Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

«Αλίφειρα» του Ανδρέα Στάικου στη Σκηνή «Ωμέγα» του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά

     


        Να φύγουμε από την Αλίφειρα ή να μείνουμε για πάντα εδώ; Ποιος είναι άραγε αυτός ο χώρος που κάποιοι επιθυμούν διακαώς να εγκαταλείψουν ενώ κάποιοι άλλοι έρχονται να ανακαλύψουν γεμάτοι προσδοκίες από τις αφηγήσεις των προγόνων για το ένδοξο παρελθόν του τόπου; Θα βρουν αυτό που ψάχνουν ή μήπως τελικά όλα είναι ψέματα, αυταπάτες και μια σκέτη απογοήτευση; Ο χώρος στο θέατρο του Ανδρέα Στάικου γίνεται αφορμή και αφετηρία μιας γλωσσικής περιπέτειας στον αστερισμό του παραλόγου, της παρωδίας και της μεταμφίεσης. Ένα ατέρμονο παιχνίδι των λέξεων από το οποίο ξεπηδούν τα πρόσωπα και γεννιούνται οι καταστάσεις την πορεία των οποίων καθορίζουν οι ηθοποιοί στις πρόβες. Ηθοποιοί – συνδημιουργοί που μαζί με τον συγγραφέα-σκηνοθέτη διαμορφώνουν το τελικό κείμενο, συνήθως λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα. Με τα υλικά της ίδιας συνταγής γεννήθηκε και η «Αλίφειρα». Από την αρχαία, ξεχασμένη πόλη της Αρκαδίας εμπνέεται ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας για να παρουσιάσει το νέο του θεατρικό έργο στο οποίο συναντά κανείς το σύνολο των αναφορών, των εμμονών και των αναμνήσεών του. Πρωταγωνιστής η γλώσσα με τους υπαινιγμούς, τα διφορούμενα, τα άρρητα, τα προϋποτιθέμενα, τον διάλογο με άλλα κείμενα αλλά και με την ίδια την Ιστορία. Και στόχος η ανάδειξη της θεατρικότητας και της δημιουργίας μιας άλλης ψευδαίσθησης προς αναζήτηση της αλήθειας.

     Στη σχεδόν έρημη από κατοίκους Αλίφειρα ζουν η Λέλα και η Παπαγαλίνα, δυο νεαρές γυναίκες που ετοιμάζονται να φύγουν μακριά. Η απρόσμενη άφιξη του αρχαιολόγου Επαμεινώνδα και της εκκεντρικής Βαρώνης θα ανατρέψει τα σχέδιά τους. Τα τέσσερα πρόσωπα στροβιλίζονται ιλιγγιωδώς στο χορό της αλήθειας και του ψέματος, του μυστικού και της απάτης που τα φέρνει αντιμέτωπα με νέα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Κανείς δεν θα μείνει και κανείς δεν θα φύγει από την Αλίφειρα. Οι βαλίτσες στο κέντρο της σκηνής που υποδηλώνουν άφιξη και αναχώρηση θα μείνουν εκεί μέχρι το τέλος. Το καινούργιο θα χτιστεί πάνω στο παλιό, το παρόν θα στηριχθεί στο παρελθόν, θα το αμφισβητήσει, θα θελήσει να το αφανίσει αλλά από τα θραύσματά του θα ατενίσει το μέλλον. Άλλωστε, οι εικόνες του σκηνικού του Αλέξη Κυριτσόπουλου φανερώνουν με το μετωνυμικό τους χαρακτήρα τη μείξη των υλικών ενώ οι φωτισμοί του Χάρη Δάλλα και η πρωτότυπη μουσική του Νίκου Ξυδάκη «δένουν» με τη γλυκόπικρη γεύση που αφήνει αυτή η κωμωδία.

