Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

«Ένας ανεπαίσθητος πόνος» του Χάρολντ Πίντερ στο «Εσωθέατρο»

     
        Η δραματουργία του Βρετανού Νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (1939 – 2008) στοιχειοθετείται, εν πολλοίς, από υλικά του λογικού παραδόξου βάσει του οποίου εξελίσσεται χαρακτηριστικά το θεατρικό πρόσωπο. Σημειωτέον ότι ο Πίντερ οδηγεί τους χαρακτήρες των έργων του κατά τρόπον αρμονικό, αποσκοπώντας στην εσωτερική ανάπτυξη της ιδέας την οποία αποτυπώνει η παρουσία ενός εκάστου των προσώπων, σύμφωνα με την πορεία που ακολουθεί ο οριζόντιος άξονας της αφήγησης. Πράγματι, ο συνταγματικός άξονας, ο οποίος διηγείται μια πλοκή, τέμνεται από τον παραδειγματικό άξονα, φορέα εννοιολογημάτων και συγκινησιακών σημειακών συστημάτων, έτσι ώστε να αποδοθεί και να αναδειχθεί η εσωτερική διαδικασία δόμησης της πλοκής και παραγωγής νοήματος.
     Εξάλλου, η πιντερική παραγωγή δύναται να ταξινομηθεί σύμφωνα με ορισμένη θεματική ή με την δομή της σημασιακής κατασκευής την οποία προσλαμβάνει ο θεατής, ο αναγνώστης και ο ακροατής. Κατά συνέπεια, διακρίνονται, με σχετική ευκολία, ορισμένοι θεμελιώδους σημασίας άξονες: εκκινώντας, για παράδειγμα, από την θεματική του παραλόγου, από το ζήτημα της σκιαγράφησης τόξων ερμηνείας και διοχέτευσης του συναισθήματος, από την ενδιάθετη απειλή κ. ο. κ.
    Το έργο με τίτλο «Ένας ανεπαίσθητος πόνος» (1958) ανήκει στην πρώιμη δραματουργική παραγωγή του Πίντερ, ο οποίος επηρεάζεται άμεσα από τον Μπέκετ και από την λογική του παραλόγου. Ωστόσο, τίποτα δεν κατατίθεται τυχαία εποικοδομώντας, θα λέγαμε, ένα χαρακτηριστικό μικροσύμπαν, του οποίου η ύπαρξη και η λειτουργία εξαρτώνται από την ιδιάζουσα θέση την οποία κατέχει ένα έκαστο των στοιχείων που συντίθενται για να αποδώσουν έναν αρχικά μονοσήμαντο χρωστήρα σκέψεων, οι οποίες μετουσιώνονται βαθμιαία σε ιδέες και σε ιδεολογίες. Το βαθύτερο ζήτημα της διατύπωσης, με κατάληξη το ερώτημα «Πώς να το πω; Με ποιες λέξεις;», το αδιέξοδο δηλαδή της επικοινωνίας, που απασχολεί μέχρι το τέλος τον Σάμιουελ Μπέκετ, διοχετεύεται ομοίως στην πιντερική γραφή.
     Εντούτοις, ο Χάρολντ Πίντερ ανακαλύπτει την μαγεία της δομής και των σημείων που στοιχειοθετούν ένα μικρόκοσμο, για να εφεύρει τελικά το αναλογούν δομικό εννοιολόγημα που ενσαρκώνεται και απορροφά την ενεργειακή ιδεολογία κατά τη διάρκεια της παραστασιακής διαδικασίας. Για παράδειγμα, στο έργο «Ένας ανεπαίσθητος πόνος», η αδιάλειπτη και αινιγματική παρουσία του Σπιρτοπώλη στο δρόμο, σχεδόν στην πόρτα του ζεύγους Έντουαρντ και Φλώρας, αναδίδει την παράλογη απειλή στο πλαίσιο μιας θολής όσο και ανεξήγητης μεταλλαγής στη συμπεριφορά του Έντουαρντ. Μολαταύτα, η παρουσία του Σπιρτοπώλη δύναται να εκληφθεί ως απουσία, λόγω μη επαρκούς παραγωγής πληροφοριών γύρω από το βουβό αυτό δρων, χάρη στο οποίο λειτουργεί, παρόλα αυτά, εσωτερικός μηχανισμός που τροφοδοτεί την αδύναμη φαινομενικά πλοκή του έργου.
