Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Όχι, δεν είμαι λυπημένος


Ο Sad
Ένας αριθμός στις στατιστικές
Ένα κομμάτι του ντεκόρ της καθημερινότητάς μας
Ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος
Φιμωμένος
Με δεμένα χέρια
Εγκλωβισμένος μέσα στις αντιλήψεις των Άλλων
Ένας γνωστός – άγνωστος που εξομολογείται
Προσπαθώντας να βρει κουράγιο να συνεχίσει
Ένας Sad που προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν είναι λυπημένος

(Από το σκηνοθετικό σημείωμα του προγράμματος)

Στον πολυχώρο «Ράγες» παρουσιάζεται το έργο του Αυστριακού συγγραφέα Robert Schneider «Σκουπίδι» («Dreck») σε σκηνοθεσία Αλκυώνης Βαλσάρη και το Βαγγέλη Βαφείδη στο ρόλο του Ιρακινού μετανάστη. Ο μονόλογος γράφτηκε το 1991 ενώ στην ελληνική σκηνή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε μετάφραση Κοραλίας Σωτηριάδου, σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη τη θεατρική περίοδο 1997-1998.
Το κείμενο εξιστορεί τη ζωή και την πορεία ενός μετανάστη από το Ιράκ μετά το πρώτο χτύπημα στη Βασόρα από τα Αμερικάνικα στρατεύματα και τη μετανάστευση του στην Ευρώπη του πολιτισμού.
Το «Σκουπίδι» είναι ένα έργο πολυεπίπεδο. Ο μετανάστης παίζει με μεταφορές ταυτότητας και ντύνεται πότε τον εαυτό και πότε τον άλλον (εμάς). Στέκεται μπροστά μας ως ανθρώπινο πλάσμα και την ίδια ώρα μιλά με το στόμα των ιδεοληψιών μας για να τις ακυρώσει. Καθρεφτίζει στους φόβους μας τους φόβους του, τα άγχη μας στα δικά του, ενώ τα θέλω του σπρώχνονται να χωρέσουν σε χώρους που είναι στο βάθος αδιάφοροι για τα δικά μας θέλω, όπως τα νυκτερινά πάρκα.
Το «Σκουπίδι», έτσι, υπενθυμίζει ότι «στις διάφορες προσεγγίσεις που σημάδεψαν την παραγωγή ταυτοτήτων τους τελευταίους αιώνες, ο «άλλος» αντιμετωπιζόταν πάντοτε μέσα από ένα διπλό προσωπείο. Τις περισσότερες φορές ως «Απειλή» αλλά σπανιότερα ακόμη κι ως «Σωτήρας», ο «Άλλος» επενδύθηκε με τις διάφορες κοινωνικές και μεταφυσικές έννοιες που συνέβαλλαν στις αναγνώσεις του «διαφορετικού» και μέσα από αυτές στις αναγνώσεις του «εαυτού». (Από το σύγγραμμα ο Απειλητικός Άγριος κι ο Προσδοκώμενος Μεσσίας, της Ελένης Καρασαββίδου).
Ο Sad ψάχνει τη δική του σωτηρία μέσα από τα τριαντάφυλλα, («50 υπέροχα τριαντάφυλλα στο δωμάτιο μου κάθε βράδυ») προγκίζοντας τον υλισμό μιας νεόπλουτης κοινωνίας που αλλάζει, καθώς, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήρθαν στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, συμβάλλοντας στην διαμόρφωση μιας «νέας κατάστασης».
Βέβαια, το «νέο» είναι σχετικό, αφού, αν και από την δημιουργία του εθνικού κράτους κι έπειτα έχει επικρατήσει η σύζευξη του με την εθνική κυρίως καταγωγή, το φαινόμενο της μειονότητας «δείχνει να είναι σύμφυτο με το ίδιο το διαχρονικό δεδομένο της συμβίωσης του ανθρώπινου γένους, που πάντοτε, και παρά τις διασταλτικές προσαρμογές του, έχει προσδιοριστεί από ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς».
