Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Τραγωδία σε κλειστό χώρο


Δεν είναι η πρώτη φορά που σκηνοθέτης αποφασίζει ν’ ανεβάσει τραγωδία κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου και μάλιστα σε κλειστό χώρο γνωρίζοντας τις δυσκολίες που έχει ν’ αντιμετωπίσει προβαίνοντας στην υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Συχνά, τέτοιες απόπειρες γίνονται για την έρευνα, τον πειραματισμό και την αδιάκοπη μελέτη γύρω από το αρχαίο ελληνικό δράμα προκειμένου ν’ αναδυθούν νέοι δρόμοι προσέγγισης και ερμηνείας.
Στη «Θεατρική Σκηνή», φέτος, ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντωνίου υλοποιεί ένα όνειρο χρόνων, το ανέβασμα της Σοφόκλειας «Ηλέκτρας» παρουσιάζοντας μια «κλασική» εκδοχή του έργου που αναδεικνύει τον τραγικό λόγο. Πρόκειται για μια αναμενόμενη παράσταση φροντισμένη στη λεπτομέρεια που δεν έχει την πρόθεση να ξενίσει με κανενός είδους αβάσιμους και αυθαίρετους νεωτερισμούς ούτε όμως και να προχωρήσει στην κατάθεση κάποιας συγκροτημένης εναλλακτικής ερμηνευτικής πρότασης. Η σκηνοθεσία, στηριζόμενη στην νεοελληνική, στρωτή και ποιητική μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου, εστίασε στη δυναμική του διαχρονικού λόγου και επαλήθευσε την αντοχή της απήχησής του στο σύγχρονο κόσμο. Μια σοβαρή προσέγγιση του κειμένου που δε λησμόνησε τον θεολογικό και μυθολογικό ορίζοντά του.

Φόνος και αντίποινα
Στο κέντρο της εξέλιξης βρίσκεται η Ηλέκτρα, φορέας του πάθους και εκφραστής του σε όλες τις σκηνές. Το θέμα περιστρέφεται γύρω από την τιμωρία μιας ανόσιας αμαρτίας που ξεπληρώνεται με μια πιο αποτρόπαιη και εγκληματική ενέργεια. Η πλοκή συνίσταται από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και διαρθρώνεται γύρω από τα έντονα εναλλασσόμενα συναισθήματα της πίκρας, της οργής, της απελπισίας και της εμμονής για εκδίκηση. Οι τύψεις, οι ενοχές και τα ηθικά διλήμματα παραγκωνίζονται από τις επιταγές του καθήκοντος. Μια τραγωδία αδιεξόδου όπου τα πρόσωπα εκκινούν από την ανθρώπινη σύσταση και αλλοιώνονται δια της υπερβολής.
Στη σοφόκλεια τραγωδία οι θεοί διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, αλλά το ίδιο αποφασιστική είναι η ανθρώπινη σκέψη και πρωτοβουλία. Ο Ορέστης επιστρέφει αφού έχει πάρει χρησμό πως θα εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας τους δολοφόνους και οι ενέργειές του παρακινούνται από την ανάγκη εκπλήρωσης του ηθικού χρέους που τον βαραίνει. Στο πλευρό του παραστέκουν ο γιος του Στρόφιου, Πυλάδης και ο γέρος Παιδαγωγός. Η Κλυταιμνήστρα, σε ανήσυχο ύπνο βλέπει όνειρο κακό και στέλνει την κόρη της Χρυσόθεμη να κάνει προσφορές στο μνήμα του Αγαμέμνονα από φόβο να μην ξεσπάσουν δεινά. Αναπόφευκτη διαλογική σύγκρουση των δύο αδελφών, της Ηλέκτρας και της Χρυσόθεμης, που εκπροσωπούν δυο διαφορετικής υφής θεωρίες. Η σταθερότητα, η αδιαλλαξία και η υπερηφάνεια της ψυχής αντιμάχεται την αδυναμία και δειλία της υποταγής. Η ψευδής ανακοίνωση του χαμού του Ορέστη παγιδεύει με καθησυχασμό τους εχθρούς που επαναπαύονται αλλά σκορπίζει δυσβάσταχτο πόνο και επισύρει το σπαραχτικό θρήνο της Ηλέκτρας. Κορυφαία στιγμή η αναγνώριση των δύο αδελφών όπου η οδύνη δίνει τη θέση της σε όρκους και χαρές ενώ το σχέδιο μπαίνει στην τελική ευθεία εφαρμογής του. Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος θανατώνονται διαδοχικά από το χέρι του μανιασμένου Ορέστη. Οι άνομοι δολοφόνοι του Αγαμέμνονα τιμωρούνται και αποκαθίσταται η δικαιοσύνη και η ηθική ισορροπία.
Στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, οι αμφισημίες και οι διαφορετικές ερμηνείες καταλήγουν σ’ ένα βασανιστικό ερωτηματικό. Ο συγγραφέας δεν υιοθετεί τελεσίδικη θέση απέναντι στον μύθο, δεν εστιάζει την προσοχή σ’ ένα κεντρικό νόημα όπως ο Αισχύλος στις «Χοηφόρες» και ο Ευριπίδης στην «Ηλέκτρα» και στον «Ορέστη». Αφήνει εκκρεμότητες και κενά που διαμορφώνουν μιαν ατμόσφαιρα μεταφυσικού δέους και απορίας, που εισπράττεται ως βουβός σπαραγμός μπροστά στο άγνωστο και το απόλυτο που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Η νευρωτική συμπεριφορά της ηρωίδας, οι ερμηνείες των χρησμών, η νομιμότητα της μητροκτονίας, η απελευθέρωση των παιδιών από τα εγκλήματα του παρελθόντος ή το τραγικό τους αδιέξοδο είναι άδηλες θέσεις που επισύρουν αβεβαιότητες και διλήμματα.

