Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Με τη γυναίκα του...φίλου μου!


Στο θέατρο «Πόρτα» παρουσιάζεται η κωμωδία των Georges Feydeau- Maurice Desvallieres «Ξενοδοχείο ο παράδεισος» (1894), μια φαρσοκωμωδία με τη χάρη της ελαφράδας, της σβελτάδας των ρυθμών της και τη φρεσκάδα του χιούμορ της. Και στο έργο αυτό, ο συγγραφέας εστιάζει στις εξωσυζυγικές και παράνομες σχέσεις μέσα από τυποποιημένους χαρακτήρες, προσωπεία γκροτέσκο, κλοουνίστικα καμώματα, μιμικές, γκριμάτσες, λάτσι, χονδροειδείς εκφράσεις, φαιδρές χειρονομίες και πράξεις. Ανικανοποίητοι σύζυγοι αναζητούν εκδίκηση και καταφεύγουν στην απιστία. Δύο ζευγάρια φίλων, οι Μπαγιατέ και οι Περλέ, κερατώνουν ασύστολα ο ένας τον άλλο δημιουργώντας απαγορευμένους δεσμούς ενώ στις ερωτοδουλειές τους αναμειγνύονται άθελά τους τρίτα πρόσωπα που παρά την αθωότητα τους καλούνται να υποστούν τις συνέπειες μιας απίστευτης παρεξήγησης που στήνεται ένα βράδυ σ’ ένα ξενοδοχείο. Στις σκάλες, στους διαδρόμους και στα δωμάτια συναντιούνται λάθος πρόσωπα τη λάθος στιγμή και το ένα ψέμα φέρνει μοιραία το άλλο. Τα μπλεξίματα, οι ανατροπές των καταστάσεων και οι απρόβλεπτες εξελίξεις τους, διευκολύνουν τους φταίχτες όχι μόνο να μην πληρώσουν το κρίμα αλλά να βγουν και από πάνω.
Από τα δωμάτια του κακόφημου ξενοδοχείου παρελαύνει μια σειρά από τύπους που προκαλούν ευτράπελα και ξεκαρδιστικά κωμικές καταστάσεις. Μια ερωτομανής υπηρέτρια παρασύρει τον άβγαλτο και άπειρο νεαρό του σπιτιού ο οποίος έχει όλη μέρα το μυαλό του στα βιβλία και τις σπουδές του. Ένας πατέρας -που κεκεδίζει όταν βρέχει και χάνει τη μιλιά του όταν ρίχνει κεραυνούς- συνοδευμένος από τις τρεις κόρες του, διαδοχικά η μια πιο ψηλή από την άλλη, άριστα εκπαιδευμένες στην υπακοή και ντυμένες ομοιόμορφα με ροζ κοτσιδάκια και λουλουδιαστά φορέματα, βρίσκει κατάλυμα σ’ ένα στοιχειωμένο δωμάτιο. Στην υπόθεση εκτός από τον πανούργο ξενοδόχο και το ξεφτέρι βοηθό του, περιπλέκεται και ένας αδέξιος αστυνόμος που προσπαθεί να επωφεληθεί από την κατάσταση προκειμένου να νομιμοποιήσει το αυθαίρετο του!!
Απολαυστικές στιγμές χαλάρωσης, γέλιο «πρωτόγονο», χωρίς σκέψεις και αναστολές μας χάρισε η παράσταση. Ρέουσα και άμεση η μετάφραση του Σταμάτη Φασουλή. Λειτουργικός, για το κρυφτό και τα σκανδαλιάρικα παιχνίδια των ηρώων, ο ευρύχωρος σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε ο Γιώργος Πάτσας. Κεφάτες ερμηνείες, γρήγοροι ρυθμοί, ζωηρή μουσική απέδωσαν τη γαλλική, ελαφρώς ειρωνική και χιουμοριστικής διαθέσεως φινέτσα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
"Ξενοδοχείο ο παράδεισος" των Georges Feydeau-Maurice Desvallieres
Μετάφραση : Σταμάτης Φασουλής
Σκηνοθεσία : Γιάννης Μπέζος
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Διανομή : Γιάννης Μπέζος, Τζόυς Ευείδη, Ναταλία Τσαλίκη, Στέλιος Μάινας, Αλμπέρτο Φάις, Γιάννα Παπαγεωργίου, Τάσος Γιαννόπουλος, Αθηνά Ματσούκα, Μαρκέλλα Παππά, Λήδα Καπνά, Γιάννης Στόλλας, Χρήστος Σπανός και Σπύρος Μεργιανός

ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ
Μεσογείων 59, τηλ. 210 77 11 333
Σάββατο 18.30, Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.30, Κυριακή 20.00

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Καρέ του...κερατου!


