματα κι άλαλη ανατριχίλα!<BR/> Ω! Ριζας φυλλοβόλημα! Ω! Ρίζωμα στα φύλλα!<BR/> Ω! Του αμπελιού η ευλογιά στ' ανάπλαγο της ζήσης!<BR/> Ω! Ανατολίτσας ρόδισμα! Ω! Φλόγισμα της δύσης!<BR/><BR/>Β' Α! Κατσικάκι λυγερό στον πετρωμένο κάβο! <BR/> Α! Συννεφάκι λευκωπό μες στ' ουρανού το μπλάβο!<BR/> Α! Θάμα που απλησίαστο μένεις για κάθε πέννα!<BR/> Α! Του ιδεώδους μέστωμα και του Ωραίου γέννα!<BR/><BR/>Α' Ω! Λευκανθέ μονάκριβε στου σπάνιου τη σέρρα!<BR/> Ω! Καλοθύμητο πουλί σε γαλανόν αιθέρα!<BR/> Ω! Πλάνο δασονύχτωμα κι αυγή δροσοφεγγάτη!<BR/> Ω! Σάρκινο ξεφάντωμα σ' ακούραστο κρεββάτι!<BR/><BR/>Δ' Τα δέκα δαχτυλάκια Της δέκα κομψούλια βέλη.<BR/>Α' Δέκα νιογέννητων μικρών προβάτων η αγέλη.<BR/>Δ' Στου έρμου καρπού μας να 'τανε να δένανε το τόξο...<BR/>Α' Στο έρμο μαντρί μας να 'τανε να στάλαζαν απόξω...<BR/><BR/>Β' Το τόξο θέλει γύμνασμα' το μάντρωμα τσοπάνο.<BR/> Γκρίζοι εμείς αμμόκοκκοι σε μαύρη πέτρα επάνω.<BR/> Εμείς η στάχτη της φωτιάς προτού η φωτιά ν' ανάψει.<BR/> Εμείς του αγέρα φύσημα σαν ο αγέρας πάψει.<BR/><BR/> Τ’ είμαστ' εμείς; Αητόπουλα χωρίς αητού τη γέννα-<BR/> Τ’ είμαστ' εμείς; Αχ-μνήματα χωρίς νεκρόν κανένα.<BR/> Και πώς μπορεί αγέννητος ορμήνιες να ψελλίζει;<BR/> Και πεθαμένος πώς μπορεί τη ζήση να ορίζει;<BR/><BR/>Δ' Α! Μόνο να μας άγγιζε θα μας λευτέρωνε όλους.<BR/> Όμως ποτέ δε θα διαβεί της τρώγλης μας τους θόλους.<BR/> Έτσι εμείς ανάλλαγα εδώ μέσα θα μαδούμε-<BR/> τέτι' από Κείνη λευτεριά ποτέ μας δε θα δούμε.<BR/><BR/>Α' Στείλαμε εν' ασπροφτέρουγο μικρό περιστεράκι<BR/> να Της ειπεί τον πόνο μας-το μαύρο μας μεράκι'<BR/> Μ' αυτό σα Την αντίκρυσε του 'σβυσεν η μιλιά του<BR/> και μες στ' ολάσπρο στήθος Της έκανε τη φωλιά του.<BR/><BR/>Γ' Επέψαμ' ένα σύγνεφο την πεθυμιά να βρέξει<BR/> και το τραγούδι που η βροχή στη στέγη Της θα πλέξει<BR/> να το ακούσ' η Όμορφη-τον πόθο μας να μάθει-<BR/> μα στων ματιών Της η βροχή ξεχάστηκε τα βάθη.<BR/><BR/>Δ' Και τ' αγεράκι εστείλαμε, μας ήρθε μεθυσμένο'<BR/> και το κλαδί της αγριελιάς-γύρισε μαραμένο.<BR/> Μπροστά στην τέλειαν ομορφιά ολ' άφων' απομένουν-<BR/> αποξεχνιούνται, λησμονούν, βουναίνονται, σωπαίνουν.<BR/><BR/>Ε' Και την καρδιά μας στείλαμε γυμνή και ματωμένη-<BR/> και την ψυχή μας στείλαμε μ' αγκάθια ξεγδαρμένη<BR/> μα κείνες πισωγύρισαν-σταθήκανε-διστάζουν-<BR/> ψέμμα να πουν δεν το μπορούν, τ' όχι να πουν δειλιάζουν.<BR/><BR/>Α' Τα σιδερένια τα κλειδιά της φυλακής πως έχει<BR/> και πως την τύχη μας κρατεί, Αυτή δεν το κατέχει.<BR/>Ε' Σωπαίνετε' ας σωπαίνουμε' ειν' έτσι καμωμένα:<BR/> η Ομορφιά κι η γνώρα της το 'να με τ' άλλο ξένα.<BR/><BR/> Για μας της ζωής ανάνθιστοι θα μείνουνε οι κάμποι.<BR/> Μόνον εδώ το άμετρο το κάλλος Της δε θα 'μπει<BR/> Χοντρές οι αμπάρες και βαριές κι η πόρτα σφραγισμένη.<BR/> Πέντε άμοιροι...πέντε άφωτοι...πέντε συφοριασμένοι...<BR/><BR/> Κι είναι για μας τους άφωτους το παραθύρι ετούτο<BR/> μαστίγιο στη μονάξ'α μας και στην ερμιά μας κνούτο.<BR/> γιατί χαρές που-αλλίμονο-δε φτάνουμε μας δείχνει<BR/> και σε βαθιά, τρισκόταδην απελπισιά μας ρίχνει.<BR/><BR/> Αν το μικρό εκείνο εκεί δε βλέπαμε σοκάκι<BR/> μικρότερο θα ήτανε το που μας τρώει σαράκι.<BR/> Όταν δε βλέπει το λαμπρό της ευτυχίας τ' αστέρι<BR/> στη δυστυχία η ζωή λιγότερο υποφέρει.<BR/><BR/>Γ' Ό,τι να γίνει είναι γραφτό-καθόλου δεν αλλάζει.<BR/> Είναι γραφτό η έρημη ψυχή μας να σπαράζει<BR/> κι Αυτή ν' ανεμοδέρνεται μες στης ζωής την έχτρα<BR/> χωρίς να ξέρει το γιατί και δίχως να 'ναι φταίχτρα.<BR/><BR/>Β' Μες στην ψηλή αετοφωλιά πώς πάει το αηδονάκι;<BR/>Α' πώς ίσα πάει στη φωτιά ένα χρυσό αχεράκι;<BR/>Ε' πώς πάει έτσι αδύναμη στων δυνατών τα μέρη;<BR/>Γ' Πώς πάει στη λάσπη να χωθεί το λαμπερό αστέρι;<BR/><BR/>Δ' Πώς έτσι ανυποψίαστη, χαρούμενη κι αγνούλα<BR/> πάει στο χαμό; Πώς θα βρεθεί στο νύχτωμα η αυγούλα;<BR/> Πώς έτσι αρνάκι χαρωπό, αξέγνιαστα πηδώντας<BR/> μες στη μονιά θε να βρεθεί που καρτερεί ο λιόντας;<BR/><BR/> Γιατί το φως ανθρώπισε αν ήταν για να σβύσει;<BR/> Ποιο χέρι πολυέλεο θα ‘ηνε σταματήσει;<BR/> Γιατί οι χαρές του έρωτα δένουν με την τυράγνια;<BR/> Γιατί-αχ-πάντα η Ομορφιά να δένει με την άγνοια;<BR/><BR/>Ε' Τον πόνο μας ας γίνονταν να τον κρατεί για δόρυ<BR/> εκεί που πάει ανύποπτη στης απονιάς τα όρη.<BR/> Ο σπαραγμός που μας κερνάει ας γίνονταν ασπίδα<BR/> να σταματάει επάνω του του μίσους η λεπίδα.<BR/><BR/> Το μισερό μας το κορμί που καίγεται για Κείνη<BR/> τείχος ας ήταν γύρω της αχάλαστος να γίνει<BR/> κι όταν θα πάνε να τη βρουν η κάκια και το ψέμμα<BR/> στο ξαναμμένο να πνιγούν και κοχλαστό μας αίμα.<BR/><BR/>Β Ουράνια σεις που πάνω μας εβρέξατε κατράμι<BR/> μέσα στα τόσα τα κακά σ' εμάς που 'χετε κάμει<BR/> δώστε μας τούτο το καλό: κάμετε όσο ζούμε<BR/> τον άδικό Της το χαμό να μη-να μη τον δούμε.<BR/><BR/>Ε' Ό,τι στου νου τον αργαλειό 'φαίνουμε με μετάξι<BR/> σε μια στιγμούλα του κορμιού η φλόγα θα ρημάξει.<BR/> Σαν το κακό να 'χε μυαλό-σαν να 'χε προσχεδιάσει<BR/> το πιο καλό κάθε φορά διαλέγει να χαλάσει.<BR/><BR/>Α' Η πόρνη ζωή τα κρόταλα τα χάλκινά της κρούει<BR/> και τις σειρήνες του χαμού κανείς δεν τις ακούει.<BR/> Ταγίζει με τις μέρες μας το μαύρο του αδράχτι<BR/> ο Χρόνος, κι η ανέμη του κρύα τυλίγει στάχτη.<BR/><BR/>Γ' Όταν τα δίχτυα της νυχτιάς τη μέρα σκοτεινιάζουν<BR/> σαν τα σφαχτάρια μέσα τους οι θύμησες σφαδάζουν<BR/> και το φιδίσιο φτερωτό κορμί και το κεφάλι<BR/> ζητούν να το σηκώσουνε-να ξαναζήσουν πάλι.<BR/><BR/>Δ' Όταν η νύχτα έρχεται,του Φόβου τα πλεμόνια<BR/> με ξωτικά γεμίζουνε και με φριχτά δαιμόνια΄<BR/> και πάνω στους αδύναμους αυτός τα ξεφυσάει<BR/> κι εκείνοι τρεμουλιάζουνε κι αυτός κρυφογελάει.<BR/><BR/>Ε' Κι όποιος θα φέρει στο μυαλό το σχήμα του κορμιού Της-<BR/> κι όποιος θα φέρει στο μυαλό τη χάρη του ποδιού Της<BR/> γι αυτόν φοβέρες και στοιχιά και ξωτικά σκορπάνε<BR/> κι όλα γιορτάζουν γύρω τους και όλα τραγουδάνε.<BR/><BR/>Α' Κι όποιος του χαμογέλιου Της φέρει στο νου τη λάμψη<BR/> αμέσως κάθε μάνητα, κάθε οργή θα πάψει.<BR/> Κι όποιος του κρύφιου Της φιλιού φέρει στο νου το θάμπος<BR/> έτσι που όλα τα κρατεί θεός φαντάζει σάμπως.<BR/><BR/>Α' Κλείνει την πόρτα του ο φτωχός στο σπίτι του σα φτάνει<BR/> και στης καλής του τα φιλιά τη φτώχια του ξεχάνει.<BR/> Κι εμείς σαν τι να κλείσουμε; Καλή σαν πώς να βρούμε;<BR/> Οι άλυσες πληγώνουνε-πληγιάζουν-δε φιλούνε.<BR/><BR/>Β' Τραβά ο ψαράς τα δίχτυα του και χαίρεται τα ψάρια<BR/> που σπαρταρούν, είτε πολλά, είτε ανάρια-ανάρια.<BR/> Κι εμεις τι να ψαρέψουμε; Πού θάλασσα; Πού βάρκα;<BR/> Κάτω απ' ό,τι σ'κώσουμε της άρνησης η νάρκα.<BR/><BR/>Γ' Ο βράχος στέκει ολόστητος. Το κύμα τον κυκλώνει<BR/> και τον φιλεί ερωτικά και τον γλυκοδαγκώνει.<BR/> Το κύμα εμάς μας περιχεί και μαύρο έχει χρώμα<BR/> και πικροδαγκωνόμαστε μονάχοι μες στο στρώμα.<BR/><BR/>Δ' Μέσα στο χώμα ο βολβός ρίζες χλωρές βυθίζει<BR/> και ‘κείνες τον στηρίζουνε κι αυτός λουλούδι ανθίζει.<BR/> Για μας και ρίζες και βολβοί κι ανθάκι μυρωμένο<BR/> πάντα θαμμένα κείτονται-το φως για κείνα ξένο.<BR/><BR/>Ε' Ο ήλιος, στρατηλάτης τους, διατάζει τις αχτίδες<BR/> και τραγουδώντας χαρωπά διώχνουν τη νύχτα εκείνες...<BR/> Δεν πολεμούν ποτέ για μας του ήλιου οι λεγεώνες'<BR/> ολόμαυρες οι μέρες μας και λες κρατούν αιώνες,<BR/><BR/> Μεσα στα βύθη της ζωής, στην πιο βαθιά της κοίτη<BR/> εχτίσαμε το έρμο μας αραχλιασμένο σπίτι'<BR/> και τίποτα δε βλέπουμε-κανένα δεν ακούμε<BR/> κι αν στη ζωή λογιόμαστε είναι σα να μη ζούμε.