Δυναμικές ερμηνείες
Υποκριτική δεινότητα απαιτείται στη διαγραφή των χαρακτήρων που προάγουν την εσωτερική δράση, γεννούν την αμφιβολία, το υπαρξιακό κενό και την απελπισία. Η Νατάσα Ασίκη, παρά την ηλικιακή απόσταση της από την ηρωίδα, ανέδειξε το δυναμισμό και την αγέρωχη στάση της Ηλέκτρας με τα πλούσια εκφραστικά της μέσα. Ο Ορέστης του Δημήτρη Νασιούλα είχε αποφασιστικότητα, ζωντάνια, νεύρο, νεανικό παλμό και υπέρμετρο ενθουσιασμό που αρμόζει στη ψυχοσύνθεση του ήρωα. Στο πλευρό του, ο Δημήτρης Πατσής κάνει αισθητή την παρουσία του σιωπηλού Πυλάδη που συμπαραστέκεται ως γνήσιος φίλος. Η Γεωργία Ζωή υποδύεται με στιβαρότητα, αυταρχισμό και σκληρότητα τη δεσποτική Κλυταιμνήστρα. Ο Αντώνης Αντωνίου ανταποκρίνεται με άνεση στο ρόλο του παιδαγωγού. Η Μελίνα Ντόβολου σκιαγραφεί μια υποτονική και αδύναμη Χρυσόθεμις. Ο Χρήστος Φωτίδης διεκπεραιώνει άνευρα και μονοδιάστατα τον Αίγισθο.
Ο χορός, δυστυχώς, περιορίζεται σε δύο κοπέλες που επωμίζονται να εκφέρουν όλο το κείμενο διαδοχικά. Ευτυχώς, τα χορικά είναι συνοπτικά και ευπρόσιτα. Η Βάσω Κοτσίρη και η Βάσω Δούκα ανταπεξέρχονται στις δυσκολίες και αποδίδουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Το σκηνικό λιτό και λειτουργικό αλλά στα έντονα χρώματα κάποιων κοστουμιών εντοπίζεται μια υπερβολή.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή
Μετάφραση : Κ. Χ. Μύρης (Κώστας Γεωργουσόπουλος)
Σκηνοθεσία : Αντώνης Αντωνίου
Σκηνικά-Κοστούμια : Αντώνης Χαλκιάς
Βοηθός σκηνογράφου : Μαίρη Τετράδη
Μουσική : Λευτέρης Γρηγορίου
Χορογραφία : Ορέστης Δημητρίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αντώνης Αντωνίου, Δημήτρης Νασιούλας, Δημήτρης Πατσής, Νατάσα Ασίκη, Μελίνα Ντόβολου, Γεωργία Ζώη, Χρήστος Φωτίδης, Βάσω Κοτσίρη και Βάσω Δούκα

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Νάξου 84, Πλ. Κολιάτσου, τηλ. 210 22 36 890
Τετάρτη 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 15, Κυριακή 20. 00

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Σπουδή θανάτου


Που πας δικό μ’ αστέρι
στον άφωτο βυθό;
Καρτέρει, καρτέρει,
κ’ εγώ σ’ ακολουθώ!

Γ. Βιζυηνός, «Παρά την λίμνην» (Ατθίδες αύραι)

Ένα αυτοβιογραφικό ψυχογράφημα
«Το Αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) συγκαταλέγεται στα κείμενα εκείνα που γίνονται σημεία αναφοράς κάθε φορά που αναμετριόμαστε με τα μεγάλα ερωτήματα της σχέσης αρσενικού και θηλυκού, λογικής και τρέλας, πραγματικότητας και πλάνης, ταυτότητας και ετερότητας που στροβιλίζονται στην αδήριτη τελεολογία της ζωής και του θανάτου. Δημοσιεύθηκε πρώτα στο Παρίσι, στο λογοτεχνικό περιοδικό «La Nouvelle Revue» και στη συνέχεια, στην Αθήνα στην «Εστία» σε δύο συνέχειες (10 και 17 Απριλίου 1883).
Πρόκειται για ένα αφήγημα βιογραφικό γύρω από ιδιόρρυθμους νοσηρούς ψυχισμούς με εμμονές, που διακρίνονται από απουσία λύτρωσης, γραμμένο σε μια απόμακρη καθαρεύουσα, σε πρώτο ενικό πρόσωπο και μια μορφή διαλογικότητας που αποπνέει εντάσεις και δυναμική ενέργεια. Χαρακτήρες ολοκληρωμένοι, λόγος πυκνός και πολύσημος βυθίζουν το μαχαίρι στο κόκαλο της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ένας λυρικός στοχασμός πάνω στα βαθύτερα κίνητρα της ζωής και στην υπαρξιακή αβεβαιότητα ρίχνει φως στη γυναικεία ψυχοσύνθεση που τη διακρίνει ο δαιδαλώδης συναισθηματικός κόσμος της μητρότητας.
Με ανοιχτούς λογαριασμούς και σημαδεμένη από το ακούσιο σφάλμα της, η μάνα πορεύεται με την αγωνία της επανόρθωσης και της εξιλέωσης μη διστάζοντας να διαπραγματευθεί με τα θεία ακόμα και τη ζωή των αγοριών της που έχει παραμελήσει. Ο δυσβάσταχτος χαμός της μονάκριβης Αννιώς την οδηγεί ν’ αναπληρώσει το κενό μέσα από την υιοθεσία και ανατροφή ενός ξένου κοριτσιού που θα διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού. Η εμμονή εξόφλησης του χρέους μοιάζει, πριν την αποκάλυψη των πραγματικών αιτιών, με νοητική παρέκκλιση, αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται ως μια βαθύτατη ψυχική ανάγκη που φανερώνει την ασυμβίβαστη στάση απέναντι στο πεπρωμένο και τη μη καρτερική αποδοχή της συμπαντικής διαρρύθμισης της ζωής των ανθρώπων.