Μικρό αφιέρωμα στο συγγραφέα
Ο πολυγραφότατος Γάλλος κωμωδιογράφος Georges Léon -Jules- Marie Feydeau (1862-1921), τεχνίτης της φάρσας, κάνει την πρώτη του επιτυχία με το «Tailleur pour dames» (Ράφτης Κυριών) και συνεχίζει ακατάπαυτα έως το θάνατο του, μετά από τον οποίο ανέβηκε το τελευταίο του έργο, «Cent millions qui tombent» (Εκατό εκατομμύρια που πέφτουν). Ανάμεσα στα πιο αξιόλογα έργα του συγκαταλέγονται : «Une puce à l’oreille» (Ψύλλοι στ’ αυτιά), «L’ Hôtel du Libre Echange» (Ξενοδοχείο Παράδεισος), «Le Dindon» (Το κοροΐδο), «La Dame de Chez Maxim» (Η κυρία του Μαξίμ), «Un fil à la patte» (Κλωστή στην πατούσα), «Le Bourgeon» (Το μπουμπούκι) κ. τ. λ. Από τη μέρα που ο θίασος Renaud- Barrault ανεβάζει το «Occupe-toi d’Amélie» (Το νου σου στην Αμέλια) και η Comédie Française τον εντάσσει για πρώτη φορά στους επίσημους κόλπους της, αναγνωρίζεται σε παγκόσμια κλίμακα.
Μαζί με τον Eugène Labiche και άλλους συγγραφείς, ο Georges Feydeau ανανέωσε και προσέδωσε μια πρωτοφανή αίγλη στο vaudeville, ένα παρεξηγημένο δραματικό είδος. Ο αστικός κόσμος διακωμωδείται ανελέητα μέσα από γελοιογραφικές διόδους που επιτρέπουν τη συνύπαρξη του πνευματώδους λόγου με το γκροτέσκο σκηνικό στοιχείο : δολοπλοκίες της αφρώδους φάρσας, ζηλότυπες φινέτσες της κλειδαρότρυπας, των παράνομων ξενοδοχείων και των λαμπερών σαλονιών. Παρ’ όλο που τα έργα του φαίνονται να γράφτηκαν σαν εμπορική ψυχαγωγία, επιδεικνύουν μια έντονη ηθική αίσθηση και κρίνουν τη φρίκη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εκτίθεται η υποκρισία μιας υπεροπτικής εποχής καθώς ο Feydeau απογυμνώνει τους άνδρες και τις γυναίκες αποκαλύπτοντας τις βασικές ορμές τους. Το στοιχείο της υπερβολής, ο οργιώδης πυρετός των λέξεων, οι γρήγοροι ρυθμοί, οι διαρκείς ανατροπές, οι απίστευτες συμπτώσεις, οι μηχανορραφίες και οι παρεξηγήσεις είναι στοιχεία γεμάτα απεχθείς παραλληλισμούς με την πραγματική ζωή που πολλές φορές μοιάζει μ’ ένα κακό όνειρο. Ο μελαγχολικός αυτός ηθικολόγος δεν παρέλειψε πολλές φορές ν’ αναφερθεί σε θέματα αποξένωσης, αδιέξοδων επικοινωνίας, μοναξιάς και μεταφυσικής αγωνίας που διαπραγματεύθηκαν από τελείως διαφορετική οπτική οι εκπρόσωποι του θεάτρου του παραλόγου.

Η παράσταση
Στο θέατρο «Περοκέ», ο Βασίλης Τσιβιλίκας επέλεξε να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει σε μια αδύναμη δραματουργικά και ανάλαφρη κωμωδία του Feydeau που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1904 με τον τίτλο «La Main passe» (Από χέρι σε χέρι). Διασκεύασε πολύ ελεύθερα το κείμενο και μετέφερε τη δράση από τη γαλλική Belle Epoque στην Αθήνα του ’30 προσαρμόζοντας κατάλληλα ονόματα προσώπων και τοποθεσιών και μεταγράφοντας το γαλλικό χιούμορ στα ελληνικά δεδομένα. Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι συζυγικών απιστιών με τυποποιημένους χαρακτήρες, προβλέψιμες καταστάσεις, σχηματική υπόθεση που στηρίζεται στην επιτυχία της ατάκας και στην αυτοσχεδιαστική ευχέρεια των ηθοποιών προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Θέαμα πλουσιοπάροχο από συχνές αλλαγές σκηνικών και ποικιλία κοστουμιών εποχής.


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
"Το δέκα το καλό" του Georges Feydeau ("La Main passe")
Διασκευή-Σκηνοθεσία : Βασίλης Τσιβιλίκας
Σκηνικά-Κοστούμια : Άννα Μαχαιριανάκη
Διανομή : Στέλιος Καλαθάς, Άννα Ανδριανού, Ντάνος Λυγίζος, Κοσμάς Ζαχάρωφ, Πάνος Χατζηκουτσέλης, Βασίλης Τσιβιλίκας, Γιώργος Γεωργίου, Αθηνά Μαυρομάτη, Αγγελική Λυμπεροπούλου, Δημήτρης Καϊκής, Γιώργος Σουξές και Γιώργος Γιαννόπουλος.

ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΡΟΚΕ
Οδυσσέως 2, Πλ. Καραϊσκάκη, τηλ. 210 52 400 40
Τετάρτη 19.15, Σάββατο-Κυριακή 18.15, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.15

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Φουρτούνα στην καρδιά


Ιδανική βραδινή έξοδο με σκοπό ν’ αποδράσει κανείς από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να ψυχαγωγηθεί χωρίς βαθυστόχαστους προβληματισμούς αποτελεί η αισθηματική, ανάλαφρη και νοσταλγική κωμωδία του Παντελή Χορν, «Το Μελτεμάκι» που παρουσιάζεται στο θέατρο Λαμπέτη σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου.

