Ιδανική βραδινή έξοδο με σκοπό ν’ αποδράσει κανείς από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να ψυχαγωγηθεί χωρίς βαθυστόχαστους προβληματισμούς αποτελεί η αισθηματική, ανάλαφρη και νοσταλγική κωμωδία του Παντελή Χορν, «Το Μελτεμάκι» που παρουσιάζεται στο θέατρο Λαμπέτη σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου.
Ο συγγραφέας και το έργο του
Η πολύμορφη δραματουργία του Παντελή Χορν (1881-1941) συνθέτει ετερόκλητα στοιχεία αλλά υποτάσσεται στην ηθογραφική τάση. Ο δημιουργός καταπιάνεται και κινείται ευέλικτα ανάμεσα σε πολλά είδη όπως το κοινωνικό και πατριωτικό δράμα, την κωμωδία ηθών και χαρακτήρων, την αισθηματική κομεντί και τη σάτιρα. Φανερές στα έργα του οι επιδράσεις από τον Ίψεν, το Νίτσε, τον Πιραντέλλο, τα κινήματα του νατουραλισμού και του συμβολισμού καθώς και της επιστήμης της ψυχανάλυσης. Παράλληλα αντλεί στοιχεία τόσο από την ελληνική παράδοση, όσο και από το σύγχρονο του αστικό και επαρχιακό περιβάλλον διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος. Κύριοι θεματικοί άξονες των κειμένων του είναι ο έρωτας, η ανθρώπινη μοίρα και η κοινωνική διάβρωση, θέματα που αναπτύσσονται με ρεαλιστική αλλά και μελοδραματική ενίοτε διάθεση καθώς και με τρόπο αντιφατικό.
Από την πολυάριθμη παραγωγή του, ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα : «Οι Πετροχάρηδες» (1908), «Μελάχρα» (1909), «Το Φιντανάκι» (1921), «Σέντζας» και «Φλαντρώ» (1925). Στο θέατρο του Παντελή Χορν, ο έρωτας ως έντονο πάθος, ως αναζήτηση των αισθήσεων και ως αμαρτωλή διαπραγμάτευση επιδιώκει μάταια τον εξαγνισμό παραμένοντας είτε ανεξήγητη νοσταλγία της αθωότητας είτε αέναη αναζήτηση της ιδανικής μορφής του. Σε πολλά έργα του Χορν, ο έρωτας οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή και δεν φθάνει ποτέ στην απόλυτη ολοκλήρωση γιατί καθορίζεται από τη Μοίρα, αναπότρεπτο ανατροπέα των ονείρων. Η Μοίρα παρουσιάζεται άλλοτε υπό μορφή ανυπέρβλητων εξωτερικών εμποδίων, άλλοτε υπό μορφή στοιχείων κάποιου χαρακτήρα και άλλοτε ως πληρωμή του αμαρτωλού παρελθόντος.
Ερωτικά τρίγωνα
«Το Μελτεμάκι» που αποπνέει μια Αιγαιοπελαγίτικη αύρα και είναι νοτισμένο από την αρμύρα της θάλασσας, σχεδιάστηκε αρχικά ως διήγημα με τον τίτλο «Το Κυματάκι» και δημοσιεύθηκε το 1927. Την ίδια χρονιά έγινε θεατρικό έργο με τον αρχικό τίτλο «Έρως και Πείνα» και ανέβηκε τελικά ως «Μελτεμάκι» στον Απόλλωνα, από το θίασο της Κυβέλης.
