Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

«Αυτό θα το δούμε» του Tom Stoppard, από την ομάδα «90ο C», στο θέατρο «Βικτώρια»


Φανταστείτε μια παράσταση όπου τίποτα δεν είναι στην θέση του! Μπροστά στα μάτια σας βλέπετε δύο κριτικούς και ακούτε ολοζώντανο το διάλογό τους ενώ παρακολουθούν αυτή την παράσταση. Ήρωες που περιμένουν από στιγμή σε στιγμή να συμβεί το απόλυτα τρομακτικό αλλά εν τέλει το μόνο τρομακτικό είναι πως τίποτα λογικό δεν συμβαίνει. Και μια πλειάδα ηθοποιών που εξυπηρετεί με μαεστρία όλο αυτό το χάος προσφέροντάς μας μία από τις πιο έξυπνες σκηνικές εκπλήξεις της χρονιάς.

Το έργο
Όλα ξεκινάνε όταν δύο κριτικοί αποφασίζουν να πάνε να δουν ένα θεατρικό θρίλερ και βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σκηνικό που σαφώς αντικατοπτρίζει την ατμόσφαιρα της γνωστής σε όλους μας «ποντικοπαγίδας» ή ανάλογων θρίλερ. Καταιγίδες, κεραυνοί, αποκλεισμός σ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι, δολοφόνοι που επιτυχώς χτυπάνε χωρίς να αποκαλύπτονται, κατάσταση πανικού και αναπάντεχες ανατροπές. Άνθρωποι με λάμψη, οι παρατρεχάμενοί τους αλλά και απλοί υπηρέτες περιφέρονται μέσα σε πανικό, έτοιμοι να έρθουν αντιμέτωποι με έναν φρικτό δολοφόνο που βρίσκεται μάλλον ανάμεσά τους ή αν όχι, σε απόσταση αναπνοής από αυτούς.
Αν σας αρέσουν οι τεχνικές των Μόντυ Πάιθονς, θα απολαύσετε μικρές, φαρσικές σκηνές όπου το αστείο υπερβαίνει τον εαυτό του και καταλήγει να ξεσπάει στην κυριολεξία πάνω στους βράχους της λογικής, ανατρέποντας την σοβαροφάνεια της καθημερινότητάς μας, αποκαλύπτοντας τον παραλογισμό εκεί που συνήθως ενδημεί το φυσιολογικό και αποκλείοντας κάθε εισροή συμβολικού χαρακτήρα πίσω από γεγονότα, πράξεις και καταστάσεις που αρνούνται να κοσμηθούν με οποιοδήποτε βαθύτερο νόημα.
Με τίτλο «The Real Inspector Hound» (σε ελεύθερη απόδοση «Αυτό θα το δούμε»), το έργο αυτό χρησιμοποιεί τα υλικά και τα επιχειρήματα κάθε είδους προβληματισμού μόνο και μόνο για να εμπαίξει την σοβαροφάνεια και να τραβήξει στα άκρα τον παραλογισμό που εντρυφεί στα σκοτεινά μύχια της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Κάτω από το πρίσμα αυτό, η αναγωγή στο θεατρικό έργο «Η Νύχτα της Κυρίας Lucienne» του Αργεντινού καρτουνίστα Copi, προκύπτει αυθόρμητα καθώς η ατμόσφαιρα ενός τεχνητού τρόμου φωτίζει τις αφανείς ψυχώσεις και νευρώσεις των ηρώων, εναλλάσσει τις μορφές εξουσίας και παραβιάζει τους κώδικες επικοινωνίας για να κυριαρχήσει εν τέλει το φαρσικό στοιχείο και να θριαμβεύσει το χιούμορ με το οποίο ενίοτε η τέχνη αντιμετωπίζει επιτυχώς τον έσχατο τρόμο της ανυπαρξίας.
Το θρίλερ εξελίσσεται ακολουθώντας τους κανόνες της αστυνομικής δραματουργίας αλλά ανατρέπει ταυτόχρονα την λογική επιχειρηματολογία για να τοποθετήσει στην θέση της το απρόβλεπτο σπάραγμα που πηγάζει από την σάτιρα των ίδιων των κωδικών της.
Υπάρχουν πάντα βέβαια και οι δύο κριτικοί, σοβαροί, αυστηροί κι ατσάκιστοι, με πρόθεση να ασκήσουν την δική τους ανέμπνευστη εξουσία ενάντια στην ευφάνταστη καλλιτεχνική αναρχία, οι οποίοι αφού προβαίνουν στα προτυποποιημένα σχόλια τα ήδη εμπεδωμένα από την, ως τότε, επαγγελματική εμπειρία τους, έρχονται αντιμέτωποι με την αστραπή του παράλογου και εξαναγκάζονται να παραδοθούν στην θεατρική δράση, να υπάρξουν πλέον ως πρόσωπα του δράματος κι όχι ως στυγνοί κριτές των δράσεων, εξ αποστάσεως.
Την θέση τους θα πάρουν κατ’ αντιστροφή, δύο ηθοποιοί οι οποίοι αρχίζουν μέσα από την νεοαποκτηθείσα τους ιδιότητα να μετατρέπονται σε άξιους συνεχιστές του έργου των προκατόχων τους. Αν και καλύτερα είναι να παραδοθεί κανείς σ’ αυτή τη φάρσα, άνευ όρων, δεν θα μπορούσα να μην σχολιάσω και την ευφυή μεθοδολογία που κρύβεται πίσω από το χάος και που σε ωθεί σε ενδιαφέροντες προβληματισμούς, όχι μόνο όσον αφορά το ποιος είναι ο δολοφόνος αλλά και για το πόσο εν δυνάμει δολοφόνος είναι ο καθένας μας.

Η παράσταση
Η παράσταση κινείται σε έντονους και καλοδουλεμένους ρυθμούς ενώ η ομάδα των «90ο C» έχει δουλέψει με σύστημα, μέθοδο και έμπνευση για να μας προσφέρει μια ευφυή και απολαυστική εμπειρία, μια ολοζώντανη χορογραφία με καλοχωνεμένα τα εφέ της και έγκυρο μουσικό σχολιασμό, αυστηρή οργάνωση και κυρίως ένα ξεκαρδιστικό αποτέλεσμα.
Οι πανικόβλητοι ήρωες της «παράστασης μέσα στην παράσταση», ερμηνεύονται με μαεστρία και χιούμορ, οι ηθοποιοί ακολουθούν την τεχνική των καρτούν, υπερβάλλοντας στις αντιδράσεις τους και εμπαίζοντας με τις τεχνικές τους την αληθοφάνεια για να προκαλέσουν αβίαστο γέλιο.
Η στιβαρή σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Κομνηνού, τα εμπνευσμένα σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Λυντζέρη, η ευφάνταστη μουσική και τα visuals του Ανδρέα Τρούσσα, οι καλοστημένες χορογραφίες του Πάνου Μεταξόπουλου, οι επιβλητικοί φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, ενώ τα φωνητικά οφείλονται στους Βασιλική Ρόρρη, Νεκτάριο Γεωργιάδη, Βασίλη Αξιώτη και Αγνή. Στο video εμφανίζεται ο Κώστας Τερζάκης.
Τους ρόλους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Μαρίνα Βρόντη, Μελέτης Γεωργιάδης, Στέλιος Γούτης, Μαριάννα Λαμπίρη, Δημήτρης Ντάσκας, Μανώλης Σκιαδάς και Χαρά Τσιώλη.