Όπως μας έδειξε ο Φουκώ, σε τέτοιες μεταιχμιακές εποχές, η έννοια του διανοούμενου τρέπεται συχνά σε ένα ευφυές μέσο για να ρυθμίζεται και ν’ αστυνομεύεται ο πολυσημικός λόγος της μυθοπλασίας. Αυτό το φαινόμενο, έτσι, «παράγει ποικίλες εκφορές λόγου για να αυτοθεάται και να κατανοείται. Λόγου καλυμμένου πίσω από λέξεις και πράξεις, λόγου άγαρμπου, ποιητικού, φλύαρου ή συνοπτικού, που περιγράφει με χίλιους τρόπους την πολυτάξιδη πορεία του ανθρώπου προς τον πλησίον του. Και ιδίως προς τον πλησίον του που έρχεται από μακριά για να τον μεταβάλει».
Το «Σκουπίδι» όμως, έχει λόγο άμεσο. Είναι ο ίδιος ο απόκληρος, ο ίδιος ο διαφορετικός που μιλά, είναι η δική του γλώσσα που τρυπά τα αυτιά μας λίγο πριν αποδώσει με το χέρι του το «μέγα τέλος».
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία της Αλκυώνης Βαλσάρη κινείται σε δύο επίπεδα, τη σκηνική παρουσία και τις εικόνες βίντεο στις οποίες ο μετανάστης διηγείται τις εμπειρίες του υπό μορφή συνέντευξης. Λιτός σκηνικός χώρος. Κεριά, μια φθαρμένη πολυθρόνα, ένα πανέρι γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα, ένα κρεμμύδι που ο ήρωας καθαρίζει την ώρα που μιλά. Τα αντικείμενα και ο τρόπος χρήσης τους προκαλούν πολλαπλούς συνειρμούς και σημαινόμενα ενώ σε συνδυασμό με το στοιχείο του διπλού σώματος εν εκφορά μέσα από το βίντεο (που δημιούργησε η Εμμανουέλα Κουρκόφσκι) αλλά και τις θολές εικόνες από τη ζωή της πόλης, φέρνουν αντιμέτωπο τον θεατή με την αλήθεια μιας σκληρής καθημερινότητας που πολλές φορές προσποιείται ότι αγνοεί. Ο ρεαλισμός των σκηνικών αντικειμένων και του κοστουμιού της Καλλιόπης Ζαφειροπούλου συνδυάζεται με το «σουρεαλιστικό τοπίο» της πολυεπίπεδης οθόνης. Στη τελευταία σκηνή, η αυτοκτονία του Sad δεν εκτέθηκε ως παιχνίδι εντυπωσιασμού ή σκηνοθετικού ευρήματος. Ο ήρωας κλείνει τα κεφάλαια της ζωής του. Είναι κραυγή απόγνωσης.
Η ερμηνεία του Βαγγέλη Βαφείδη τοποθετεί τον ήρωα στο επέκεινα των οριζόντων μιας βιογραφίας και ενός θεατρικού προσώπου. Ο κύριος Βαφείδης συγκινεί με τη δυναμική της φωνητικής του κλίμακας (σταδιακή κορύφωση), τη στάση του σώματος (την κινησιολογία επιμελήθηκε η Εσθήρ Μαυροφόρου) και τη μετρημένη σιωπή. Συγκινεί η λιτή και ακαταμάχητη α-πορία του ηθοποιού, η γνήσια αθωότητα ενός σώματος που κουβαλάει ωμότητα λόγου και πράξεων.
O Μπρούνο Σνελ είχε γράψει κάποτε πως η γλώσσα είναι το ελάχιστο ανάμεσα στο άφατο του απόλυτου και στην κραυγή του ζώου. Ανάμεσα στην τρέλα που δεν μπορεί να εκφραστεί και στη σοφία που σιωπά. Ο Βαγγέλης Βαφείδης ισορροπεί έξοχα σε αυτόν του τον ρόλο ανάμεσα σε αυτά τα δυο…

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Σκουπίδι» του Ρόμπερτ Σνάιντερ
Απόδοση – Διασκευή : Βαγγέλης Βαφείδης
Σκηνοθεσία : Αλκυώνη Βαλσάρη
Σκηνικά – Κοστούμια : Καλλιόπη Ζαφειροπούλου
Κινησιολογία : Εσθήρ Μαυροφόρου
Βίντεο : Εμμανουέλα Κουρκόφσκι
Το ρόλο του Sad ερμηνεύει ο ηθοποιός Βαγγέλης Βαφείδης

