Η μάνα συνέχεια
Κατέβαινε
Πιωμένη κλειστές πεταλούδες
Μάτια γεμάτα
Μέλισσες
Και πελεκούσε με πάθος
Κερί λιωμένο στα μαλλιά της
(Απόσπασμα από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)
Η «Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), μαζί με τα έργα «Οι Ζύκωφ» (1913) και το «Κάλπικο χρήμα» (1913/1926) ανήκει στα δράματα όπου ο βασικός ήρωας προέρχεται από την αναδυόμενη νέα μικρομεσαία κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, οι οποίοι έχουν αγροτική καταγωγή και είναι αυτοδημιούργητοι. Οι χαρακτήρες αυτοί οφείλουν τη δυναμική τους ανέλιξη στην ισχυρή προσωπικότητα και στην κοπιώδη εργασία τους. Στο βωμό των χρημάτων, και με γνώμονα μια ματεριαλιστική ηθική, υπερασπιζόμενοι την κοινωνική τους θέση, μπορούν να θυσιάζουν τα πάντα, ακόμη και τα παιδιά τους.
Η «Βάσσα» γράφτηκε σε δυο εκδοχές : το 1910, πριν τη Ρωσική Επανάσταση και το 1935 σε μια πιο στρατευμένη μορφή. Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την πρώτη εκδοχή αυτού του έργου σε μετάφραση Αλίκης Αλεξανδράκη και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο Θέατρο Φούρνος. Φέτος, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη» ανεβάζει, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, και πάλι την πρώτη εκδοχή του έργου σε νέα μετάφραση που γράφτηκε ειδικά για αυτή την παράσταση από τη Χρύσα Προκοπάκη.
Η Υπόθεση του έργου
Το τρίπρακτο δράμα εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην προεπαναστατική Ρωσία, στο σπίτι της Βάσσας Ζελέζνοβα. Η μάνα κατοικεί μαζί με τους δυο γιους της, τον Πάβελ και τον Σεμιόν, τις γυναίκες τους, Λιουντμίλλα και Ναταλία, τον αδελφό του άνδρα της, Προκόρ, που είναι και συνέταιρος στην οικογενειακή επιχείρηση, τον επιστάτη της επιχείρησης και πατέρα της Λιουντμίλλα, Μιχαήλ και τις δυο υπηρέτριες, Λίπα και Ντούνια. Με την έναρξη του έργου καταφθάνει και η κόρη της Βάσσας, Άννα. Πάνω από τον ετοιμοθάνατο πατέρα στήνεται ένα απίστευτο και σκληρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, αιμομικτικές σχέσεις φανερώνονται, τρομαχτικά σχέδια εκδίκησης και χρόνιες συνωμοσίες ξεσκεπάζονται προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και απρόσμενες εκρήξεις. Η επιφανειακή τάξη και η ηρεμία στο όνομα του καθωσπρεπισμού και της καλής εικόνας της οικογένειας διαταράσσεται βίαια και αμετάκλητα.
Επίκεντρο και κυρίαρχος όλων των δυναμικών είναι η μητέρα, όχι μια μητέρα στοργική γεμάτη πραότητα και καλοσύνη αλλά σκληρή, επιβλητική και υπολογίστρια. Η Βάσσα αναλαμβάνει να τακτοποιήσει τα πράγματα επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό ή ακόμη και αθέμιτο μέσο, αποφασισμένη να πληρώσει το αντίτιμο, όσο βαρύ κι αν είναι αυτό, προκειμένου να κρατήσει όρθια την επιχείρηση και να διατηρήσει το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.
Μια πολιτική αλληγορία
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «κάτω από το μητριαρχικό μικρόκοσμο της ιέρειας των εμπόρων, τοποθετημένο σ' ένα ενεργειακό σκηνικό-σύμφυτο με τη συνήθεια ασφάλισης των οικογενειακών επιχειρήσεων- κινούνται «ανθρωπάρια» που ενώ επιθυμούν να βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους, εν τούτοις είναι ανίκανα να διαχειριστούν και να υλοποιήσουν τις επιλογές τους. Η εξάρτηση τους από τη μάνα, τη Βάσσα, τα καθιστά τραγικά πρόσωπα, άξια ελέους. Από αυτά, το πρόσωπο εκείνο που διακρίνεται για το βάθος της εξαρτημένης προσωπικότητας είναι ο Πάβελ, τον οποίο ενσαρκώνει με αριστοτεχνική γεωμετρία ο Ηλίας Κουνέλας. Η σωματική ατέλεια και η ανωριμότητα του προσδίδει μεγαλύτερη συμπάθεια. Υφίσταται όχι μόνο την ψυχολογική βία της μητέρας, αλλά και την κοινωνική και σεξουαλική περιθωριοποίηση.