Ο συγγραφέας και το έργο του
Η πολύμορφη δραματουργία του Παντελή Χορν (1881-1941) συνθέτει ετερόκλητα στοιχεία αλλά υποτάσσεται στην ηθογραφική τάση. Ο δημιουργός καταπιάνεται και κινείται ευέλικτα ανάμεσα σε πολλά είδη όπως το κοινωνικό και πατριωτικό δράμα, την κωμωδία ηθών και χαρακτήρων, την αισθηματική κομεντί και τη σάτιρα. Φανερές στα έργα του οι επιδράσεις από τον Ίψεν, το Νίτσε, τον Πιραντέλλο, τα κινήματα του νατουραλισμού και του συμβολισμού καθώς και της επιστήμης της ψυχανάλυσης. Παράλληλα αντλεί στοιχεία τόσο από την ελληνική παράδοση, όσο και από το σύγχρονο του αστικό και επαρχιακό περιβάλλον διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος. Κύριοι θεματικοί άξονες των κειμένων του είναι ο έρωτας, η ανθρώπινη μοίρα και η κοινωνική διάβρωση, θέματα που αναπτύσσονται με ρεαλιστική αλλά και μελοδραματική ενίοτε διάθεση καθώς και με τρόπο αντιφατικό.
Από την πολυάριθμη παραγωγή του, ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα : «Οι Πετροχάρηδες» (1908), «Μελάχρα» (1909), «Το Φιντανάκι» (1921), «Σέντζας» και «Φλαντρώ» (1925). Στο θέατρο του Παντελή Χορν, ο έρωτας ως έντονο πάθος, ως αναζήτηση των αισθήσεων και ως αμαρτωλή διαπραγμάτευση επιδιώκει μάταια τον εξαγνισμό παραμένοντας είτε ανεξήγητη νοσταλγία της αθωότητας είτε αέναη αναζήτηση της ιδανικής μορφής του. Σε πολλά έργα του Χορν, ο έρωτας οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή και δεν φθάνει ποτέ στην απόλυτη ολοκλήρωση γιατί καθορίζεται από τη Μοίρα, αναπότρεπτο ανατροπέα των ονείρων. Η Μοίρα παρουσιάζεται άλλοτε υπό μορφή ανυπέρβλητων εξωτερικών εμποδίων, άλλοτε υπό μορφή στοιχείων κάποιου χαρακτήρα και άλλοτε ως πληρωμή του αμαρτωλού παρελθόντος.

Ερωτικά τρίγωνα
«Το Μελτεμάκι» που αποπνέει μια Αιγαιοπελαγίτικη αύρα και είναι νοτισμένο από την αρμύρα της θάλασσας, σχεδιάστηκε αρχικά ως διήγημα με τον τίτλο «Το Κυματάκι» και δημοσιεύθηκε το 1927. Την ίδια χρονιά έγινε θεατρικό έργο με τον αρχικό τίτλο «Έρως και Πείνα» και ανέβηκε τελικά ως «Μελτεμάκι» στον Απόλλωνα, από το θίασο της Κυβέλης.
Η δράση ξετυλίγεται στην όμορφη αυλή ενός νησιώτικου σπιτιού όπου ο Τάκης, ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού, δε χάνει ευκαιρία ν’ αποδείξει πως δεν ήταν ακόμα η ώρα του να βγει στη σύνταξη καθώς σφύζει από νιάτα, δύναμη και ενέργεια για έντονη ερωτική ζωή. Η άφιξη της Αλίκης, της νεαρής και όμορφης ανιψιάς της γυναίκας του Σοφίας θ’ αναστατώσει πρόσκαιρα τη ζωή του ζευγαριού. Παράλληλα, οι σκανδαλιές και η προκλητική συμπεριφορά μιας σαγηνευτικής χήρας, της Μανταλαίνας, θα ταράξει για λίγο τα νερά ανάμεσα στη Σταματίνα και το σύζυγό της Βαγγέλη, που εργάζονται στο αρχοντικό του πρώτου ζευγαριού. Στο τέλος, οι πειρασμοί παρέρχονται και η γαλήνη επιστρέφει στα ζευγάρια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, η γυναίκα είναι εκείνη που με την υποχωρητική της στάση και υπομένοντας τις ερωτικές ατασθαλίες του άνδρα, θα διασφαλίσει την οικογενειακή ισορροπία διασώζοντας το γάμο της.
Στο έργο, το ερωτικό πάθος μοιάζει με περαστική διακύμανση, ένα χωρίς συνέπειες μελτεμάκι και ειρωνικά μπορεί να υποκατασταθεί με τις γευστικές απολαύσεις (όπως η κρέμα που τρώει το μονιασμένο ζευγάρι στο τέλος του έργου ή η πλειάδα των λιχουδιών που παρελαύνουν κατά τη διάρκειά του). Το ευτυχές τέλος και η «ηθική» αποκατάσταση των πραγμάτων μετριάζεται από την πικρή γεύση που αφήνει ο απραγματοποίητος έρωτας. Η λύση δίνεται μέσα από ένα συμβιβασμό που σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο το θάνατο του έρωτα και την επιστροφή στην ασφάλεια της σιγουριάς. Ο έρωτας, σύμφωνα με το συγγραφέα, ξεπερνά τις υλικές διαστάσεις και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας ήρωας είναι «μια πάλη με την ανυπαρξία! Αγαπάς για να μην πεθάνεις, για να μην πεθάνεις ποτέ!»