ΘΕΑΤΡΟ ΡΑΓΕΣ
Κωνσταντινουπόλεως 82, Κεραμεικός, τηλ. 210 34 52 751
Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.30

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Δίψα για ζωή


Η ρομαντική κωμωδία «Ο Βροχοποιός» («The Rainmaker») του παραγωγού, συγγραφέα, στιχουργού και σκηνοθέτη Nathaniel Richard Nash (Αμερική 1913-2000) κατέταξε τον δημιουργό της στους σημαντικότερους δραματουργούς της γενιάς και του είδους του. Το έργο γράφτηκε το 1954, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έγινε μιούζικαλ και κινηματογραφική ταινία και σημείωσε σημαντική επιτυχία σε όλο τον κόσμο ενώ στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1956 από το Θίασο Λαμπέτη-Χορν σε μετάφραση-σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Έργο με υποδειγματική δόμηση χαρακτήρων, άριστη τεχνική κλιμάκωση, ευφυή σχεδιασμό δράσης και αισιόδοξο φινάλε. Με ρεαλιστικό τρόπο το κείμενο προβάλλει μια θετική στάση ζωής και την πίστη πως τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν αρκεί να τρέφουμε ελπίδες και να τα υποστηρίζουμε με πάθος. Ένα αλληγορικό και μελαγχολικό παραμύθι που κάνει λόγο για τη «στεγνότητα», την «ξηρασία» των ψυχών και την αγωνιώδη προσμονή ενός θαύματος, μιας ριζικής αλλαγής που θ’ ανατρέψει τα δεινά και θα γαληνέψει τις καρδιές. Η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι μπορεί πολλές φορές να τον παραπλανήσει και να τον οδηγήσει σε σφάλματα, μπορεί όμως και να τον βοηθήσει να βρει μόνος του τις απαντήσεις και να δει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Σίγουρα, ο μικρόκοσμος του Nash έχει λάμψη, μαγεία και μια μεγάλη δόση «απάτης» μέσα από λόγια που νοιώθουμε συχνά την ανάγκη ν’ ακούσουμε και να πιστέψουμε έστω κι αν στο βάθος γνωρίζουμε ότι δεν βγαίνουν πάντα αληθινά.
Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα αγρόκτημα στο Τέξας όπου για μεγάλο διάστημα οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της ανομβρίας. Παρακολουθούμε σκηνές από τη ζωή της οικογένειας Κάρρυ που προσπαθεί να βρει γαμπρό για τη μοναδική της κόρη, ένα συνεσταλμένο και χωρίς αυτοπεποίθηση κορίτσι χωρίς ιδιαίτερα εξωτερικά χαρίσματα. Τα δυο της αδέλφια, ο Νόα και ο Τζιμ, μαζί με τον πατέρα τους, της προξενεύουν το βοηθό του σερίφη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί τα πράγματα θα πάρουν άλλη τροπή με την εμφάνιση ενός αινιγματικού προσώπου.
Ένας παράξενος ταξιδιώτης, ο Μπιλ Αστραλέων εμφανίζεται ξαφνικά και από το πουθενά, για να φέρει τα πάνω-κάτω και να επηρεάσει τους δεσμούς των προσώπων. Υπόσχεται ότι έχει τη δυνατότητα, έναντι κάποιας αμοιβής, να φέρει τη βροχή, να κάνει δηλαδή ένα μικρό θαύμα. Χειρίζεται επιδέξια το λόγο και επιχειρεί να τους πείσει για τη σημαντική προσφορά του. Παρά την αρχική δυσπιστία και καχυποψία, τα μέλη της φαμίλιας στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, αφήνονται στα χέρια του και παρασύρονται σταδιακά από τη σαγήνη της παρουσίας, τον τρόπο συμπεριφοράς και την πειθώ των λόγων του. («Το κακό στη ξηρασία είναι οι άνθρωποι που παύουν να πιστεύουν. Αν δεν πιστέψετε, βροχή δεν θα έρθει…»).