<BR/><BR/>Β' κάτι τεράτων τις ουρές, κάτι ερπετών τα λέπια<BR/> ν' αναταράζουν νιώθουμε της νύχτας μας τα κρέπια<BR/> κι η μυρουδιά του θάνατου τις σάπιες που αναδεύει<BR/> σάρκες των πεθαμένων του, το μύρο μας μολεύει.<BR/><BR/> Ακούμε τις αρίθμητες βοές υπόγειων βόγγων<BR/> κι όχι τα καλαδήματα των κάμπων και των λόγγων.<BR/> Τα σπάργανα μας δένουνε της άκαρπής μας γέννας<BR/> αντίς η γύμνια η λεύτερη που χαίρεται καθένας.<BR/><BR/> Αγέρα πνοή το στήθος μας τ' άσαρκο δε γλυκαίνει.<BR/> Χώμα και θειάφι και φωτιά μέσα του μπαινοβγαίνει<BR/> και το που ό,τι ζωντανό γεννάει εντός μας σπέρμα<BR/> έρμο στην έρημο δεντρί και τ' άνθη του παντέρμα.<BR/><BR/>Ε' σωπάτε' θα 'ρθει' θα μας βρει' θα ψάξει' θα ρωτήσει'<BR/> και θα τελειώσ' η θλίψη μας΄κι ο πόνος μας θα σβύσει.<BR/> Θα 'ρθεί η Όμορφη-θα 'ρθεί..<BR/>Γ' Θα 'ρθεί…κάπως θα μάθει...<BR/>Δ' Θα 'ρθεί κι η λύπη έσβυσε...<BR/>Α Θα 'ρθεί-το σκότος 'χάθη...<BR/><BR/>Β' Κάτι φορές το βλέμμα Της γυρνάει σαν να μας βλέπει'<BR/> μα πιο ψηλά 'π' της φυλακής πάντα κυττάει τη σκέπη.<BR/>Δ' Κάποιες φορές σαν τις χοντρές φωνές μας να προσέχει'<BR/> όμως πολύ πολύ μακριά και τότε ο νους Της τρέχει.<BR/><BR/>Γ' Περνάει σα ’στραπόβροντο κι άλλοτε σα βροχίτσα'<BR/> σαν άγγελος αθέρινος, σαν φουντωτή ροδίτσα.<BR/>Δ' Άλλοτε πάλι σοβαρή βασίλισσα σε θρόνο<BR/> ή σαν γλυκό, πανέμορφο, μικρό κορίτσι μόνο.<BR/><BR/>Α' Έρχεται από τα μέρη Της τα κρύφια τ' άγνωστά μας<BR/> και διάφανη τη βλέπουμε ν' αργοπερνάει μακριά μας.<BR/>Β' Κι είναι-παράξενο άκουσμα-κι ολόδροση και λάβρα<BR/> Και πέμπει δρόσο γύρω της μα και φλογάτην αύρα.<BR/><BR/>Γ' και μοιάζει σαν κάθε φορά πριν βγει αιώνες να 'χει<BR/> μπρος στον καθρέφτη Της σταθεί σε μια νικήτρα μάχη.<BR/>Ε' Και μοιάζει σαν να μάζεψε χίλιες χιλιάδες γιούλια<BR/> και να 'βαλε στα χείλια Της τα τρυφερογλυκούλια.<BR/><BR/> Και μοιάζει σαν να έγδαρε το άσπρο από τα χιόνια<BR/> και να 'βαψε του στήθους Της τα σπαθοχελιδόνια'<BR/> και στου γλυκού όπως την κορφή ταιριάει το μοσχοκάρφι<BR/> ακάλυπτα κι ελεύθερα τους άφησε τα ράμφη.<BR/><BR/>Δ' Και μοιάζει σα για μέτωπο να 'βαλε το φεγγάρι.<BR/>Α' Και μοιάζει σαν να τύλιξε το σώμα Της με χάρη.<BR/>Β' Και μοιάζει σαν να μάζεψε του ήλιου τις αχτίδες<BR/> και τα μαλλιά Της τ' απαλά να στόλισε με κείνες.<BR/><BR/>Δ' Και μοιάζει σαν να λήστεψε της Νύχτας τα παλάτια<BR/> και όσο μαύρο εμάζεψε να το 'βαλε στα μάτια.<BR/>Γ' Και μοιάζει σαν να τρύγησε του πόθου το αμπέλι<BR/> και ήπιανε και μέθυσαν το σώμα και τα μέλη.<BR/><BR/>Α' Και μοιάζει σαν να κούρσεψε τα ουράνια τα κάστρα<BR/> και διάλεξε τα πι’ όμορφα και λαμπερά τους άστρα <BR/> και μοιάζει σαν να τα 'τριψε και τα 'κανε αστροσκόνη<BR/> κι ότι με κείνην ως περνά περίσσια μας τυφλώνει.<BR/><BR/>Β Και μοιάζει σαν να μέρεψε της κόλασης τις φλόγες<BR/> και μοιάζει σαν να έστιψε των σταφυλιών τις ρόγες<BR/> κι έτσι με γλύκα και φωτιά επότισε το στόμα<BR/> που πυρπολεί αυτό γλυκά κι αμίλητο ακόμα.<BR/><BR/>Ε' Και μοιάζει ν' απορφάνεψε από τ΄άνθη τους τα δέντρα<BR/> και μόνη να 'ναι τώρα Αυτή των λουλουδιών αφέντρα.<BR/> Και μοιάζει σαν το ρόδο Της το πιο 'μορφοπλασμένο<BR/> ανάμεσα στα πόδια Της να το 'χει φυλαγμένο.<BR/><BR/> Και σα ν' αλαφρομάλαξε και να 'βαλε στην άκρη<BR/> μια θλίψη ακριβοκέντητη απ' όνειρο και δάκρυ<BR/> και κει κατά το σούρουπο, σαν κρίνει πως ταιριάζει<BR/> μία σταγόνα στα γλυκά τα μάτια Της σταλάζει.<BR/><BR/>Γ' Και μοιάζει σαν του αγεριού τ' ανάλαφρο το χάδι<BR/> στημόνι να 'βαλε ακριβό, και πόθο για υφάδι<BR/> για να υφάνει αγέρινα ρούχα που θα Την ντύνουν-<BR/> μα ποθοπλάνταχτα κι αυτά-χαμένα, Τηνε γδύνουν.<BR/><BR/>Α' Μοιάζει...μα τίποτ' απ' αυτά δεν έχει δίολου γίνει.<BR/> Με τα χεράκι Της χαρές-δώρα μονάχα δίνει'<BR/> όπως στο κύμα ο αφρός και ο ανθός στο κλώνι<BR/> έτσι και στο κορμάκι Της η Ομορφιά πυργώνει.<BR/><BR/>Ε' Κι όπως ξεσυνερίζονται τ΄αδέρφια και ζηλεύουν<BR/> κι ό,τι απ' το 'να αποχτηθεί και τ' άλλα το γυρεύουν<BR/> και της ψυχής σαν είδανε ζηλέψαν οι ομορφάδες<BR/> και στου κορμιού Της τρέξανε κοντά τις αδερφάδες.<BR/><BR/> Γι αυτό κανείς δεν το μπορεί να κρίνει μπλιο ποιο λάμπει:<BR/> τα επουράνια της ψυχής ή του κορμιού οι κάμποι.<BR/> Μόνο να χαίρεται μπορεί της Ομορφιάς το θάμα<BR/> και στης πηγής του το δροσό να ξεδιψάει το νάμα.<BR/><BR/>Β' Κι είναι για μας ανείδωτα νάμα, πηγή και δρόσος'<BR/> κι είναι για μας ατέλειωτος ο πόνος μας ο τόσος.<BR/> Μ' απ' όλα τα φαντάσματα που κλέβουν τη χαρά μας<BR/> το πιο πικρό και πιο σκληρό είναι η μοναξά μας.<BR/><BR/> Τα δόντια της μας σκίζουνε. Τα νύχια της μας γδέρνουν<BR/> και τα φριχτά τα χέρια της κάθε καλό μας παίρνουν.<BR/> Κι ενώ του Κόσμου τα καλά να 'ρθουν σε μας ειν΄ άξια<BR/> εμείς για μόνη συντροφιά έχουμε τη μονάξα.<BR/><BR/> Γ' Μονάχα ένα μαυρόπουλο αριά και που περνάει<BR/> και κάθεται στα σίδερα κι όλο πικρά μιλάει.<BR/> Δε βγήκε από το στόμα του καλός ποτέ 'νας λόγος'<BR/> μόνο μαντάτα θλιβερά και μάλωμα και ψόγος. <BR/><BR/>Α' Μαύρο κι εκείνο σαν και μας χωρίς κανείς να ξέρει<BR/> τι κάθε που 'ρχεται φορά νέο κακό θα φέρει.<BR/> Κι αν έρχεται είναι σ' άλλονε που αν πάει θα το διώξει<BR/> αν τέτια και σε κείνονε το στόμα του θα κρώξει.<BR/><BR/>Δ' Μα εμείς δεν τ' αποδιώχνουμε κι όταν μιλάει για Κείνη<BR/> τότε ανοίγει κάθε αυτί και κάθε στόμα κλείνει.<BR/> Και από κείνο μάθαμε πού πάει σαν περνάει,<BR/> πότε κοιμάται σαν ανθός, πότε σα φως ξυπνάει.<BR/><BR/>Ε' Και λέει πως τα μηνύματα των λόγων του είναι βύθια<BR/> και πως η μόνη υπάρχουσα στον κόσμο είναι αλήθεια.<BR/> Η μόνη αλήθεια μα το ναι! Η αλήθεια η δική του<BR/> που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την κουβαλεί μαζί του.<BR/><BR/>Β' Πώς την αλήθεια του κεριού ο ήλιος να γνωρίζει;<BR/>Δ' Πώς την αλήθεια του τυφλού το φως ο που αντικρύζει;<BR/>Α' Πώς την αλήθεια του μικρού να ξέρει ο μεγάλος,<BR/> του ταπεινού ο υψηλός και του βωβού ο λάλος;<BR/><BR/>Γ' Α! Την αλήθεια όποιος λαλεί την ιστορία του γράφει΄<BR/> και την αλήθεια των νεκρών την ξέρουν μόνο οι τάφοι.<BR/> Και του Ωραίου τη μοναχή, λαχταριστήν αλήθεια<BR/> μέσα στα δυο Της η Όμορφη την κουβαλεί τα στήθια.<BR/><BR/>Α' Μ' αυτήνε στέμμα Της λαμπρό την Πλάση διαφεντεύει.<BR/>Γ' Μ' αυτήν ραβδάκι μαγικό τον κόσμο μας μαγεύει.<BR/>Δ' Μ' αυτήν ραντίζει τους αγρούς κι ανθίζουνε το Μάη.<BR/>Ε' Μ' αυτήν φωνή τ' ολάρφανο το στόμα μας μιλάει.<BR/><BR/>Β' Α! Κι αν μας αγκαλιάζανε τα δυο μικρά Της χέρια<BR/> τα μάτια μας τ' αφώτιστα θα γίνονταν αστέρια<BR/> και το πικρό τ' αχείλι μας Εκείνη αν το εφίλει<BR/> γλυκύτερο θα γίνονταν απ' το γλυκό σταφύλι.<BR/><BR/>Γ' Α! Κι αν μας εγλυκόσφιγγε μες στη ζεστή αγκαλιά Της<BR/> ο λίβας έτσι άξαφνα θα εγινόνταν μπάτης<BR/> και το κορμί μας το ξερό που αφίλητο σαπίζει<BR/> θα 'πιανε πάλι να πετάει κλωνιά-πάλι ν' ανθίζει.<BR/><BR/>Δ' Χάντρα η χαρά θα γίνονταν στα οκνά μας κομπολόγια<BR/> γλυκά αν ακούγαμε απ' Αυτήν κι όμορφα αγάπης λόγια<BR/> και τα πελώρια κύματα του ατέλειωτού μας πόθου<BR/> τους ψίθυρους θα πνίγανε του Έρωτα του Πρώτου.<BR/><BR/>Α' Αν μια ματιά μας έριχνε θα 'σπαζε τα δεσμά μας '<BR/> τα σίδερα θα λυώνανε αν έρχονταν κοντά μας<BR/> και το κλειδί της φυλακής θα 'νοιγε την ψυχή μας<BR/> που τώρα είναι κλειστότερη κι από τη φυλακή μας.<BR/><BR/>Ε' Κι αν θα μας φέρει μια στιγμή στη φωτεινή Της σκέψη<BR/> το νου τον τρομαγμένο μας γαλήνη θα τον στέψει.<BR/> Ο ναρκωμένος λόγος μας ευθύς θα γρηγορούσε<BR/> το προσωπάκι Της σε μας αν λίγο θα γυρνούσε.<BR/><BR/>Β' Μα μόνο να Τη βλέπουμε μπορούμε σα διαβαίνει<BR/> κι αυτό ειν' όλο που σε μας τους κούφιους απομένει.