Η παράσταση
Στην έναρξη προστίθεται ένα απόσπασμα που αναφέρεται σε περιστατικό της ζωής του Βιζυηνού, που στα τελευταία του χρόνια βρισκόταν κλεισμένος στο Δρομοκαΐτειο. Στην παράσταση ζωντανεύουν δραστικά όλα τα πρόσωπα της αφήγησης και αναδεικνύεται η γοητεία του γλωσσικού ιδιώματος. Οι ερμηνείες υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές αποχρώσεις των προσώπων ενώ το λιτό εικαστικό περιβάλλον σε συνδυασμό με την υποφωτισμένη σκηνή, τις φωτοσκιάσεις και τα μουσικά ηχοχρώματα διαμορφώνουν ένα είδος κατανυκτικής ατμόσφαιρας.
Ο εκφραστικός Ηλίας Λογοθέτης στο ρόλο του Γιωργή και του αφηγητή κατορθώνει να μεταδώσει το συγκινησιακό φορτίο της ενδόμυχης μαρτυρίας. Ως μάνα, η Μαρία Ζαχαρή «κεντάει» την παραμικρή λεπτομέρεια και αποδίδει σταδιακά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, ιδιαίτερα στη σκηνή της εξομολόγησης του μυστικού, σκηνή κορύφωσης.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το αμάρτημα της μητρός μου» Δραματοποιημένο διήγημα του Γεωργίου Μ. Βιζυηνού
Σκηνοθεσία : Κωστής Καπελώνης
Σκηνογραφία : Νίκος Αλεξίου
Μουσική : Σταύρος Σιόλας
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Ηλίας Λογοθέτης, Μαρία Ζαχαρή, Κώστας Βελέντζας, Μιχάλης Κοιλάκος, Εύα Οικονόμου, Βάλια Παπακωνσταντίνου και Διονύσης Κλαδής

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ –ΥΠΟΓΕΙΟ
Πεσμαζόγλου 5, τηλ. 210 32 28 706
Δευτέρα-Τρίτη 21. 15, Τετάρτη-Κυριακή 22. 15

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Aντικείμενο πόθου


Ο Συγγραφέας και το έργο του
Δεύτερη φορά στην Ελλάδα ανεβαίνει έργο του Γερμανού Carl Sternheim (1878-1942) που μας τον σύστησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο θέατρο «Αμόρε» με την παράσταση «Το βρακί» («Die Hose»). Η δραματουργία του Στέρνχαϊμ έφθασε στο απόγειό της τη δεκαετία του 1920 και κυνηγήθηκε άγρια από το ναζιστικό καθεστώς. Θεωρείται ένας από τους λίγους Γερμανούς συγγραφείς που διέπρεψαν στην κωμωδία τον εικοστό αιώνα. Ο κοφτός διάλογος και οι γκροτέσκες καταστάσεις φανέρωναν μια συγγένεια με τον εξπρεσιονισμό, αλλά σε νέα ανεβάσματα τα έργα του φαίνονται πλησιέστερα στο ρεαλισμό. Αρκετές από τις πικρές του σάτιρες των αστικών ηθών παρακολουθούν τις τύχες της ίδιας οικογένειας στην κοινωνική της άνοδο και έχουν το γενικό τίτλο «Aus dem burgerlichen Heldenleben» («Από την ηρωική ζωή των αστών»). Στα έργα αυτά, η απληστία, η βαρβαρότητα, η διαστροφή και η υποκρισία παρουσιάζονται ως τα πραγματικά χαρακτηριστικά των μικροαστών που αρέσκονται στο να περιβάλλουν μ’ ένα πέπλο αγνού ιδεαλισμού και ρομαντισμού κάθε κενή και χυδαία συναλλαγή.
Σε αυτή την ενότητα εντάσσεται και η αστική κομεντί «Η Κασετίνα» («Die Kassette») που έγραψε το 1911. Πρόκειται για ένα παράδοξο κείμενο με αυστηρή γεωμετρική δομή και ελλειπτικούς διαλόγους που ασκεί έντονη κοινωνική κριτική. Εξπρεσιονιστική αισθητική, διαβρωτικό χιούμορ και γρήγοροι ρυθμοί μιας μαύρης μπουλβάρ κωμωδίας. Ένα άψυχο αντικείμενο αποκτά δύναμη εξουσίας και γίνεται μήλον της έριδος διαταράσσοντας την οικογενειακή ισορροπία ενός μικροαστικού σπιτιού στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο θησαυρός που κουβαλάει μια ηλικιωμένη θεία σ’ ένα ξύλινο κουτί φέρνει τα πάνω-κάτω στους ενοίκους του δασκάλου Κρουλ. Η κατάκτηση της κασετίνας γίνεται εμμονή, αντικείμενο πόθου και οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις. Προσωπεία πέφτουν, στρατηγικές αναπτύσσονται, ηθικοί φραγμοί παραμερίζονται. Το θέμα του έργου σαρκάζει την απληστία και το ανελέητο κυνήγι του κέρδους στη δίνη του άϋλου χρήματος, των μετοχών και ομολόγων.

Η Παράσταση
Η όψη της παράστασης διατηρεί ένα στοιχείο απόμακρο και πεπαλαιωμένο, μια παρωχημένη ηθική πρόσληψη. Το σκηνικό είναι λειτουργικό και αφαιρετικό. Ημικύκλιο με έξι πόρτες ν’ ανοιγοκλείνουν αδιάκοπα και ν’ αποκαλύπτουν πρόσωπα, καταστάσεις και δεύτερα επίπεδα χώρων. Ο ηχητικός γεμάτος υπονοούμενα κόσμος που δημιούργησε ο Κώστας Βόμβολος παρεμβάλλοντας στις βαλς μελωδίες αναστεναγμούς, γέλια, βηξίματα, ανάσες, ξεφυσήματα απέχθειας ή αγανάκτησης καθώς και ήχους απροσδιόριστης φύσης ξεσκεπάζει την αθέατη όψη των κλεισμένων θυρών και των όσων διαδραματίζονται από πίσω αφήνοντας τη φαντασία να οργιάσει. Ανελέητη ειρωνεία, γκροτέσκο και υπερβολή χαρακτηρίζει τις ερμηνείες των ηθοποιών.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Η Κασετίνα» του Καρλ Στέρνχαϊμ
Μετάφραση : Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία : Βίκτωρ Αρδίττης
Σκηνικά-Κοστούμια : Λιλή Κεντάκα
Μουσική : Κώστας Βόμβολος
Φωτισμοί : Μελίνα Μάσχα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Έμιλυ Κολιανδρή, Κλέων Γρηγοριάδης, Σύρμω Κεκέ, Έρση Μαλικέντζου, Ταξιάρχης Χάνος, Εύη Σαουλίδου και Θανάσης Δήμου