Η Παράσταση
Η σκηνοθετική ανάγνωση του Κώστα Τσιάνου «τινάζει τη σκόνη» και ζωντανεύει με τους ζωηρούς ρυθμούς και τη σύγχρονη αισθητική της, ένα παρωχημένων ηθικών αντιλήψεων κείμενο. Εντυπωσιακό, γραφικό, κομψό και λειτουργικό το σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού με το λευκό χρώμα στις βεράντες, στην ταράτσα και στα πεζούλια. Αισθησιακοί οι γαλάζιοι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου φορτίζουν συγκινησιακά το χώρο και υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των προσώπων. Εύστοχα συμβολική η χρήση του καραβιού μέσα από το οποίο φθάνει αλλά και αποχωρεί το Αλικάκι! Γνωστές, παλιές και αγαπημένες μελωδίες της δεκαετίας του ’50 που αναφέρονται σε θάλασσες και ναυτικούς, τραγούδια (από νησιώτικα μέχρι το «La vie en rose» της Edith Piaf) και χορευτικά διανθίζουν τους διαλόγους απαλείφοντας σημεία επαναλήψεων ή τάσεις πλατειασμού.
Με κέφι και σπιρτάδα, γρήγορες χειρονομίες, υψηλούς τόνους και μια ελεγχόμενη δόση υπερβολής οι ερμηνείες των ηθοποιών σκιαγραφούν ολοκληρωμένους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες. Ως Τάκης, ο Στέφανος Κυριακίδης αποδίδει ικανοποιητικά τον αψύ ώριμο ναυτικό, θιασώτη του γυναικείου κάλλους. Η Χριστίνα Θεοδωροπούλου υποδύεται τη Σοφία με λεπτότητα και αριστοκρατική ευγένεια. Η πληθωρική Μαρία Καντιφέ (Σταματίνα) χειρίζεται υποδειγματικά τη σωματική της διάπλαση και πλάθει μια άκρως κωμική φιγούρα υποδυόμενη τη συντηρητική και θεούσα γυναίκα που με διάφορες προφάσεις στερεί τη σεξουαλική απόλαυση από το σύντροφό της. Ο Πάνος Σκουρολιάκος (Βαγγέλης) διεκπεραιώνει με την υποκριτική ευχέρεια που διαθέτει το γνώριμο τύπο που αγαπά τις γυναίκες και το κρασί. Η Χρύσα Παππά (Μανταλένα) φανερώνει έντεχνα με τις υπαινικτικές κινήσεις και τη χροιά της φωνής, τις προθέσεις ενός θηλυκού, πέτρα του σκανδάλου, που αναστατώνει και παρασέρνει στα δίχτυα της όλα τ’ αρσενικά. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη (Αλίκη) αποτυπώνει στην ερμηνεία της τη γνήσια αθωότητα, την ευαισθησία αλλά και την απλότητα ενός νεαρού πρωτόβγαλτου κοριτσιού.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Μελτεμάκι» του Παντελή Χορν
Σκηνοθεσία-επεξεργασία κειμένου-μουσική επιμέλεια : Κώστας Τσιάνος
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Ασημακόπουλος
Φωτισμοί : Νίκος Σωτηρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη : Νικόλ Κοκκίνου
Βοηθός σκηνογράφου : Βάλια Συριοπούλου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Στέφανος Κυριακίδης, Μαρία Καντιφέ, Πάνος Σκουρολιάκος, Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Χρύσα Παππά και Ευδοκία Ρουμελιώτη

ΘΕΑΤΡΟ ΛΑΜΠΕΤΗ
Λεωφόρος Αλεξάνδρας 106, τηλ. 210 64 63 685
Τετάρτη-Κυριακή 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Σάββατο 18.00

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

Μεγαλείο ζωής



Η «Ραχήλ» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1867-1951) πρωτοπαίχθηκε το 1909 στο θέατρο «Βαριετέ» από τον θίασο της Κυβέλης Ανδριανού, επαναλήφθηκε τον επόμενο χρόνο με κάποιες αλλαγές στη διανομή και ξαναπαρουσιάστηκε το 1926 στο θέατρο «Κεντρικόν» από το θίασο της Ελένης Χαλκούση. Το ελάχιστα παιγμένο αυτό έργο είναι ένα τρίπρακτο δράμα που διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο, τη Μεγάλη εβδομάδα του 1891 και αναφέρεται στις διαμάχες Εβραίων και Χριστιανών. Ο Χριστιανός Κάρολος ερωτεύεται την κόρη του Εβραίου γείτονά του, Ραχήλ. Η απόφαση της κοπέλας να βαφτιστεί Χριστιανή και να παντρευτεί τον Κάρολο θα συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια. Η επί χρόνια αρμονική συνύπαρξη των δύο οικογενειών διαταράσσεται όλο και περισσότερο, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός του νησιού προχωρεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις εναντίον της εβραϊκής κοινότητας. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η θρησκεία των δυο νέων μοιάζει να υψώνεται αδιαπέραστο εμπόδιο στη σχέση τους.