       Ο Σπιρτοπώλης εμπίπτει, ωστόσο, στην ιδιαίτερη κατηγορία της απούσας δομής δια της οποίας επικυρώνεται η πανταχού παρούσα εσωτερική διάθεση ως απαραίτητο υλικό της προσωπικής ιδέας, η οποία μεταποιείται σε οικουμενική ιδεολογία. Σημειωτέον ότι η εν λόγω ιδεολογία αποτυπώνεται, όπως προαναφέρθηκε, στη δομική διευθέτηση της διαπλοκής ανάμεσα στην καθημερινή ανθρώπινη οντότητα και στο εξώλογο και συμβολικό, ούτως ειπείν, στοιχείο που υπερβαίνει την καθημερινή ύπαρξη και συνύπαρξη, στο επίπεδο της κοινωνικοποιημένης κατάθεσης του ενστίκτου. Έτσι, ο Σπιρτοπώλης, στην ουσία απών, αποκτά σημασιακή και δομική υπόσταση οδηγώντας στον παγκόσμιο τρόμο του ανοίκειου.
      Η παράσταση στο «Εσωθέατρο» προκρίνει τη σημασιακή ενάργεια ως απαραίτητη προϋπόθεση της εκφωνήσεως και της εκτελέσεως κινήσεων από τους ηθοποιούς. Αποτέλεσμα της σκηνοθετικής αυτής διευθέτησης είναι η καθαρή σκηνική γραφή, η οποία στηρίζεται στη σαφή απόδοση του ολικού ρυθμού από όπου αποκλείεται το φαινόμενο της χασμωδίας.
     Η σκηνοθετική γραμμή την οποία ακολουθεί ο Τάσος Προύσαλης οδηγεί την παράσταση σε εναλλαγές τόνων, που εμπλουτίζουν με έντονους χρωματισμούς την αναπαράσταση του πιντερικού μικροκόσμου. Ο κλειστός χώρος του «Εσωθεάτρου» αντανακλά ως εκ τούτου, τις καταστάσεις βαθέως ψυχικού άλγους στις οποίες παραπέμπουν οι ήρωες. Έτσι, το έργο, στην ολοκληρία του, καθίσταται μεταφορά της ίδιας της ζωής του καθημερινού ανθρώπου, μάρτυρα ενός πολιτισμού φορέως καρκινωμάτων, που διαβρώνουν αργά και σταθερά το ψυχικό σώμα της ανθρώπινης οντότητας. Ο κύριος Προύσαλης, στηριζόμενος στην εξαιρετική μετάφραση της Ναταλίας Τζήμα, κατορθώνει ν’ αναδείξει την «παρτιτούρα» του Πίντερ σε κατ’ εξοχήν χρωματική κλίμακα διανοημάτων, τα οποία ανάγουν την παράσταση σε σύμβολο της οντικής ανεπάρκειας μέσω της καταστροφής των ενστίκτων.
      Οι ηθοποιοί λειτουργούν με άριστη σκηνική ενάργεια στις απαιτήσεις των συνδιαλεκτικών αντιστίξεων. Τον ρόλο της Φλώρας ερμηνεύει έξοχα η Μέλανι Μαρχάινε παίζοντας κυριολεκτικά με το εσωτερικό ψυχικό τοπίο σε διαρκή διάλογο με το εξωτερικό. Η πλούσια χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί η κυρία Μαρχάινε δημιουργεί ένα στέρεο υπόβαθρο ερμηνείας πάνω στο οποίο χτίζεται το δείγμα ανθρώπου που γίνεται παράδειγμα και εν συνεχεία συμβολοποιεί τη θεματική βάσει της οποίας συνελήφθη. Ως Έντουαρντ, ο Γιάννης Μοσχίδης παρακολουθεί κάθε λεπτομέρεια του νέου στοιχείου που εμφανίζεται στην πλοκή και λειτουργεί κατ’ ανάλογο τρόπο χωρίς να χάνει τον ορίζοντα των ομο – λογιών ανάμεσα στον ήρωα που υποδύεται και στα εννοιολογήματα που εκφράζονται μέσω του ρόλου.
       Ο Σπιρτοπώλης της Βασιλικής Λαΐνη αποτελεί ένα σώμα – σήμα. Η μάσκα – σκιάχτρο που φιλοτεχνεί ο Αλέξανδρος Λόγγος αποτυπώνει τη γκριμάτσα του τρόμου και της απειλής. Με υποδειγματική πειθαρχία, η κυρία Λαΐνη εκφράζει, με τις ελάχιστες κινήσεις που της αναλογούν, τον «εισβολέα» αποδίδοντάς του όλο τον «εξωτερισμό», θα λέγαμε, εισάγοντας στον περιχαρακωμένο χώρο του Έντουαρντ και της Φλώρας τις κοινωνικές φωνές και όλα όσα αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα από την οποία το ζεύγος είναι εντελώς αποκομμένο.
       Τα σκηνικά, τα κοστούμια και οι καίριοι φωτισμοί υπακούουν στο κοσμοείδωλο που προσπαθεί να προβάλει μέσα από τη σκηνοθεσία του ο Τάσος Προύσαλης. Βάσει αυτού, ο σκηνικός χώρος εμφανίζεται με τα άκρως απαραίτητα στοιχεία, τα πλέον λειτουργικά και φορτισμένα με ιδιαίτερη σημασία.