     Η Ελένη Ζαραφίδου ως Λέλα και η Αιμιλία Μήλιου ως Παπαγαλίνα πλάθουν με εκφραστική ευχέρεια και ποικιλία τις δύο γυναίκες που φυλούν τις «Θερμοπύλες» της Αλίφειρας αναδεικνύοντας το χαρακτηριστικό χιούμορ του συγγραφέα. Ο Δημήτρης Πασσάς ενσαρκώνει εξελικτικά και πολύπλευρα τον αρχαιολόγο Επαμεινώνδα και η Εμμανουέλα Κοντογιώργου σαγηνεύει με την αισθαντική της θηλυκότητα στον ρόλο της απρόβλεπτης Βαρώνης με τις γόβες, τις βλεφαρίδες και τα σαρκώδη χείλη που αναζητούν μανιωδώς μια ρουφηξιά από τσιγάρο.

     Αφεθείτε στη μαγεία της «Αλίφειρας» και γελάστε χωρίς φόβο ακόμη και μέχρι δακρύων, ίσως κάπου μέσα στα ερείπιά της θα βρείτε μια δική σας γωνιά τόσο οικεία όσο και ξεχασμένη…

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βίζνιεκ στο Θέατρο «Μπέλλος»

 


     «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» (2005) του γαλλόφωνου Ρουμάνου συγγραφέα Ματέι Βίζνιεκ είναι ένα αντιμιλιταριστικό έργο με έμφαση στις ανθρωπιστικές συνέπειες και ενοχές που επιφυλάσσει στο «θύμα», αν θύμα είναι το σύμπτωμα κάθε ολέθρου που βαρύνει πάνω στον άνθρωπο. Ένας ακαθόριστος πολτός πτωμάτων στοιβάζεται στο έργο όπου η μοναξιά των «νεκρών» στρατιωτών συντέμνει τη μοναξιά των ζώντων που όχι μόνον έχασαν τους δικούς τους – τα παιδιά τους, αλλά αγνοούν και τη γη – τον τάφο που τους σκέπει. 
     Στη σκηνή 13 η Μάνα αναφωνεί με αποδέκτες όλες τις μάνες που έχασαν τα παιδιά τους: «Σ’ αυτήν τη χώρα, ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει που είναι θαμμένα τα παιδιά της. Ευτυχισμένη είναι η μάνα που μπορεί όποτε θέλει να φροντίζει ένα μνήμα και ξέρει ότι μέσα σ’ αυτό το μνήμα βρίσκεται ο γιος της, κι όχι ένα κουφάρι όποιο να ‘ναι» (μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη). 
     Αυτή η κραυγή απελπισίας συνιστά έναν ακράδαντο οικουμενικό λυγμό! Συνοδεύεται μάλιστα από δράσεις, σχεδόν ανεπανάληπτες στον συμβολισμό τους. Γυναίκες οι οποίες ενταφιάζουν μέσα σε καροτσάκια-κινητούς τάφους, «πουκάμισα».

     Ο Ματέι Βίζνιεκ οικονομεί τη δράση μ’ ένα ευφυές ανάμεσα στα άλλα εύρημα: αυτό του παρόντος – απόντος προσώπου. Ο Γιος (Βίμπκο), ο πρωταγωνιστής, νεκρός, επανέρχεται ως ποθητή σκιά και συνομιλεί, χωρίς πάλι να συνομιλεί, με τους γονείς του. Το τραγικό, στην ίδια οικονομία, διαποτίζεται από ιλαρές δράσεις που αγγίζουν το γκροτέσκο ανακουφίζοντας τον θεατή και ταυτοχρόνως καθιστώντας οικτρό το σύμπαν του πένθους.