Αγάπη και μίσος
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «ο Ξενόπουλος σαφώς τοποθετεί τη Ραχήλ στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του 1891 και αξιοποιεί το φανατισμό των θρησκευτικών προκαταλήψεων και τα αντίστοιχα γεγονότα για να κριτικάρει αρνητικά τα τρωτά του νησιού του. Η προπαγάνδα του τύπου είχε πυροδοτήσει το λαϊκό αντισημιτισμό με φήμες σχετικά με τη δολοφονία της μικρής Εβραιοπούλας Ρουμπίνης Σάρδας. Η σκηνοθετική ματιά εντάσσει τις παραπάνω φήμες στο σώμα της παράστασης για να συντείνει συμπληρωματικά στη διαχρονικότητα των ιδεών του έργου.
Το πνεύμα προσπαθεί να παραμείνει απρόσβλητο από τα αγκάθια του μίσους και ο αγώνας θωράκισής του τροφοδοτείται από τον έρωτα της Ραχήλ. Από την εσωτερική μάχη που διεξάγεται στα βάθη της ψυχής της βγαίνει νικήτρια, αλλά νικημένη από τον παραλογισμό του όχλου. Η δύναμη της Αγάπης αποτελεί αντίβαρο του μίσους και πηγή οδύνης για εκείνους που διαποτίστηκαν με αυτό. Η επιθυμία για ζωή είναι η ίδια εκείνη δύναμη που οδηγεί στην αυτοθυσία, στο θάνατο, και μόνο με την απομάκρυνση από τα υλικά δεσμά το πνεύμα της Αγάπης αθανατίζεται στην αιωνιότητα του χρόνου. Η διαχρονικότητα του θέματος αναδεικνύεται από τις φυλετικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη γραφή του έργου και από τα γεγονότα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Μέσα στο διάβα του αιώνα θρησκευτικοί πόλεμοι, κηρύγματα προκαταλήψεων, διαχωριστικές γραμμές, σβάστιγγες, πάσης φύσεως φονταμενταλισμοί έρχονται και παρέρχονται με πολλά προσωπεία, συνθέτοντας το τείχος μιας μισαλλόδοξης Λερναίας Ύδρας που αναπαράγει διαρκώς το μένος «δηλητηριάζοντας» κάθε ανθρωπιστικό ιδανικό. Το ιερό και φλογερό πάθος για μια ιδέα, που συνοδεύει την ανθρώπινη ιστορία, αντί να φωτίζει τις καρδιές και το νου, γίνεται αβυσσαλέο και απάνθρωπο, όταν έρθει σε επαφή με τα πολλά κεφάλια αυτού του τέρατος. Ένα απ’ αυτά τα κεφάλια είναι και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Σήμερα το ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει επιτυχώς η τηλεόραση. Η καλλιέργεια της άνω ρητορικής εξακολουθεί να εγείρει τα φόβητρα του αφανισμού της εθνικής ταυτότητας δημιουργώντας ιδεοληπτικά παραληρήματα στη μαζική ψυχολογία.
Ο Ξενόπουλος εισχωρεί και στους μηχανισμούς καλλιέργειας του ρατσισμού οι οποίοι εμφανίζονται από την παιδική κιόλας ηλικία που κατακλυζόμαστε από στερεότυπα. Σύμβολα που εκφράζουν μια αλληλένδετη τάξη απόψεων, αξιών, τελετουργικών εκφράσεων, στάσεων και αισθημάτων, υπαγορεύουν την προτίμηση ενός πράγματος και την απόρριψη ενός άλλου, μεταφέρουν στον άνθρωπο από την παιδική του ηλικία ως την ένταξή του στον κόσμο των ενηλίκων τη βαρύτητα ορισμένων απόψεων και του επιβάλλουν το φόβο της κοινωνικής αποδοκιμασίας και των κυρώσεων που θ’ ακολουθήσουν, αν οι αξίες αυτές παραβιαστούν. Οι ταμπέλες επιβάλλονται χωρίς ακόμη να γίνει αντιληπτή η σημασία τους και γίνονται «κουτιά» που «φυλακίζουν» («Οι Εβραίοι πίνουν αίμα χριστιανικό», «In cruce quia crucifixerunt: Στο σταυρό οι σταυρώσαντες») Τα σύμβολα αυτά παγιώνονται, παράγουν προκαταλήψεις και σπέρνουν εμπόδια στο δρόμο που οδηγεί στην ψυχή του άλλου, του διαφορετικού. Η αγάπη της Ραχήλ τα υπερκέρασε όλα αυτά και κράτησε μόνο τη μανόλια για να της θυμίζει το πιο ευωδιαστό και μεθυστικό άρωμα της ζωής. Ο θάνατος της δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεγαλείο ζωής. Η ανθρώπινη ενέργεια μπορεί ν’ αφομοιώσει αυτόν το θάνατο και να τον εντάξει στον Ύμνο προς τη ζωή»