<BR/> Ανίκανοι να πάρουμε ή να δώσουμε βοήθεια'<BR/> αυτή 'ναι η ολόπικρη και καυτερή αλήθεια.<BR/><BR/>Γ' Γραμμένη μες στου θάνατου η ζωή μας το βιβλίο.<BR/> Και μέσα Στις σελίδες του η σκόνη και το κρύο.<BR/> Και το βιβλίο Αυτή ανοί' κι αμέριμνη διαβάζει.<BR/> Δεν ξέρει. Δε φαντάζεται. Ο νους Της δεν το βάζει.<BR/><BR/>Α' Κι ειν' η ψυχή μας άστεγη, χαμένη στο σκοτάδι.<BR/> Γι αυτήν και δείλι και αυγή σκοταδερά σα βράδυ.<BR/> Ανάκουστοι ειν' οι θόρυβοι-ανείδωτη ειν' η μέρα<BR/> και η λιμνούλα της χαράς έρμη γι αυτήνε ξέρα.<BR/><BR/>Β' Σαν τα σκουλήκια στο υγρό σερνόμαστε το χώμα<BR/> και είναι κάτι θαυμαστό και που μιλούμε ακόμα-<BR/> πέντε μικροί-πέντε άσημοι-πέντε λησμονημένοι-<BR/> κι η Μοίρα ακόμα η άφευγη για μας είναι σβυσμένη.<BR/><BR/>Δ' Κι όσο κι αν το γυρεύουμε,κι όσο κι αν προσπαθούμε<BR/> διόλου να προχωρήσουμε πιο πέρα δεν μπορούμε.<BR/> Τα ξεγδαρμένα χέρια μας ,τα πόδια τα πρησμένα<BR/> στον ίδιο τόπο μένουνε σαν να 'ταν ριζωμένα.<BR/><BR/> Τ’ είναι κρεββάτι μαλακό, τ' είναι αγάπης χάδι<BR/> δεν τα γνωρίσαμε ποτέ' ούτ' είχαμε μοιράδι<BR/> στην ευτυχία, στη χαρά, στη φτερωτήν ελπίδα'<BR/> μόνο της δίψας η οργή-του πόνου η λεπίδα.<BR/><BR/>Ε' Κι όλα γιατί; Γιατί το "ναι" το 'παμε "ναι" και τ' "όχι"<BR/> "όχι" κι ας μας λιανίζανε τα κόκκαλα στην κώχη.<BR/> Γιατί αρνηθήκαμε ποτέ να υψώσουμε παντιέρα<BR/> που ανάσα θα πλατάγιζε κι όχι ριπή αγέρα.<BR/><BR/> Κι όλα γιατί; Γιατί έρχοντας από την Πέρα Χώρα-<BR/> γιατί στο Τώρα φτάνοντας φερμένοι από το Τώρα<BR/> εκουβαλήσαμε μαζί και το καλάθι όπου<BR/> τα όνειρα εκρύβαμε και τις χαρές του Ανθρώπου.<BR/><BR/>Α Γιατί ποτέ δεν μπήκαμε στις πόρτες που για να 'μπεις<BR/> από χρυσάφι έπρεπε κι όχι από φως να λάμπεις.<BR/> Γιατί στων κάμπων της ψυχής τα ολόφωτα τα πλάτια<BR/> αντίς καλύβες χτίσαμε μ' αίμα κι ιδρώ παλάτια.<BR/><BR/>Β' Πανίσχυρο, απροσκύνητο, απαρακάλεστο όμως<BR/> μας άρπαξ' ένα σίδερο-μας ετσακίστη ο ώμος-<BR/> κι αλυσωμένους, θύματα παράκαιρα και πράα<BR/> μέσα εδώ μας πέταξε κι έκλεισε την αμπάρα.<BR/><BR/> Ποτέ μας δε λυγίσαμε-δε σκύψαμε-δεν κλαίμε-<BR/> κι αν τούτα με παράπονο τα λόγια απόψε λέμε<BR/> μας τα εθύμισε η γιορτή Αυτής που θα μπορούσε<BR/> μόνη απ' όλους λευτεριά-ζωή να μας δωρούσε.<BR/><BR/>Ε' Τα δεκαέξη έκλεισε' τα χίλια να γιορτάσει<BR/> κι ο λόγος απ' το στόμα μας στ' αυτί Της κι ας μη φτάσει.<BR/> Τα δεκαέξη έκλεισε' πάνε δεκάξη χρόνια<BR/> ‘πό τη βραδυά που έμοιαζε πως θα κρατούσ' αιώνια.<BR/><BR/> Από την ώρα που στα δυο το σκότος εχωρίστη<BR/> κι ολόφωτη από μέσα του επρόβαλε η Καλλίστη.<BR/> Από την ώρα που έκθαμβη εμέριασεν η Πλάση<BR/> ένα μωράκι ομορφιά γεμάτο να περάσει.<BR/><BR/>Α' Και τι να ‘ης χαρίσουμε σήμερα που γιορτάζει;<BR/> Τη γλυκοπόθητη νυχτιά; Με κείνην μας κυττάζει.<BR/> Τα ροζ κοχύλια του βυθού; Μ' εκείνα μας μιλάει.<BR/> Τους κάμπους τους ανθόσπαρτους; Με κείνους μας πονάει.<BR/><BR/> Και τι να Της χαρίσουμε; Του Έρωτα τη μέθη;<BR/> Με κείνην για πετρούλα Της το πάθος μας αλέθει.<BR/> Του τραγουδιού το χάρισμα; Εκείνη το χαρίζει.<BR/> Το δίκοπο του Έρωτα; Με κείνο μας ξεσκίζει.<BR/><BR/>Β' Και τι να Της χαρίσουμε; Τα ευωδιαστά τα ρόδα;<BR/> Πριν απ' αυτά γλυκάνθιζεν η Όμορφη κι ευώδα.<BR/> Μαργαριτάρια; Δυο σειρές το στόμα Της στολίζουν.<BR/> Κρινάκια και γαρύφαλλα; Στα χέρια Της ανθίζουν.<BR/><BR/>Ε' Και τι να Της χαρίσουμε; Τα μάγια του Απρίλη;<BR/> Καταφωτούν και λάμπουνε πάνω στα δυο Της χείλη.<BR/> Το Απαλό το Κύρτωμα; Τις Προαιώνιες Μνήμες;<BR/> Λίκνο τους οι Απαλόχυτες, οι Αλάθητές Της Κνήμες...<BR/><BR/>Δ' Και τι να Της χαρίσουμε; Το χάδι που ζαλίζει;<BR/> Μες στα χεράκια Της τα δυο το θρέφει-το κοιμίζει.<BR/> Ή το φιλί που δίχως του ο Έρωτας πεθαίνει;<BR/> Τ’ ωριογουρμάζει μέσα Της κι εκείν' όλο γλυκαίνει.<BR/><BR/>Ε' Και τι να Της χαρίσουμε; Μη το κρουστό το ρόδι;<BR/> Το κουβαλεί στον κόρφο Της-το σεργιανάει στο πόδι.<BR/> Μήπως το φως της ροδαυγής; Το κόκκινο της δύσης;<BR/> Το προσωπάκι Της σα δεις τα δυο θα τ' αντικρύσεις.<BR/><BR/>Α' Μη τ' αραχνόφαντο; Και μη το φεγγοφτερωμένο; <BR/> Το κάθε δαχτυλάκι Της μ' εκείνα ε'ιναι φτιαγμένο.<BR/>Β' Του ρυακιού μουρμούρισμα; Κελάδημα πηγούλας;<BR/> Η χάρη της μελένιας Της λάμπει σ' αυτά φωνούλας.<BR/><BR/>Γ' Τι να χαρίσουμε λοιπόν στη φίλη μας τη Ντόρα;<BR/> Τι να χαρίσουμε σ' Αυτήν που όλα κρατεί τα δώρα;<BR/>Δ' Α! Τι να Της χαρίσουμε που ό,τι το χέρι δίνει<BR/> Εκείνη μας το χάρισε και το 'ξουσιάζει Εκείνη;<BR/><BR/>(Σιωπή.Ο φυλακισμένος που βρίσκεται κοντά στο παράθυρο κυττάζει έξω)<BR/><BR/>Β' Γλυκό κι απαλοκοίμητο το μάτι της γαλήνης<BR/> νανουρισμένο απ' τη ροή της ξέγνιαστης της κρήνης<BR/> κλείνει' και κείνος μέσα του που ήσυχος κοιμάται<BR/> δεν έχει δράκους και θεριά και πίκριες να φοβάται.<BR/><BR/> Μα η γαλήνη είναι για μας αφτέρωτο πουλάκι<BR/> κι η κρήνη από τα σπλάχνα της πικρό ξερνάει φαρμάκι.<BR/> Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε που κοιμισμένοι ακόμα<BR/> το ίδιο ανελέητο μας καταπίνει στόμα…<BR/><BR/>Γ' Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Στρώμα μας η λαχτάρα<BR/> και προσκεφάλι μας σκληρό του "όχι" μας η κατάρα;<BR/>Δ' Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Κουβέρτα μας η λύπη<BR/> και τα όνειρά μας άνανθοι και ξεραμένοι κήποι. <BR/><BR/>Α' Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς να μας ταράζει<BR/> ο φόβος που και ύπνο μας και ξύπνο μας ρημάζει;<BR/>Ε' Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς ελπίδα ότι<BR/> τ' αυριανό γλυκύτερο θα ' ναι το καταπότι;<BR/><BR/> Τα πάθη μας ακοίμητα και πάντοτε μεγάλα.<BR/> Και πρώτα: πριν απ' τη φωτιά και πριν από το γάλα.<BR/> Και μέσα τους ακοίμιστοι κι εμείς και διψασμένοι<BR/> για μιαν ανάπαυσης στιγμή -μιαν ώρα ησυχασμένη.<BR/><BR/> Μόνη ξεκούραση για μας η σκέψη μιας κοπέλλας<BR/> που δένει τις ελπίδες μας στο φιόγκο μιας κορδέλλας.<BR/> Η σκέψη της που σήμερα των δώρων της των θείων<BR/> τη γλύκα κλείνει μες σε μια τουρτίτσα γενεθλίων.<BR/><BR/> Αυτής που ό,τι ακουμπάει με γλύκα το ποτίζει<BR/> κι εκείνο μ' άνθη του Έρωτα και της Χαράς ανθίζει.<BR/> Αυτής που ό,τι εστόλισε με τ' απαλό Της βλέμμα<BR/> Ωραίο τόσο γίνεται που μοιάζει να 'ναι ψέμμα.<BR/><BR/> Αυτής που μέσα στη σιωπή νότα ειν' ευδαιμονίας<BR/> και ακριβή στο θόρυβο ανάπαυλα ησυχίας.<BR/> Που 'ναι λιμάνι απάνεμο για πλοίο τσακισμένο-<BR/> σωτήριο φως κι αγλάϊσμα για τοΝ ναυαγισμένο.<BR/><BR/> Αυτής που μύρια ποιήματα μ' ένα Της γέλιο γράφει'<BR/> Αυτής που τη σβελτάδα Της επήρε το ελάφι΄<BR/> Αυτής που μόνο επειδή έχει στη γην υπάρξει<BR/> του Κόσμου έχει η ασχημιά σε ομορφάδα αλλάξει.<BR/><BR/>Γ' Την είδα που περπάταγε ανάμεσα στα πλήθη.<BR/> Αρνάκι Αυτή και γύρω Της οι πεινασμένοι λύκοι.<BR/>Δ' Την είδα που πλενότανε. Θάμπωνε την αυγούλα.<BR/> Ζώναν πουλιά τα πόδια Της κι αστέρια τη μεσούλα.<BR/><BR/>Α' Κοίτη θερμή το στέρνο Της σε βαθουλό ποτάμι.<BR/> Το μύρο του δε χύνεται ούθε ήθελε να κάμει:<BR/> δύο ζαχαροκάμωτες οχτιές το κλείνουν στέρια<BR/> κι ήλιοι εκεί ποτίζονται και ξεδιψούν αστέρια.<BR/><BR/>Β' Κρυστάλλινες κι ολόφωτες στήλες τα ποδαράκια<BR/> κι άλλοτε δυο αεικίνητα μικρούλια ζαρκαδάκια<BR/> με άλλα μέτρα τον μικρό τον κόσμο τον μετράνε-<BR/> σαν περπατούν χορεύουνε και στο χορό πετάνε.<BR/><BR/>Ε' Τα μαγουλάκια ολάνθιστοι-ολόδροσοι ροδώνες<BR/> για μία θέση πάνω τους τ' άνθη κινούν αγώνες-<BR/> κι όλα νικούν και χαίρονται για τη μεγάλη νίκη<BR/> κι ολόκληρη η ήττα στον στρατό της ασχημιάς ανήκει.<BR/><BR/>Α' Κάμπος ειν' η κοιλίτσα Της κι ο αφαλός λιμνούλα.