Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

«Λευκές Νύχτες. Μια αισθηματική ιστορία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στο θέατρο «Άκης Δαβής»


Η νουβέλα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» μας παρουσιάζει έναν από τους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής, ο οποίος είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφέα: τον ονειροπόλο. Στην Αγία Πετρούπολη του 1847, ο άντρας αυτός που δεν έχει όνομα παρά μόνο ιδιότητα, παραδίδεται στις ονειροφαντασίες του και ζει σ’ ένα δικό του ελκυστικό κόσμο των φαντασιώσεων αρνούμενος να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητές της. Ως την στιγμή που εντελώς τυχαία συναντάει την Νάστιενκα και μαζί τον έρωτα.
Ο ονειροπόλος εξαναγκάζεται να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο όπου και τελικά συντρίβεται. Η κοπέλα, ερωτευμένη με έναν άλλο άντρα, επίσης χωρίς όνομα, ο οποίος αποκαλείται ένοικος γιατί είναι ο ενοικιαστής της γιαγιάς της, θα εκμεταλλευτεί τα φιλικά αισθήματα του ονειροπόλου για να έρθει σε επαφή με τον αγαπημένο της αλλά και για να παρηγορηθεί από τις διαψεύσεις του πάθους της. Όταν όμως επιτέλους ο ένοικος εμφανίζεται, η Νάστιενκα εγκαταλείπει χωρίς δεύτερη σκέψη τον ονειροπόλο για να παραδοθεί στον εραστή της και να φύγει μαζί του. Οι «Λευκές Νύχτες» πλουτίζουν με μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα αυτήν την αισθηματική περιπέτεια, προσδίδοντας στο πάθος των ηρώων μια διάσταση μαγείας αλλά και υποδόριας έντασης.
Ο συγγραφέας, ιδιαίτερα ονειροπόλος και νευρικός κι ο ίδιος, με ανάλογες ευαισθησίες και ακραίες εμμονές, μεταγγίζει στον ήρωα του πάθη και δυναμικές που ενισχύουν όχι μόνο την νοσηρότητα των ανέλπιδων προσδοκιών και την ματαιότητα του άκρατου ιδεαλισμού αλλά και την βαθιά ανάγκη του νεαρού πλάσματος να ξεφύγει επιτέλους από το καύκαλο του πλαστού κόσμου των ονείρων και να εισχωρήσει στην οδυνηρή πραγματικότητα ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμά του για έρωτα και δημιουργία.
Καθώς εξελίσσονται οι δράσεις και πληθαίνουν οι συναντήσεις των δύο νέων, μας αποκαλύπτεται επίσης με εξαιρετική διαύγεια και ο γυναικείος χαρακτήρας, ένα ελκυστικό κι ερωτικό θηλυκό στην πρώτη του νιότη, που όμως είναι βαθιά προσηλωμένο στον εαυτό του και αδυνατεί να αντιληφθεί σε βάθος το μαρτύριο του νεαρού άντρα του οποίου την αδυναμία εκμεταλλεύεται για να ικανοποιήσει τις δικές της εξ ίσου ζωτικές ανάγκες.