  Η παράσταση της Αικατερίνης Παπαγεωργίου εικονοποιεί ευφάνταστα, με ατμοσφαιρικό και ευρηματικό τρόπο το κείμενο, υπογραμμίζοντας τον πικρό σκεπτικισμό που αποπνέει η φιγούρα της τρελής γριάς: «Όλα τα κόκαλα έχουν ανακατευτεί, τώρα. Τι το θες το μνήμα; Όλη η γη, ένα μνήμα είναι». Η σκηνοθεσία, ακολουθώντας την αισθητική του συγγραφέα, κινείται σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, στον μεταίχμιο χώρο ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το παράλογο, αν όχι το μεταφυσικό. Άλλωστε, τα σκηνικά της Μυρτώς Σταμπούλου διαχωρίζουν με σαφήνεια τις δράσεις με χαρακτηριστικό αντικείμενο – έκσταση το «κουτσό» τραπέζι που δεσπόζει στο κέντρο, ένα αντικείμενο – σήμα της ολοσχερούς καταστροφής του σπιτιού. Το πένθος και τις ιδιότητες των προσώπων αποτυπώνουν τα κοστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα, η πρωτότυπη μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου και οι εναλλαγές των φωτισμών του Κωστή Μουσικού.

   Η Μάνια Παπαδημητρίου κινείται με ελεγχόμενο συναισθηματισμό στον ρόλο της Μητέρας για να δώσει έμφαση και βάθος στο φορτίο του πένθους ενώ διανθίζει με κωμικά στοιχεία, πληθωρικότητα και εξωστρέφεια τον ρόλο της Πατρόνας. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Δημήτρης Πετρόπουλος, που εκφράζει εσωτερικά την αγωνία και την απόγνωση του Πατέρα ενώ σχηματοποιεί με εκφραστική ευελιξία τον κυνισμό του αδίστακτου Νταβατζή. Ομοίως, ο Τάσος Λέκκας ενσαρκώνει τον Γιο χαράζοντας ευκρινώς τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών και των ζωντανών ενώ πλάθει μια ευφυή Τραβεστί που καταδικάζει με καυστικό πνεύμα συλλήβδην όλες τις ιδεολογίες που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε αιματηρές συρράξεις και αδιέξοδα. Ο Αλέξανδρος Βάρθης αποδίδει με σημασιολογική βαρύτητα και κριτική διάθεση τους ρόλους που υποδύεται (Στάνκο, Συνοριοφύλακας, Νέος Γείτονας, Στρατιώτης) μέσα από μια ιδιότυπη εκφραστικότητα που στηρίζεται στην υπερβολή. Ειδικά στον Νέο Γείτονα, η παραγλωσσική έκφραση του ηθοποιού καταδεικνύει καίρια την αδίστακτη στάση του παραδόπιστου ανθρώπου που δεν έχει φραγμούς και ηθικές αναστολές ενώ υπονοείται ξεκάθαρα η έλλειψη ευφυίας και ενσυναίσθησης. Η Ελίζα Σκολίδη υποδύεται τη φοβισμένη, ευάλωτη Κόρη (Ίντα) που έχει εξοκείλει στην πορνεία αποδίδοντας τον τρόμο και την ανασφάλεια. Ο αισθαντικός χορός στην κρεμαστή μπάρα (κινησιολογία: Χρυσηίς Λιατζιβίρη, χορογραφία pole dancing: Μέλλω Διανελλάκη) συμβολίζει την απατηλή λάμψη του κόσμου της νύχτας όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στον ρόλο της Μίρκας, της κακομούτσουνης τρελής γριάς, η Ελίζα Σκολίδη δίνει «ρέστα» με την αστραπιαία μεταμόρφωσή της. Η ηθοποιός χειρίζεται με δεξιοτεχνία κωμικούς και δραματικούς τόνους, στην κόψη του ξυραφιού.

  Η τελευταία εικόνα με την επιστροφή της Κόρης στο σπίτι και την αισιόδοξή της διάθεση («Και το σπίτι, δεν είναι καμένο εντελώς, θα τα καταφέρουμε…») στιγματίζεται από μια βουβή παρουσία. Ενώ η Ίντα σκαλίζει το χώμα και «φυτεύει» ένα λουλούδι, ένας νεαρός άνδρας μπαίνει στη σκηνή με ένα ποτιστήρι. Ένα ποτιστήρι που ποτίζει το λουλούδι με… χαρτονομίσματα. Γιατί το χρήμα κυβερνά τον κόσμο… Γιατί ένας είναι πια ο εχθρός…