<BR/> Και μέσα στην αβύθιστη του πόθου τη βαρκούλα<BR/> εμείς οι πολυδίψαστοι που δε βολεί να πιούμε<BR/> κι ας το πολυγυρεύουμε, κι ας το πολυποθούμε.<BR/><BR/>Β' Και όσες λίμνες και νερό να βρίσκαμε άλλες κι άλλο<BR/> το δίψασμά μας θα 'τανε σαν τώρα ίδια μεγάλο-<BR/> γιατί η λίμνούλα μόνο αυτή και τα δικά της πλούτη<BR/> ταιριάζουνε στη δίψα μας κι η δίψα μας σε τούτη.<BR/><BR/> Μα ούτε πως υπάρχουμε η χάρη Της δεν ξέρει<BR/> γι αυτό το βήμα Της εδώ ποτέ δε θα Τη φέρει.<BR/> Αγκάθια και ξερόχορτα φράζουν το μονοπάτι<BR/> και δεν υποψιάζεται το λατρεμμένο μάτι.<BR/><BR/> Και τα μαλλιά μεταξωτοί χείμαρροι που θροϊζουν<BR/> σαν μες στ' αυτιά Της μυστικό κάτι να ψιθυρίζουν.<BR/> Και ξεχωρίζουν δυο μικρές λεξούλες 'και ακούμε:<BR/> "σας αγαπούμε!" κι απαντά η ηχώ:"σας αγαπούμε!"<BR/><BR/>Β' Ω! Τι γλυκά που σμίγουνε αγάπη με αγάπη...<BR/> τ' αυτιά με τα μαλλάκια Της, χειλάκι με χειλάκι...<BR/> Το χέρι με το χέρι Της..,στήθος με τ' άλλο στήθος...<BR/> Ζευγαρωτά πώς πάνω Της πλαντούν αγάπες πλήθος...<BR/><BR/>Ε' Ανέσωστα τα θάματα' πολλές οι ομορφιές Της.<BR/> Κι απ' όλες ομορφότερες οι χάρες οι κρυφές Της<BR/> που δεν τις βλέπει άστρου φως ουτ' ήλιος και φεγγάρι<BR/> κι όπου περνά ούτε φαίνονται κι ούτε αφήνουν χνάρι.<BR/><BR/>Γ' Ανέσωστα τα θάματα του ασύγκριτού Της κάλλους.<BR/> Αλλά τι θάματα ειν' αυτά που 'χουνε φκιάσει σκλάβους;<BR/> Γιατί ναι,σκλάβοι είμαστ' εμείς, αιχμάλωτοι, ναι, δούλοι,<BR/> με μια σκλαβιά πρωτόειδωτη, βαθιά ως το μαδούλι.<BR/><BR/> Με κίνημα ένα του ενός μικρού Της του δαχτύλου<BR/> μας σφεντονίζει στης χαράς τους κόσμους-τόσο αψήλου<BR/> και μ' άλλο ένα Της στης γης τον πόνο μας βουλιάζει<BR/> με το τσακάλι του Χαμού επάνω μας να ουρλιάζει.<BR/><BR/>Ε' Α! Ο πιο μεγάλος έρωτας δε βλέπει παρά μόνο<BR/> απ' το μεγάλο το δεντρί ένα μικρούλι κλώνο.<BR/> Απάνω του γατζώνεται-και πίνει τους χυμούς του<BR/> και των ριζών το πέλαγο ούτε το βάζει ο νους του.<BR/><BR/>Α' Άλλοι αγαπήσαν το φιλί-τα χείλη αγαπούμε.<BR/>Β' Άλλοι το μάτι αγάπησαν-μεις τη ματιά αγαπούμε.<BR/>Γ' Άλλοι τα λόγια τα γλυκά-μεις τη φωνή αγαπούμε.<BR/>Δ' Άλλοι τα χείλη' α! εμείς όλα Της τ' αγαπούμε.<BR/><BR/>Α' Κι αν μας ρωτήσουνε γιατί-γιατί Την αγαπούμε<BR/> δεν ξέρουμε-απάντηση δεν έχουμε να πούμε.<BR/>Ε' Και ποιος γιατί γεννήθηκε ξέρει-γιατί πεθαίνει;<BR/> Και ποιος καρπός ξέρει γιατί πάνω στο δέντρο δένει;<BR/><BR/>Γ' Καρδούλα της καρδούλας μας,ψυχίτσα της ψυχής μας<BR/> ας έφτανε τουλάχιστο κοντά Σου η φωνή μας.<BR/> Τα τείχη ας επέφτανε τ' αποψινό το βράδυ<BR/> κι ως μες στ' αυτί σου ας έφτανε των λόγων μας το χάδι.<BR/><BR/> Κι αχ! μες στο ανεμόδαρμα του πόθου μας να σβυούσες<BR/> απόψε μόνο' κι αύριο, αν σε βολεί, ας ξεχνούσες'<BR/> κι αχ! μέσα στο ποτάμι μας τ' ορμητικό και τ' άγριο<BR/> απόψε να χανόσουνα-κι ας μη θυμάσαι αύριο.<BR/><BR/>Β' Πέντε αλήτες εδώ δα, πέντε φυλακισμένοι<BR/> μ' όληνε τη λαχτάρα τους σε Σένα χαρισμένη.<BR/>Δ' Μας καίει-μας πνίγει-μας πονά το άδοτο φιλί μας'<BR/> έλα Καλή μας-πρόφτασε-λάμψε στη φυλακή μας.<BR/><BR/>Ε' Α! Ποια ευλογιά, ποιο μάγεμα-ποια μοίρα Τη μοιραίνει<BR/> και κάθε μέρα πιο πολύ-α-πιο πολύ ομορφαίνει;<BR/> Με κυματάφρι και φωτιά γλύπτη ποιανού τα χέρια<BR/> σκαλίσανε του κόρφου Της τα ολάσπρα περιστέρια;<BR/><BR/>Α' Ευωδιαστή ποια λυγαριά εντός της έχει δέσει<BR/> κι έτσι λυγιέται και κουνά κι απαλοσειέται η μέση;<BR/> Σε ξωτικών ποιων μελισσών το μαγεμένο μέλι<BR/> βαφτίζει κάθε λόγου της-κάθε ματιάς τα βέλη;<BR/><BR/>Β' Ποια ροδαυγούλα τυχερή τα χείλια Της φιλάει<BR/> και κείνα ροδοφέγγουνε κι η αυγή γλυκομεθάει;<BR/>Δ' Η πρωινή πώς μπόρεσε και χώρεσε δροσούλα<BR/> μέσα στα τόσα κάλλη Της και τη δική της βούλα;<BR/><BR/>Γ' Σε ποιους εμπήκεν ανθαγρούς-ποιο ανθένιο περιβόλι<BR/> και πήρε από τ' άνθη του τη μυρωδιά τους όλη;<BR/> Και πόσες να προστρέξανε ανατριχίλες τάχα<BR/> μια της τριχούλα των μαλλιών να δέσουνε μονάχα:<BR/><BR/>Δ' Ποιος τα 'φτιαξε όλα πάνω Της έτσι όμορφα και τέλεια<BR/> και ποιος στην τόσην εμορφιά τόση έδωκεν εμβέλεια<BR/> που όταν γελά να χαίρεται του σύμπαντος κάθε άκρη<BR/> και να λυπάται σα φανεί στα μάτια Της το δάκρυ;<BR/><BR/>Ε' Ποια μουσικούλα ν' άκουσε γλυκειά ,κι όπως εκείνη<BR/> μπορεί της έρημης ψυχής τους πόνους ν' απαλύνει,<BR/> έτσι κι από το στόμα Της ένα γλυκό λογάκι<BR/> φτάνει να διώξει μιας ζωής ολόκληρης φαρμάκι;<BR/><BR/>Γ' Καρπός ποιος στης φωνούλας της την παιχνιδιάρα μήτρα<BR/> εμπόλιασε τη δύναμη για ρίζωμα, για φύτρα,<BR/> και όταν πιχνιδιάρικα μιλεί δεντρί ανθίζει<BR/> και της ψυχής μας το κενό με τ' άνθη του γεμίζει;<BR/><BR/>Δ' Με ποιο θολό σκοτείνιασμα και πίκρας ποια πελάγη<BR/> προικίσανε το αθώο Της παράπονο ποιοι μάγοι<BR/> που όταν διαμαρτύρεται ήρεμα και θλιμμένα<BR/> μοιάζουν του κόσμου οι χαρές πουλάκια πεθαμένα;<BR/><BR/>Α' Ποιες αύρες το βελούδινο το δέρμα Της χαδέψαν<BR/> και με φρεσκάδα το 'ντυσαν και με δροσιά το στέψαν;<BR/> Τεχνίτης ποιος κατέχοντας της Ομορφιάς ποιο νόμο<BR/> τον απαλόχυτο έπλασε και στρογγυλό Της ώμο;<BR/><BR/>Ε' Μέσα σε κάποιου πρωινού το παγωμένο χνώτο<BR/> ποια δαχτυλίδια επάλεψαν και ποιο εβγήκε πρώτο<BR/> και γέρας ποιο κραδαίνοντας και δείχνοντας ποια ζέση<BR/> τη λατρευτή γλυκόσφιξε κι ανέγγιχτή ‘ης μέση;<BR/><BR/>Β' Αιώνες πόσοι υπομονής και τέχνης ποιας η γνώση<BR/> έχουνε τη σοφία τους ολόκληρη αναλώσει<BR/> και ποιαν ιδέα είχανε για πρότυπο εξαισία<BR/> για να σκαρώσουν των σεπτών γλουτών την πανδαισία;<BR/><BR/>Γ' Ποιας αμμουδιάς η ερημιά σαν παίρνει και βραδιάζει-<BR/> ποιας βουνοράχης το δριμύ και σουβλερό αγιάζι <BR/>της απουσίας Της έχουνε τις ώρες σημαδέψει<BR/>και η ψυχή ’ρημώνεται σα βγει Αυτή απ' τη σκέψη;<BR/><BR/>Δ' Και αχτιδούλες ποιου φωτός-κι ηλιού ποιες θυγατέρες,<BR/> κι από κρυφές τριαντάφυλλα και ρόδινες ποιες σέρρες<BR/> ζυμώθηκαν και πλάστηκαν από ποιου Μάη αγέρι<BR/> κι αιθέρια είναι δάχτυλα τώρα σε κάθε χέρι;..<BR/><BR/>Β' Στέκει ο χειμώνας άπορος κι η λύπη τον κυκλώνει<BR/> όταν θα έρθει ο καιρός στη γη να ρίξει χιόνι:<BR/> με όση μες στη μνήμη του επιμονή κι αν ψάχει<BR/> γέροντας είναι και ξεχνά τι χρώμα πρέπει να ’χει.<BR/><BR/> ‘Τότε στο δώμα της μικρής χιλιόμορφης πηγαίνει<BR/> όταν Εκείνη το άρωμα του ύπνου ανασαίνει<BR/> κι ενώ με το 'να χέρι του τα γένια του κρατάει<BR/> με τ' άλλο του τα στήθη της γυμνώνει και κυττάει.<BR/><BR/> Το άσπρο τους τ' ανήλιαγο κι άγουρο τον ζαλίζει<BR/> και του χιονιού το άσπιλο το χρώμα του θυμίζει'<BR/> και ρίχνει χιόνι και γελούν και χαίρονται οι ανθρώποι<BR/> χωρίς να ξέρουν πού χρωστούν αυτό το φωτροκόπι.<BR/><BR/> Και μείς που ξέρουμε, και μείς, που 'μαστ' η ίδια η γνώση<BR/> το μάτι μας την άφατην ασπράδα δε θα νιώσει'<BR/> και μεις που κι η ιδέα του μονάχα μας στυλώνει<BR/> μόνο το κρύο και την ερμιά θα πάρουμε απ' το χιόνι.<BR/><BR/>Γ' Κι η Άνοιξη όταν πρόκειται στης γης ναρθεί τα μέρη<BR/> παίρνει ένα καλαθόπλεχτο γιγάντινο πανέρι<BR/> και βάζει εντός του τους καρπούς που θα 'μπουν μες στο χώμα-<BR/> που μέσα τους αγέννητο πλαντάζει κάθε χρώμα-<BR/><BR/> κι ένα πρωί το ακριβό πανέρι της το βάζει<BR/> στο παραθύρι όταν Αυτή χτενίζεται κι αλλάζει.<BR/> Κι οι σπόροι λυώνουν, και μεθούν, και καίγονται, και σβυούνε<BR/> τα μάγια και τα θάματα τα μάτια τους σα δούνε.<BR/><BR/> Κι ελπίζοντας το χέρι της μια μέρα να τα κόψει<BR/> ανθούν παντού τα λούλουδα κι η γης αλλάζει όψη.<BR/> Κι-ας ειν' καλά-η Άνοιξη καμώνεται δικό της<BR/> πως είναι το ξεφάντωμα που χαίρει η ανθρωπότης.<BR/><BR/>Δ' Και το φθινόπωρο αν πεις,όλα απ' Αυτήν τα παίρνει.