Η παράσταση
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Ελένης Σκότη επιχείρησε ν’ αναδείξει τη διαχρονική χροιά του κειμένου μέσα από μια σύγχρονη αισθητική ώστε να γίνει εύκολα αντιληπτή και οικεία στο σημερινό θεατή. Ο σκηνικός χώρος που έστησε ο Γιώργος Χατζηνικολάου – ένα μοντέρνο σαλόνι σε μια μαύρη κυκλική βάση που περιστρέφεται – κατακλύζεται από το γκρι χρώμα. Το ίδιο χρώμα υιοθετούν και τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Ελένη Μανωλοπούλου, με εξαίρεση το φόρεμα της Ραχήλ στην τρίτη πράξη που είναι μαύρο παραπέμποντας ευθέως στο θάνατο που φθάνει απειλητικά. Στο πίσω μέρος του κύκλου, διακρίνουμε ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι ήρωες παρατηρούν όσα συμβαίνουν στους εξωτερικούς χώρους. Στο βάθος της σκηνής, έξω από τον κύκλο, οι ηθοποιοί που δεν παίρνουν μέρος εκείνη την ώρα στη δράση κάθονται σε καρέκλες και παράγουν ομαδικά ήχους (συνθήματα διαδηλωτών, καλπασμός αλόγων άμαξας, φωνές πλήθους) σχολιάζοντας και επιδεινώνοντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Άρτια επιμελημένο το βίντεο με τον εφιάλτη που βλέπει η Ραχήλ, υποβλητική και μελαγχολική η μουσική υπόκρουση του Μάριου Στρόφαλη ενώ οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου εστιάζουν στις συναισθηματικές εναλλαγές των προσώπων και παγώνουν τις λεπτομέρειες.

Οι ερμηνείες
Η Αννίτα Κούλη δεν κατορθώνει να ερμηνεύσει εξελικτικά τον απαιτητικό και πολυεπίπεδο ρόλο της Ραχήλ και ν’ αναδείξει τη δυναμική του. Η κυρία Κούλη δεν εμβαθύνει στα κίνητρα δράσης της ηρωίδας και κινείται επιδερμικά στις ψυχολογικές μεταπτώσεις καταλήγοντας μοιραία στην αποστέωση ενός ρόλου με αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες. Ο Γιάννης Λεάκος δεν υποστηρίζει με σθένος το νεαρό ευγενή χριστιανό Κάρολο Δεσύλα και μένει στην επιφάνεια των καταστάσεων. Οι εν λόγω ερμηνείες διαμορφώνουν ένα άνισο δίδυμο υποκριτικής διαλεκτικής και σκιαγραφούν καθημερινά πρόσωπα που δεν ανάγονται σε συμβολικές μορφές. Ο Θάνος Αλεξίου ως Αβραμής και ο Πέτρος Αποστολόπουλος που παίζοντας το Μανασή διατηρεί στην προφορά του τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, πλάθουν δυο ολοκληρωμένες φιγούρες υπηρετών. Η Πέπη Μοσχοβάκου διεκπεραιώνει με άνεση το σύντομο ρόλο της Αρετής, υπηρέτριας του Δεσύλα. Ο Χάρης Τσιτσάκης υποδύεται τον Εβραίο τραπεζίτη Σαμουήλ Χάρη Τεδέσκο, διαγράφοντας με ακρίβεια την πορεία εξέλιξης του ήρωα από ενεργητικό δέκτη των καταστάσεων σε παθητικό παρατηρητή. Ως πρεσβύτερος υιός του Σαμουήλ, ο Θωμάς Παπάζογλου (Δαβίκος) υιοθετεί μια μονοδιάστατη ερμηνεία που στηρίζεται κυρίως σε εξωτερικά εκφραστικά μέσα. Ο ηθοποιός φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται πλήρως το πυκνό ιδεολογικό φορτίο και το ήθος που εκπροσωπεί ο ήρωας που καλείται να ενσαρκώσει. Ως Αλέξανδρος, ο Άντονυ Μπερκ δημιουργεί ένα χαρακτήρα που ενεργεί υπό την επίδραση του μεγαλύτερου αδελφού του. Η Υβόννη Μαλτέζου στο ρόλο της κυρίας Δεσύλλα ακολουθώντας τα γνώριμα χνάρια της υποκριτικής της υφολογίας αποτυπώνει στην ερμηνεία της την αγωνιώδη ανησυχία μιας μάνας για την τύχη του παιδιού της και κατορθώνει να συγκινήσει μέσα από την απλότητα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ραχήλ» του Γρηγορίου Ξενόπουλου
Σκηνοθεσία : Ελένη Σκότη
Βοηθός σκηνοθέτη : Δάφνη Λαρούνη
Σκηνικά : Γιώργος Χατζηνικολάου
Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Φωτισμοί : Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Βίντεο : Δημήτρης Καραντινόπουλος
Βοηθός ενδυματολόγου : Δήμητρα Χίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Θάνος Αλεξίου, Πέπη Μοσχοβάκου, Πέτρος Αποστολόπουλος, Αννίτα Κούλη, Γιάννης Λεάκος, Άντονυ Μπερκ, Χάρης Τσιτσάκης, Θωμάς Παπάζογλου και Υβόννη Μαλτέζου
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ (ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΑΣ)
Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ. 210 34 55 020
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 00, Κυριακή 19. 00

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

Σε σιδερένιο κλοιό...