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΠΠΑ
Κυψέλης 2, τηλ. 210 88 31 068

Τετάρτη- Πέμπτη- Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 & 21.00, Κυριακή 19.00

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Η πτώση της αθωότητας


Λαμβάνοντας υπόψη το ύφος, το ερευνητικό πνεύμα και τους θεσμικούς στόχους της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, η «Πλαστελίνη» του τριαντάχρονου Ρώσου Βασίλι Σίγκαρεφ, που γεννήθηκε στο Σβερντλόφσκ, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης ρωσικής δραματουργίας που δεν έχει παγιώσει τα γνωρίσματα της, βρίσκεται σε εξέλιξη, σε αναζήτηση ταυτότητας τουλάχιστον όσον αφορά στο ύφος και φιλοδοξεί να συμβάλλει στην ανανέωση της θεατρικής της γλώσσας και των μέσων έκφρασης.
Η δεκαετία του ’90 υπήρξε μια περίοδος ισχυρών πολιτικών και κοινωνικο-οικονομικών ανακατατάξεων στη Ρωσία και επηρέασε δραστικά τους θεατρικούς συγγραφείς. Μια νέα γενιά κάνει δυναμικά την εμφάνισή της και έρχεται σε σύγκρουση με το κατεστημένο του ρωσικού θεάτρου χρησιμοποιώντας πολεμική διαλεκτική που στηρίζεται στην προβολή της διαφορετικότητας. Τα ταμπού καταρρέουν και θίγονται θέματα που κινούνται γύρω από τη σεξουαλικότητα, τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία, τις κοινωνικές ανισότητες και την εξαθλίωση της φτώχιας. Έργα που εξετάζουν με κυνική και σαρκαστική ματιά τη μετα-σοσιαλιστική και απελευθερωμένη κοινωνία. Αποτυπώματα μιας ρευστής πραγματικότητας σε μια χώρα γεμάτη αβεβαιότητα.

Μια ιδιαίτερη γραφή
Ο Σίγκαρεφ, μαζί με άλλους συγγραφείς της γενιάς του, καταγράφει με την ιδιαίτερη προσωπική του ματιά την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η «Πλαστελίνη» γράφτηκε το 2001 και αποτελεί το πρώτο από τα δεκαπέντε μέχρι σήμερα, θεατρικά έργα του Σίγκαρεφ που ξεπέρασε τα σύνορα της Ρωσίας, παρουσιάστηκε στο Royal Court Theatre του Λονδίνου, στο Βερολίνο και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες προκαλώντας αίσθηση και γόνιμες αντιπαραθέσεις.
Βαθιά βιωματική και χειμαρρώδης η απαισιόδοξη γραφή του Σίγκαρεφ. Γλώσσα αυθεντικού περιθωρίου. Θολό συνονθύλευμα τραυματικών εμπειριών, συγκεχυμένων αναμνήσεων, βασανιστικών τύψεων και περιστατικών χαραγμένων με ανεξίτηλο μελάνι στη μνήμη. Ένας υπόκοσμος από αλήτες, παρίες, πόρνες, βιαστές, εγκληματίες, ναρκομανείς, άστεγους, προαγωγούς, τα αποβράσματα μιας μετα-σοσιαλιστικής κοινωνίας που εισέρχεται στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, παρελαύνει μπροστά στα μάτια των θεατών. Αν και στα έργα του, η βία, ο σκληρός ρεαλισμός, η ωμότητα και η εγκληματικότητα της σύγχρονης αστικής ρωσικής ζωής τέμνονται με την ευαισθησία, την ποίηση και το πικρό χιούμορ, οι ήρωες του-θραύσματα χαρακτήρων- παγιδευμένοι στα αδιέξοδα της απελπισίας δε βρίσκουν το λυτρωτικό δρόμο προς το καθαρτήριο φως.