<BR/> Η πλάση το κεφάλι της αν λυπημένα γέρνει<BR/> το κάνει γιατ' η Όμορφη έγειρε το δικό της<BR/> ώστε το δάκρυ να μη δουν τ' άστρα στο πρόσωπό Της.<BR/><BR/> Κι αν του φθινόπωρου η βροχή θλίψη στη γη σκορπίζει<BR/> είναι που με το δάκρυ Της τον πόνο της καρπίζει..<BR/> Κι όταν τα δέντρα γυμνωθούν-τα φύλλα όταν ρίξουν<BR/> είναι που θέλουνε κι αυτά τον πόνο τους να δείξουν.<BR/><BR/> Και χύνει δάκρυα η Όμορφη καυτά γιατί νομίζει<BR/> πως στης αγάπης τα νερά μονάχη αρμενίζει'<BR/> και την αλήθεια ενώ εμείς ξέρουμε να Της πούμε<BR/> να μας ακούσει δεν μπορεί όσο κι αν Της μιλούμε.<BR/><BR/>Ε' Θυμάμαι όταν την κράταγε στα χέρια του το Θέρος.<BR/> Φωλίτσα στα μαλλάκια Της είχε σκαρώσει ο Έρως.<BR/> Το φουστανάκι στο καυτό το σώμα μια κολλούσε<BR/> και μία, πλαταγίζοντας,’δρωμένο, σπαρταρούσε.<BR/><BR/> Ωραία που εφάνταζε γεμάτη καλοκαίρι…<BR/> Δεμάτι το κορμάκι Της και δρέπανο το χέρι.<BR/> Τα ρόδινα χειλάκια Της ρυάκια ξεραμένα<BR/> και τα λυτά μαλλάκια Της αστάχυα μεστωμένα.<BR/><BR/> Τα ποδαράκια Της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες΄<BR/> τα μπράτσα ολοξέσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες<BR/> κι ο κόρφος Της-α ο κόρφος Της δυο φρέσκες θυμωνίτσες<BR/> μ' ακόμα εντός τους τις πρωινές κρυφές δροσοσταλίτσες.<BR/><BR/> Να Την αγγίΣω επόθησα μες απ' το παρεθύρι<BR/> και άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το λιοπύρι'<BR/> και μπρος στο κάμα που άναβε στο σώμα μου η θωριά Της<BR/> του ηλιού ήταν το κάψιμο δροσόλουτρο και μπάτης.<BR/><BR/>Α' Χαμένο να Τηνε κρατεί μια μέρα είδα το δείλι.<BR/> Της Νύχτας φαίνονταν μακριά η ζοφερή της Πύλη<BR/> κι Αυτή λουσμένη με του ηλιού τις τελευταίες αχτίδες<BR/> της οικουμένης κένταγε τις αυριανές ελπίδες.<BR/><BR/> Κι άνοιγε τα χεράκια Της διάπλατα στον αγέρα<BR/> και πρόβαλαν τα στήθη Της πι' όμορφ' από τη μέρα.<BR/> Και στα ουράνια εσήκωνε τα μάτια Της τα σπάνια<BR/> κι από τη ζήλεια καίγονταν ραχούλες και ρουμάνια.<BR/><BR/> Κι έτσι πλατιά,κι έτσι βαθιά,κι έτσι αγνή και πλέρια<BR/> του Πρώτπου Πόθου εφάνταζε του Σκοτεινού ιέρεια-<BR/> του Πόθου κόσμους που γεννά και κόσμους που αφανίζει-<BR/> του ίδιου που τη σάρκα μας πυρώνει και φλογίζει.<BR/><BR/> Ύστερα απαλαφήνοντας πάνω στο χώμα πάλι<BR/> όσα προστρέξανε να μπουν στην ποθητήν αγκάλη<BR/> τα χάδευε-τους έλεγε: "συχάστε, είμαι μαζί σας…"<BR/> τα χάδευε-τους έλεγε¨συχάστε,είμαι δική σας…".<BR/><BR/>Β' Και τ' αψεγάδιαστο είδαμε κορμάκι το λαφίσιο<BR/> μια νύχτα που λουζόΝτανε στο φως το φεγγαρίσιο.<BR/> Νεράϊδες στέκαν δεξιά, Νύμφες αριστερά Της<BR/> και πλέναν με τα μύρα τους τα κάλλη τα κρυφά της.<BR/><BR/> Και πετσετούλα ο ουρανός μ' αστέρια στολισμένη<BR/> να Τη σκεπάσει έτσι Υγρή κι Ωραία περιμένει.<BR/>Γ' Α! Και μι' αχτίδα να 'μουνα του φεγγαριού ασημένια<BR/> κι αυτή τη νύχτα ν' άγγιζα τα χείλια τα μελένια!..<BR/><BR/>Β' Κι όταν μονάχη έμεινε μες στης Νυχτιάς το Στόμα<BR/> εξάπλωσε κατάχαμα στης γης το μέγα στρώμα.<BR/> Και να! Δαιμόνια αόρατα και τριχωτά Τη ζώνουν-<BR/> και να! τα χέρια τους τ' αδρά στ' ασπρο κορμάκι απλώνουν.<BR/><BR/> Και να! Ριγεί το θείο κορμί.. δονείται.. πάλλει.. σφύζει..<BR/> και το κεφάλι ξέπνοο στο πλάϊ να! γυρίζει.<BR/> Και να! Τα μάτια κλείνουνε...χλωμαίνουνε τα χείλη…<BR/> και να στην άλυπη φωτιά το γέννημα του Απρίλη.<BR/><BR/> Ω! Μυστικό προσκάλεσμα! Ω! Κρύφια ανατριχίλα!<BR/> Συθέμελο ξερρίζωμα και φλόγισμα ως τα φύλλα!<BR/> Πανάρχαιο αντιφέγγισμα στου Κόσμου τον Καθρέφτη!<BR/> Κραυγή του που σ' απύθμενο, σκότιο πηγάδι πέφτει!<BR/><BR/> Κραυγή Ανθρώπινη Κραυγή που λέει στ' άστρα: "υπάρχω!"<BR/> Σοκάκι κοσμοπλήμμυρο στης μοναξιάς το βράχο!<BR/> Κρίκε που σπάζεις τις βαριές τις άλυσες του Τώρα<BR/> και που χαρίζεις του Αεί τ' αχάλαστα τα δώρα!<BR/><BR/>(Οι φυλακισμένοι λέγοντας τα παρακάτω αποκοιμιούνται)<BR/><BR/>Α' Α! αι να ήμουν εν' αστέρι<BR/> στον ουρανό που 'χε στο χέρι!<BR/><BR/>Β' Α! Και να ήμουν λίγο μαύρο<BR/> μέσα στο μάτι Της το λάβρο!<BR/><BR/>Γ'° Α! αι να ήνουνα εν' άνθος<BR/> στο μενεξένιο Της το πάθος!<BR/><BR/>Δ' Α! αι στου στήθους Της το κάστρο<BR/> το βραδινό του να 'μουν άστρο!<BR/><BR/>Ε' Α! αι να ήμουνα μια φλόγα<BR/> στην πυρκαγιά που καίει τη ρόγα!<BR/><BR/>(τα φώτα σβύνουν και ξανανάβουν. Μπαίνει το Μαυρόπουλο)<BR/><BR/>ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ<BR/> Ένας απ' τους αρίθμητους γιους είμαι της Αλήθειας<BR/> της μιας και της αιώνιας,της άφθαρτης Αλήθειας,<BR/> φτιαγμένης απ' τα ψέμματα που 'ναι γεμάτη η πλάση- <BR/> ψέμματα που στην πλάση της αυτή έχει μοιράσει.<BR/><BR/> Κάθε της γιο κι αδέρφι μου το έχει ορμηνέψει<BR/> που ένα ψέμμα να μπορεί σωστά να διαφεντέψει<BR/> ώστε αυτή αδιάφθορη να μένει πάνω απ' όλα <BR/> και μόνο να 'χει να σκορπά νάματα φεγγοβόλα.<BR/><BR/> Εμένα του Μαυρόπουλου ο κλήρος μου 'χει ορίσει<BR/> το μονοπάτι που οδηγεί απ' τ' Όνειρο στη Ζήση.<BR/> Τ’ ανάμεσό τους σύνορο είναι δικό μου χτήμα<BR/> κι ουτ' ένα δεν επάτησε μέσα του ξένο βήμα.<BR/><BR/> Μον' αν κανένα όνειρο θέλει στη ζήση να 'βγει<BR/> το πάω με της φτερούγες μου στης ζήσης το κονταύγι'<BR/> κι αν μια ζωή μες στ' όνειρο θελήσει να βυθίσει<BR/> ταχύ το μαύρο μου φτερό θα τηνε κουβαλήσει.<BR/><BR/> Κ ι αν ειν' η ζήση μια σκλαβιά, τ' Όνειρο πιο μεγάλη'<BR/> κι αν είναι τ' Όνειρο σκλαβιά, η ζήση πιο μεγάλη<BR/> κι όποιος απ' όπου βρίσκεται θελήσει αλλού να πάει<BR/> δε θα προφταίνει βάσανα και πίκρες να μετράει.<BR/><BR/> Μα εγώ σα δω την πεθυμιά, τα δυο φτερά μου απλώνω<BR/> και τα δυο μέγα ψέμματα με τάχος γεφυρώνω.<BR/> Το σώμα παίρνω επάνω μου, τον κρύο αγέρα σκίζω<BR/> κι απ' το 'να το βΑσίλειο στο άλλο το γκρεμίζω.<BR/><BR/> Κι αγύριστα κι ατέρμονα μένει εκεί κι αιώνια.<BR/> Γι αυτόν δεν έχει αστερισμό και δε μετράνε χρόνια.<BR/> Και κλαίει και οδύρεται για κείνο που δε βρήκε<BR/> ή-ποιος το ξέρει-ίσως να κλαίει για κείνο που αφήκε.<BR/><BR/> Φορές περνώντας κάποτε μετά 'πο τη δουλειά μου<BR/> στέκομαι λίγο για να δω τα έργα τα παλιά μου'<BR/> όπως αυτούς εδώ-αυτούς τους πέντε λιμασμένους<BR/> που νύχτα πάντα όπως περνώ τους βρίσκω κοιμισμένους.<BR/><BR/>(Δυνατά-οι φυλακισμένοι ένας ένας ξυπνάνε)<BR/><BR/> Ξυπνήστε αποβράσματα! Ορθοί κορμιά χαμένα!<BR/> Ορθοί σταθείτε μια φορά! Ορθοί σκυλιά δαρμένα!<BR/> Ορθοί ανάξια πλάσματα! Γενιά καταραμένη!<BR/> Ορθοί σ' όσους που δώσατε αγώνες νικημένοι!<BR/><BR/> Ορθοί κλαψιάρηδες! Ορθοί βρώμικοι κουρελήδες!<BR/> Ορθοί του θάρρους οι εχθροί! Ορθοί δειλιάς μπεκρήδες!<BR/> Ορθοί εσείς ακούραστα της θλίψης τυλιγάδια!<BR/> Ορθοί απύθμενα, ξερά της πεθυμιάς πηγάδια!<BR/><BR/> Ορθοί ελπιδανέλπιστοι! Ορθοί παραδαρμένοι!<BR/> Ορθοί αναποφάσιστοι, άψυχοι, πεθαμένοι!<BR/> Ορθοί που ολομίσητοι θέτε ν' αγαπηθείτε!<BR/> Ορθοί π' ούτε στα πόδια σας μπορείτε να σταθείτε!<BR/><BR/> Ορθοί που θέλετ' έρωτα κορμιά σακατεμένα!<BR/> Ορθοί που θέλετ' έρωτα σακκιά σεις αδειασμένα!<BR/> Ορθοί ανήμπορα κορμιά βαριάρρωστου σακάτη!<BR/> Ορθοί που περιμένετε σε σας ναρθεί 'αγάπη.<BR/><BR/> Ορθοί! Που επιστέψατε ότι εδώ θα βρείτε<BR/> την ευτυχία-στο κάστρο της πως μέσα θε' να μπείτε!<BR/> Ορθοί…που στο μικρούλι του σας παίζει δαχτυλάκι<BR/> ένα γελοίο, πρόστυχο, χαμένο κοριτσάκι.<BR/><BR/>(στα τελευταία λόγια του Μαυρόπουλου οι φυλακισμένοι ταράζονται.Ο Β' φυλακισμένος πιάνεται από δυο κάγκελλα και κυττάζοντας προς το Μαυρόπουλο τα τραντάζει. Δυνατά)<BR/><BR/>Β' Άκουσ' εδώ βρωμόπουλο...το στόμα σου να κλείσεις…<BR/><BR/> (μικρή παύση' σιγανά)<BR/><BR/> Γι Αυτήνε άλληνε φορά έτσι να μη μιλήσεις.