Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

«Από τη σιωπή ως την άνοιξη» του Λεωνίδα Προυσαλίδη στο Θέατρο «Δημήτρης Χορν» (Αθηναϊκά Θέατρα)

      

        Το τρίτο κατά σειρά έργο του νεαρού θεσσαλονικιού συγγραφέα Λεωνίδα Προυσαλίδη, «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» (2015), εντάσσεται στις προσπάθειες της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας να αποτυπώσει και να επικυρώσει στη σκηνή την ανάγκη του ανθρώπου της καθημερινότητας να εγκλωβίσει στον εσωτερικό ψυχισμό του ό, τι ενοχλεί και θλίβει την κοινωνική του ταυτότητα. Το θέατρο, δια του οποίου εκφράζεται η νέα γενιά συγγραφέων, όπως ο Λεωνίδας Προυσαλίδης, μοιάζει σαν να επιστρέφει στον Πιραντέλλο της ρευστότητας και της χαμένης ευκαιρίας του ανθρώπου να αδράξει το σήμερα και να εγκατασταθεί κάπου, στο έρμα της μοναχικότητας. Την μοναξιά του, ο άνθρωπος του σήμερα δεν την βλέπει και, ακόμα χειρότερα, δεν την αναγνωρίζει. Αρνείται να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό του ή και τον έτερο.
        Οι δύο δίδυμοι αδελφοί, πρωταγωνιστές του έργου του Προυσαλίδη, απομεινάρια κάποιας άλλης εποχής, αποστρέφονται την αλήθεια του προσώπου. Αναζητούν, μέσα στην εφιαλτική επαναληπτικότητα, ορισμένες αμυχές ανθρωπιάς που θα μπορούσαν άλλοτε να τους συνδέσουν με το κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η εμφάνιση της Ηλέκτρας, μιας σχεδόν αγνώστου προελεύσεως γυναίκας, που νοικιάζει το κάτω μέρος της αρχοντικής διώροφης κατοικίας των διδύμων, Ορέστη και Βασίλη, υπόσχεται το ανοιξιάτικο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που έχουν στερηθεί εδώ και χρόνια τα δύο θλιβερά γεροντοπαλίκαρα. Αρχίζει ένα εξουθενωτικό παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στο μυστικό και την απάτη, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Ο Ορέστης υπονομεύει τον Βασίλη ενώ ο Βασίλης «βιώνει» μια μελλοντολογία του «αβίωτου» κατηγορώντας κι αυτός τον αδελφό του. Η αρχαία ύβρις επανεμφανίζεται σε χαρακτηριστικές στιγμές της πλοκής, όπου τίποτα δεν εμπλέκει κανέναν. Ίσως μόνο την ονειροφαντασία και το ανελέητο παιχνίδι επαναλαμβανόμενων εικόνων λόγου καθώς και του προσώπου με το προσωπείο όπως το διαχειρίζονται αιχμηρά οι δύο γερασμένοι (και όχι βετεράνοι) παίκτες. Ο Ορέστης «χτυπάει» αλύπητα την ψυχή του αδελφού του, την ίδια στιγμή που ο Βασίλης «χαστουκίζει» με μανία τον Ορέστη.
       Το παιχνίδι των υβριστικών ερωταποκρίσεων οδηγεί τον αναγνώστη/θεατή/ακροατή στο να σκεφτεί την ιλιγγιώδη υπόσταση της λεκτικής έκφρασης. Ο λόγος διατυπώνεται ως ενιαία εκφορά ενός και μοναδικού προσώπου σωματοποιημένου δυαδικά. