Στο «Χρονικό»
(1957), ο Γιάννης Ρίτσος στοχάζεται πάνω στο θέμα του χρόνου και στην κοινωνική
αποστολή του καλλιτέχνη-διανοούμενου. Η ποιητική σύνθεση που ανήκει στην «Τέταρτη Διάσταση» προβάλλει την ευθύνη
ή καλύτερα το Χρέος του πνευματικού ανθρώπου μέσα σε συνθήκες σύγχυσης αξιών
και απώλειας της πίστης για έναν καλύτερο κόσμο. Με αλλεπάλληλες περιγραφές, ο
κορυφαίος Έλληνας ποιητής συνθέτει μια εικόνα ακμής και αίγλης του παρελθόντος
που έρχεται σε αντίθεση με ένα φθαρμένο υλικά, κοινωνικά, πνευματικά και ψυχικά
παρόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το απορριγμένο στη στεριά καΐκι, σύμβολο ενός
άλλοτε δυναμικού κόσμου, που έσφυζε από ζωή.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση παρακμής
εμφανίζεται ο «Ταμίας» του σωματείου «Πυθαγόρας», ποιητική μετάπλαση του
αρχαίου φιλοσόφου. Πρόκειται για μια συμβολική μορφή που προσηλώνεται στο
λυτρωτικό έργο ενάντια στη φθορά και αντιστέκεται στην ισοπέδωση της
καθημερινότητας με σθένος, αισιοδοξία και γενναιοδωρία. Ο ανθρωπιστικός του
προσανατολισμός κινείται στη βάση του ιδανικού τρίπτυχου της Δικαιοσύνης, της
Ενότητας και της Ελευθερίας.
Ο Βασίλης
Καλφάκης συνομιλεί με τον ποιητικό λόγο του Ρίτσου προτείνοντας μια
εκκεντρική επιτέλεση μέσα από στοχευμένες μικροδράσεις που φωτογραφίζουν
υπαινικτικά το εδώ και τώρα, τη σημερινή δηλαδή πραγματικότητα. Σαν θεατρικό
πειραχτήρι, σχολιάζει, επεξηγεί, επεκτείνει, υπονομεύει, ανατρέπει, «παίζει» με
τις λέξεις και τις φράσεις μέσα από μια σειρά αυτοσχεδιασμών με δηκτική
παραγλωσσική έκφραση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος παιξίματος του στίχου
«λίγο ψωμί πολύ ευτυχία». Μια οπτικοακουστική γλώσσα που αποδομεί και συνθέτει.
Σε στιγμές μπορεί να ξαφνιάσει ή και να εκνευρίσει με τον χειμαρρώδη τρόπο της.
Τον ποιητικό λόγο διακόπτουν εμβόλιμα κείμενα, εικονογραφούν σημαίνουσες
χειρονομίες, συμπληρώνουν γνώριμα τραγούδια.
Άλλοτε με περιπαιχτική διάθεση κι άλλοτε
συνεσταλμένα, άλλοτε με έξαρση και σε στιγμές χαμηλόφωνα, η σκηνοθεσία του Βασίλη Καλφάκη ερευνά ευφάνταστους
τρόπους σκηνικής αναπαράστασης του ποιητικού λόγου που να ξεφεύγουν από τη
γνώριμη και ανιαρή απαγγελία. Άλλωστε, η πρώτη σκηνή, ο καυστικά χιουμοριστικός
μονόλογος που ο σκηνοθέτης και ηθοποιός υποδέχεται τους θεατές, είναι
χαρακτηριστική για τους στόχους του εγχειρήματος. Παρωδεί, εν είδει προλόγου,
τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε σήμερα την ποίηση υπογραμμίζοντας με έναν
προσωπικό τρόπο το χρέος του καλλιτέχνη.
Ελάχιστα πράγματα βρίσκονται στην άδεια
σκηνή με επίκεντρο το χειροποίητο καράβι που αξιοποιείται ποικιλοτρόπως και
ανάγεται σε αντικείμενο – έκσταση (επιμέλεια σκηνικών – κοστουμιών Ηλιάνα Μπαφέρου). Σημαντική η συμβολή
της κίνησης της Νατάσσας Σιέτου, της
πρωτότυπης μουσικής του Ανρί Κεργκομάρ
και των φωτισμών του Βασίλη
Γιαννακόπουλου. Οι ηθοποιοί Βασίλης
Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας και Γιώτα Φέστα συμπλέουν με κοινούς κώδικες και όραμα.