Η δράση ξετυλίγεται στην όμορφη αυλή ενός νησιώτικου σπιτιού όπου ο Τάκης, ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού, δε χάνει ευκαιρία ν’ αποδείξει πως δεν ήταν ακόμα η ώρα του να βγει στη σύνταξη καθώς σφύζει από νιάτα, δύναμη και ενέργεια για έντονη ερωτική ζωή. Η άφιξη της Αλίκης, της νεαρής και όμορφης ανιψιάς της γυναίκας του Σοφίας θ’ αναστατώσει πρόσκαιρα τη ζωή του ζευγαριού. Παράλληλα, οι σκανδαλιές και η προκλητική συμπεριφορά μιας σαγηνευτικής χήρας, της Μανταλαίνας, θα ταράξει για λίγο τα νερά ανάμεσα στη Σταματίνα και το σύζυγό της Βαγγέλη, που εργάζονται στο αρχοντικό του πρώτου ζευγαριού. Στο τέλος, οι πειρασμοί παρέρχονται και η γαλήνη επιστρέφει στα ζευγάρια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, η γυναίκα είναι εκείνη που με την υποχωρητική της στάση και υπομένοντας τις ερωτικές ατασθαλίες του άνδρα, θα διασφαλίσει την οικογενειακή ισορροπία διασώζοντας το γάμο της.
Στο έργο, το ερωτικό πάθος μοιάζει με περαστική διακύμανση, ένα χωρίς συνέπειες μελτεμάκι και ειρωνικά μπορεί να υποκατασταθεί με τις γευστικές απολαύσεις (όπως η κρέμα που τρώει το μονιασμένο ζευγάρι στο τέλος του έργου ή η πλειάδα των λιχουδιών που παρελαύνουν κατά τη διάρκειά του). Το ευτυχές τέλος και η «ηθική» αποκατάσταση των πραγμάτων μετριάζεται από την πικρή γεύση που αφήνει ο απραγματοποίητος έρωτας. Η λύση δίνεται μέσα από ένα συμβιβασμό που σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο το θάνατο του έρωτα και την επιστροφή στην ασφάλεια της σιγουριάς. Ο έρωτας, σύμφωνα με το συγγραφέα, ξεπερνά τις υλικές διαστάσεις και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας ήρωας είναι «μια πάλη με την ανυπαρξία! Αγαπάς για να μην πεθάνεις, για να μην πεθάνεις ποτέ!»
Η Παράσταση
Η σκηνοθετική ανάγνωση του Κώστα Τσιάνου «τινάζει τη σκόνη» και ζωντανεύει με τους ζωηρούς ρυθμούς και τη σύγχρονη αισθητική της, ένα παρωχημένων ηθικών αντιλήψεων κείμενο. Εντυπωσιακό, γραφικό, κομψό και λειτουργικό το σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού με το λευκό χρώμα στις βεράντες, στην ταράτσα και στα πεζούλια. Αισθησιακοί οι γαλάζιοι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου φορτίζουν συγκινησιακά το χώρο και υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των προσώπων. Εύστοχα συμβολική η χρήση του καραβιού μέσα από το οποίο φθάνει αλλά και αποχωρεί το Αλικάκι! Γνωστές, παλιές και αγαπημένες μελωδίες της δεκαετίας του ’50 που αναφέρονται σε θάλασσες και ναυτικούς, τραγούδια (από νησιώτικα μέχρι το «La vie en rose» της Edith Piaf) και χορευτικά διανθίζουν τους διαλόγους απαλείφοντας σημεία επαναλήψεων ή τάσεις πλατειασμού.