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν ολοκαίνουργιο Ζενέ στο δισυπόστατο Σολάνζ – Κλαιρ. Όλα παίζονται και χάνονται στον τελικό απολογισμό. Κανείς δεν πεθαίνει στο τέλος γιατί έχει ήδη πεθάνει προ πολλού. Τα δίδυμα πρόσωπα συστεγάζονται στο ίδιο προσωπείο. Το τίποτα υπάρχει μόνο στο τίποτα. Ο Ορέστης και ο Βασίλης γράφουν τη δική τους μυθολογία μέσα από παρόντα ευτελισμένα αρχέτυπα μιας εποχής που δεν προτείνει την έξοδο από κάτι. Όλα έχουν καταχωνιαστεί για τα καλά. Όλοι κρύβουν μια θεσπέσια αλήθεια. Η Ηλέκτρα πηγαινοέρχεται νευρικά και στα όρια του παραλόγου μιλώντας σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, απευθυνόμενη σε έναν αμφίβολο πρώην σύζυγο και αναφερόμενη σε έναν εξίσου αμφίβολης ύπαρξης μικρό γιο τον οποίο η Ηλέκτρα εγκατέλειψε.
         Φαίνεται ότι η σύγχρονη θεατρική σύλληψη ακολουθεί τους βηματισμούς του Πιραντέλλο που ενθρονίζει το λογικό παράδοξο στη σκηνή του θεάτρου. Μετά, είναι εύκολο να «διαβάσει» κανείς τις άπειρες παρτιτούρες του παραλόγου, είτε αναφερόμεθα στο παρελθόν, είτε στο παρόν, είτε στο μέλλον. Γιατί το μέλλον επανέρχεται απειλητικό για να στήσει στο κέντρο του κόσμου τη νέα βόμβα του θανάτου και της ολικής καταστροφής. Μαζί με τον Άλμπυ, ο άνθρωπος, εμείς και οι άλλοι, έπαψε πλέον να φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Τώρα, τα νέα παιδιά και οι νέοι συγγραφείς φοβούνται την υποκρισία των οικονομολόγων, οι οποίοι έχουν αντικαταστήσει τους ρήτορες στις πλατείες.
       Η παράσταση του έργου του Λεωνίδα Προυσαλίδη στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», υπό την ευθύβολη μπαγκέτα της Λίλλυς Μελεμέ, εκφράζει στο ακέραιο τους δισταγμούς των προσώπων της αναφοράς όταν πρόκειται να στηρίξουν το έρμα τους, αν υπάρχει. Η σκηνοθεσία της κυρίας Μελεμέ διερμηνεύει συμβολιστικά τις τρεις σιλουέτες που έρχονται από ένα άγνωστο και ανοίκειο περιβάλλον. Ο Γιάννης Φέρτης, ως Ορέστης, υπαγορεύει στον συμπαίκτη του τους τρόπους για να τον εξοντώσει, όπως και ο Νικήτας Τσακίρογλου ως Βασίλης. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο Νικήτας Τσακίρογλου ξαφνιάζει ευχάριστα το κοινό, που τον έχει συνηθίσει διαφορετικά, ενισχύοντας κωμικά στοιχεία της γραφής και ανάγοντάς τα σε ιδιαίτερη υφολογία. Απολαυστικός! Οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν εξαιρετικά τη φθίνουσα ατμόσφαιρα του Είναι, που «πεθαίνει» τελικά μέσα σ’ ένα αποκρουστικό Φαίνεσθαι. Ως Ηλέκτρα, η Κατερίνα Λέχου ανταποκρίνεται στο έπακρο στους ποικίλους συμβολισμούς ενός Είναι, που υπάρχει στο όνειρο ή σε μια χώρα δίχως χώμα, δίχως Γη. Η σύντομη σιωπηλή εμφάνιση της Σαμπρίνας Κόλτσα, ως μικρή Ελένη, κινείται στην τροχιά του εφιάλτη και ενισχύει την απειλητική αισθητική του μακάβριου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα «παίζουν» με το «ξεφτισμένο» αλλά καλοβαλμένο παλιό του τραγικού της ρεαλιστικής εκφοράς και παραπέμπουν σε ένα υπαρκτό «εδώ και τώρα» επέκεινα. Χαρακτηριστικό αντικείμενο-έκσταση οι αφίσες θεατρικών παραστάσεων. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα δημιουργούν μια πειστική ακουστικά και οπτικά συγχορδία. 

Το θεατρικό έργο του Λεωνίδα Προυσαλίδη "Από τη σιωπή ως την άνοιξη" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.