Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

«Ορέστης» του Ευριπίδη από το Θέατρο των Vivi, σε σκηνοθεσία Τηλέμαχου Μουδατσάκι στο θέατρο «Έναστρον»



Με τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, που ανεβάζει το Θέατρο των Vivi, ο Τηλέμαχος Μουδατσάκις συνεχίζει την έρευνα πάνω στο αρχαίο δράμα, μετά την πολύ πετυχημένη πρόταση της «Άλκηστης». Με τον «Ορέστη», καρπό μιας τεχνικής που διαρκώς ωριμάζει, ο Τηλέμαχος Μουδατσάκις έχει εντελώς αποσκιρτήσει από ένα παρελθόν όπου τον πρώτο λόγο στις παραστάσεις του είχε η περιγραφή, το λαϊκό αυθόρμητο στοιχείο και το παλινωδικό χρώμα.
     Με την «Άλκηστη» και τον «Ορέστη», που παρουσιάστηκαν και στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει ένα εντελώς προσωπικό ύφος, που έγκειται στα παρακάτω στοιχεία: το σώμα έρχεται σε πρώτο πλάνο, ένα σώμα ημίγυμνο που πάσχει, που κόπτεται επιτυγχάνοντας μια οδυνηρή σκηνική καλλιγραφία. Ούτε ένα χιλιοστό του κάθιδρου σώματος δεν μένει αμέτοχο στο πάθος, φαίνεται μάλιστα ότι το πάθος αυτό βγαίνει από τα οστά. Για τις αφετηρίες έμπνευσης του σκηνοθέτη και την τεχνική του ας ανατρέξουμε στα βιβλικά κείμενα και στον Ιώβ («Απ’ τους στεναγμούς μου, τα οστά μου κόλλησαν στη σάρκα μου») αλλά και στην ελληνική μυθολογία όπου πρωτεύει το σώμα του ήρωα που πάσχει.
     Έτσι, ο λόγος στον «Ορέστη», η άρθρωση είναι τεθλασμένη: μία φωνή με εναλλαγές, με ήχους που μεταβάλλονται (ο κάθε ρόλος μια παρτιτούρα), ενώ το ίδιο το σώμα προβαίνει σε αδόκητες κάμψεις, υπακούοντας σε μια εσωτερική γεωμετρία.
     Είναι άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι τα ενεχόμενα σύμβολα, όπως τα επάργυρα τρίγωνα που χειρίζεται ο Χορός, συνάδουν απολύτως με την εν γένει τεχνική του σκηνοθέτη, ως οφθαλμοφανές δείγμα-εξεικόνιση αυτής της τεχνικής. Το ίδιο το τρίγωνο, ως σχήμα, παραπέμπει σημειολογικά στις αφετηρίες του δράματος των Ατρειδών, αφού η τραγωδία έχει την αφετηρία της στους παρα-συζυγικούς τριγωνισμούς των βασιλέων (η Αερόπη, σύζυγος του Ατρέως, έχει σχέσεις και με τον αδελφό του, τον Θυέστη, και η Κλυταιμνήστρα με τον Αίγισθο).
     Οι ηθοποιοί ακολουθούν τις προτροπές του σκηνοθέτη και τις αναδείχνουν σε σκηνικό επίτευγμα. Στον απαιτητικό ρόλο του Ορέστη, ο Κωνσταντίνος Φερεντούρος διαγράφει με κινήσεις ακρίβειας την εξελικτική πορεία του ήρωα. Οι παραισθήσεις από τις διώξεις των Ερινυών, φαίνεται να επιδρούν στο σώμα του έτσι ώστε να αλλάζουν το μέγεθός του, ακόμη και να υπαγορεύουν την αναπνοή του. Ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος, ως Τυνδάρεως και Εξάγγελος, αποδύεται σε μια διαρκή σκηνική πάλη με ερμηνευτικό οίστρο. Ο Γιώργος Κυριάκου, ως Πυλάδης και Φρύγας, δίνει δύο διαφορετικές εύγλωττες ερμηνείες με αρρενωπό σφρίγος. Ο Χρήστος Βελιάνο στήνει ένα δυνατό Μενέλαο, με έμφαση στις αντιξοότητες του ρόλου του, ενώ η Βάσια Βασιλείου επιμένει στην εσωτερική δύναμη της Ηλέκτρας, αναδείχνοντας σε σκηνική αρετή το τίμημα της συνενοχής στον φόνο.
     Η μετάφραση του Τηλέμαχου Μουδατσάκι έχει επιτύχει να συνδυάσει την υψηλή ποίηση με τον ευρηματικό λόγο, οριακό ζητούμενο στο αρχαίο θέατρο, ενώ η μουσική του Βασίλη Πανόπουλου δίνει το έναυσμα για τη σκηνική απογείωση της ερμηνείας και του χοροβηματισμού στην παράσταση. Τα κοστούμια, τέλος, του ίδιου του σκηνοθέτη, έχουν τη δική τους εναρμονισμένη πρόταση, τζην παντελόνια με οριζόντια γεωμετρικά κεντήματα και μαύρες φόρμες για τα χορικά, που αφήνουν το σώμα να εκφραστεί γυμνό.