Η Βάσσα Ζελεζνόβα, την οποία υποδύεται υποδειγματικά η Μπέτυ Αρβανίτη, διακατέχεται από την επίγνωση της ποιότητας των ανθρώπων της τάξης της και της γενικότερης κοινωνικής σήψης, αλλά και των δικών της σφαλμάτων. Γνωρίζει τις αδυναμίες και τα τρωτά, αλλά διατηρεί μια ακλόνητη και σκληροπυρηνική αντίδραση στα γεγονότα, που τη βοηθά στην κατάστρωση στρατηγικών επιβίωσης. Ως στύλος του οίκου της προσδοκά κι αυτή στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η εξομολογητική της τάση καταξιώνει το πρόσωπο της μάνας και απενοχοποιεί τα πάσης φύσεως αμαρτήματα. Εχθρός της είναι η απραξία, η διαιώνιση της σήψης, ο ατομισμός των συγγενών της, τα ψευτοκηρύγματα του μεσσιανισμού και η διαφορετική οπτική των υπολοίπων. Οι αντιδράσεις της και ο χαρακτήρας της δεν επιτρέπουν την ηθική ή ψυχολογική κατηγοριοποίησή της. Παραμένει το συμβολοποιημένο αρχέτυπο της σκοτεινής εκείνης δύναμης που δεν υπακούει σε ανθρώπινες νόρμες, παρά μόνο στην εξουσία των παρορμήσεων της, των κινήσεων εκείνων που αποτελούν τους «αδένες», τα ζωτικά στοιχεία της κίνησης για αλλαγή. Αυτή η ζωική ορμή αντιτίθεται σθεναρά στις δεισιδαιμονίες περί αμαρτίας, εφόσον γνωρίζει καλά ότι ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία διασχίζει το στάδιο της αμαρτίας και της μετάνοιας επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη Ηρακλείτεια συνύπαρξη του Καλού με το Κακό. Εν τούτοις συνυπάρχουν και συντηρητικά στοιχεία στην ιδεολογία της που εδράζονται περισσότερο στο φόβο της απέναντι στο διαφορετικό, απότοκο της ιδιαίτερης προσέγγισης απέναντι στα πράγματα.
Οι δομές της ψυχολογικής ατμόσφαιρας και των επικίνδυνων ισορροπιών αναδεικνύουν ένα πολυεπίπεδο ψυχογραφικό έργο πολιτικής αλληγορίας. Οι συνήθειές και τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων απομακρύνονται από τα πρότυπα της κοινωνικής τους τάξης και τη θεώρηση της μάνας. Στην ουσία δεν πρόκειται τόσο για διαφορά παλιού και νέου. Ο κόσμος της Βάσσας (Άννα-Λιουντμίλα) ζητά να στηριχθεί στα θεμέλια του παλιού για να το αλλάξει και με περισσεύματα ενέργειας να το μετατρέψει σε νέο, αποτυπώνοντας τον απόηχο των οραματισμών των αιτημάτων των λαϊκών εξεγέρσεων του 1905 (εργατική διαδήλωση μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα, ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν, απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης) που αποτέλεσαν προάγγελοι της επανάστασης του 1917, ενώ ο κόσμος των άλλων στηρίζεται στην εκστατική όψη του παραδομένου νέου (το όνειρο της πόλης) χωρίς καμιά ατομική διάθεση για ανατροπή του παλιού και αυτοδημιουργία και με την αίσθηση φυγοπονίας και μιας ηθελημένης εξάρτησης που συντηρείται μόνο από την αίσθηση παροχής οικονομικής βοήθειας από το πρόσωπο της μάνας, επιβεβαιώνοντας την καθήλωση σε μια φιλάρεσκη και φιλοχρήματη decadence, από την οποία απουσιάζει η παραμικρή επίγνωση πολιτικής συγκρότησης της εμπορικής τάξης των μικρομεσαίων στρωμάτων.»