Η μάνα συνέχεια
Κατέβαινε
Πιωμένη κλειστές πεταλούδες
Μάτια γεμάτα
Μέλισσες
Και πελεκούσε με πάθος
Κερί λιωμένο στα μαλλιά της

(Απόσπασμα από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Η «Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), μαζί με τα έργα «Οι Ζύκωφ» (1913) και το «Κάλπικο χρήμα» (1913/1926) ανήκει στα δράματα όπου ο βασικός ήρωας προέρχεται από την αναδυόμενη νέα μικρομεσαία κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, οι οποίοι έχουν αγροτική καταγωγή και είναι αυτοδημιούργητοι. Οι χαρακτήρες αυτοί οφείλουν τη δυναμική τους ανέλιξη στην ισχυρή προσωπικότητα και στην κοπιώδη εργασία τους. Στο βωμό των χρημάτων, και με γνώμονα μια ματεριαλιστική ηθική, υπερασπιζόμενοι την κοινωνική τους θέση, μπορούν να θυσιάζουν τα πάντα, ακόμη και τα παιδιά τους.
Η «Βάσσα» γράφτηκε σε δυο εκδοχές : το 1910, πριν τη Ρωσική Επανάσταση και το 1935 σε μια πιο στρατευμένη μορφή. Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την πρώτη εκδοχή αυτού του έργου σε μετάφραση Αλίκης Αλεξανδράκη και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο Θέατρο Φούρνος. Φέτος, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη» ανεβάζει, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, και πάλι την πρώτη εκδοχή του έργου σε νέα μετάφραση που γράφτηκε ειδικά για αυτή την παράσταση από τη Χρύσα Προκοπάκη.

Η Υπόθεση του έργου
Το τρίπρακτο δράμα εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην προεπαναστατική Ρωσία, στο σπίτι της Βάσσας Ζελέζνοβα. Η μάνα κατοικεί μαζί με τους δυο γιους της, τον Πάβελ και τον Σεμιόν, τις γυναίκες τους, Λιουντμίλλα και Ναταλία, τον αδελφό του άνδρα της, Προκόρ, που είναι και συνέταιρος στην οικογενειακή επιχείρηση, τον επιστάτη της επιχείρησης και πατέρα της Λιουντμίλλα, Μιχαήλ και τις δυο υπηρέτριες, Λίπα και Ντούνια. Με την έναρξη του έργου καταφθάνει και η κόρη της Βάσσας, Άννα. Πάνω από τον ετοιμοθάνατο πατέρα στήνεται ένα απίστευτο και σκληρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, αιμομικτικές σχέσεις φανερώνονται, τρομαχτικά σχέδια εκδίκησης και χρόνιες συνωμοσίες ξεσκεπάζονται προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και απρόσμενες εκρήξεις. Η επιφανειακή τάξη και η ηρεμία στο όνομα του καθωσπρεπισμού και της καλής εικόνας της οικογένειας διαταράσσεται βίαια και αμετάκλητα.
Επίκεντρο και κυρίαρχος όλων των δυναμικών είναι η μητέρα, όχι μια μητέρα στοργική γεμάτη πραότητα και καλοσύνη αλλά σκληρή, επιβλητική και υπολογίστρια. Η Βάσσα αναλαμβάνει να τακτοποιήσει τα πράγματα επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό ή ακόμη και αθέμιτο μέσο, αποφασισμένη να πληρώσει το αντίτιμο, όσο βαρύ κι αν είναι αυτό, προκειμένου να κρατήσει όρθια την επιχείρηση και να διατηρήσει το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.

Μια πολιτική αλληγορία
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «κάτω από το μητριαρχικό μικρόκοσμο της ιέρειας των εμπόρων, τοποθετημένο σ' ένα ενεργειακό σκηνικό-σύμφυτο με τη συνήθεια ασφάλισης των οικογενειακών επιχειρήσεων- κινούνται «ανθρωπάρια» που ενώ επιθυμούν να βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους, εν τούτοις είναι ανίκανα να διαχειριστούν και να υλοποιήσουν τις επιλογές τους. Η εξάρτηση τους από τη μάνα, τη Βάσσα, τα καθιστά τραγικά πρόσωπα, άξια ελέους. Από αυτά, το πρόσωπο εκείνο που διακρίνεται για το βάθος της εξαρτημένης προσωπικότητας είναι ο Πάβελ, τον οποίο ενσαρκώνει με αριστοτεχνική γεωμετρία ο Ηλίας Κουνέλας. Η σωματική ατέλεια και η ανωριμότητα του προσδίδει μεγαλύτερη συμπάθεια. Υφίσταται όχι μόνο την ψυχολογική βία της μητέρας, αλλά και την κοινωνική και σεξουαλική περιθωριοποίηση.
Η Βάσσα Ζελεζνόβα, την οποία υποδύεται υποδειγματικά η Μπέτυ Αρβανίτη, διακατέχεται από την επίγνωση της ποιότητας των ανθρώπων της τάξης της και της γενικότερης κοινωνικής σήψης, αλλά και των δικών της σφαλμάτων. Γνωρίζει τις αδυναμίες και τα τρωτά, αλλά διατηρεί μια ακλόνητη και σκληροπυρηνική αντίδραση στα γεγονότα, που τη βοηθά στην κατάστρωση στρατηγικών επιβίωσης. Ως στύλος του οίκου της προσδοκά κι αυτή στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η εξομολογητική της τάση καταξιώνει το πρόσωπο της μάνας και απενοχοποιεί τα πάσης φύσεως αμαρτήματα. Εχθρός της είναι η απραξία, η διαιώνιση της σήψης, ο ατομισμός των συγγενών της, τα ψευτοκηρύγματα του μεσσιανισμού και η διαφορετική οπτική των υπολοίπων. Οι αντιδράσεις της και ο χαρακτήρας της δεν επιτρέπουν την ηθική ή ψυχολογική κατηγοριοποίησή της. Παραμένει το συμβολοποιημένο αρχέτυπο της σκοτεινής εκείνης δύναμης που δεν υπακούει σε ανθρώπινες νόρμες, παρά μόνο στην εξουσία των παρορμήσεων της, των κινήσεων εκείνων που αποτελούν τους «αδένες», τα ζωτικά στοιχεία της κίνησης για αλλαγή. Αυτή η ζωική ορμή αντιτίθεται σθεναρά στις δεισιδαιμονίες περί αμαρτίας, εφόσον γνωρίζει καλά ότι ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία διασχίζει το στάδιο της αμαρτίας και της μετάνοιας επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη Ηρακλείτεια συνύπαρξη του Καλού με το Κακό. Εν τούτοις συνυπάρχουν και συντηρητικά στοιχεία στην ιδεολογία της που εδράζονται περισσότερο στο φόβο της απέναντι στο διαφορετικό, απότοκο της ιδιαίτερης προσέγγισης απέναντι στα πράγματα.
Οι δομές της ψυχολογικής ατμόσφαιρας και των επικίνδυνων ισορροπιών αναδεικνύουν ένα πολυεπίπεδο ψυχογραφικό έργο πολιτικής αλληγορίας. Οι συνήθειές και τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων απομακρύνονται από τα πρότυπα της κοινωνικής τους τάξης και τη θεώρηση της μάνας. Στην ουσία δεν πρόκειται τόσο για διαφορά παλιού και νέου. Ο κόσμος της Βάσσας (Άννα-Λιουντμίλα) ζητά να στηριχθεί στα θεμέλια του παλιού για να το αλλάξει και με περισσεύματα ενέργειας να το μετατρέψει σε νέο, αποτυπώνοντας τον απόηχο των οραματισμών των αιτημάτων των λαϊκών εξεγέρσεων του 1905 (εργατική διαδήλωση μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα, ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν, απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης) που αποτέλεσαν προάγγελοι της επανάστασης του 1917, ενώ ο κόσμος των άλλων στηρίζεται στην εκστατική όψη του παραδομένου νέου (το όνειρο της πόλης) χωρίς καμιά ατομική διάθεση για ανατροπή του παλιού και αυτοδημιουργία και με την αίσθηση φυγοπονίας και μιας ηθελημένης εξάρτησης που συντηρείται μόνο από την αίσθηση παροχής οικονομικής βοήθειας από το πρόσωπο της μάνας, επιβεβαιώνοντας την καθήλωση σε μια φιλάρεσκη και φιλοχρήματη decadence, από την οποία απουσιάζει η παραμικρή επίγνωση πολιτικής συγκρότησης της εμπορικής τάξης των μικρομεσαίων στρωμάτων.»

