Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

Μεγαλείο ζωής



Η «Ραχήλ» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1867-1951) πρωτοπαίχθηκε το 1909 στο θέατρο «Βαριετέ» από τον θίασο της Κυβέλης Ανδριανού, επαναλήφθηκε τον επόμενο χρόνο με κάποιες αλλαγές στη διανομή και ξαναπαρουσιάστηκε το 1926 στο θέατρο «Κεντρικόν» από το θίασο της Ελένης Χαλκούση. Το ελάχιστα παιγμένο αυτό έργο είναι ένα τρίπρακτο δράμα που διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο, τη Μεγάλη εβδομάδα του 1891 και αναφέρεται στις διαμάχες Εβραίων και Χριστιανών. Ο Χριστιανός Κάρολος ερωτεύεται την κόρη του Εβραίου γείτονά του, Ραχήλ. Η απόφαση της κοπέλας να βαφτιστεί Χριστιανή και να παντρευτεί τον Κάρολο θα συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια. Η επί χρόνια αρμονική συνύπαρξη των δύο οικογενειών διαταράσσεται όλο και περισσότερο, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός του νησιού προχωρεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις εναντίον της εβραϊκής κοινότητας. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η θρησκεία των δυο νέων μοιάζει να υψώνεται αδιαπέραστο εμπόδιο στη σχέση τους.

Αγάπη και μίσος
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «ο Ξενόπουλος σαφώς τοποθετεί τη Ραχήλ στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του 1891 και αξιοποιεί το φανατισμό των θρησκευτικών προκαταλήψεων και τα αντίστοιχα γεγονότα για να κριτικάρει αρνητικά τα τρωτά του νησιού του. Η προπαγάνδα του τύπου είχε πυροδοτήσει το λαϊκό αντισημιτισμό με φήμες σχετικά με τη δολοφονία της μικρής Εβραιοπούλας Ρουμπίνης Σάρδας. Η σκηνοθετική ματιά εντάσσει τις παραπάνω φήμες στο σώμα της παράστασης για να συντείνει συμπληρωματικά στη διαχρονικότητα των ιδεών του έργου.
Το πνεύμα προσπαθεί να παραμείνει απρόσβλητο από τα αγκάθια του μίσους και ο αγώνας θωράκισής του τροφοδοτείται από τον έρωτα της Ραχήλ. Από την εσωτερική μάχη που διεξάγεται στα βάθη της ψυχής της βγαίνει νικήτρια, αλλά νικημένη από τον παραλογισμό του όχλου. Η δύναμη της Αγάπης αποτελεί αντίβαρο του μίσους και πηγή οδύνης για εκείνους που διαποτίστηκαν με αυτό. Η επιθυμία για ζωή είναι η ίδια εκείνη δύναμη που οδηγεί στην αυτοθυσία, στο θάνατο, και μόνο με την απομάκρυνση από τα υλικά δεσμά το πνεύμα της Αγάπης αθανατίζεται στην αιωνιότητα του χρόνου. Η διαχρονικότητα του θέματος αναδεικνύεται από τις φυλετικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη γραφή του έργου και από τα γεγονότα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Μέσα στο διάβα του αιώνα θρησκευτικοί πόλεμοι, κηρύγματα προκαταλήψεων, διαχωριστικές γραμμές, σβάστιγγες, πάσης φύσεως φονταμενταλισμοί έρχονται και παρέρχονται με πολλά προσωπεία, συνθέτοντας το τείχος μιας μισαλλόδοξης Λερναίας Ύδρας που αναπαράγει διαρκώς το μένος «δηλητηριάζοντας» κάθε ανθρωπιστικό ιδανικό. Το ιερό και φλογερό πάθος για μια ιδέα, που συνοδεύει την ανθρώπινη ιστορία, αντί να φωτίζει τις καρδιές και το νου, γίνεται αβυσσαλέο και απάνθρωπο, όταν έρθει σε επαφή με τα πολλά κεφάλια αυτού του τέρατος. Ένα απ’ αυτά τα κεφάλια είναι και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Σήμερα το ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει επιτυχώς η τηλεόραση. Η καλλιέργεια της άνω ρητορικής εξακολουθεί να εγείρει τα φόβητρα του αφανισμού της εθνικής ταυτότητας δημιουργώντας ιδεοληπτικά παραληρήματα στη μαζική ψυχολογία.
Ο Ξενόπουλος εισχωρεί και στους μηχανισμούς καλλιέργειας του ρατσισμού οι οποίοι εμφανίζονται από την παιδική κιόλας ηλικία που κατακλυζόμαστε από στερεότυπα. Σύμβολα που εκφράζουν μια αλληλένδετη τάξη απόψεων, αξιών, τελετουργικών εκφράσεων, στάσεων και αισθημάτων, υπαγορεύουν την προτίμηση ενός πράγματος και την απόρριψη ενός άλλου, μεταφέρουν στον άνθρωπο από την παιδική του ηλικία ως την ένταξή του στον κόσμο των ενηλίκων τη βαρύτητα ορισμένων απόψεων και του επιβάλλουν το φόβο της κοινωνικής αποδοκιμασίας και των κυρώσεων που θ’ ακολουθήσουν, αν οι αξίες αυτές παραβιαστούν. Οι ταμπέλες επιβάλλονται χωρίς ακόμη να γίνει αντιληπτή η σημασία τους και γίνονται «κουτιά» που «φυλακίζουν» («Οι Εβραίοι πίνουν αίμα χριστιανικό», «In cruce quia crucifixerunt: Στο σταυρό οι σταυρώσαντες») Τα σύμβολα αυτά παγιώνονται, παράγουν προκαταλήψεις και σπέρνουν εμπόδια στο δρόμο που οδηγεί στην ψυχή του άλλου, του διαφορετικού. Η αγάπη της Ραχήλ τα υπερκέρασε όλα αυτά και κράτησε μόνο τη μανόλια για να της θυμίζει το πιο ευωδιαστό και μεθυστικό άρωμα της ζωής. Ο θάνατος της δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεγαλείο ζωής. Η ανθρώπινη ενέργεια μπορεί ν’ αφομοιώσει αυτόν το θάνατο και να τον εντάξει στον Ύμνο προς τη ζωή»

