Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

«Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία (Το μουσικό έργο)» του Ροζέ Βιτράκ στο Θέατρο Τέχνης «Καρόλου Κουν» (Φρυνίχου)

        Σε γενικές γραμμές, οι υπερρεαλιστές δεν αγάπησαν το θέατρο, ούτε ως ιδεολογική έκφραση, ούτε ως αισθητική απόλαυση αλλά ούτε και ως αντανάκλαση των δομών της κοινωνίας, πιστεύοντας ότι πρόκειται για αστικό θεσμό που πρέπει να καταστραφεί. Ωστόσο, το κίνημα του υπερρεαλισμού οφείλει το όνομά του στο δίπρακτο δράμα του Γκιγιόμ Απολλιναίρ, «Οι Μαστοί του Τειρεσία», ενώ το θεατρικό έργο του Ροζέ Βιτράκ, «Βικτώρ ή τα παιδιά στην εξουσία», που πρωτοανέβηκε το 1928 στο Τεάτρ Αλφρέ Ζαρύ, σε σκηνοθεσία Αντονέν Αρτώ, αποτελεί το αρτιότερο δείγμα γραφής της εν λόγω αισθητικής. Στο κείμενο του Βιτράκ, οι καταστάσεις δρομολογούνται από το έκκεντρο περιστατικό της απότομης βιοσωματικής ωρίμανσης του εννιάχρονου Βικτώρ, ο οποίος διατηρώντας τον αυθορμητισμό της ενδεικτικής παιδικής ηλικίας, αποδίδει συγκρουσιακές χροιές στο περιβάλλον του. Έτσι, η ημέρα των γενεθλίων του κινείται σ’ ένα πεισιθάνατης υφής πλαίσιο, εντός του οποίου η γνώση του ανηλίκου καταγγέλλει την υποκρισία και την απάτη των ενηλίκων.
        Ο Σταμάτης Κραουνάκης προτείνει μια μουσικοθεατρική εκδοχή του έργου υπογράφοντας τη μουσική και ένα λιμπρέτο το οποίο στηρίζεται στο κείμενο του Βιτράκ (με εμβόλιμες αναφορές – λογοτεχνικά δάνεια από Μάγιολ, Μπουκόφσκι και Ρέθκε), ακολουθεί την αισθητική του και ενισχύει έτι περαιτέρω το μπουρλέσκο που εξελίσσεται βαθμιαία σε γκροτέσκο, αν όχι μακάβριο. Ο κύριος Κραουνάκης – με το γνώριμο καυστικό του πνεύμα – υπογραμμίζει τον πικρόχολο σκεπτικισμό που γεννά το σημερινό αδιέξοδο και η υποτακτική στάση του πολίτη ο οποίος αδυνατεί πλέον να βρει έστω και ψήγματα αλήθειας στα διλήμματα μιας εξουσίας με χίλια πρόσωπα. Η φαντασία και το όνειρο έδωσαν την θέση τους στον κυνισμό και τον εφιάλτη. Το παιδί έπαψε να είναι η ελπίδα. Μεγάλωσε απότομα και δεν θέλει πλέον να αλλάξει τον κόσμο. Η επανάσταση προς το παρόν αναβάλλεται… Κανείς δεν θέλει να δει την ιστορία από την αρχή…
        Η παράσταση που σκηνοθετεί η Μαριάννα Κάλμπαρη (με τη δραματολογική συνδρομή του Πλάτωνα Μαυρομούστακου) απογειώνει τη θεατρικότητα μέσα από ένα πλούσιο πολυθέαμα, στα όρια του αλλοπρόσαλλου, που ανιχνεύει, με το μεγεθυντικό φακό ενός δηκτικού κωμικού λόγου, τις ενδότερες αιτίες απογοήτευσης και παραίτησης από το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Άλλωστε τα χρώματα που επικρατούν στον σκηνικό χώρο τον οποίο στήνει ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, παραπέμπουν ευθέως στη