Πήλινος κόσμος
Η «Πλαστελίνη» περιγράφει το οδοιπορικό ενός εφήβου σ’ έναν κόσμο εχθρικό και αλλοπρόσαλλο. Τόπος και χρόνος δεν αναφέρονται. Ο νεαρός προσπαθεί να επιβιώσει σ’ ένα ασφυκτικό αστικό τοπίο που μετατρέπεται σε κολαστήριο βασανιστηρίων σωμάτων και ψυχών. Ο Μαξίμ (που ερμηνεύει εξελικτικά ο Νικόλας Αγγελής) πλάθει ανθρωπάκια από πλαστελίνη. Φτιάχνει, χαλάει, ξαναφτιάχνει…Το εύπλαστο αυτό υλικό του επιτρέπει να δίνει μορφή και σχήμα, σάρκα και οστά σε ανείπωτες σκέψεις, φόβους και πάθη. Είναι ο δικός του τρόπος να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, ν’ αντιδράσει…Η συνομιλία του Μαξίμ με το φάντασμα του νεκρού συμμαθητή και φίλου του που αυτοκτόνησε από έρωτα και το κάλεσμα σε μια ιδεατή συνάντηση προσδίδουν ένα μεταφυσικό τόνο και απαλύνουν τη βαριά θανατηφόρα ατμόσφαιρα αφήνοντας να τη διαπεράσει μια ισχνή αχτίδα φωτός.
Φέρνοντας μας στο νου στοιχεία από το θεάτρο του Έντουαρντ Μποντ και του Τζον Όσμπορν αλλά και της Σάρας Κέιν και του Μαρκ Ρέιβενχιλ, παρατηρούμε ότι το έργο καταφεύγει στην ωμή εικονοποίηση της φρίκης μέσα από εικόνες αποτρόπαιης βίας και εξουθενωτικής σκληρότητας. Η αηδία και η απόγνωση καταγράφονται σα μια μαρτυρική μαρτυρία. Ένα θυελλώδες ξέσπασμα οργής και αγανάκτησης που η υπέρμετρη ορμή του αφήνει ανοιχτά πολλά και διαφορετικά μέτωπα. Σε πολλά σημεία χαρακτήρες και καταστάσεις μοιάζουν να εξελίσσονται αμήχανα ή μένουν μετέωρες ανολοκλήρωτες σκέψεις γιατί το βάρος πέφτει στη δυναμική των φράσεων που εστιάζει και παγώνει τη λεπτομέρεια.
Η σκηνοθεσία θολώνει τις δραματουργικές αδυναμίες δίνοντας έμφαση στην εικονοποίηση των πράξεων των ηρώων. Αληθοφάνεια βίαιων και σεξουαλικών σκηνών, άφθονη ροή νερού, δυσοσμία υπόνομου…Το σκηνικό διευκολύνει τις νοητές μεταβάσεις από τον ένα χώρο δράσης στον άλλο. Η ένταση που προκαλεί η εκκωφαντική μουσική σε συνδυασμό με τα video art και τους καίριους φωτισμούς στοιχειοθετούν μια τερατουργικής υφολογίας μεταφορά της κοσμοθεωρίας του τρόμου όπως αναπτύσσεται συχνά μέσα μας και γύρω μας. Οι ηθοποιοί επωμίζονται πολλούς και διαφορετικούς ρόλους βγαίνοντας αλώβητοι από τους κινδύνους και τις «παγίδες» της μεταμόρφωσης.

Η σκληρότητα της απόρριψης
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «ο Μαξίμ υφίσταται την περιθωριοποίηση του από ένα πεπαλαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, από τον περίγυρό των οικονομικά ευκατάστατων συμμαθητών του και προσπαθώντας απεγνωσμένα ν’ ανακαλύψει τον κόσμο και τη σεξουαλικότητά του σε κάθε του βήμα βιώνει τη σκληρότητα της απόρριψης. Ο μικρόκοσμος που έχει πλάσει η παιδική του ψυχή είναι αυτός της πλαστελίνης. Το υλικό αυτό αποτελεί το μέσο αντίδρασης σε κάθε μορφή καταπίεσης : άλλοτε γίνεται όπλο απέναντι στον εκπαιδευτικό αυταρχισμό και άλλοτε αναπληρώνει την έλλειψη της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Ο Μαξίμ, παγιδευμένος μέσα στο κουτί του, στο προσωπικό του φέρετρο, οραματίζεται και ενατενίζει μιαν άλλη ζωή. Ξεσπά σε λυγμούς και επιζητά ν’ αποδράσει από την πραγματικότητα γνωρίζοντας ότι στην επόμενη στροφή θα έρθει αντιμέτωπος με το Άγνωστο. Υφίσταται το βιασμό από δύο μεγαλύτερους άνδρες και επιδιώκοντας απονενοημένα να τους εκδικηθεί, πεθαίνει ατιμωτικά. Ο ίδιος αποτελώντας μιαν εύθραυστη μάζα που ρέπει προς τη φωτιά, γίνεται πλαστελίνη. Ηθικός αυτουργός δεν είναι ο ίδιος αλλά η κοινωνική ολιγωρία και ο ατομισμός μιας καπιταλιστικής κοινωνίας που αφήνει έρμαιο κάθε νέο και απροστάτευτο άνθρωπο που αγωνίζεται να επιβιώσει σ’ ένα καθεστώς σκληρότητας που μοιραία, λόγω της απειρίας και της αθωότητας του εύκολα γίνεται άθυρμα στα χέρια κάθε επιτήδειου.
Πρόκειται για ένα έργο κυνικά εκκωφαντικό, γεμάτο από οπτικο-ακουστική και οσφρητική ηχορύπανση φρίκης με απότομες μεταβάσεις και φλας μπακ υπό τους εναλλασσόμενους ρυθμούς της δυνατής μουσικής techno, σ’ ένα «σουρεαλιστικό» σκηνικό κουτιών –φυλακών των ανθρώπινων ψυχών- που έρχεται σαν οίστρος να ενεργοποιήσει αποθέματα ανθρωπιάς και να μας αφυπνίσει από το λήθαργο».
Ο απόηχος που διατρέχει το στοχασμό μας μετά την έξοδο από την αίθουσα περιστρέφεται γύρω από τη σκέψη ότι «τα παιδιά που τους έλεγαν αλήτες» δικαιούνται ευκαιρίες να δείξουν την πραγματική αξία τους αν ως «φιλήσυχοι πολίτες» θέλουμε να μη γεμίζουν οι στρατοί από ετοιμοθάνατους και τα νεκροταφεία από ιδανικούς αυτόχειρες».