Η παράσταση
Η μετάφραση-απόδοση της Ελένης Ράντου εκφωνείται με άνεση από τους ηθοποιούς και επικοινωνεί με το σημερινό θεατή αν και νοιώθει κανείς ότι κάποιες εκφράσεις προς χάριν της ροής του προφορικού λόγου αποκλίνουν από το ύφος του συγγραφέα.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα ακολούθησε τις κειμενικές οδηγίες στήνοντας μια εύρυθμη παράσταση που διαθέτει μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Οι εικόνες που προβάλλονται σε video wall, εύρημα που χρησιμοποιεί συστηματικά ο σκηνοθέτης, λειτουργούν υποδηλωτικά στη δράση. Λειτουργικό για τους παράλληλους χώρους και πλούσιο το σκηνικό που έστησε ο Μανώλης Παντελιδάκης. Ταιριαστά με το ύφος της παράστασης τα κοστούμια του Μανώλη Γαλετάκη. Οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση στήθηκαν σε γενικά πλαίσια και δε διαφοροποιήθηκαν σε καίρια σημεία.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης (Νόα) στο ρόλο του μεγάλου αδελφού κινείται σχηματικά δίνοντας έμφαση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ο Ερρίκος Λίτσης (Κάρρυ) υποδύεται μονοδιάστατα τον πατέρα χωρίς μεταπτώσεις και μεταβολές που θ’ αποκάλυπταν περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα του. Ο νεαρός Νεκτάριος Λουκιανός (Τζιμ) σκιαγραφεί με ευαισθησία, αφελείς ή άλλοτε αδέξιες χειρονομίες και παιδιάστικους μορφασμούς τη στάση ενός εφήβου που περνάει στην ενηλικίωση, γίνεται δηλαδή άνδρας. Ένα στοιχείο που ίσως παραμερίζεται ή δεν αποδίδεται πειστικά είναι η παρορμητική και εριστική διάθεση του ήρωα. Η Αγγελική Παπαθεμελή (Λίζι) ερμηνεύει με εκφραστικές εναλλαγές την κόρη τονίζοντας τη μεταστροφή στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Ο Μιχάλης Ιατρόπουλος (Σερίφης) ανταποκρίνεται με άνεση στο ρόλο του. Ο Αλέξανδρος Παρίσης (Φάιλ) πλάθει ένα συγκρατημένο και χαμηλών τόνων χαρακτήρα.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Αστρολέων) με τους κωμικούς και ευδιάθετους υποκριτικούς τόνους δε δυσκολεύεται να κατανοήσει το αφηγηματικό πρόγραμμα του ήρωα και τη δράση του. Ένα έξοχο μείγμα καταφερτζή και «απατεώνα» που ξέρει να γοητεύει τους συνομιλητές του με την ανεπιτήδευτη έκφραση του και να βρίσκει το δρόμο για τα μύχια της ψυχής τους. Ένας χωρίς δόλο και με αγνές προθέσεις παρίας που γνωρίζει το μυστικό για να φανερώνουν οι άλλοι τον καλά κρυμμένο εαυτό τους. Ο κύριος Χαραλαμπόπουλος αντλεί από τον πλούσιο καμβά των εκφραστικών του μέσων και διαλέγει χρήσιμα στοιχεία για να ντύσει ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι!

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Βροχοποιός» του Richard Nash
Μετάφραση-Απόδοση κειμένου: Ελένη Ράντου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας

Σκηνικά: Μανώλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Μανώλης Γαλετάκης
Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης
Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης: Ορφέας Αυγουστίδης, Ερρίκος Λίτσης, Νεκτάριος Λουκιανός, Αγγελική Παπαθεμελή, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Αλέξανδρος Παρίσης και Βασίλης Χαραλαμπόπουλος

ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΑΝΑ
Ιπποκράτους 5, τηλ. 210 36 26 596
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.30, Κυριακή 18.30

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Η Ασχήμια της Κακίας


Αν λυπούμαι γι’ αυτή την υπόθεση
Που γυρίσαμε πάνω στη σκηνή
Τυλίγοντας και ξετυλίγοντας αγάλματα δράματος
Και συναισθημάτων
Είναι μόνο που χαιρετώντας σ’ ένα σημείο της σκηνής
Μια μάνα χαλασμένη αποχαιρετούσα
Κατόπιν δεν εύρισκα τα παιδικά μου χρόνια
Να ξέρω που γεννήθηκε η βασίλισσα της πίκρας μου
Είναι που σ’ αυτή τη σκηνή τρίτη πράξη ή πέμπτη
Το παιδί που μας άφησε πεθαίνοντας η μάνα
Άσπλαχνη ήταν,
Σαν ανάμνηση
Από το μαύρο της φουστάνι