Η παράσταση
Οι ήρωες κινούνται εγκλωβισμένοι σ’ ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί το οποίο αποτελείται από ρολά που σε καίρια σημεία ανοιγοκλείνουν θορυβωδώς. Μέσα από την ατμόσφαιρα που διαμορφώνει ο σκηνικός χώρος, ο θεατής γεύεται τη μέθεξη μιας θεατρικής ιεροτελεστίας, απόρροια καθώς φαίνεται, μιας εξονυχιστικής έρευνας του σκηνοθέτη σχετικά με την ευρύτερη θεματική της ρωσικής δραματουργίας. Ο εν λόγω σκηνοθετικός εγκιβωτισμός διευρύνει τα όρια του θεατρικού συμβάντος ενσωματώνοντας επιτυχώς τα χωροχρονικά πλαίσια της δομής του έργου στο ενεργειακό πεδίο μιας σύγχρονης παραστασιογραφικής προοπτικής. Στο κέντρο της σκηνής, το μεγάλο τραπέζι της οικογένειας, που σε κάποιες στιγμές μετακινείται, διαχωρίζει ανοιχτά πλέον το χώρο σε πεδίο πραγματικότητας αλλά και υπερβατικής παρουσίας της απούσας δομής (ετοιμοθάνατος πατέρας) που δυναμιτίζει τη δράση. Οι έξι διαφορετικού σχήματος και χρώματος καρέκλες αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο, ενδεικτικό και αυτό της διάσπασης της οικογένειας και της διχόνοιας μεταξύ κάποιων μελών της. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική λειτουργία των φωτισμών, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται η συμβολιστική χροιά του σκηνικού γεγονότος. Οι ηθοποιοί απέδωσαν ολοκληρωμένα θεατρικά πρόσωπα και οι φωνητικοί τονισμοί τους σε ποικιλία αποχρώσεων διευκολύνουν αρκετά στη δημιουργία αδρών γραμμών κατά την ενσάρκωση των ρόλων. Ξαφνιάζει με την ιδιαίτερη αισθητική της η σκηνή της διαμάχης ανάμεσα στον Πάβελ και το θείο του, όχι μόνο για τη λυρικότητα της που προκαλεί σχεδόν απόλαυση αλλά και για την άρτια κινησιολογική της διάσταση που παραπέμπει σε χορό θανάτου.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι
Από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη»
Μετάφραση : Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία : Στάθης Λιβαθινός
Συνεργάτης σκηνοθεσίας : Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά-κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση : Σεσίλ Μικρούτσικου
Βοηθός σκηνογράφου : Δήμητρα Χίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Άννα Κουτσαφτίκη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ελένη Ουζουνίδου και Ευτυχία Γιακουμή
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ-Α ΣΚΗΝΗ
Κεφαλληνίας 16, τηλ. 210 88 38 727
Τετάρτη-Κυριακή 20. 00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 00
Κατέβαινε
Πιωμένη κλειστές πεταλούδες
Μάτια γεμάτα
Μέλισσες
Και πελεκούσε με πάθος
Κερί λιωμένο στα μαλλιά της
(Απόσπασμα από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)
Η «Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), μαζί με τα έργα «Οι Ζύκωφ» (1913) και το «Κάλπικο χρήμα» (1913/1926) ανήκει στα δράματα όπου ο βασικός ήρωας προέρχεται από την αναδυόμενη νέα μικρομεσαία κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, οι οποίοι έχουν αγροτική καταγωγή και είναι αυτοδημιούργητοι. Οι χαρακτήρες αυτοί οφείλουν τη δυναμική τους ανέλιξη στην ισχυρή προσωπικότητα και στην κοπιώδη εργασία τους. Στο βωμό των χρημάτων, και με γνώμονα μια ματεριαλιστική ηθική, υπερασπιζόμενοι την κοινωνική τους θέση, μπορούν να θυσιάζουν τα πάντα, ακόμη και τα παιδιά τους.