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Πλαστελίνη» του Βασίλι Σίγκαρεφ
Μετάφραση από τα αγγλικά : Αθηνά Παραπονιάρη
Επεξεργασία μετάφρασης με βάση το ρωσικό πρωτότυπο-Σκηνοθεσία : Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά-Κοστούμια : Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική : Σταύρος Γασπαράτος
Επιμέλεια κίνησης : Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί : Μελίνα Μάσχα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νικόλας Αγγελής, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Σοφιάννα Θεοφάνους, Κωστής Καλλιβρετάκης, Βασίλης Παπαδημητρίου, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Παρασύρη, Ναταλία Στυλιανού, Σωτήρης Τσακομίδης, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου και Μιχάλης Φωτόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟ-Β ΣΚΗΝΗ
Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, τηλ. 210 52 31 131
Τετάρτη-Παρασκευή-Σάββατο 22.00, Κυριακή 19.00

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Τα παιδιά είναι παιδιά


Το θέατρο του Ναπολιτάνου Eduardo De Filippo (1900-1984) εστιάζει και αναδεικνύει λεπτομέρειες από τα ήθη και τα έθιμα, από τη συμπεριφορά, τη νοοτροπία και τα πάθη έως το βίο και την πολιτεία των συμπολιτών του. Πρόκειται για ένα θέατρο λαϊκό που έλκει την καταγωγή του από τους μίμους του Μεσαίωνα, την Commedia dell’Arte και τις κωμωδίες της Αναγέννησης. Οι εθιμοτυπικές διαστάσεις οδηγούν συχνά το σκηνοθέτη στην ηθογραφία που έχει μεν ιστορικής υφής σημασία καθώς αναπαριστά την ναπολιτάνικη καθημερινότητα, αποδυναμώνει, όμως, τη διαχρονική και πανανθρώπινη απήχηση των συγκρουσιακών σχέσεων των ηρώων.

Ένα δυνατό διαχρονικό κείμενο

Η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» (1946) αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές της δραματουργίας του Eduardo De Filippo και έχει ευτυχήσει πολλές φορές και στην ελληνική σκηνή από σημαντικούς σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές. Δεν πρόκειται για ένα απλό μελόδραμα, αλλά για μια ιλαροτραγωδία γύρω από τα αιώνια προβλήματα και τις διαμάχες υπεροχής του αρσενικού με το θηλυκό. Με γνήσιο πάθος και λαϊκούς χυμούς, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, δουλεμένοι με μαεστρία και στην παραμικρή ψηφίδα τους, πλαισιώνουν την ιερόδουλη Φιλουμένα, ερωμένη του Ντομένικου πάνω από είκοσι χρόνια, που προσπαθεί με τη γυναικεία πονηριά της και δόλια μέσα να νομιμοποιήσει τα τρία παιδιά της και να εξασφαλίσει τη μελλοντική τους διαβίωση. Προσποιείται την ετοιμοθάνατη και με τη συνωμοσία ενός ιερέα, πείθει τον εραστή της να την παντρευτεί προκειμένου να συγχωρεθούν οι αμαρτίες της στον άλλο κόσμο. Όταν η απάτη ξεσκεπάζεται, η Φιλουμένα αποκαλύπτει στο Ντομένικο την ύπαρξη τριών παιδιών που εδώ και χρόνια μεγαλώνει χωρίς τα ίδια να γνωρίζουν τις αληθινές ταυτότητες των γονιών τους και του ζητά να τ’ αναγνωρίσει. Εκείνος εξοργισμένος που συνειδητοποιεί ότι συνέβαλλε στην ανατροφή ξένων παιδιών ξεκινά ένα άγριο δικαστικό αγώνα εναντίον της. Θολή η εικόνα του δικαίου…Η Φιλουμένα κατακρίνει το ψέμα και την απάτη των θεσμών και του κοινωνικού κατεστημένου προβάλλοντας τους δικούς της ηθικούς κώδικες. Με σθένος, πείσμα και αστείρευτη μητρική στοργή, η αγράμματη μητέρα πράττει ακολουθώντας το ένστικτό της και υπερασπίζεται την ανθρώπινη ύπαρξη προβάλλοντας τις θέσεις της που συνοψίζονται ιδανικά στη φράση «τα παιδιά είναι παιδιά». Φράση-κλειδί που αποκρυσταλλώνει την πεμπτουσία της παγίδας, την αποκορύφωση της Γυναίκας-Μητέρας και την καταρράκωση της υποστάσεως Άνδρα-Πατέρα.

Η Παράσταση

Στο θέατρο «Βασιλάκου», η Esther Andre Gonzalez διάβασε το έργο σαν ένα αισθηματικό κοινωνικό φωτομυθιστόρημα και μετέφερε τη δράση σ’ ένα στούντιο όπου γυρίζεται ένα επεισόδιο σαπουνόπερας, επιλογή που υποστηρίζεται τουλάχιστον στις πρώτες εικόνες. Στην προσπάθεια της ν’ αποφύγει την ηθογραφία και τις λυρικές εξάρσεις στράφηκε στην ανεύρεση μιας σκηνικής παρουσίασης που θα μπορούσε να ξαφνιάσει, να προτείνει ή ν’ ανανεώσει κάποια δεδομένα που έχουν κατά κόρον ειπωθεί και δεν θα παρουσίαζαν ενδιαφέρον, ένα «κλασικό» δηλαδή στήσιμο. Η σκηνοθεσία δεν έχει ξεκάθαρους στόχους και εμφανίζεται σαν μια άνευ λόγου αλληλουχία συναρτήσεων δημιουργίας κωδικοποιημένου μικρόκοσμου και σε πολλά σημεία μπερδεύει το θεατή με το αναποφάσιστο του χαρακτήρα της. Τα σκηνοθετικά «ευρήματα» και η κατασκευή ενός ακαθόριστης χρήσης «φλύαρου» σκηνικού χώρου ούτε προσθέτουν ούτε αλλοιώνουν τη δυναμική των μηνυμάτων και την αφήγηση της ιστορίας στο σημερινό θεατή. Δεν ξέρω, όμως, αν αυτή η εκδοχή κατορθώνει ν’ ανοίξει δημιουργικούς διόδους επικοινωνίας ανάμεσα στο κείμενο και το θεατή, ν’ ανιχνεύσει τις βαθύτερες δομές του έργου και να ενεργοποιήσει προβληματισμούς ή αν απλώς αντιμετωπίζει επιδερμικά με μια πιο ανέμελη, ανάλαφρη και παιγνιώδη διάθεση τα όσα διαδραματίζονται.
Σύγχρονη και στρωτή η εύστοχη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ. Οι καίριοι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ξεφεύγουν απογειωτικά δημιουργώντας ένα ξεχωριστό δομικό μέγεθος.