(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Στο θέατρο «Βικτώρια» παρουσιάζεται το δραματικό έργο «Η Βασίλισσα της ομορφιάς» («The Beauty Queen of Leenane») του ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα Martin MacDonagh σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Το έργο πρωτοανέβηκε στη θεατρική σκηνή του Royal Court του Λονδίνου το 1996 αποσπώντας θερμά σχόλια και επαινετικές κριτικές.
Το σύνολο των θεατρικών έργων του MacDonagh (που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1970) περιλαμβάνει δύο τριλογίες, την τριλογία του Λίνεϊν και την τριλογία του Αράν καθώς και τη μακάβρια φαντασίωση «Ο Πουπουλένιος». Η πρώτη αποτελείται από τα έργα : «Η Βασίλισσα της ομορφιάς», «Το Κρανίο της Κονεμάρα» και «Εδώ άγρια Δύση», μια προσαρμοσμένη στα ιρλανδικά πρότυπα εκδοχή του έργου «True West» του Σαμ Σέπαρντ. Η δεύτερη περιλαμβάνει τα κείμενα «Ο Σακάτης του Ίνσμαν», «Ο Υπολοχαγός του Ίνισμορ» και το «The Banshees of Inisheer», φινάλε της τριλογίας του Αράν που έχει μείνει άπαιχτο και αδημοσίευτο.
Παράλληλα με τη θεατρική δραστηριότητα, ο Martin MacDonagh γράφει και σκηνοθετεί για τον κινηματογράφο. Η ταινία μικρού μήκους «Six Shooter» απέσπασε βραβείο όσκαρ το 2006 ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στις αίθουσες η μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Αποστολή στη Μπριζ» («In Bruges»)
Ο συγγραφέας αντλεί τα θέματα του από τα προσωπικά του βιώματα, κυρίως από το άθλιο οικογενειακό του περιβάλλον, που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την παιδική ψυχή του. Σε πολλά έργα του, η γονική αναλγησία ζωγραφίζεται με τα μελανότερα χρώματα, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύεται η αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου να συνδράμει κάποιον που αδικείται κατάφωρα.
Η σχέση μάνας και κόρης αποτελεί το κεντρικό θέμα στη «Βασίλισσα της ομορφιάς». Η εβδομηντάχρονη Μαγκ ταλαιπωρεί τη σαραντάχρονη κόρη της Μώρην, δηλητηριάζοντας την καθημερινότητα της με ψέματα, εκνευριστικές απαιτήσεις και προσωπικές κακίες, φθάνοντας στο σημείο να την εμποδίσει να ζήσει τη μοναδική ερωτική εμπειρία της ζωής της. Και όλα αυτά για να την κρατά δεμένη, δέσμια, αιχμάλωτη κοντά της. Η μάνα είναι η δύναμη του κακού. Ανικανοποίητη, δύστροπη, σκέφτεται διαρκώς τον εαυτό της. Η Μαγκ ανήκει στην κατηγορία ηλικιωμένων που εξαρτώνται από τα παιδιά ή τους συγγενείς τους και σπαταλούν ενέργεια σε μάταιες μηχανορραφίες που αποσκοπούν στη διατήρηση του οικογενειακού ελέγχου. Η ακραία γραφή, η εντυπωσιακή ρυθμολογία, το έντονο σασπένς και το διαβρωτικό χιούμορ είναι μερικά από τα ισχυρά θεατρικά στοιχεία που διατρέχουν τη σχέση δύο μοναχικών γυναικών σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας.