Η «Βάσσα» γράφτηκε σε δυο εκδοχές : το 1910, πριν τη Ρωσική Επανάσταση και το 1935 σε μια πιο στρατευμένη μορφή. Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» παρουσίασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την πρώτη εκδοχή αυτού του έργου σε μετάφραση Αλίκης Αλεξανδράκη και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο Θέατρο Φούρνος. Φέτος, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη» ανεβάζει, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, και πάλι την πρώτη εκδοχή του έργου σε νέα μετάφραση που γράφτηκε ειδικά για αυτή την παράσταση από τη Χρύσα Προκοπάκη.
Η Υπόθεση του έργου
Το τρίπρακτο δράμα εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην προεπαναστατική Ρωσία, στο σπίτι της Βάσσας Ζελέζνοβα. Η μάνα κατοικεί μαζί με τους δυο γιους της, τον Πάβελ και τον Σεμιόν, τις γυναίκες τους, Λιουντμίλλα και Ναταλία, τον αδελφό του άνδρα της, Προκόρ, που είναι και συνέταιρος στην οικογενειακή επιχείρηση, τον επιστάτη της επιχείρησης και πατέρα της Λιουντμίλλα, Μιχαήλ και τις δυο υπηρέτριες, Λίπα και Ντούνια. Με την έναρξη του έργου καταφθάνει και η κόρη της Βάσσας, Άννα. Πάνω από τον ετοιμοθάνατο πατέρα στήνεται ένα απίστευτο και σκληρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, αιμομικτικές σχέσεις φανερώνονται, τρομαχτικά σχέδια εκδίκησης και χρόνιες συνωμοσίες ξεσκεπάζονται προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και απρόσμενες εκρήξεις. Η επιφανειακή τάξη και η ηρεμία στο όνομα του καθωσπρεπισμού και της καλής εικόνας της οικογένειας διαταράσσεται βίαια και αμετάκλητα.
Επίκεντρο και κυρίαρχος όλων των δυναμικών είναι η μητέρα, όχι μια μητέρα στοργική γεμάτη πραότητα και καλοσύνη αλλά σκληρή, επιβλητική και υπολογίστρια. Η Βάσσα αναλαμβάνει να τακτοποιήσει τα πράγματα επιστρατεύοντας κάθε θεμιτό ή ακόμη και αθέμιτο μέσο, αποφασισμένη να πληρώσει το αντίτιμο, όσο βαρύ κι αν είναι αυτό, προκειμένου να κρατήσει όρθια την επιχείρηση και να διατηρήσει το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.
Μια πολιτική αλληγορία
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «κάτω από το μητριαρχικό μικρόκοσμο της ιέρειας των εμπόρων, τοποθετημένο σ' ένα ενεργειακό σκηνικό-σύμφυτο με τη συνήθεια ασφάλισης των οικογενειακών επιχειρήσεων- κινούνται «ανθρωπάρια» που ενώ επιθυμούν να βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους, εν τούτοις είναι ανίκανα να διαχειριστούν και να υλοποιήσουν τις επιλογές τους. Η εξάρτηση τους από τη μάνα, τη Βάσσα, τα καθιστά τραγικά πρόσωπα, άξια ελέους. Από αυτά, το πρόσωπο εκείνο που διακρίνεται για το βάθος της εξαρτημένης προσωπικότητας είναι ο Πάβελ, τον οποίο ενσαρκώνει με αριστοτεχνική γεωμετρία ο Ηλίας Κουνέλας. Η σωματική ατέλεια και η ανωριμότητα του προσδίδει μεγαλύτερη συμπάθεια. Υφίσταται όχι μόνο την ψυχολογική βία της μητέρας, αλλά και την κοινωνική και σεξουαλική περιθωριοποίηση.
