Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

«Για όνομα…» των Mathieu Delaporte και Alexandre de La Patellière στο Θέατρο «Αλίκη»

       

          Η κωμωδία με τίτλο «Για όνομα…» («Le Prénom») των Mathieu Delaporte και Alexandre de La Patellière, σε ελεύθερη μετάφραση – προσαρμογή Θοδωρή Πετρόπουλου και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη παρουσιάζεται με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο στο θέατρο «Αλίκη». Το εν λόγω θεατρικό έργο, που γράφτηκε το 2010, περιέχει στοιχεία της αισθητικής του μπουλβάρ, όπως το γνωρίζουμε από τον Φεντώ, τον Λαμπίς, τον Βερνέιγ και άλλους «μάστορες» του είδους. Πράγματι, η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη τονίζει το στοιχείο της ιλαρότητας, ενός κωμικού δηλαδή «παλαιάς κοπής» δια της οποίας αναδεικνύεται η «κλασική» ποιότητα του εγχειρήματος. Εξάλλου, το έργο των Mathieu Delaporte και Alexandre de La Patellière αποτελεί ένα είδος προσχήματος που προσεγγίζει το κωμικό στοιχείο αναφορικά και συγκινησιακά: οι δύο Γάλλοι συγγραφείς δημιουργούν πολλαπλές αναφορές οι οποίες στο ευρύ φάσμα διατύπωσής τους, διεγείρουν τη βιωματικότητα που πυροδοτεί τη σύγκρουση.
      Παρατηρούμε στο σημείο αυτό ότι η ιστορικότητα επηρεάζει χαρακτηριστικά και κατά ένα παράδοξο τρόπο τις σχέσεις των προσώπων της αναφοράς του κειμένου σε σημείο μάλιστα που ξαναφέρνει στο προσκήνιο ορισμένη ονοματολογία η οποία παραπέμπει σε σχεδόν λησμονημένες μορφές της Ιστορίας όπως ο Αδόλφος Χίτλερ. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι ο Αδόλφος Χίτλερ σφραγίζει αμετάκλητα, οριστικά και ανεξίτηλα την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, ο οποίος αρνείται να ευθυγραμμιστεί προς τις προσλαμβάνουσες που δημιουργεί το λέξημα «Αδόλφος». Ποιος θέλει στη σημερινή εποχή να ονομάσει το παιδί του Αδόλφο; Ποιος θέλει ακόμη και σήμερα, μετά από ολόκληρες χιλιετίες, να ονομάσει το γιο του Οιδίποδα και την κόρη του Μήδεια; Τα πολλαπλά ερωτήματα, προερχόμενα από ιστορικές συντεταγμένες, εγκιβωτίζουν την αλήθεια σε πλαίσιο δογματικής συμπεριφοράς και ιδεολογίας. Ωστόσο, το πρόβλημα του ονόματος παραμένει ανοιχτό για ένα παιδί που στο σχολείο θα το φωνάζουν Αδόλφο. Σημειωτέον ότι το εν λόγω όνομα, αναλυόμενο ως λέξημα, οδηγεί στην καρδιά του ζητήματος μιας πολιτικής ταυτότητας που εκφράζει την επικατάρατη ιδεολογία των ναζί και του φασισμού.
       Η υπόθεση της κωμωδίας είναι απλή. Με αφορμή το όνομα που θα δοθεί σε ένα αγέννητο ακόμη αγόρι, παρατίθεται ένα δείπνο για πέντε. Δυο ζευγάρια κι ένας παιδικός φίλος συναντώνται για να το γιορτάσουν. Εντούτοις, η εορταστική ατμόσφαιρα δεν κατορθώνει να καταδείξει μια χαρούμενη διάθεση. Αντίθετα, το κλίμα γίνεται βαρύ και υποτροπιάζει με πρόσχημα το όνομα του παιδιού. Κάθε ένας από τους συμμετέχοντες στο δείπνο κρατάει «γερά», στα όρια του δογματικού, το προσωπικό του αφήγημα (discours personnel) και με βάση αυτό απευθύνεται στον άλλο δημιουργώντας καταστάσεις αντιπαλότητας και βαθιά ριζωμένης έχθρας ενώ σωρεία χρόνιων απωθημένων ξεσπούν με βία στην επιφάνεια. Καθένας ξεστομίζει «βαριές κουβέντες» που αποκαλύπτουν τον «προσωπικό του μύθο» και κυρίως αυτό που θα ήθελε να είναι αλλά δεν είναι.
      Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη δίνει έμφαση στα ως άνω στοιχεία δημιουργώντας πολλαπλά κρεσέντο που αυξάνουν την αγωνία του θεατή για το τι θα συμβεί παρακάτω. Εξάλλου, πολλές φορές ο θεατής αναρωτιέται γιατί το ευχάριστο δείπνο εκφυλίζεται σε πεδίο μάχης. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δεν ξεχνά ότι το έργο είναι κωμωδία και όχι δράμα. Αυτό τον βοηθά να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στο λεκτικό και το παραλεκτικό στοιχείο μέσα από εκφραστικούς μορφασμούς, χειρονομίες και γενικότερα σωματικούς ελιγμούς που υποστηρίζουν το κωμικό «οικοδόμημα». Έτσι, οι ερμηνείες των Βίκυ Σταυροπούλου (Ελιζαμπέτ Γκαρό-Λαρσέ), Χρήστου Χατζηπαναγιώτη (Πιερ Γκαρό), Αντώνη Λουδάρου (Κλωντ Γκατινιόλ), Φάνη Μουρατίδη (Βικτώρ Λαρσέ) και Μαρία Κωνσταντάκη (Άννα Καραβάτι) δημιουργούν μια επιτελική συγχορδία όπου πρυτανεύει η ευχάριστη διάθεση, το κέφι και το μπρίο. Και οι πέντε ηθοποιοί, με τη γνώριμη υποκριτική τους υφολογία, ελίσσονται χαρακτηριστικά ερμηνεύοντας τις έννοιες που προωθούν οι συγγραφείς και την παραγωγή νοήματος. Καλαίσθητα και πολύ προσεγμένα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αθανασίας Σμαραγδή. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου «ντύνουν» ευθύβολα την ατμόσφαιρα. Αξίζει επίσης να αναφερθούμε στο τραγούδι του φινάλε. Η μουσική σύνθεση του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου συμβάλει στη συμφιλίωση ανάμεσα στην πληροφορία και τη συγκίνηση.