<BR/><BR/>ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ<BR/> Γιατί; Σαν ποιο αντίβαρο στο λόγο μου θα εμέτρα;<BR/> Να μου πετάξεις δόλιε μου δεν έχεις ούτε πέτρα.<BR/><BR/>Β' (κατευναστικά)<BR/> Πουλί, μη συνερίζεσαι αν κάποιος μας θυμώνει.<BR/> Είμαστε μόνοι μας εδώ κι η απελπισιά μας ζώνει.<BR/> Και μένει οκνό το σώμα μας κι ο νους μας δε 'λαφραίνει<BR/> κι όντας η θλίψη περισσή ο λόγος μας βαραίνει.<BR/><BR/> Ελπίδα μέσα στη σιωπή μόνη μας συ απομένεις.<BR/> Συ που αγέρα λεύτερο, καθάριον ανασαίνεις.<BR/> Ο λόγος σου σαν βάλσαμο κάθε πληγή μας κλείνει<BR/> σα μας μιλάς-συχώρα με-σα μας μιλάς για Κείνη.<BR/><BR/> Συχώρα πέντε αγιάτρευτους-πέντε ξεμωραμένους<BR/> απ' όλους καταφρόνετους-απ' όλους ξεχασμένους.<BR/> Συχώρα τους που θέλουνε μέσα στην καταιγίδα<BR/> ν' ακούσουν ένα μήνυμα που δίνει μιαν ελπίδα.<BR/><BR/> Συχώρα που όταν έρχεσαι για Κείνην σου μιλάμε<BR/> και ό,τι ξέρεις να μας πεις νέο Της σου ζητάμε.<BR/> Συχώρα τη μονάξα μας που θέλει παρηγόρια<BR/> και φέρτηνε στο λόγο σου απ' το θυμό σου χώρια.<BR/><BR/> Και πες μας αν δεν παίρνουμε από τη δουλειά σου χρόνο<BR/> τα λόγια που θα σβύνανε τον τόσο μας τον πόνο:<BR/> Την είδες στο ταξείδι σου; Μην έξω πια δε βγαίνει;<BR/> Γιατί δεν τηνε βλέπουμε; Μη κάτι Της συμβαίνει;<BR/><BR/> Έχει τρεις μέρες να φανεί. Μην παίρνει άλλο δρόμο;<BR/> Μόνο μια σκέψη σαν αυτή κάνει διπλό τον τρόμο.<BR/> Χωρίς Της πώς θα κάνουμε που δίχως τη θωριά Της<BR/> η νύχτα όλα επάνω μας θα στείλει τα θεριά της;<BR/><BR/>ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ<BR/> Παλιόσκυλο, παλιάλογο, ασχημομούρη, πλάνε,<BR/> τα όμορφα τα λόγια σου σε μένα δε μετράνε.<BR/> Κι αν θα σας πω τα νέα της είναι που αυτά θα φέρουν<BR/> διπλόν καϋμό στα στήθια σας που κιόλας υποφέρουν.<BR/><BR/> Φεύγει η καλή σας' αύριο κιόλας μετακομίζει.<BR/> Αγέρας κρύος κι άρμενος απόψε την κοιμίζει.<BR/> Για μια πατρίδα τα πανιά τ' ανοίγει αύριο άλλη<BR/> (γελάει)<BR/> την ευτυχία γυρεύοντας και κείνη τη μεγάλη.<BR/><BR/> Αύριο...Και να...επέρασα για να σας το προφτάσω-<BR/> καιρό-καιρό θέλω κι εγώ λιγάκι να γελάσω…<BR/> (μικρή παύση)<BR/> Α! Τους καϋμένους…δε μιλούν... βουβάθηκαν... σιωπούνε..<BR/> Α! Τους καϋμένους, τίποτα δε βρίσκουνε να πούνε.<BR/><BR/>Ε' Αγαπημένο μας πουλί-ξέρω-μας κοροϊδεύεις<BR/> Το 'πες και συ πρωτύτερα-θέλεις να μας παιδεύεις.<BR/> Θες να χαρείς-το 'πες κι εσύ-να παίξεις θες μαζί μας<BR/> γι αυτό και με τα ψέμματα πικραίνεις την ψυχή μας.<BR/><BR/>ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ<BR/> Είναι φορές που θα 'θελα κι εγώ να ψεμματίσω<BR/> και με το ψέμμα για κρασί θα 'θελα να μεθύσω.<BR/> Μα είναι αδύνατο για με-κι αν το ποθούσ' ακόμα<BR/> ψέμμα ποτέ δε θα 'βγαινε απ' το πικρό μου στόμα.<BR/><BR/> Κι όταν η μέθη δω εσάς πού έχει οδηγήσει<BR/> όχι-δε θα 'θελα ποτέ όπως αυτό μεθύσι…<BR/> Πέντε βρωμιάρηδες εδώ-πέντε κορμιά χαμένα-<BR/> παράδειγμ' άλλο από σας δε θέλω εγώ κανένα.<BR/><BR/> Λοιπόν αλήθεια σας μιλώ. Φεύγει και σας αφήνει.<BR/> Κι αν έτσι κι η ελπίδα σας η τελευταία σβύνει<BR/> εγώ ουτ' είχα τίποτα, ουτ' έχασα… Μα τώρα<BR/> θα με σχωρέσετε θαρρώ. Περνά γοργά η ώρα.<BR/><BR/> Φεύγω. Αργός δε στέκομαι όπως εσείς. Δουλεύω.<BR/> ΚΙι αν απ' τις τόσες μου δουλειές χρόνο λιγάκι κλέβω<BR/> και σας να βλέπω έρχομαι, είναι που όταν φύγω<BR/> μες σε βαρύτερον καϋμό και πόνο σας τυλίγω.<BR/><BR/> Γεια σας. Και κλάψετε. Κι εγώ με τον δικό σας θρήνο<BR/> δάκρυα όχι λύπησης παρά χαράς θα χύνω.<BR/> Έτσ' η Αλήθεια η άσφαλτη να κάνω έχει θελήσει<BR/> κι είναι σωστό κείνο που αυτή μονάχα έχει ορίσει.<BR/><BR/>(το Μαυρόπουλο βγαίνει. Ενώ λέγονται τα παρακάτω, τα φώτα αλλάζουν θέσεις ακανόνιστα, οι φυλακισμένοι παραπαίουν και τέλος τα φώτα σβύνουν)<BR/><BR/>Α' Όχι, δεν ετοιμάζεται να πάει σ' άλλους τόπους.<BR/>Β' Κοντά μας θα 'ρθει.<BR/>Γ' Μας ποθεί.<BR/> Μας αγαπά.<BR/>Ε Μας θέλει<BR/>Α' Ο πόθος μας. αβάσταχτος, με βία την αρπάζει<BR/>Β' και τηνε φέρνει εδώ…<BR/>Γ' εδώ…<BR/>Δ' κοντά μας θα τη φέρει…<BR/>Α' Κοντά μας…<BR/>Β' ο αβάσταχτος...<BR/>Γ' ο πόθος… <BR/>Δ' θα τη φέρει...<BR/><BR/> (τα φώτα ανάβουν στο δωμάτιο της Ντόρας.Η Ντόρα ξυπνάει και σηκώνεται συνεπαρμένη.<BR/> Χρόνος:πρωί της 16 Μάη 1991)<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές αγαπημένες…<BR/> Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές μου λυπημένες…<BR/> Μη χάνεστε-μη σβύνετε-μην κρύβεστε-μην πάτε…<BR/> Μη στα παλιά σας τ' άφωτα μέρη ξαναγυρνάτε…<BR/><BR/> Σταθείτε' μη μ' αφήνετε στον κόσμο αυτόν μονάχη'<BR/> ειν' η ζωή βαθύς γκρεμός και κάτω άγριοι βράχοι'<BR/> κι ο μόνος δρόμος ειν' αυτός στους ζωντανούς που μένει.<BR/> Σταθείτε. Δείτε-δίχως σας είμαι κι εγώ χαμένη.<BR/><BR/> Σταθείτε, Κι αν δεν ήμουνα όμοιρφη, έχω γίνει.<BR/> Τα λόγια σας τα όμορφα μ' έχουνε ομορφήνει.<BR/> Μέσα μου η αγάπη σας ρίζωσε κι έχει ανθίσει-<BR/> σταθείτε-σας εγνώρισα-σας έχω αγαπήσει.<BR/><BR/> Α! Έτσι ωραίες τ' Όνειρο χαρές όταν μας φέρνει<BR/> ας μην η ώρα ερχόντανε που τ' Όνειρο μας παίρνει.<BR/> Ας μην εχάνονταν ποτέ στου ανύπαρκτου τα πλάτια<BR/> ό,τι του πρέπει σε χρυσά να κατοικεί παλάτια.<BR/><BR/> Σταθείτε-σας σφιχτόκλεινα στο νου μου και στη σκέψη<BR/> πριν τα γλυκά τα λόγια σας τ' αυτί μου ακόμα γέψει.<BR/> Σταθείτε. Μες στην άχαρη ζωή που ως τώρα ζούσα<BR/> εσάς αγαπημένοι μου! εσάς! –εσάς! ζητούσα.<BR/><BR/> Για σας βαστάω το φιλί και το γλυκό μου χάδι<BR/> για σας των δυο μου των ματιών βάθαινα το σκοτάδι<BR/> για σας νεράκι της ψυχής πότιζα εγώ το σώμα<BR/> για να το βρείτ' έτσι ζεστό κι έτσι δροσάτο ακόμα.<BR/><BR/> Σταθείτε-μη-μη φεύγετε: ολ' η φωτιά στα στήθη<BR/> και όλα όσων ψάλλατε των αρετών τα πλήθη<BR/> για σας τ' απαλοστέριωσα στο τρυφερό κορμί μου΄<BR/> για σας η κάθε σκέψη μου κι η έγνια η πιο κρυφή μου.<BR/><BR/> Σταθείτε-σαν φαντάσματα μη χάνεστε-μη σβείτε<BR/> Ω! Μη αγαπημένοι μου-μη φεύγετε-σταθείτε'<BR/> Α! Τον αιώνιο θα 'δινα τον ύπνο στον εαυτό μου <BR/> αν ήξερα αιώνιο πως θα 'ταν τ' όνειρό μου.<BR/><BR/> Μη φεύγετε άστρα λαμπερά του σκοτεινού μου δρόμου:<BR/> αν όνειρο σας γέννησε,ήτανε τ' όνειρό μου.<BR/> Ζωής κι Ονείρου μια φορά οι στράτες όταν σμίξουν<BR/> δένονται και δε γίνεται ποτέ ν' αποξεσμίξουν.<BR/><BR/> Σταθείτε αγαπημένοι μου-στον κόσμ' όπου αν γυρίσω<BR/> έχθρα και κάκια κι απονιά κι αμάχη θ' αντικρύσω.<BR/> Σε σας γαλήνη και βαθιά φιλιά κι αγάπη εβρήκα<BR/> κι η ποθητή μου θέλω αυτά να 'ναι κι η μόνη προίκα.<BR/><BR/> Κυττάτε με όπου βρίσκεστε: αδύναμη... μικρούλα…<BR/> φόβο γεμάτ' η τρυφερή, φτωχούλα μου καρδούλα…<BR/> Πού πάτε; Πού μ' αφήνετε; Και πώς να πολεμήσω<BR/> που 'χω μπροστά μου τον γκρεμό κι έχω το ρέμα πίσω..<BR/><BR/> Πώς με φυσέκια τη λεπτή μεσούλα μου να ζώσω…<BR/> Πολέμου πώς στα χέρια μου σημαία να σηκώσω…<BR/> Ο κόσμος ζούγκλα γύρω μου κι εγώ μικρό αρνάκι'<BR/> με ζώνουν άγρια τέρατα, λύκοι, θεριά και δράκοι.<BR/><BR/> Στον πύργο της ειρήνης σας, στου πόνου σας τον κάμπο<BR/> ένα μικρούλι ανοίξετε πορτάκι του για να 'μπω'<BR/> με τα κορμιά σας το μικρό κορμάκι μου σεις ζώστε<BR/> κι απ' του χαμού τη συφορά καλοί μου, να με σώστε.<BR/> <BR/> Ένα τεράστιο η Πλάση μας χρυσόμαυρο καβούρι<BR/> που κουβαλεί ολοσκότεινο στη ράχη του κιβούρι<BR/> κι όποιον δεν τρέχει,η φοβερή δαγκάνα τον αρπάζει<BR/> και μές στο άλυπο κουτί για πάντα τονε βάζει.<BR/><BR/> Και μένα τα ποδάκια μου κουκλίστικα παιχνίδια'<BR/> Και μένα τα χεράκια μου δέντρου χλωρού στολίδια'<BR/> και το κορμί μου νιόφυτο βλαστάρι-και το στόμα<BR/> του έρωτα το φίλημα δεν τό 'γεψεν ακόμα.