Άνισες ερμηνείες

Οι ηθοποιοί δεν ακολουθούν κοινούς υποκριτικούς κώδικες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενιαία υφολογία. Κάποιοι ρόλοι παραπέμπουν σε καρικατούρες μεσημεριανών βραζιλιάνικων σειρών και κινούνται σε υψηλούς τόνους με πολλές χειρονομίες.
Η Αθηνά Τσιλύρα, στον απαιτητικό ρόλο της Φιλουμένας δεν κατορθώνει να ερμηνεύσει εξελικτικά τις φωτεινές αλλά και σκοτεινές πτυχές της ηρωίδας και να υποστηρίξει το ηθικό περιεχόμενο της στρατηγικής στην οποία καταφεύγει. Ως Ντομένικο, ο Τάσος Χαλκιάς με εξωτερικά μέσα υποκριτικής δεν αποδίδει ευκρινώς στις κυμάνσεις της αμηχανίας και της αβεβαιότητας του ήρωα που επιχειρεί να καταλάβει ποιος από τα τρία παιδιά είναι ο δικός του γιος. Ο Ρικάρντο του Γιάννη Παπαζήση είναι αθεράπευτα γόης αλλά και εριστικός ναπολιτάνος που δε σηκώνει πολλά λόγια, ο Ουμπέρτο του Δημήτρη Λιακόπουλου εκφράζει τον ισορροπιστή διανοούμενο που αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις καταστάσεις ενώ ο ευπροσήγορος Μικέλε του Θόδωρου Κανδηλιώτη αποδίδεται με ευγένεια χαμηλών τόνων. Άριστη σκηνική χημεία τριών νέων ηθοποιών. Ο Θοδωρής Μπογιατζής αποδίδει με κινήσεις ακρίβειας τις αμφιταλαντεύσεις και τους δισταγμούς του δικηγόρου Νοτσέλα. Η Ηλεάνα Μπάλλα υποδύεται τη Ντιάνα, τη γυναίκα που ερωτεύθηκε ο Ντομένικο και που προσδοκούσε να καταλάβει τη θέση της Μαρτουράνο. Τη Ροζαλία υποδύεται η Αλίκη Αλεξανδράκη, τον Αλφρέντο ο Κώστας Φλωκατούλας, το γκαρσόνι ο Θανάσης Μιχαηλίδης, τη Τερεζίνα η Μαίρη Νάνου και τη Λουτσία η Κατερίνα Τσάβαλου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Eduardo De Filippo («Filumena Marturano»)
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία : Esther Andre Gonzalez
Σκηνικά-Κοστούμια : Χρήστος Κωνσταντέλλος
Μουσική επιμέλεια : Γιούρι Στούπελ
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη : Βασίλης Μπράμης
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου : Δημήτρης Πλατανάκης
Βοηθός φωτισμού : Νίκος Βλασόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Τάσος Χαλκιάς, Κώστας Φλωκατούλας, Αθηνά Τσιλύρα, Αλίκη Αλεξανδράκη, Θανάσης Μιχαηλίδης, Ηλεάνα Μπάλλα, Κατερίνα Τσάβαλου, Θόδωρος Μπογιατζής, Δημήτρης Λιακόπουλος, Γιάννης Παπαζήσης, Θόδωρος Κανδηλιώτης και Μαίρη Νάνου

ΘΕΑΤΡΟ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ-Κεντρική Σκηνή
Προφήτη Δανιήλ 3 και Πλαταιών, Κεραμεικός, τηλ. 210 34 67 735
Τετάρτη 19.30, Σάββατο-Κυριακή 18.15, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.15

