Σάββατο 23 Απριλίου 2011

«Ο Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Φάσμα στο Απλό Θέατρο (Νέα Σκηνή)



Αινιγματικός και μυστηριώδης, απεραντολόγος και σιωπηλά φλύαρος, ο θεατρικός μικρόκοσμος του Βρετανού νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (1930-2008) αναπνέει τον αέρα μιας εναγώνιας ανάγκης να ειπωθούν όλα και ν’ αποκαλυφθεί σε όλο της το φάσμα η αλήθεια.

Σε κάθε έργο του, ο Πίντερ προβάλλει μια νέα μορφή της «πραγματικής» αλήθειας, η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, ως προς την δομική και θεματική συστηματοποίηση κάθε έργου, δημιουργεί την εις άπειρον εκβολή μιας βεβαιότητας του πιθανώς αληθινού.

Ο συγγραφέας δημιουργεί την αίσθηση του ιλίγγου και του πανικού, επανέρχεται και επαναλαμβάνει το σημείο εκκινήσεως της συλλογιστικής του, μιας συλλογιστικής σκεπτικισμού στα όρια της κυνικής φιλοσοφίας και της χαοτικής θεωρίας.

Ο δραματικός μικρόκοσμος του Πίντερ διογκώνεται στη σκηνή για να ξεναγήσει τον θεατή στα τοπία μιας οικουμενικής αγωνίας, μιας παγκόσμιας πάλης του ανθρώπου να διατηρήσει το δικαίωμα στο Είναι. Ο συγγραφέας καταγγέλλει, ουσιαστικά, την καταπίεση του ανθρώπου, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, από το βάρος του κοινωνικώς υπάρχειν, από τις διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις, που δημιουργούν εξαρτήσεις και διαπλοκές, καθώς και από τον εφησυχασμό ως απότοκο ενός κατευθυνόμενου κομφορμισμού.

Στον «Επιστάτη» (1959) η «Κωμωδία της Απειλής» παίρνει διαστάσεις σισσυφικού φαύλου κύκλου όταν εμφανίζεται στην καθημερινότητα των δύο αδελφών Άστον και Μικ, ο Ντέηβις, συμβολοποιημένο σημειακό σύστημα του Εισβολέα, κατόχου του μυστικού και της πλάνης, του Είναι, του Μη-Είναι και του Μη-Φαίνεσθαι. Εδώ, η αλήθεια εκβάλλεται, επί-βάλλεται, από-βάλλεται και τελικώς βάλλεται μέσα από τους μηχανισμούς του λόγου, μεταξύ δηλώσεων, πολλαπλών καταγραφών της ελλειπτικότητας και εντέλει της σιωπής, η οποία θεωρείται δεσπόζον χαρακτηριστικό της πιντερικής γλώσσας, συνδεόμενης συνήθως με το πρόβλημα της επικοινωνίας στα έργα του συγγραφέα.

Η μετάφραση του Κώστα Σταματίου (Πειραιάς 1929 -Λονδίνο 1991) παραμένει λειτουργική όπως αποδεικνύει η σκηνική δοκιμασία της διαμέσου των πολυάριθμων παρουσιάσεών της. Από το 1966 στη σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν με το Θέατρο Τέχνης έως το 2001 στην παράσταση του Γιώργου Μιχαλακόπουλου με τη Θεατρική Διαδρομή, η μετάφραση του Κώστα Σταματίου διακρίνεται για την αμεσότητα, την ευκρίνεια και την ποιότητά της σχηματίζοντας ένα ισχυρό γλωσσικό υπόβαθρο. Επίκεντρο αποτελεί η διατήρηση της αντίθεσης ανάμεσα στο λεχθέν και το μη λεχθέν, η οποία προσφέρει στο σκηνοθέτη μια ολοκληρωμένη και εύπλαστη γλωσσική βάση, προκειμένου να δομηθεί η εκάστοτε σκηνική πρόταση παρουσίασης του έργου.

Η σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα έδωσε ρυθμό αντιστικτικό στο γίγνεσθαι του έργου και ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη της παύσης, η οποία αναδεικνύει τη φθορά του λόγου και αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο κομμάτι του πιντερικού διαλόγου. Μικρολογίες, ασημαντότητες, σιωπές και επαναλήψεις συγκροτούν το «περιεχόμενο» και το κενό της ζωής. Η αλλοτρίωση και η αλληλεξάρτηση φτάνουν σε τυραννικές και δουλικές σχέσεις.

Ο κύριος Αντύπας έδεσε με αόρατα δεσμά τις αλλοτριωμένες και αξεπέραστες σχέσεις των ηρώων ενώ έδωσε στις αναμετρήσεις ανθρώπινο περιεχόμενο και στο διάλογο τόνους, που αρχίζουν απ’ το ψιθύρισμα ως την έκρηξη. Η «καθαρή» αυτή ανάγνωση κατορθώνει να κάνει κατανοητό και προσιτό ένα κείμενο με πολιτικές, κοινωνικές, υπαρξιακές ακόμη και μεταφυσικές διαστάσεις.

Το έργο ευτυχεί και στη διανομή με τη γόνιμη συνύπαρξη τριών διαφορετικής γενιάς ηθοποιών. Στο ρόλο του Ντέηβις ο Δημήτρης Καταλειφός καταθέτοντας την εμπειρία και την υποδειγματικά ασκημένη τεχνική του, πετυχαίνει μια εξαιρετική ερμηνεία. Ο άστεγος επιστάτης του κυρίου Καταλειφού αποτελεί ένα αληθινό πρόσωπο που εισβάλλει στη σκηνή ερχόμενο απευθείας από τους περιθωριακούς δρόμους κάποιας αφιλόξενης πόλης.

Ελέγχοντας με ακρίβεια τα εκφραστικά του μέσα ο Λαέρτης Βασιλείου ερμηνεύει εξελικτικά τον Άστον καθώς προβάλλει σταδιακά τις προθέσεις του ήρωα και αναδεικνύει στη λεπτομέρεια τις συναισθηματικές του εξάρσεις.

Στην πρώτη του θεατρική εμφάνιση, ο Χάρης Φραγκούλης υποδύεται τον Μικ με σκηνική άνεση και εκφραστική ευκρίνεια αναδεικνύοντας τον ρόλο του.

Προσεγμένα στη λεπτομέρεια τα σκηνικά και τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Μαγιού Τρικεριώτη. Καίριοι οι φωτισμοί του Ανδρέα Σινανού. Υποβλητικοί οι μουσικοί τόνοι της Ελένης Καραΐνδρου.

Το καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης περιέχει ενδιαφέροντα κείμενα γύρω από το έργο του Χάρολντ Πίντερ.

Στο σύνολό της, μια υψηλού επιπέδου παραγωγή που θα ικανοποιήσει τους σταθερούς θεατρόφιλους της στήλης.