Η Βάσσα Ζελεζνόβα, την οποία υποδύεται υποδειγματικά η Μπέτυ Αρβανίτη, διακατέχεται από την επίγνωση της ποιότητας των ανθρώπων της τάξης της και της γενικότερης κοινωνικής σήψης, αλλά και των δικών της σφαλμάτων. Γνωρίζει τις αδυναμίες και τα τρωτά, αλλά διατηρεί μια ακλόνητη και σκληροπυρηνική αντίδραση στα γεγονότα, που τη βοηθά στην κατάστρωση στρατηγικών επιβίωσης. Ως στύλος του οίκου της προσδοκά κι αυτή στην ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η εξομολογητική της τάση καταξιώνει το πρόσωπο της μάνας και απενοχοποιεί τα πάσης φύσεως αμαρτήματα. Εχθρός της είναι η απραξία, η διαιώνιση της σήψης, ο ατομισμός των συγγενών της, τα ψευτοκηρύγματα του μεσσιανισμού και η διαφορετική οπτική των υπολοίπων. Οι αντιδράσεις της και ο χαρακτήρας της δεν επιτρέπουν την ηθική ή ψυχολογική κατηγοριοποίησή της. Παραμένει το συμβολοποιημένο αρχέτυπο της σκοτεινής εκείνης δύναμης που δεν υπακούει σε ανθρώπινες νόρμες, παρά μόνο στην εξουσία των παρορμήσεων της, των κινήσεων εκείνων που αποτελούν τους «αδένες», τα ζωτικά στοιχεία της κίνησης για αλλαγή. Αυτή η ζωική ορμή αντιτίθεται σθεναρά στις δεισιδαιμονίες περί αμαρτίας, εφόσον γνωρίζει καλά ότι ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία διασχίζει το στάδιο της αμαρτίας και της μετάνοιας επιβεβαιώνοντας την άρρηκτη Ηρακλείτεια συνύπαρξη του Καλού με το Κακό. Εν τούτοις συνυπάρχουν και συντηρητικά στοιχεία στην ιδεολογία της που εδράζονται περισσότερο στο φόβο της απέναντι στο διαφορετικό, απότοκο της ιδιαίτερης προσέγγισης απέναντι στα πράγματα.
Οι δομές της ψυχολογικής ατμόσφαιρας και των επικίνδυνων ισορροπιών αναδεικνύουν ένα πολυεπίπεδο ψυχογραφικό έργο πολιτικής αλληγορίας. Οι συνήθειές και τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων απομακρύνονται από τα πρότυπα της κοινωνικής τους τάξης και τη θεώρηση της μάνας. Στην ουσία δεν πρόκειται τόσο για διαφορά παλιού και νέου. Ο κόσμος της Βάσσας (Άννα-Λιουντμίλα) ζητά να στηριχθεί στα θεμέλια του παλιού για να το αλλάξει και με περισσεύματα ενέργειας να το μετατρέψει σε νέο, αποτυπώνοντας τον απόηχο των οραματισμών των αιτημάτων των λαϊκών εξεγέρσεων του 1905 (εργατική διαδήλωση μπροστά στα χειμερινά ανάκτορα, ανταρσία στο θωρηκτό Ποτέμκιν, απεργία στα εργοστάσια της Πετρούπολης) που αποτέλεσαν προάγγελοι της επανάστασης του 1917, ενώ ο κόσμος των άλλων στηρίζεται στην εκστατική όψη του παραδομένου νέου (το όνειρο της πόλης) χωρίς καμιά ατομική διάθεση για ανατροπή του παλιού και αυτοδημιουργία και με την αίσθηση φυγοπονίας και μιας ηθελημένης εξάρτησης που συντηρείται μόνο από την αίσθηση παροχής οικονομικής βοήθειας από το πρόσωπο της μάνας, επιβεβαιώνοντας την καθήλωση σε μια φιλάρεσκη και φιλοχρήματη decadence, από την οποία απουσιάζει η παραμικρή επίγνωση πολιτικής συγκρότησης της εμπορικής τάξης των μικρομεσαίων στρωμάτων.»