Η παράσταση
Οι ήρωες κινούνται εγκλωβισμένοι σ’ ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί το οποίο αποτελείται από ρολά που σε καίρια σημεία ανοιγοκλείνουν θορυβωδώς. Μέσα από την ατμόσφαιρα που διαμορφώνει ο σκηνικός χώρος, ο θεατής γεύεται τη μέθεξη μιας θεατρικής ιεροτελεστίας, απόρροια καθώς φαίνεται, μιας εξονυχιστικής έρευνας του σκηνοθέτη σχετικά με την ευρύτερη θεματική της ρωσικής δραματουργίας. Ο εν λόγω σκηνοθετικός εγκιβωτισμός διευρύνει τα όρια του θεατρικού συμβάντος ενσωματώνοντας επιτυχώς τα χωροχρονικά πλαίσια της δομής του έργου στο ενεργειακό πεδίο μιας σύγχρονης παραστασιογραφικής προοπτικής. Στο κέντρο της σκηνής, το μεγάλο τραπέζι της οικογένειας, που σε κάποιες στιγμές μετακινείται, διαχωρίζει ανοιχτά πλέον το χώρο σε πεδίο πραγματικότητας αλλά και υπερβατικής παρουσίας της απούσας δομής (ετοιμοθάνατος πατέρας) που δυναμιτίζει τη δράση. Οι έξι διαφορετικού σχήματος και χρώματος καρέκλες αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο, ενδεικτικό και αυτό της διάσπασης της οικογένειας και της διχόνοιας μεταξύ κάποιων μελών της. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική λειτουργία των φωτισμών, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται η συμβολιστική χροιά του σκηνικού γεγονότος. Οι ηθοποιοί απέδωσαν ολοκληρωμένα θεατρικά πρόσωπα και οι φωνητικοί τονισμοί τους σε ποικιλία αποχρώσεων διευκολύνουν αρκετά στη δημιουργία αδρών γραμμών κατά την ενσάρκωση των ρόλων. Ξαφνιάζει με την ιδιαίτερη αισθητική της η σκηνή της διαμάχης ανάμεσα στον Πάβελ και το θείο του, όχι μόνο για τη λυρικότητα της που προκαλεί σχεδόν απόλαυση αλλά και για την άρτια κινησιολογική της διάσταση που παραπέμπει σε χορό θανάτου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι
Από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη»
Μετάφραση : Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία : Στάθης Λιβαθινός
Συνεργάτης σκηνοθεσίας : Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά-κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση : Σεσίλ Μικρούτσικου
Βοηθός σκηνογράφου : Δήμητρα Χίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Άννα Κουτσαφτίκη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ελένη Ουζουνίδου και Ευτυχία Γιακουμή

ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ-Α ΣΚΗΝΗ
Κεφαλληνίας 16, τηλ. 210 88 38 727
Τετάρτη-Κυριακή 20. 00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 00