Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

«That Face» της Polly Stenham στην κεντρική σκηνή του θεάτρου «Αργώ»


Με το έργο «That Face» η 22χρονη συγγραφέας Polly Stenham έκανε το ντεμπούτο της στο Royal Court του Λονδίνου το 2007. Το κείμενο εξασφάλισε το βραβείο Evening Standard, TMA, της Ένωσης Κριτικών Λονδίνου για το καλύτερο νέο έργο της περιόδου 2007-2008, καθώς και υποψηφιότητα καλύτερου έργου της χρονιάς στα περσινά βραβεία Ολίβιε.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούμε από το δελτίο τύπου, αγαπήθηκε από το κοινό και υμνήθηκε από την κριτική που το συσχέτισε με έργα σταθμούς του 20ου αιώνα, όπως το «Βόρτεξ» του Νόελ Κάουαρντ, τους «Τρομερούς Γονείς» του Ζαν Κοκτώ και το «Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;» του Έντουαρντ Άλμπυ, ενώ η γραφή της Stenham θεωρήθηκε ότι έχει επηρεαστεί από τους Πίντερ, Άλμπυ, Ουίλλιαμς και Τσέρτσιλλ.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα σύγχρονο αστικό δράμα που απεικονίζει την εμπόλεμη κατάσταση στο εσωτερικό μιας διαλυμένης οικογένειας με σαθρούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της. Οι χαρακτήρες ανταποκρίνονται σε κλασσικά πρότυπα του είδους ενώ οι καταστάσεις αντικατοπτρίζουν τα γνωστά μας στην αγγλόφωνη δραματουργία, τοπία όπου το σχήμα του διαλυμένου ζευγαριού δημιουργεί την συνθήκη για υπονόμευση των οικογενειακών δεσμών και δρα φθοροποιά στον ευαίσθητο ψυχισμό των εκπροσώπων της νέας γενιάς οι οποίοι διανύουν με τραυματικό τρόπο την κρίσιμη εφηβεία τους.
Ο πατέρας είναι απών, βυθισμένος στις επαγγελματικές του ενασχολήσεις, ψυχρός, απόμακρος κι αδιάφορος, ο γιος εμφορείται από ένα στρεβλό οιδιπόδειο για την μητέρα του, η οποία βυθισμένη στα χάπια και στο αλκοόλ, ζει την εμπειρία της πτώσης της σαν υπνοβάτης, χωρίς να έχει την δύναμη να αντισταθεί, φλερτάροντας επικίνδυνα με την παράνοια και καταφεύγοντας σε ακρότητες για να καλύψει τα υπαρξιακά της κενά.
Η κόρη, σε συγκρουσιακό καθεστώς με την μητέρα, είναι διαρκώς μπλεγμένη σε παραβατικές συμπεριφορές και επιχειρώντας να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς άμυνας, καταλήγει σε μια ανερμάτιστη επιθετικότητα.
Η αγάπη, η αλληλοκατανόηση, η στοργή δίνουν την θέση τους στην αλληλοπεριφρόνηση, την χαοτική επικοινωνία, την αρρωστημένη έλξη και απώθηση, την φθορά και την κατάθλιψη. Το ζοφερό κλίμα της οικογένειας επιδεινώνεται από τις απεγνωσμένες προσπάθειες των νεαρότερων μελών της να αντιδράσουν ακολουθώντας μεθόδους που τα οδηγούν βαθύτερα στα βαλτώδη τοπία της οδυνηρής παρακμής τους.
Οι συρράξεις αντικαθιστούν την στοιχειώδη έστω επικοινωνία που θα μπορούσε να επιτευχθεί και οδηγούν στην τρομακτική απομόνωση όχι μόνο τα μέλη της οικογένειας αλλά και το στενό περιβάλλον τους, αποκλείοντας τις διεξόδους της φιλίας, του έρωτα και της δημιουργικότητας.

Η παράσταση
Το σκοτεινό αυτό έργο που εικονογραφεί το περιβάλλον και τις δράσεις των παιδιών του «i-pod» όπως χαρακτηρίζει τη γενιά αυτή, η συγγραφέας, ανεβαίνει και στην Αθήνα από την Καλλιτεχνική Εταιρεία «Αργώ» σε μετάφραση της Υακίνθης Παπαδοπούλου και σκηνοθεσία του Nίκου Χαραλάμπους.
Η Αιμιλία Υψηλάντη στο ρόλο της μητέρας, ενσαρκώνει με συνέπεια και μέτρο μια ηρωίδα βυθισμένη στις εξαρτήσεις της που ακροβατεί επικίνδυνα στην κόψη της αυτοκαταστροφής, θυμίζοντάς μας ανάλογες παρακμιακές ηρωίδες του Αμερικάνικου ρεπερτορίου στη δεκαετία του ‘70. Χωρίς ωστόσο να αναδεικνύονται εξ ίσου κι οι τραγικές αποχρώσεις αφού στην ερμηνεία της υπερτερεί ο ναρκισσισμός του χαρακτήρα καλύπτοντας τις λεπτότερες συναισθηματικές αποχρώσεις του.
Ο Γιάννης Ζαβραδινός ανταποκρίνεται επαρκώς στις απαιτήσεις του ρόλου του.
Ο Μιχάλης Καλαμπόκης ακολουθώντας μια ψυχολογική προσέγγιση, αποδίδει με ακρίβεια τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωα.
Τα νεότερα μέλη της διανομής (Βάσια Λακουμέντα, Βάλια Παπακωνσταντίνου και Φιλομήλα Χριστοφόρου) υποδύονται με πειστικότητα και δυναμισμό τους εξαγριωμένους εκπροσώπους της νέας γενιάς, υπερτονίζοντας τα βίαια στοιχεία των χαρακτήρων και αναδεικνύοντας τις αιχμηρές κόψεις των σχέσεων, χωρίς όμως να αποδίδουν με την ίδια ευκρίνεια τις βαθύτερες ψυχολογικές προεκτάσεις.
Στην παράσταση συμμετέχουν επίσης ο Απόστολος Κοντιζάς και η Γαλάτια Δρόσου.
Η σκηνοθεσία του Νίκου Χαραλάμπους δεν αναδεικνύει τις εκρηκτικές δυναμικές του έργου. Εικονογραφεί τις αντιπαραθέσεις των ηρώων με συνέπεια και συγκινησιακό πλούτο αλλά χωρίς τους καταιγιστικούς ρυθμούς και τις εσωτερικές εντάσεις που υποβάλλει το κείμενο.
Εύστοχα ελλειπτικός και σχηματικός ο σκηνικός χώρος που διαμορφώνει ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, με τα στοιχειώδη αντικείμενα και τις συμβολικές προεκτάσεις τους να σχολιάζουν το status quo των προσώπων. Τα μοντέρνα κοστούμια υπογραμμίζουν την hard αισθητική με τις επιλογές της φόρμας και των χρωμάτων.
Οι έντονες εναλλαγές των φωτισμών του Νίκου Καβουκίδη επιχειρούν να διαφοροποιήσουν μέσω των φωτοσκιάσεων το περιστατικό κάθε σκηνικού επεισοδίου σ’ ένα έργο που δεν κατορθώνει να ξεφύγει από γνώριμες, τετριμμένες και προβλέψιμες καταστάσεις.