<BR/><BR/> κι όλα σε σας-ψυχή, καρδιά, σώμα-σε σας χαρίζω:<BR/> δικά σας όλα-τίποτα δικό μου δεν ορίζω.<BR/> Η ύπαρξή μου, ό,τ' ειν' αυτή, ολόκληρη ειν' δική σας-<BR/> πάρτε με αγαπημένοι μου-α!-πάρτε με μαζί σας!<BR/><BR/> Κ ι απ' την πικρή σας φυλακή χρυσή βαρκούλα φκιάνω<BR/> και σε γαλήνιας θάλασσας την απλωσιά τη βάνω<BR/> και μέσα της γνωρίζουμε κι εσείς κι εγώ και κείνη<BR/> την ακατάλυτη χαρά και τη φαιδρή γαλήνη.<BR/><BR/> Σταθείτε. Μες στο στήθος μου δε φτάνει να σας κλείνω<BR/> μέσα σας θέλει να κλειστεί και να χαρεί κι εκείνο.<BR/> Δίχως αγάπη άχρωμη, νεκρή θαν' η ζωή μου΄<BR/> κοντά σας ατελείωτο το φωτεινό πρωί μου.<BR/><BR/> Α! Το κακό Μαυρόπουλο καλοί μου μην τ' ακούτε,<BR/> Μέσα στα μάτια αυτό ποτέ δε με κυττάζει, κι ούτε<BR/> ποτέ κοντά μου ετόλμησε για λίγο να πετάξει-<BR/> να κελαδήσει δεν μπορεί, μόνο μπορεί να κράξει.<BR/><BR/> Δεν έφυγα. Δεν έλειψα. Εδώ 'μαι. Περιμένω.<BR/> Και το μεγάλο μυστικό καλά κρατώ κρυμμένο.<BR/> Σε σας, σε σας, μόνο σε σας το χέρι εγώ θ' απλώσω <BR/> κι ό,τι κρατώ απλόχερα κι ακράτηγα θα δώσω.<BR/><BR/> Αν είναι ψέμμα τ' Όνειρο κι ειν' η Ζωή αλήθεια<BR/> τότε μεγάλη κουβαλώ μία ψευτιά στα στήθια'<BR/> κι αν είναι ψέμμα η ζωή και τ' όνειρο μαχαίρι<BR/> τότε κυττάτε: ειμ' εγώ σφαγμένο περιστέρι.<BR/><BR/> Πλάση μου-Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως με πόθο κλείνει<BR/> το πεφταστέρι ο ουρανός κι εκείνο εντός του σβύνει<BR/> έτσι και μένα θα 'θελα ένας πόθος να με κλείσει<BR/> κι έτσι κι εμέ το λαμπερό τ' αστέρι μου να σβύσει. <BR/><BR/> Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ. Μα όπως χελιδόνι<BR/> μονάχο του αν εξέμεινε πεινάει και κρυώνει<BR/> έτσι αν εδώ μ' αφήσουνε κρύο κι εγώ θα νιώθω<BR/> για της γλυκειάς της ζέστας τους λιγώνοντας τον πόθο.<BR/><BR/> Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως κλαδί ελάτου<BR/> γοργά στη φλόγα καίγεται και στάχτη αφήνει κάτου<BR/> μες στης φωτιάς τους θέλω εγώ να πέσω την αγκάλη<BR/> και στάχτη εκεί να γίνουνε τα παιδικά μου κάλλη.<BR/><BR/> Κι ως ανεβαίνει ο καπνός να βρει το συννεφάκι<BR/> κι ως ανεβαίν' η προσευχή που κάνει το παιδάκι<BR/> έτσι κι εγώ να βγω ζητώ έξω απ' αυτή την Πλάση<BR/> και στης ατέλειωτης χαράς να πάω το γιορτάσι.<BR/><BR/> Να 'ρθώ εκεί που ειστ' εσείς γλυκά χλωμά μου ταίρια<BR/> τα χέρια σας να κλείσουνε σφιχτά τα δυο μου χέρια<BR/> και 'γω κλαδάκι και χορδή, σεις φλόγα και δοξάρι<BR/> να ξεπεράσουμε του ηλιού και του βιολιού τη χάρη.<BR/><BR/> Το περιστέρι-πάρτε με!-ψάχνει τ' αβρό του ταίρι'<BR/> η κοίτη το ποτάμι της' το άδραγμα το χέρι'<BR/> τ' άνθος ποθεί να μυριστεί' το δέντρο να καρπίσει'<BR/> η αυγή τη νύχτα τη βαθιά ζητάει ν' αχνοφωτίσει.<BR/><BR/> Kι αν εζητήσατε από με μονάχα ένα βλέμμα<BR/> δική σας δίνω την καρδιά και της ψυχής το αίμα.<BR/> Kι αν τον ανθό ενός φιλιού ποθείτε από μένα<BR/> και κλάδοι του και ρίζες του σε σας-να!-χαρισμένα.<BR/><BR/> Κι αν τη μορφή μου από μακριά ζητούσατε να δείτε<BR/> στα χέρια σας κυττάξετε κι εκεί θα τηνε βρείτε΄ <BR/> το τραγουδάκι που 'πατε ήρθε ως εμέ, με παίρνει<BR/> κι ανάφλογη στην ακριβή αγκάλη σας με φέρνει.<BR/><BR/> Κι είμαι γλυκειά και ποθητή κι η ομορφιά μου θάλλει<BR/> κι απ' όση δίνω εγώ σε σας πιότερη νιώθω ζάλη.<BR/> Πάρτε με στο τραγούδι σας-πάρτε με στην ψυχή σας'<BR/> όπου και να 'στε πάρτε με-α!-πάρτε με μαζί σας!<BR/><BR/> (μπαίνει η μητέρα της Ντόρας. Έχει ακούσει τα τελευταία της λόγια)<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Κόρη μου άκουσα καλά; Τι λες; Ποιος να σε πάρει;<BR/> Ακόμα ουτ' ένα δώρο της η νιότη σου δε 'χάρη.<BR/> Ή μη δεν άκουσα καλά; Μην ύπνος με κατέχει<BR/> και σε ονείρων φαντασιές ο νους μου ακόμα τρέχει;<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Βέβαια κι άκουσες καλά' μα 'χεις κακά 'ξηγήσει.<BR/> Για τα καλά κι αγύριστα τ' όνειρο σ' έχει αφήσει.<BR/> Μόνο ξεχνάς πως στήνουμε θέατρο στο σχολείο <BR/> κι ότι εγώ όχι ένανε, μα ρόλους έχω δύο.<BR/><BR/> Λοιπόν νωρίς εξύπνησα και άρχισα να λέω<BR/> στα ίδια λόγια ψάχνοντας νόημα να δώσω νέο.<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Με τρόμαξες. Μα γρήγορα. Βιάσου. Περνά η ώρα.<BR/> Παράτησε την πρόβα σου κορούλα μου για τώρα.<BR/> Όλα στα έχω έτοιμα. Πλύσου, χτενίσου, ντύσου<BR/> κι έλα να φας το πρωινό που καρτερεί φαϊ σου.<BR/><BR/> (Βγαίνει η Μητέρα' μπαίνει το Μαυρό- πουλο χωρίς να το δει η Ντόρα και κρύβεται πίσω από την κουρτίνα)<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Αλήθεια. Όλα έτοιμα. Κι όλα σ' αυτούς με πάνε.<BR/> Τον κύκλο τον ατέλεστο να κλείσω μου ζητάνε.<BR/><BR/> Τι 'τανε τάχα η ζωή προτού να νιώσω ακόμα;<BR/> Μια νύχτα που μου σκέπαζε μάτια κι αυτιά και στόμα.<BR/> Και τι αφότου ένιωσα; Μια παγωμένη μέρα<BR/> μ' απάντητα ρωτήματα να γέμουν τον αέρα.<BR/><BR/> Μ' εμπόδαγε το ρώτημα το μέγα ν' ανασάνω:<BR/> γιατί φανερωθήκαμε στης γης τη φλούδα πάνω-<BR/> γιατί απ' το φως κι απ' το νερό κι απ' τ' αγεριού το πνέμα<BR/> πλάστηκα εγώ ,ένα μικρό δοχείο γεμάτο μ' αίμα;<BR/><BR/> Κ ι απάντηση δεν έβρισκα ίσα μ' αυτό το βράδυ<BR/> που των μελένιων λόγων τους με άγγιξε το χάδι.<BR/> Που της σκλαβιάς τους της βαριάς τα αιμάτινα σημάδια<BR/> την ύπαρξή μου γέμισαν που ως τώρα ήταν άδεια΄<BR/><BR/> που του ονείρου τα φτερά με φέρανε κοντά τους<BR/> και γνώρισα τον πόνο τους και είδα τα δεσμά τους.<BR/> Που η λύπη τους με άγγιξε-με τύλιξε-με ντύνει<BR/> καθώς σεντόνι τον νεκρό στην κρύα πάνω κλίνη.<BR/><BR/> Κι απάντηση δεν έβρισκα ώσπου είδα τη μορφή τους.<BR/> Ώσπου άκουσα την άψυχη, αδύναμη φωνή τους.<BR/> Ώσπου την κρύφια φρίκη τους δική μου έκαμα φρίκη<BR/> κι ακονισμένο τη φορώ μαχαίρι δίχως θήκη.<BR/><BR/> Και μέσα τους κυττάζοντας σαν σε καθρέφτη μαύρο<BR/> τον εαυτό μου μέσα 'κεί κλεισμένο έμελλε να 'βρω.<BR/> Κι ενώ δεσμά τούς δένουνε αυτούς ατσαλωμένα<BR/> μια λευτεριά παράταιρη στεφάνωσεν εμένα.<BR/><BR/> Για πρώτη τότε μου φορά είδα τον εαυτό μου.<BR/> Για πρώτη τότε μου φορά είδα το πρόσωπό μου.<BR/> Είδα ποια ειν' η πρωτινή ουσία η κρυφή μου<BR/> κι εννόησα το χρέος μου ποιο είναι το βαρύ μου.<BR/><BR/> Να φεύγει ειδ' από μέσα μου κάθε μου φόβος κι έγνια<BR/> να σβει κάθε μου μέριμνα μικρή και τιποτένια.<BR/> Και δένοντας τον πόνο τους στο δάχτυλό μου βέρα<BR/> μες στης αγάπης ένιωσα να χάνωμαι τη σφαίρα.<BR/><BR/> Και το κουτί το μυστικό το χιλιοκλειδωμένο<BR/> μονάχο του μου χάρισε ό,τ' είχε φυλαγμένο.<BR/> Κι ούτε μεγάλη να γινώ περίμενε- τώρα ήρθε!<BR/> Α! Της αγάπης η φωτιά δε λογαριάζει ώρα.<BR/><BR/> Κι ούτε βαρύ κι αβάσταγο το χάρισμά της μοιάζει.<BR/> Σαν πουπουλάκι ειν' αλαφρύ κι όλα τα βάρη σκιάζει.<BR/> Κι ούτε καϋμούς δίνει ποτέ-μόνο χαρά χαρίζει<BR/> κι ούτε ποτέ 'χει τελειωμό μα πάντοτε αρχίζει.<BR/><BR/> Σαν ένα αιώνιο πρωινό μοιάζει και σαν δεντράκι<BR/> που κάθε τόσο ξεπετάει το πρώτο πάντ' ανθάκι'<BR/> και σαν το που στο πρώτο τους σμίξιμο δίνουν χάδι<BR/> και φίλημα οι εραστές, κρυμμένοι στο σκοτάδι.<BR/><BR/> Και πήρα την απάντηση στο μέγα 'ρώτημά μου<BR/> Το μέγα που δε γνώριζα γνώρισα μάθημά μου'<BR/> έμαθα: εγεννήθηκα για να γινώ Αγάπη<BR/> και μέσα της τ' ανθρώπινα όλα να πνίξω πάθη.<BR/><BR/> Έμαθα: αν πάνω εδώ στη γη θα 'ρθει κανείς να ζήσει<BR/> είναι γιατί ν' αγαπηθεί χρωστάει και ν' αγαπήσει,<BR/> έτσι που ον πάνω στη γη μην απομείνει ουτ' ένα<BR/> που της Αγάπης ναν' γι αυτό τα μύρια δώρα ξένα.<BR/><BR/> Κι ουτ' ειν' η Αγάπη χίμαιρα και φαντασίας γέννα'<BR/> Υπάρχει. Ολοζώντανη έλαμψε μπρος σε μένα.