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Η πικρία του ανεκπλήρωτου


Στο θέατρο «Άλμα» ανεβαίνει το προτελευταίο έργο του Χένρικ Ίψεν (1835-1906) «Τζον Γαβριήλ Μπορκμαν» (1896) σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Τα διαχρονικά έργα του Νορβηγού δραματουργού φέρνουν στο προσκήνιο βαθύτατους κοινωνικούς προβληματισμούς, ηθικές κρίσεις και εσωτερικές υπαρξιακές αγωνίες.
Ο φιλόδοξος διευθυντής τραπέζης Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν, στο ομότιτλο έργο του Ίψεν, στιγματίζεται για οικονομικές ατασθαλίες και οδηγείται στη φυλακή μετά από την προδοσία του συνεργάτη και φίλου του Χίνγκελ. Ο ήρωας, ως θιασώτης του μεγαλόπνοου στόχου του να εκμεταλλευτεί και ν’ αξιοποιήσει τις δυνατότητες του υπεδάφους, παραβιάζει ηθικούς και κοινωνικούς νόμους ανταλλάσσοντας την αγάπη του για την Έλλα Ρεντχάϊμ με την επαγγελματική του ανέλιξη. Ο Μπόρκμαν παντρεύεται την αδελφή της Έλλα, τη Γκούνχιλντ, με την οποία αποκτούν ένα παιδί το οποίο όμως θ’ ανατραφεί από τη θεία του εξ αιτίας του ξεπεσμού της οικογένειας. Το ερωτικό τρίγωνο εμφανίζεται εκ νέου στο προσκήνιο ενώ ένα παιδί θα γίνει έρμαιο και προϊόν διαπραγματεύσεων τριών ανθρώπων που αδυνατούν να οριοθετήσουν τη μοίρα τους.
Η σκηνοθεσία εστιάζει στις εσωτερικές δονήσεις των ρόλων και στις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις. Το στόχο αυτό ενδυναμώνει η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου. Χιονισμένα κλαδιά, μελαγχολική φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, ομίχλη, χρώματα μουντά και θολά. Από το μεγάλο παράθυρο στο κέντρο της σκηνής διακρίνουμε το αχανές τοπίο ενός κτήματος που μοιάζει ερημωμένο, ακατοίκητο. Σ’ ένα περιβάλλον μαρασμού, απαισιοδοξίας και μικροψυχίας στήνονται οι αναμετρήσεις των ηρώων που αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους αναλώνονται σ’ ένα αβυσσαλέο και ψυχοκτόνο παιχνίδι. Οι φωτισμοί υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των προσώπων ενώ τα κοστούμια αναλογούν στο ύφος και την προσωπικότητα του καθένα.
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ενσαρκώνει το Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν αφήνοντας να διατρέχει την ερμηνεία του η πίκρα, η απογοήτευση αλλά και η ελπίδα της ανάκαμψης, η πίστη της σωτηρίας, η προσμονή ενός αναπάντεχου αναποδογυρίσματος της τύχης. Η Φιλαρέτη Κομνηνού ως Γκούνχιλντ Μπόρκμαν και η Κατερίνα Μαραγκού ως Έλλα Ρεντχάϊμ δημιουργούν ένα δίδυμο δυναμικής που αποτυπώνει υποδειγματικά τις διαμάχες υπεροχής δύο δίδυμων αδελφών που διεκδικούν ανελέητα την αγάπη-είτε ερωτική, είτε μητρική-ενός άνδρα μέσα από την οποία αντλούν ενέργεια για τη δική τους ζωή. Ένα ατέρμονο πεδίο μάταιων και αδιέξοδων συγκρούσεων που θα οδηγήσει στον αφανισμό και των δύο ποθητών αντικειμένων και σε μια αναγκαστική απρόσμενη συμφιλίωση. Σαγηνευτική η Θεοδώρα Σιάρκου στο ρόλο της Φάννυ Βίλτον, γυναίκα-πέτρα του σκανδάλου που μυεί στα μονοπάτια του έρωτα τον άβγαλτο Έρχαρτ Μπόρκμαν που υποδύεται με τη νεανική του φρεσκάδα ο Δημήτρης Πασσάς υπογραμμίζοντας την ανάγκη διαφυγής από τη μιζέρια και την ακόρεστη δίψα για την αληθινή ζωή. Ο Γιώργος Μοσχίδης αναδεικνύει έναν πολύπλευρο Βίλελμ Φόλντολ όπου συνυπάρχουν η θλίψη της αποτυχίας με το χιούμορ, το φιλότιμο και τη διάθεση για συγχώρεση και λησμονιά. Γοητευτική η Σταυρούλα Μάκρα, στην πρώτη της επαγγελματική θεατρική εμφάνιση, αποδίδει με χάρη, κομψότητα και γλυκύτητα τη δεσποινίδα Φρίντα Φόλντολ
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη : «τα πρόσωπα του ερωτικού τριγώνου παρουσιάζονται απαγκιστρωμένα στο παρελθόν προς κάτι το απωθημένο και ανεκπλήρωτο που παραμερίστηκε είτε από τους επιβεβλημένους κανόνες και συμβάσεις είτε από τη διαφορετική στοχοθεσία του καθενός. Οι υπόκωφοι ήχοι των βημάτων του «λύκου που τριγυρνάει στο κλουβί του» αισθητοποιούν αυτήν την προσκόλληση. Η οδυνηρή επανεξέταση της προοπτικής για δημιουργία στρέφει τους ήρωες στην αδιέξοδη αναμόχλευση των χαμένων οραμάτων του παρελθόντος που μοιραία καταλήγει σ’ έναν τραγικό αναμηρυκασμό χωρίς σαφείς ενδείξεις προς βελτίωση ή ουσιαστική αλλαγή. Ωστόσο, δεν εκλείπει η προσπάθειά τους ν’ αποκαταστήσουν αυτά τα οράματα εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σ’ ένα παιδί. Το παιδί, όμως, με την εκρηκτική και ηφαιστειώδη νεότητά του θ’ ακολουθήσει τα βήματα του παρόντος διαρρηγνύοντας κάθε σχέση με το παρελθόν και χτίζοντας ένα νέο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, η απόπειρα μετατοπίζει τον ήρωα από το κλειστό και ασφυκτικό πλαίσιο της φυλακής του (το πάνω πάτωμα) στον κάτω όροφο. Η διάψευση, όμως, και των τελικών ελπίδων οδηγεί τον Μπόρκμαν στο άγριο χειμωνιάτικο τοπίο της γης, στο ξέφωτο του δάσους όπου τα παγωμένα μέταλλα που είναι θαμμένα θα τον «καλέσουν» να τα συναντήσει. Δικαίως, ο ζωγράφος Έντβαρντ Μουνκ ορίζει τοπιογραφικά τον υπαρξιακό απολογισμό του εκθρονισμένου τραπεζίτη χαρακτηρίζοντας το έργο ως το πιο δυνατό χειμερινό τοπίο στη σκανδιναβική Τέχνη, ενώ το τελευταίο ιψενικό τρίγωνο που στήνεται σκηνικά πάνω από το λείψανο του ήρωα, με το συμβολισμό του, καταρρίπτει τα εχθρικά κατάλοιπα του παρελθόντος και υπερτονίζει την πεμπτουσία μιας ανθρώπινης δικαιοσύνης που απονέμεται κάθε φορά που παραβιάζεται το πιο ιερό δώρο, το δώρο της Αγάπης».

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Χένρικ Ίψεν
Από τη Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία : Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια : Απόστολος Βέττας
Φωτισμοί : Νίκος Καβουκίδης
Μουσική επεξεργασία και ήχοι : Νίκος Βίττης, Νάσος Σωπύλης
Βοηθός σκηνοθέτη : Σταυρούλα Μάκρα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Φιλαρέτη Κομνηνού, Κατερίνα Μαραγκού, Θεοδώρα Σιάρκου, Δημήτρης Πασσάς, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Σταυρούλα Μάκρα και Γιώργος Μοσχίδης

ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΜΑ
Ακομινάτου 15-17 και Αγίου Κωνσταντίνου, Μεταξουργείο, τηλ. 210 52 20 100
Τετάρτη-Κυριακή 19.00, Σάββατο 18.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00