Σάββατο 23 Απριλίου 2016

«Fuga» του Τζόρντι Γκαλθεράν στο Θέατρο «Olvio»

     Το έργο «Fuga» (1992) του Τζόρντι Γκαλθεράν είναι μια, εκ πρώτης όψεως, παράδοξη, στην σύλληψή της, κωμωδία καταστάσεων. Ωστόσο, μια βαθύτερη ανάγνωση των περιστατικών που εξυφαίνουν την πλοκή, αποκαλύπτει την ευρύτερη διάθεση των πραγμάτων και των προσώπων εκ των οποίων αναδύεται η κοσμοθεωρία του Καταλανού συγγραφέα: ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου χαράσσεται εντός του ανεξίτηλα και, για κάποιον λόγο, το κακό και το καλό υπάρχουν αναγκαστικά στον κόσμο και υποχρεούνται να συνυπάρξουν έτσι ώστε να διαιωνίζεται η ροπή προς την δημιουργία συνθηκών, άλλοτε θετικών για τον άνθρωπο και άλλοτε αρνητικών.
      Ο Γκαλθεράν, μέσα από διάφορες και διαρκείς ανατροπές, παρουσιάζει τα πρόσωπα του έργου του ως φερέφωνα μιας ενδότερης παραφοράς που ωθεί το άτομο στην επιλογή της κακίας και όχι της αρετής. Φαίνεται ότι για τον συγγραφέα, η φούγκα συνδέεται με το δίπολο που επιτάσσει το δίλημμα της επιλογής το οποίο εισπράττει ο θεατής ως μονομερές σύστημα με βάση την έκκεντρη συνθήκη: η φυγόκεντρη κίνηση εναλλάσσεται με την κεντρομόλο, ενώ, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, η δύναμη της αδράνειας ακινητοποιεί φαινομενικά το ιλιγγιώδες τοπίο του «αφηγήματος» της διαφθοράς. Θύτης και θύμα προορίζονται για την αλληλοεξόντωση και για την επιβολή της απόλυτης σιωπής. Όταν το φως ανοίγει, αμέσως ένα άλλο επικρατεί για να οδηγήσει στο τελικό και μοιραίο «φως», το απότοκο της νομοτέλειας και συνώνυμο του σκότους.
      Στην παράσταση του Θεάτρου «Olvio», η φιλοσοφική σκέψη μετατρέπει την οποιαδήποτε «σοβαρή» αποτίμηση των καταστάσεων σε κωμική διάσταση μέσα στην οποία το στοιχείο που «βαραίνει» γίνεται ανάλαφρο και προκαλεί το αβίαστο γέλιο: το βαρύ φορτίο της έμφυτης κακίας αποφορτίζεται και καταρρέει στο περιβάλλον των αποδομιστικών σημειακών συστημάτων. Έτσι, ο θεατής μετέχει σε μια παρωδία όπου το έγκλημα «χαχανίζει» ανελέητα. Στο πνεύμα αυτό και στην άρτια μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, χτίζει τον σκηνοθετικό του μικρόκοσμο ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης που συγκροτεί με τέχνη το δύσκολο εγχείρημα της ισορροπίας ανάμεσα στον κλαυσίγελο και την εκλογικευτική τάση της θεατρικής γραφής. Σημαίνοντα ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν τα σκηνικά και τα κοστούμια της Άννας Μαχαιριανάκη καθώς και οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα που προβάλλουν την αισθητική του ρεαλισμού στα όρια του μπουρλέσκο, της ακραίας δηλαδή μετάπλασης του κωμικού.
        Στον ρόλο του υπό παραίτηση υπουργού Ισίδρο Γκαλιάνα, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς κινείται με γοργούς βηματισμούς μεταποιώντας το βαθύ νόημα της αυτοχειρίας σε παιχνίδι για μικρά παιδιά. Ο έμπειρος ηθοποιός κατορθώνει να κινηθεί αλλά και να κινήσει τον θίασο ως συλλογικότητα υπό αμφισβήτηση, δημιουργώντας από την ενικότητα δορυφόρους με χαρακτηριστικά μεταβλητών οντοτήτων. Η Φαίη Ξυλά, στον ρόλο της πλασιέ, ανταποκρίνεται ως ένα βαθμό στην σημειολογική προσέγγιση της «παρτιτούρας» την οποία εικονοποιεί, όπως και ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος (πληρωμένος δολοφόνος) με την Μπέτυ Αποστόλου (call-girl), που ολοκληρώνουν την «παρτίδα» ενός σκηνικού κι αόρατου μπριτζ. Εντούτοις, την παράσταση «κλέβει» η αμφιλεγόμενη ανάπηρη μάνα του Γιώργου Χρανιώτη, ο οποίος απογειώνει το παραστασιακό υλικό δημιουργώντας μια καινούργια όσο και παλιά «συνταγή» του μέχρι δακρύων γέλιου. Μια άκρως ξεκαρδιστική κωμωδία που δεν πρέπει να χάσετε!