<BR/> Εκείνη τώρα με κρατεί και μ' οδηγεί το βήμα'<BR/> μ' αυτήν παρέα του δρόμου μου θα κόψω εγώ το νήμα.<BR/><BR/> Υπάρχει και το γνώρισα το σύννεφο τ' ολάσπρο-<BR/> το αλαφρό σαν άνεμο-το σίγουρο σαν κάστρο,<BR/> που αποξεχνιέται μέσα του του Κόσμου όποια λύπη-<BR/> που η χαρά η ακριβή ποτέ δεν του απολείπει.<BR/><BR/> Υπάρχει το χαρούμενο ξέγνιαστο πανηγύρι<BR/> που φώτα βλέπει λαμπερά όπου το μάτι γείρει.<BR/> Υπάρχει το αμύριστο το ανθί, το φαντασμένο'<BR/> υπάρχει τ' απερίγραφτο-τ' αγγελοζηλεμένο.<BR/><BR/> Υπάρχει τ' άναρχο δεντρί που πάνω του η ψυχή μου<BR/> σαν αηδονάκι ξέγνιαστο φωλιάζει' που δική μου<BR/> νιώθω την κάθε ρίζα του, την κάθε ακροκορφή του'<BR/> που όπως νυφούλα χαρωπή με σκέπουν οι ανθοί του.<BR/><BR/> Την ένιωσα-την έμαθα-την έζησα-τη βρήκα<BR/> τηνε κατέχω όση κρατεί -όση έχει η Αγάπη γλύκα.<BR/> Στα τρυφερά με σήκωσε χέρια τα δυνατά της<BR/> κι όλα τα μάγια μου 'μαθε κι όλα τα μυστικά της.<BR/><BR/> Κι α! Στης Αγάπης τα γερά, μοσχοπλεγμένα έπη<BR/> θέση δεν έχει μέσα τους ποτέ κανένα "πρέπει".<BR/> Στον μαγεμένο μύλο της που τ' άσχημα όλα κόβει,<BR/>λυώνουνε,σβυούνται,χάνονται του κόσμου όλοι οι φόβοι.<BR/><BR/> Κι είμαι μαζί Αγάπη εγώ κι είμαι κι Αγαπημένη'<BR/> κι είμαι μαζί λαχτάρα εγώ και σάρκα πυρωμένη.<BR/> Ζωή μου, σκέψη και ψυχή τ' Όνειρο τούτο θα 'ναι-<BR/> άλλα μαντέματα για με καθόλου δεν μετράνε.<BR/><BR/> Με τη δική του θα μιλώ φωνή κι η προσευχή μου<BR/> θαν' η 'φροσύνη που αυτό χάρισε στην ψυχή μου.<BR/> Κάθε μου κίνηση απλή θα καθρεφτίζει εκείνο<BR/> που μέσα στη δοσμένη μου σ' αυτό τη σκέψη κλείνω.<BR/><BR/> Αχώριστα θα μένουνε για μένανε δεμένες<BR/> οι πέντε που εγνώρισα μορφές οι αγαπημένες.<BR/> Για πάντα μέσα τους θα ζω καθώς εντός μου εκείνοι.<BR/> Δική μου κάθε ανάσα τους ανάσα θε' να γίνει.<BR/><BR/> Για κείνους που αγάπησα και μ' έχουν αγαπήσει-<BR/> γι αυτούς που ετούτο το κορμί βαθιά έχουν ποθήσει-<BR/> για να βρεθώ στο πλάϊ τους το δρόμο εγώ θα-ν-έβρω<BR/> ψάχνοντας μ' όση δύναμη κι όσο κι αν έχω νεύρο.<BR/><BR/> Δικό τους είμαι γέννημα-νους και ψυχή και σώμα'<BR/> το νου βάζω προσκέφαλο και την ψυχή για στρώμα<BR/> κι αγκάλιασμα θα γέψουμε σε τέτια πα' στρωσίδια<BR/> που από τη ζήλια τους να σκουν ακόμα και τα φίδια.<BR/><BR/> Γιατί όπως σε μια πάλλευκη που νύχτα καίει λαμπάδα<BR/> η φλόγα δίνει όλο το φως κι όλη την ομορφάδα<BR/> έτσι και όμορφο ποτέ όποιο κορμί δε θα 'ναι<BR/> αν της Αγάπης οι γλυκές φωτιές δεν το φωτάνε.<BR/><BR/> Και τώρα ξέρω κι άλλονε δεν έχω να ρωτάω:<BR/> αφού αγαπιέμαι και αφού ίδια κι εγώ αγαπάω<BR/> ειμ' όμορφη' τοσ' όμορφη που δεν μπορεί-τι κρίμα<BR/> να ζωγραφίσει ούτ’ αυτός που 'γραψε αυτό το ποίημα.<BR/><BR/> Κι αφού στο σώμα με κρατά η Αγάπη το ζεστό της'<BR/> κι αφού τρυγώ τη θέρμη της-βυζαίνω απ' το μαστό της,<BR/> την ομορφιά κατέχω εγώ που σ' όλα κάλλος δίνει'<BR/> γιατ' η Αγάπη μοναχά μπορεί να ομορφήνει.<BR/><BR/> Και να 'μαι αγαπημένοι μου, γοργά κοντά σας φτάνω.<BR/> Έρχομαι. 'Αλλο τίποτα δεν έχω για να κάνω.<BR/> Έρχομαι στο τραγούδι σας...φτάνω στη φυλακή σας…<BR/> όπου κι αν είσαστ' έρχομαι και μένω πια μαζί σας.<BR/><BR/> (μπαίνει η Μητέρα)<BR/><BR/>ΜΗΤΕΡΑ<BR/> Ωραία τα 'πες κόρη μου. Μα έλα πια. Θ' αργήσεις.<BR/> Το μεσημέρι σα θα 'ρθεις μπορείς να συνεχίσεις.<BR/><BR/>(βγαίνει η Μητέρα)<BR/><BR/>ΝΤΟΡΑ<BR/> Όχι. Δε μένει τίποτα για με να συνεχίσω.<BR/> Για να τελειώσω τίποτα δεν έχω, μα ν' αρχίσω.<BR/><BR/>(βγαίνει η Ντόρα' εμφανίζεται το Μαυρόπουλο παραμερίζοντας την κουρτίνα) <BR/><BR/><BR/>ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ<BR/> Μη χολοσκάζεις άδικα μικρό μου κοριτσάκι.<BR/> Για μένα ό,τι εζήτησες ειν' ένα παιχνιδάκι. <BR/> Έτσι τα μαύρα μου φτερά που γρήγορα πετάνε<BR/> απ' το σχολειό σου σα θα 'ρθεις έτοιμα όλα θα 'ναι.<BR/><BR/> (απευθύνεται στους θεατές)<BR/><BR/> Μη ζείτε μέσα στ' όνειρο κι εσείς; Έχετε βάλει<BR/> τη σκέψη αυτή στ΄ ανθρώπινο μικρό σας το κεφάλι;<BR/> Μήπως και σεις στου Όνειρου τη φυλακή κλεισμένοι<BR/> σκεφτόσαστε πώς θα 'τανε να 'στε λευτερωμένοι;<BR/><BR/> Μήπως οι πέντε όπως αυτοί κάτι άφταστο ζητάτε<BR/> και μαυροπικραινόσαστε που δεν το αποχτάτε;<BR/> Στη φυλακή μήπως κι εσείς του Ονείρου μέσα ζείτε<BR/> και για χαμένα ή άβρετα μήπως κι εσείς θρηνείτε;<BR/><BR/> Μήπως κι εσείς νομίζετε πως ειν' ο χώρος λίγος <BR/> που μέσα του βρεθήκατε να μένετε και μήπως<BR/> και σεις πως κάτι θ' άλλαζε πιστεύετε αν γινόταν<BR/> η φυλακή ως τα πέρατα του κόσμου ν' απλωνόταν;<BR/><BR/> Ή μη κι εσείς όπως αυτή η…νόστιμη μικρούλα<BR/> ενώ είστε μέσα στης Ζωής τη μέση ή μιαν ακρούλα<BR/> θέλετε μέσα στου Όνειρου το σύνορο να μπείτε<BR/> την ευτυχία προσμένοντας ότι εκεί θα βρείτε;<BR/><BR/> Μήπως κι εσάς η ζήση σας τρομαχτική φαντάζει;<BR/> μήπως με τα θηρία της τ' άγρια σας τρομάζει;<BR/> Μη και για σας μια ταραχή σας έχει η Ζήση γίνει<BR/> και στου Ονείρου θέλετε να μπείτε τη γαλήνη;<BR/><BR/> Όποιο από τα ψέμματα διαλέξετε τα δύο<BR/> εγώ με δεξιότητα τα δυο φτερά μου σείω<BR/> και παρευθύς σας κουβαλώ κει που 'χετε διαλέξει-<BR/> μονάχ' από το στόμα σας ν' ακούσω μία λέξη.<BR/><BR/> Ω! Άνθρωποι κακόμοιροι! Ω! Ψέμματα ψεμμάτων!<BR/> Ω! Κηνυγοί ανύπαρκτοι φασμάτων ανυπάρκτων!<BR/> Ω! Σεις του Χώρου παίγνια! Του Πάθους εικασίες!<BR/> Της αϋπνίας του Μηδενός οι νύχτιες φαντασίες!<BR/><BR/> Όχι πως ό,τι και να πω τη γνώμη σας θ' αλλάξω<BR/> μα τούτο θέλω σ' όλους σας απόψε να φωνάξω:<BR/> Ό,τι σας είπα τώρα δα και ό,τι πω ακόμα<BR/> ένας που λέγεται ποιητής μου το 'βαλε στο στόμα.<BR/><BR/> Τίποτα πα' στο τίποτα και ψέμμα πα' στο ψέμμα<BR/> Κι αν ζυμωμένο το ’χουνε με της ψυχής τους το αίμα.<BR/> να οι ποιητές τι δίνουνε-το μόνο που μπορούνε<BR/> είναι ότι δεν ξέρουνε τίποτα να ειπούνε.<BR/><BR/> Κιι αν στέκω τώρα εγώ εδώ κι εσείς απέναντί μου<BR/> σαν λίμνες απ' τις ψεύτικες εκείνες της ερήμου,<BR/> κάτι αν είναι σίγουρο, είναι αυτό το κάτι<BR/> πως δεν υπάρχει να μας δει εμάς κανένα μάτι.<BR/><BR/> Ψεύτικα όλα-σεις, εγώ, τα φώτα, η σκηνή μας,<BR/> δοσμένα με το ψεύτικο τετράχορδο της ρίμας.<BR/> Α! και τον γόνιμο Φαλλό του Ψέμματος του πρώτου<BR/> θα 'βλεπε αν εκύτταζε καθένας στο μυαλό του.<BR/><BR/> Αλλ' αρκετά εμίλησα έξω απ' το πρόγραμμά μου.<BR/> Είναι καιρός να μαζευτώ να δω και τη δουλειά μου.<BR/> Γιατί αν τώρα ειμ' εδώ, έχω δουλειά να κάνω'<BR/> λοιπόν μολύβι και χαρτί και ώρα να μη χάνω.<BR/><BR/>(βγάζει μολύβι και χαρτί και λέγοντας τα παρακάτω μετράει, γράφει, υπολογίζει)<BR/><BR/> Ας δούμε...χώρος φυλακής τέσσερα επί τρία.<BR/> Δεν είναι λίγο' μάλιστα θα έχει ευρυχωρία.<BR/> <BR/> (χτυπάει το πάτωμα)<BR/><BR/> Οι τρύπες για τα κάγκελα δε θα μας δυσκολέψουν…<BR/> διακόσα δέκα είναι καλά.. και μάλλον θα περσέψουν.<BR/><BR/> (δείχνει πάνω από την πόρτα)<BR/><BR/> Εκεί ένα παράθυρο-και χαμηλό λιγάκι <BR/> ώστε να βλέπει από κει έξω το κοριτσάκι…<BR/><BR/> (γελάει)<BR/><BR/> κι όση περσεύει από κει να βγαίνει ευτυχία<BR/> μη το καϋμένο το παιδί και πάθει ασφυξία…<BR/><BR/> Α! Διασκεδάζω ευτυχώς με τούτη τη δουλίτσα<BR/> όταν τυχαίνει προ παντός να κουβαλώ κορίτσα-<BR/> τόσο πολύ 'ναι σίγουρα ότι θα ευτυχήσουν<BR/> και τόσο αργούν πως έκαναν λάθος να εννοήσουν…<BR/><BR/> Ας είναι. Πρέπει να βιαστώ .Θα πρέπει να περάσω<BR/> απ' το παζάρι τα υλικά που θέλω ν' αγοράσω.<BR/> Κι αμέσως ύστερ' απ' αυτό να στείλω τους εργάτες-<BR/> δε βρίσκει σήμερα κανείς τόσο καλούς πελάτες…<BR/> (βγαίνει)<BR/><BR/> ΑΥΛΑΙΑGeorge Holiastoshttps://www.blogger.com/profile/07598476308655762553noreply@blogger.com