Με κέφι και σπιρτάδα, γρήγορες χειρονομίες, υψηλούς τόνους και μια ελεγχόμενη δόση υπερβολής οι ερμηνείες των ηθοποιών σκιαγραφούν ολοκληρωμένους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες. Ως Τάκης, ο Στέφανος Κυριακίδης αποδίδει ικανοποιητικά τον αψύ ώριμο ναυτικό, θιασώτη του γυναικείου κάλλους. Η Χριστίνα Θεοδωροπούλου υποδύεται τη Σοφία με λεπτότητα και αριστοκρατική ευγένεια. Η πληθωρική Μαρία Καντιφέ (Σταματίνα) χειρίζεται υποδειγματικά τη σωματική της διάπλαση και πλάθει μια άκρως κωμική φιγούρα υποδυόμενη τη συντηρητική και θεούσα γυναίκα που με διάφορες προφάσεις στερεί τη σεξουαλική απόλαυση από το σύντροφό της. Ο Πάνος Σκουρολιάκος (Βαγγέλης) διεκπεραιώνει με την υποκριτική ευχέρεια που διαθέτει το γνώριμο τύπο που αγαπά τις γυναίκες και το κρασί. Η Χρύσα Παππά (Μανταλένα) φανερώνει έντεχνα με τις υπαινικτικές κινήσεις και τη χροιά της φωνής, τις προθέσεις ενός θηλυκού, πέτρα του σκανδάλου, που αναστατώνει και παρασέρνει στα δίχτυα της όλα τ’ αρσενικά. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη (Αλίκη) αποτυπώνει στην ερμηνεία της τη γνήσια αθωότητα, την ευαισθησία αλλά και την απλότητα ενός νεαρού πρωτόβγαλτου κοριτσιού.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Μελτεμάκι» του Παντελή Χορν
Σκηνοθεσία-επεξεργασία κειμένου-μουσική επιμέλεια : Κώστας Τσιάνος
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Ασημακόπουλος
Φωτισμοί : Νίκος Σωτηρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη : Νικόλ Κοκκίνου
Βοηθός σκηνογράφου : Βάλια Συριοπούλου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Στέφανος Κυριακίδης, Μαρία Καντιφέ, Πάνος Σκουρολιάκος, Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Χρύσα Παππά και Ευδοκία Ρουμελιώτη
ΘΕΑΤΡΟ ΛΑΜΠΕΤΗ
Λεωφόρος Αλεξάνδρας 106, τηλ. 210 64 63 685
Τετάρτη-Κυριακή 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Σάββατο 18.00
Ο συγγραφέας και το έργο του
Η πολύμορφη δραματουργία του Παντελή Χορν (1881-1941) συνθέτει ετερόκλητα στοιχεία αλλά υποτάσσεται στην ηθογραφική τάση. Ο δημιουργός καταπιάνεται και κινείται ευέλικτα ανάμεσα σε πολλά είδη όπως το κοινωνικό και πατριωτικό δράμα, την κωμωδία ηθών και χαρακτήρων, την αισθηματική κομεντί και τη σάτιρα. Φανερές στα έργα του οι επιδράσεις από τον Ίψεν, το Νίτσε, τον Πιραντέλλο, τα κινήματα του νατουραλισμού και του συμβολισμού καθώς και της επιστήμης της ψυχανάλυσης. Παράλληλα αντλεί στοιχεία τόσο από την ελληνική παράδοση, όσο και από το σύγχρονο του αστικό και επαρχιακό περιβάλλον διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος. Κύριοι θεματικοί άξονες των κειμένων του είναι ο έρωτας, η ανθρώπινη μοίρα και η κοινωνική διάβρωση, θέματα που αναπτύσσονται με ρεαλιστική αλλά και μελοδραματική ενίοτε διάθεση καθώς και με τρόπο αντιφατικό.
Από την πολυάριθμη παραγωγή του, ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα : «Οι Πετροχάρηδες» (1908), «Μελάχρα» (1909), «Το Φιντανάκι» (1921), «Σέντζας» και «Φλαντρώ» (1925). Στο θέατρο του Παντελή Χορν, ο έρωτας ως έντονο πάθος, ως αναζήτηση των αισθήσεων και ως αμαρτωλή διαπραγμάτευση επιδιώκει μάταια τον εξαγνισμό παραμένοντας είτε ανεξήγητη νοσταλγία της αθωότητας είτε αέναη αναζήτηση της ιδανικής μορφής του. Σε πολλά έργα του Χορν, ο έρωτας οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή και δεν φθάνει ποτέ στην απόλυτη ολοκλήρωση γιατί καθορίζεται από τη Μοίρα, αναπότρεπτο ανατροπέα των ονείρων. Η Μοίρα παρουσιάζεται άλλοτε υπό μορφή ανυπέρβλητων εξωτερικών εμποδίων, άλλοτε υπό μορφή στοιχείων κάποιου χαρακτήρα και άλλοτε ως πληρωμή του αμαρτωλού παρελθόντος.