γιορτινή ατμόσφαιρα ενός τσίρκο. Όλη η παράσταση είναι εν τέλει μια ατελείωτη γιορτή, που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμική και δραματική έκφραση του λόγου. Αυτή την αντίληψη υποστηρίζουν εξάλλου τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, οι ζωηρές χορογραφίες της Μαρίζας Τσίγκα και οι καίριοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου. Τα χρώματα εναλλάσσονται διαρκώς για να προκαλέσουν συνειρμικά προεκτάσεις του υπαινικτικού λόγου που απογειώνει η υψηλής στάθμης θεαματικότητα του όλο εγχειρήματος. Ενδεικτικά, το κόκκινο με το μαύρο «παλεύουν» σε μια αρένα χωρίς νικητή και ηττημένο, σε μια παρτίδα από καιρό στημένη, κομμένη και ραμμένη δηλαδή στα μέτρα εκείνων που κινούν τα νήματα ή τουλάχιστον αυτό νομίζουν ότι κάνουν. Έτσι, η σκηνή του τσίρκου ανάγεται σε μετωνυμία ενός κόσμου που ιδέες και συνθήματα έχουν ξεφτίσει, οι λέξεις έχουν χάσει πια το νόημά τους ενώ οι ιδεολογίες δεν αποτελούν πια πρόσχημα των άνομων πράξεων της εκάστοτε εξουσίας.
        Ο Σταμάτης Κραουνάκης στο ρόλο του Βικτώρ σκιαγραφεί την πορεία ενός ηττημένου ήρωα μέσα από μια γλυκιά μελαγχολία που πηγάζει από τα δικά του ερωτήματα. Όπως σε κάθε σκηνική εμφάνιση, ο Σταμάτης Κραουνάκης «τρώει από τις σάρκες του», χρησιμοποιώντας το κείμενο ως πρόσχημα για να διατυπώσει από σκηνής εκφάνσεις του «εγώ» του. Έτσι και η ερμηνεία του μικρού Βικτώρ δίνει την ευκαιρία στον πληθωρικό αυτό δημιουργό να ανασυνθέσει αντιλήψεις και εμμονές του και να ευθυγραμμιστεί με εκείνες του υπερρεαλιστή ποιητή χάρη στην άδεια που του εξασφαλίζει ο «χαλαρός» χαρακτήρας της αισθητικής του ρεύματος. Ανεξαρτήτως προσωπικού γούστου, η ερμηνεία του κυρίου Κραουνάκη χαρακτηρίζεται από ένα υπέρμετρο που καταγράφει εξονυχιστικά και με ακρίβεια τη γκριμάτσα της απελπισίας του προσώπου της αναφοράς. Η εκφραστικότητά αυτή λειτουργεί ευεργετικά για μια παράσταση που στηρίζεται εντέλει στις αρετές της σκηνικότητας/θεαματικότητας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών μέσα από μια ευέλικτη εξπρεσιονιστική γραμμή με προεξέχουσα φιγούρα την ερμαφρόδιτη Λιλή του Χάρη Φλέουρα. Με συνέπεια ακολουθούν η Εσθήρ της Φωτεινής Μπαξεβάνη, η Αιμιλία και η Ιντά της Φένιας Παπαδόδημα, ο Κάρολος του Χρήστου Γεροντίδη, η Θηρεσία της Μαρίας Τζάνη, ο Αντουάν του Γεράσιμου Γεννατά και ο Στρατηγός του Κωνσταντίνου Ευστρατίου. Τη διανομή συμπληρώνουν η Βασιλίνα Κατερίνη, ο Μάριος Κρητικόπουλος, ο Βασίλης Παπαδημητρίου και ο Κώστας Κουτρούλης. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε την παρουσία των δύο μουσικών, του Βασίλη Ντρουμπογιάννη (πιάνο) και του Βάϊου Πράπα (κιθάρες, κρουστά).