Η παράσταση
Η δραματουργική επέμβαση του σκηνοθέτη Νικόλα Μίχα στο κείμενο, μας προσέφερε μια ολοκληρωμένη θεατρική σύμβαση, αξιοποιώντας τους διαλόγους αλλά και τον μονόλογο-εκμυστήρευση του ήρωα που εκπροσωπεί παράλληλα τον συγγραφέα, κρατώντας το νήμα της αφήγησης.
Η παράσταση που είναι μια παραγωγή της «The Terra Incognita Art Company», διαρκεί εκατό λεπτά και θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτή ώστε να κρατάει σε μεγαλύτερη ένταση το ενδιαφέρον του θεατή χωρίς να κουράζει.
Ωστόσο καταφέρνει τελικά να κερδίσει το κοινό της με κάποια ευφάνταστα σκηνοθετικά ευρήματα και κυρίως με τις πολύ εμπνευσμένες ερμηνείες των ηθοποιών.
Από μία αναφορά στο διήγημα, ο σκηνοθέτης, Νικόλας Μίχας, ο οποίος υπογράφει και την διασκευή, δημιούργησε ένα επιτυχές δρώμενο εμπνευσμένο από την Κομμέντια Ντελ Άρτε και συγκεκριμένα το έργο του Μπωμαρσαί, «Κουρέας της Σεβίλλης» το οποίο έγινε και όπερα από τον Ροσσίνι. Οργάνωσε με σύστημα την κινησιολογία του με την συμβολή της ταλαντούχας Ελισάβετ Πλιακοστάθη, προσφέροντάς μας μεταξύ άλλων και μία σκηνή λίγο πριν το ανατρεπτικό φινάλε, θαυμάσια χορογραφημένη, μέσα από την οποία εκφράζεται ο ενθουσιασμός του ερωτευμένου ονειροπόλου για την ανταπόκριση της αγαπημένης του, στην επιθυμία του να ζήσουν μαζί.
Ο κύριος Μίχας έστησε τις σκηνές του έργου χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, διατηρώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο λιτό πνεύμα του συγγραφέα και στις τρομακτικές μεταπτώσεις των ηρώων του. Ταυτόχρονα ενίσχυσε την ρομαντική ατμόσφαιρα του έργου με μια σειρά από τραγούδια του Χρίστου Θεοδώρου σε στίχους του Πούσκιν οι οποίοι ανέδειξαν ποιητικά τον συναισθηματικό κόσμο του «ονειροπόλου» της ιστορίας χωρίς ωστόσο να διακρίνονται ιδιαίτερα για την μουσική τους έμπνευση.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης απέδωσε τον ντοστογιεφσκικό ήρωα με τις λεπτές συναισθηματικές εκφάνσεις, με υποκριτική ευκρίνεια και ελεγχόμενη ένταση, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα άτολμο αλλά και παθιασμένο. Οι κινησιολογικές ικανότητές του, η εσωτερικότητα της ερμηνείας του και η αισθαντική φωνή του πλούτισαν την σκηνική παρουσία του και ανέδειξαν τις αποχρώσεις του ρόλου του.
Η εκφραστική και πανέμορφη Αλεξάνδρα Αϊδίνη ερμήνευσε πειστικά την αυθόρμητη κι αθώα Νάστιενκα αποδίδοντας τις αντιθέσεις του ψυχισμού της με ευκρίνεια και άνεση.
Ο Νικόλας Μακρής απέδωσε θαυμάσια τον ένοικο, ενισχύοντας το μυστήριο της παρουσίας του αλλά και τον συγκρατημένο ερωτισμό που εκπέμπει ο ήρωας αυτός σε θαυμαστή ισορροπία με την προσγειωμένη του φύση.
Η Χάρις Συμεωνίδου υποδύθηκε την αυστηρή γιαγιά με πυγμή, αποδίδοντας το βάρος της ηλικίας και το συντηρητικό ταμπεραμέντο της, ενώ κράτησε και τον ρόλο της Ματριόνα.
Τα σκηνικά, της Αγγελικής Αθανασιάδου, ελάχιστα και χαρακτηριστικά, λειτούργησαν ως στοιχεία για την αναπαράσταση της εποχής, οριοθετώντας ταυτόχρονα τους διαφορετικούς χώρους και διαχωρίζοντας τα στιγμιότυπα.
Τα κοστούμια υποβάλλουν διακριτικά την εποχή χωρίς να την αναπαριστούν πιστά και αναδεικνύουν τους χαρακτήρες προσδίδοντάς τους μια διαχρονική χροιά.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα ενισχύουν τις εντάσεις και τις ατμόσφαιρες των σκηνών αλλά και τις εναλλαγές της διάθεσης των ηρώων μέσα από την εξέλιξη της δράσης.