Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

«Αμφιτρύων» του Μολιέρου από το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο Βράχων, σκηνή «Μελίνας Μερκούρη», Βύρωνα




Παίρνοντας τη σκυτάλη στη μακρόχρονη κι ίσως ατέρμονη πορεία μετεγγραφών και διαστρωματώσεων του μύθου του Αμφιτρύωνα, ο μελαγχολικός κωμωδιογράφος της γαλλικής κλασικής σκηνής, επιστρέφει στα γνώριμα εδάφη ενός ανελέητα τρωκτικού παίγνιου, που δοκιμάζει επώδυνα τις αντοχές εραστών και συζύγων.
      Ο Μολιέρος ξαναγράφει με κριτήρια της δικής του εποχής, τον «Αμφιτρύωνα» (1668), ως διακειμενικό προϊόν, που προσφέρεται στην ανάλυση υπό οποιοδήποτε πρίσμα προσεγγίσεως, σημειολογικό, θεματικό, ιστορικό και ούτω καθ’ εξής.
      Η σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή οδηγεί σε μια παράσταση αρκετά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η βαθιά πειραματική ματιά του σκηνοθέτη, που εκμεταλλεύεται τον ρυθμό του λόγου για να δημιουργήσει άριστο συγχρονισμό των ηθοποιών. Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται στους θεατές είναι αυτή του σκηνοθέτη-δασκάλου που καθοδηγεί εκκολαπτόμενους ηθοποιούς. Στη συνέχεια, ολοκληρώνεται η εικόνα της μεστής και σφιχτοδεμένης «συγχορδίας» με όλους τους συντελεστές της παράστασης να δημιουργούν χαρακτηριστικό περιβάλλον υψηλής ποιότητας.
      Ξεκινώντας απ’ τη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, παρατηρούμε ότι το λεκτικό ένδυμα παρά την τήρηση της ρίμας, επιτρέπει το στυλιζάρισμα που σε ορισμένες στιγμές της παράστασης αγγίζει την υπερβολή. Εξ άλλου, η σκηνοθεσία του κυρίου Βογιατζή κινείται σε αυτή την υπερβολή ως εξέχουσα εμμονή, η οποία επιτρέπει και παρεμβάσεις στον σκηνικό χώρο, στα κοστούμια, στα ηχητικά εφφέ και στους φωτισμούς.
      Η Εύα Μανιδάκη στήνει το σκηνικό σε διπολικό επίκεντρο με γνώμονα το γρανάζι, αενάως κινούμενο σε υποδηλωτική φορά, την ίδια στιγμή που η απόληξη του σε κάθετη διάταξη, εκφράζει την δήλωση και την συνδήλωση εφόσον λειτουργεί ως ημισπασμένο κέλυφος αλλά και ως κάθισμα της ηθοποιού που υποδύεται τη Νύχτα και τον υποβολέα.
      Η Νύχτα, όπως την ερμηνεύει η Στεφανία Γουλιώτη, «βασιλεύει», εποπτεύει τα τεκταινόμενα και τα πρόσωπα-μαριονέτες καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, δίνοντας έμφαση στη φατική λειτουργία του σκηνικού που θέλει τον θεατή καθηλωμένο. Εξ άλλου η Νύχτα επιτρέπει τη δημιουργία κρυφών περιστατικών, κρυφούς έρωτες κι οτιδήποτε άλλο η Ημέρα βγάζει στη φόρα.
      Κρίνουμε ότι η παρουσία του υποβολέα μπορούσε και να λείπει. Εκτός εάν δούμε το εν λόγω εύρημα ως σύνοψη των φωνών που επαναλαμβάνουν ορισμένα λεξήματα καθώς επίσης και των άναρθρων κραυγών του υποτιθέμενου και εν πολλοίς παράδοξου Χορού αποτελούμενου από τους ηθοποιούς Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο, Νικόλα Χανακούλα, Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Χάρη Φραγκούλη.
      Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη ακολουθούν ενιαία υφολογία στις αποχρώσεις του πράσινου και δημιουργούν μια αίσθηση τοπίου μετά τη βροχή. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υπογραμμίζει τις σπασμωδικές κινήσεις των ηθοποιών, πιστή στην καθοδηγούμενη μανιέρα. Ομοίως, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δημιουργούν ευεργετικά σποτ με αποκορύφωμα το στρογγυλό σχήμα του φωτός, που παραπέμπει σε μια ζωντανή πανσέληνο, η οποία εστιάζει στη φανέρωση του Σωσία-Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυλαία αποκτά ιδιαίτερη λειτουργικότητα διαχωρίζοντας τον επάνω και κάτω χώρο του δώματος.
      Τα ζεύγη δυνάμεων που δημιουργούν ο Δίας του Νίκου Κουρή και ο Αμφιτρύων του Γιώργου Γάλλου τοποθετούνται απ’ τη σκηνοθεσία σε θέση διαλόγου με χαρακτηριστικά κωμικά στοιχεία που καταλήγουν σ’ ένα αδιέξοδο στα όρια του παραλόγου. Οι δύο έμπειροι ηθοποιοί αναδεικνύουν τις διαβαθμίσεις του λόγου που τους καταχωρείται.
      Το έτερο ζεύγος, ο Ερμής του Χρήστου Λούλη και ο Σωσίας του Δημήτρη Ήμελλου ακολουθούν την ίδια γραμμή διαλόγου διεκπεραιώνοντας με εξαιρετική ακρίβεια τις αυξημένες ανάγκες αποδόσεως του υπηρέτη, κατασκευάζοντας μια σκηνική μονάδα σχεδόν αυτόνομη.
      Ως Κλεάνθη, αντάξια σύντροφο του Σωσία, η Εύη Σαουλίδου υιοθετεί μια προσωπική μελωδική γκάμα χρωματίζοντας τη φωνή της αντίθετα από την Αμαλία Μουτούση, που υποδύεται μονότονα και ισοπεδωτικά το ρόλο της Αλκμήνης. Η κυρία Μουτούση ακολουθεί ένα continuum alto, που καταστρατηγεί τις διακυμάνσεις και μεταπτώσεις του χαρακτήρα.