Η παράσταση
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Ελένης Σκότη επιχείρησε ν’ αναδείξει τη διαχρονική χροιά του κειμένου μέσα από μια σύγχρονη αισθητική ώστε να γίνει εύκολα αντιληπτή και οικεία στο σημερινό θεατή. Ο σκηνικός χώρος που έστησε ο Γιώργος Χατζηνικολάου – ένα μοντέρνο σαλόνι σε μια μαύρη κυκλική βάση που περιστρέφεται – κατακλύζεται από το γκρι χρώμα. Το ίδιο χρώμα υιοθετούν και τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, με εξαίρεση το φόρεμα της Ραχήλ στην τρίτη πράξη που είναι μαύρο παραπέμποντας ευθέως στο θάνατο που φθάνει απειλητικά. Στο πίσω μέρος του κύκλου, διακρίνουμε ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι ήρωες παρατηρούν όσα συμβαίνουν στους εξωτερικούς χώρους. Στο βάθος της σκηνής, έξω από τον κύκλο, οι ηθοποιοί που δεν παίρνουν μέρος εκείνη την ώρα στη δράση κάθονται σε καρέκλες και παράγουν ομαδικά ήχους (συνθήματα διαδηλωτών, καλπασμός αλόγων άμαξας, φωνές πλήθους) σχολιάζοντας και επιδεινώνοντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Άρτια επιμελημένο το βίντεο με τον εφιάλτη που βλέπει η Ραχήλ, υποβλητική και μελαγχολική η μουσική υπόκρουση του Μάριου Στρόφαλη ενώ οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου εστιάζουν στις συναισθηματικές εναλλαγές των προσώπων και παγώνουν τις λεπτομέρειες.

Οι ερμηνείες
Η Αννίτα Κούλη δεν κατορθώνει να ερμηνεύσει εξελικτικά τον απαιτητικό και πολυεπίπεδο ρόλο της Ραχήλ και ν’ αναδείξει τη δυναμική του. Η κυρία Κούλη δεν εμβαθύνει στα κίνητρα δράσης της ηρωίδας και κινείται επιδερμικά στις ψυχολογικές μεταπτώσεις καταλήγοντας μοιραία στην αποστέωση ενός ρόλου με αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες. Ο Γιάννης Λεάκος δεν υποστηρίζει με σθένος το νεαρό ευγενή χριστιανό Κάρολο Δεσύλα και μένει στην επιφάνεια των καταστάσεων. Οι εν λόγω ερμηνείες διαμορφώνουν ένα άνισο δίδυμο υποκριτικής διαλεκτικής και σκιαγραφούν καθημερινά πρόσωπα που δεν ανάγονται σε συμβολικές μορφές. Ο Θάνος Αλεξίου ως Αβραμής και ο Πέτρος Αποστολόπουλος που παίζοντας το Μανασή διατηρεί στην προφορά του τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, πλάθουν δυο ολοκληρωμένες φιγούρες υπηρετών. Η Πέπη Μοσχοβάκου διεκπεραιώνει με άνεση το σύντομο ρόλο της Αρετής, υπηρέτριας του Δεσύλα. Ο Χάρης Τσιτσάκης υποδύεται τον Εβραίο τραπεζίτη Σαμουήλ Χάρη Τεδέσκο, διαγράφοντας με ακρίβεια την πορεία εξέλιξης του ήρωα από ενεργητικό δέκτη των καταστάσεων σε παθητικό παρατηρητή. Ως πρεσβύτερος υιός του Σαμουήλ, ο Θωμάς Παπάζογλου (Δαβίκος) υιοθετεί μια μονοδιάστατη ερμηνεία που στηρίζεται κυρίως σε εξωτερικά εκφραστικά μέσα. Ο ηθοποιός φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται πλήρως το πυκνό ιδεολογικό φορτίο και το ήθος που εκπροσωπεί ο ήρωας που καλείται να ενσαρκώσει. Ως Αλέξανδρος, ο Άντονυ Μπερκ δημιουργεί ένα χαρακτήρα που ενεργεί υπό την επίδραση του μεγαλύτερου αδελφού του. Η Υβόννη Μαλτέζου στο ρόλο της κυρίας Δεσύλλα ακολουθώντας τα γνώριμα χνάρια της υποκριτικής της υφολογίας αποτυπώνει στην ερμηνεία της την αγωνιώδη ανησυχία μιας μάνας για την τύχη του παιδιού της και κατορθώνει να συγκινήσει μέσα από την απλότητα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ραχήλ» του Γρηγορίου Ξενόπουλου
Σκηνοθεσία : Ελένη Σκότη
Βοηθός σκηνοθέτη : Δάφνη Λαρούνη
Σκηνικά : Γιώργος Χατζηνικολάου
Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Φωτισμοί : Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Βίντεο : Δημήτρης Καραντινόπουλος
Βοηθός ενδυματολόγου : Δήμητρα Χίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Θάνος Αλεξίου, Πέπη Μοσχοβάκου, Πέτρος Αποστολόπουλος, Αννίτα Κούλη, Γιάννης Λεάκος, Άντονυ Μπερκ, Χάρης Τσιτσάκης, Θωμάς Παπάζογλου και Υβόννη Μαλτέζου
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ (ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ)
Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ. 210 34 55 020
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 00, Κυριακή 19. 00