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

«Ταρτούφος ή Οι απατεώνες» του Μολιέρου στο Θέατρο «Κιβωτός»

      Ο «Ταρτούφος» (1669) του Μολιέρου ανήκει, θα λέγαμε, στις «κωμωδίες χαρακτήρων» του σπουδαίου Γάλλου δραματουργού του οποίου το έργο, στο σύνολό του αλλά και ξεχωριστά το κάθε ένα, σφραγίζει ποιοτικά την παγκόσμια θεατρική παραγωγή. Εξάλλου, η ιστορία του μηχανορράφου Ταρτούφου αναλύει τις βαθύτερες αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης στην ανάγκη της να συγκεράσει την λογική των πραγμάτων με τις ποικίλες διακυμάνσεις του συναισθήματος και της ηθικής υπόστασης του κοινωνικού ατόμου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «Ταρτούφος» αποτελεί ειδική περίπτωση προς έρευνα για μια «ψυχαναλυτικά» προσανατολισμένη επιστημονική ομάδα. Το ίδιο συμβαίνει με την «περίπτωση» του «Δον Ζουάν», του «Μισανθρώπου», του «Κατά φαντασίαν ασθενούς» και του «Αρχοντοχωριάτη», μολιερικά έργα ευρέως γνωστά και πολυπαιγμένα στο θέατρο, στην όπερα και στον κινηματογράφο.
      Στους μικροκόσμους, που προτείνει ο μέγας Μολιέρος, επικρατεί, σε «κανονικές» συνθήκες, η κλασική αρμονία, η υπακοή σε κανόνες και, γενικότερα, η πειθαρχία, έννοιες τις οποίες τείνει να προσβάλλει και να αποχαρακτηρίσει ηθικά η παρουσία και η συμπεριφορά του έκκεντρου ήρωα. Ο τελευταίος επιδιώκει να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες και να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη δημιουργώντας αντεγκλήσεις που διαταράσσουν την τάξη. Στην περίπτωση του Ταρτούφου, η ψευδοπροσήλωση στη χριστιανική ηθική ανάγεται σε πανίσχυρο όπλο εξόντωσης της αρετής, όπως αυτή υπηρετείται από την οικογένεια του Οργκόν.
      Αξίζει να σημειωθεί ότι η δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εύστοχη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα σε ρίμα. Πράγματι, ο Γιώργος Μπλάνας επιτυγχάνει να αποδώσει την σημασιακή δύναμη του έργου του Μολιέρου μέσα από την θεματική διερμηνεία σε συνάρτηση με το ύφος και την δεσπόζουσα αισθητική.
      Η παράσταση στο θέατρο «Κιβωτός» μεταφέρει στη σκηνή το μολιερικό έργο μετατοπίζοντας τον άξονα της αισθητικής αποτίμησης από τους χώρους και τους τρόπους της κωμικής εκφοράς στην περιοχή μιας μακάβριας ανάλυσης του κεντρικού προσώπου ιδιαιτέρως. Ο «Ταρτούφος», όπως τον διασκευάζουν και τον σκηνοθετούν ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας, αποκτά χαρακτηριστικά αιμοσταγούς θεατρικού προσώπου στα όρια του μακάβριου θεάματος. Η σκηνοθεσία κατορθώνει να ξαφνιάσει το κοινό που κατακλύζεται άλλοτε από ευρηματικά στοιχεία και άλλοτε από αναγνωρίσιμες πρακτικές με σκοπό την ανάδειξη μιας μπαρόκ, θα λέγαμε, αισθητικής, η οποία απομακρύνεται από τον κλασικισμό του 17ου αιώνα. Η παράσταση υιοθετεί μια μεικτή γραμμή: αισθητική κόμικς, θέατρο σκιών αλλά και διδακτικό στατικό θέατρο όπως στην τελευταία σκηνή με το συμβολισμό των κόκκινων χειλιών.
      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι συντελεστές συνομιλούν με το «εδώ και τώρα» μέσα από σύμβολα, όπως για παράδειγμα αυτά που προτείνει το σκηνικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, ο οποίος υπογράφει και τα κοστούμια. Χαρακτηριστικά αντικείμενα – έκσταση της σκηνογραφίας αποτελούν ο πελώριος λοξά τοποθετημένος καθρέφτης εντός του οποίου αντανακλάται το «σκακιερικό» δάπεδο, ο ανεστραμμένος πολυέλαιος και ο σταυρός. Να σημειωθεί ότι η μουσική του Λάμπρου Πηγούνη και οι καίριοι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εντάσσονται λειτουργικά στο πνεύμα της σκηνοθεσίας τείνοντας στη δημιουργία μιας αναμονής του επερχόμενου κακού.
      Ο Ταρτούφος του Αιμίλιου Χειλάκη αποδίδει εξελικτικά το μείγμα ενός ύπουλα κινούμενου μηχανορράφου και απατεώνα με εγκληματικό υπόβαθρο. Ο Οργκόν του Άλκι Κούρκουλου ανταποκρίνεται με ακρίβεια στον αδύναμο ψυχικά και πνευματικά χαρακτήρα του ήρωα που αφήνεται έρμαιο στις διαθέσεις του Ταρτούφου. Η Ράνια Οικονομίδου (Μαντάμ Περνέλ) και η Αθηνά Μαξίμου (Ελμίρα) δημιουργούν άρτιες φιγούρες και αποδίδουν με δεξιοτεχνία την ολότητα των ρόλων τους. Ο Άγγελος Μπούρας (Κλεάνθης), η Γιάννα Παπαγεωργίου (Ντορίν), ο Αλέξανδρος Βάρθης (Δάμης), ο Γιώργος Λιάντος (Δικαιώ/Βασιλιάς), ο Τσιμάρας Τζανάτος (Βαλέριος) και η Φραγκίσκη Μουστάκη (Μαριάνα) διευθετούν αρμονικά τις ιδιαιτερότητες ενός εκάστου των προσώπων στα οποία αναφέρονται.