Η παράσταση
Η εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ διαθέτει αμεσότητα και αποδίδει το ιδιάζον χιούμορ αλλά και τη βαθιά μελαγχολία του δραματουργού.
Η Νικαίτη Κοντούρη σκηνοθετεί με ακρίβεια τον θεατρικό λόγο του συγγραφέα, επισημαίνοντας τις ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν τις βασικές λεπτομέρειες της δομής των ρόλων και τις ευαίσθητες ισορροπίες που αναδεικνύουν το status quo των προσώπων της αναφοράς, ως υπάρξεων εξαρτώμενων από ηθικές συμβάσεις.
Η Έρση Μαλικένζου (Μαγκ Φόλαν) πλάθει με επιδέξιους εκφραστικούς μορφασμούς και κινήσεις ακρίβειας τη φιγούρα μιας μάνας-αράχνης που είναι έτοιμη να κατασπαράξει το ίδιο της το σπλάχνο. Εξαιρετικό και το μακιγιάζ της ηθοποιού. Η κακία της ψυχής έχει αποτυπωθεί στην όψη. Η Ναταλία Τσαλίκη (Μωρήν Φόλαν) «σχεδιάζει» εξελικτικά την πορεία δράσης της ηρωίδας που ενσαρκώνει, ώστε να υποστηρίξει όχι μόνο την επιθετική συμπεριφορά αλλά και την κρίση παράνοιας. Ο Τάσος Γιαννόπουλος (Πάτο Ντούλεϋ) σκιαγραφεί ευθύβολα το ήθος του ήρωα που καλείται να ενσαρκώσει. Ο νεαρός Κωνσταντίνος Γαβαλάς (Ρέη Ντούλεϋ) κινείται με νεύρο, ορμή, ζωντάνια αλλά και εφηβική αδεξιότητα, απαραίτητη για το χαρακτήρα που υποδύεται.
Τίποτα δεν είναι περιττό, ούτε διακοσμητικό στο σκηνικό χώρο που διαμόρφωσε ο Γιώργος Πάτσας. Το εσωτερικό του σπιτιού έχει σχεδιαστεί με έμφαση στη λεπτομέρεια ενώ κάθε αντικείμενο έχει συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο έχει τοποθετηθεί. Όσο για τα κοστούμια, προσαρμόζεται το καθένα στο προφίλ του ήρωα, έτσι όπως παρουσιάζεται από τις δραματικές καταστάσεις που έχει συντάξει ο συγγραφέας.
Οι καίριοι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δίνουν έμφαση στη ροή του χρόνου αποτυπώνοντας με ακρίβεια τις καιρικές μεταβολές που στην ουσία διαγράφουν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των προσώπων. Σε αυτό συμβάλλουν δυναμικά οι επιλογές των ήχων του Δημήτρη Ιατρόπουλου, οι οποίοι φορτίζουν συγκινησιακά την ατμόσφαιρα αφήνοντας μια αίσθηση ανεξιχνίαστου μυστηρίου. Το βίντεο του Γιώργου Μιχελή συνδέει εύστοχα δυο σκηνές παρέχοντας πληροφορίες στον θεατή για όσα διαδραματίζονται εκτός σκηνής.
Στο άρτια επιμελημένο πρόγραμμα της παράστασης, θα βρει κανείς εκτός από φωτογραφικό υλικό, πληροφορίες για τα έργα του συγγραφέα, μια σύντομη αναφορά στους κυριότερους εκπροσώπους του ιρλανδικού θεάτρου και ένα κείμενο για τη μετανάστευση. Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει μια σελίδα με τις παραστάσεις έργων του Martin MacDonagh που έχουν ανέβει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.
Κλείνοντας αξίζει ν’ αναφερθούμε σε κάτι ακόμα. Το φουαγιέ του θεάτρου έχει μετατραπεί σε ιρλανδέζικη παμπ όπου λίγο πριν την έναρξη της παράστασης παίζεται ζωντανά μουσική (στο ακορντεόν ο Βασίλης Παπαγεωργίου) ενώ στους θεατές προσφέρεται δωρεάν μπίρα McFarland. Ένα πολύ ενδιαφέρον happening το οποίο λειτουργεί ως πρόλογος της παράστασης αφήνοντας το κοινό να πάρει μια γεύση από ιρλανδική κουλτούρα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ]
«Η Βασίλισσα της ομορφιάς» του Martin MacDonagh
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία : Νικαίτη Κοντούρη

Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Σύνθεση ήχων – Μουσική : Δημήτρης Ιατρόπουλος
Βίντεο : Γιώργος Μιχελής
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Έρση Μαλικένζου, Ναταλία Τσαλίκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς και Τάσος Γιαννόπουλος

ΘΕΑΤΡΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑ
Μαγνησίας 5 & Γ’ Σεπτεμβρίου 119, τηλ. 210 82 33 125
Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.30, Κυριακή 20.00