Η παράσταση
Οι ήρωες κινούνται εγκλωβισμένοι σ’ ένα σιδερένιο τετράγωνο κλουβί το οποίο αποτελείται από ρολά που σε καίρια σημεία ανοιγοκλείνουν θορυβωδώς. Μέσα από την ατμόσφαιρα που διαμορφώνει ο σκηνικός χώρος, ο θεατής γεύεται τη μέθεξη μιας θεατρικής ιεροτελεστίας, απόρροια καθώς φαίνεται, μιας εξονυχιστικής έρευνας του σκηνοθέτη σχετικά με την ευρύτερη θεματική της ρωσικής δραματουργίας. Ο εν λόγω σκηνοθετικός εγκιβωτισμός διευρύνει τα όρια του θεατρικού συμβάντος ενσωματώνοντας επιτυχώς τα χωροχρονικά πλαίσια της δομής του έργου στο ενεργειακό πεδίο μιας σύγχρονης παραστασιογραφικής προοπτικής. Στο κέντρο της σκηνής, το μεγάλο τραπέζι της οικογένειας, που σε κάποιες στιγμές μετακινείται, διαχωρίζει ανοιχτά πλέον το χώρο σε πεδίο πραγματικότητας αλλά και υπερβατικής παρουσίας της απούσας δομής (ετοιμοθάνατος πατέρας) που δυναμιτίζει τη δράση. Οι έξι διαφορετικού σχήματος και χρώματος καρέκλες αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο, ενδεικτικό και αυτό της διάσπασης της οικογένειας και της διχόνοιας μεταξύ κάποιων μελών της. Αξίζει να υπογραμμίσουμε την εξαιρετική λειτουργία των φωτισμών, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται η συμβολιστική χροιά του σκηνικού γεγονότος. Οι ηθοποιοί απέδωσαν ολοκληρωμένα θεατρικά πρόσωπα και οι φωνητικοί τονισμοί τους σε ποικιλία αποχρώσεων διευκολύνουν αρκετά στη δημιουργία αδρών γραμμών κατά την ενσάρκωση των ρόλων. Ξαφνιάζει με την ιδιαίτερη αισθητική της η σκηνή της διαμάχης ανάμεσα στον Πάβελ και το θείο του, όχι μόνο για τη λυρικότητα της που προκαλεί σχεδόν απόλαυση αλλά και για την άρτια κινησιολογική της διάσταση που παραπέμπει σε χορό θανάτου.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Βάσσα» του Μαξίμ Γκόρκι
Από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη»
Μετάφραση : Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία : Στάθης Λιβαθινός
Συνεργάτης σκηνοθεσίας : Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικά-κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση : Σεσίλ Μικρούτσικου
Βοηθός σκηνογράφου : Δήμητρα Χίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Άννα Κουτσαφτίκη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ελένη Ουζουνίδου και Ευτυχία Γιακουμή
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ-Α ΣΚΗΝΗ
Κεφαλληνίας 16, τηλ. 210 88 38 727
Τετάρτη-Κυριακή 20. 00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21. 00
6 σχόλια:
Καλησπέρα,
Συμφωνώ σχεδόν με όλα που γράφτηκαν.
Στο μόνο που διαφωνώ είναι για την υποδειγματική ερμηνείας της Μ. Αρβανίτη. Νομίζω πώς ήταν κακή - διεκπεραιωτική, και μετρίασε το αποτέλεσμα το οποίο ήταν αξιοπρεπές σκηνοθετικά και με αρκετή δόση φρεσκάδας από τους νέους ηθοποιούς.
Πιστεύω ότι η κυρία Αρβανίτη έχει διαμορφώσει μια ευέλικτη μανιέρα που της επιτρέπει να κινείται με άνεση σε πολλούς ρόλους
εξαιρετικη παρασταση!
πολυ καλοι επίσης ο Δημοσθένης Παπαδοπουλος και ο Μανος Βακουσης!
ενα απο τα πιο δυνατα εργα του Μαξιμ Γκορκι. πετυχημενο και το εφε οπου ανοιγοκλειναν τα ρολα θορυβωδώς σε καταλληλες στιγμες.
Παρολο που... καποια συναδελφος δεν το καταλαβε, λεγοντας πως προκειται για ηχορυπανση!!! φευ...
εμενα προσωπικα με ενοχλουσε ο θορυβος των ρολών γιατι μου θυμισε τη γρια που μενει στον επάνω όροφο και καθε βραδυ κλεινει τα παντζουρια για την ασφαλεια της. Ο θορυβος αυτος δημιουργει ψυχωσικο παραλληρημα σε μενα και σε άλλους ανθρωπους της ηλικιας μου με αναλογες εμπειριες. Αυτο το μειον της παραστασης υπονομευει τα οιαδηποτε αλλα θετικα της
Αγαπητε mpampali , μαλλον εσυ εισαι ενοχλητικος και οχι ο θορυβος των ρολών. Μαλλον θα εχεις ιδια ηλικια με τη γρια απο πανω!!! Απο οτι βλεπω, ψυχωσικο παραλληρημα εχεις ουτως η αλλως δε χρειαζεται να πας στο θεατρο για να το παθεις. Γι'αυτο ασε τα θεατρα και πηγενε καλυτερα με τη γρια να πιειτε το τσαι σας
Δημοσίευση σχολίου