Ερωτικά τρίγωνα
«Το Μελτεμάκι» που αποπνέει μια Αιγαιοπελαγίτικη αύρα και είναι νοτισμένο από την αρμύρα της θάλασσας, σχεδιάστηκε αρχικά ως διήγημα με τον τίτλο «Το Κυματάκι» και δημοσιεύθηκε το 1927. Την ίδια χρονιά έγινε θεατρικό έργο με τον αρχικό τίτλο «Έρως και Πείνα» και ανέβηκε τελικά ως «Μελτεμάκι» στον Απόλλωνα, από το θίασο της Κυβέλης.
Η δράση ξετυλίγεται στην όμορφη αυλή ενός νησιώτικου σπιτιού όπου ο Τάκης, ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού, δε χάνει ευκαιρία ν’ αποδείξει πως δεν ήταν ακόμα η ώρα του να βγει στη σύνταξη καθώς σφύζει από νιάτα, δύναμη και ενέργεια για έντονη ερωτική ζωή. Η άφιξη της Αλίκης, της νεαρής και όμορφης ανιψιάς της γυναίκας του Σοφίας θ’ αναστατώσει πρόσκαιρα τη ζωή του ζευγαριού. Παράλληλα, οι σκανδαλιές και η προκλητική συμπεριφορά μιας σαγηνευτικής χήρας, της Μανταλαίνας, θα ταράξει για λίγο τα νερά ανάμεσα στη Σταματίνα και το σύζυγό της Βαγγέλη, που εργάζονται στο αρχοντικό του πρώτου ζευγαριού. Στο τέλος, οι πειρασμοί παρέρχονται και η γαλήνη επιστρέφει στα ζευγάρια. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, η γυναίκα είναι εκείνη που με την υποχωρητική της στάση και υπομένοντας τις ερωτικές ατασθαλίες του άνδρα, θα διασφαλίσει την οικογενειακή ισορροπία διασώζοντας το γάμο της.
Στο έργο, το ερωτικό πάθος μοιάζει με περαστική διακύμανση, ένα χωρίς συνέπειες μελτεμάκι και ειρωνικά μπορεί να υποκατασταθεί με τις γευστικές απολαύσεις (όπως η κρέμα που τρώει το μονιασμένο ζευγάρι στο τέλος του έργου ή η πλειάδα των λιχουδιών που παρελαύνουν κατά τη διάρκειά του). Το ευτυχές τέλος και η «ηθική» αποκατάσταση των πραγμάτων μετριάζεται από την πικρή γεύση που αφήνει ο απραγματοποίητος έρωτας. Η λύση δίνεται μέσα από ένα συμβιβασμό που σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο το θάνατο του έρωτα και την επιστροφή στην ασφάλεια της σιγουριάς. Ο έρωτας, σύμφωνα με το συγγραφέα, ξεπερνά τις υλικές διαστάσεις και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας ήρωας είναι «μια πάλη με την ανυπαρξία! Αγαπάς για να μην πεθάνεις, για να μην πεθάνεις ποτέ!»
Η Παράσταση
Η σκηνοθετική ανάγνωση του Κώστα Τσιάνου «τινάζει τη σκόνη» και ζωντανεύει με τους ζωηρούς ρυθμούς και τη σύγχρονη αισθητική της, ένα παρωχημένων ηθικών αντιλήψεων κείμενο. Εντυπωσιακό, γραφικό, κομψό και λειτουργικό το σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα ενός ελληνικού νησιού με το λευκό χρώμα στις βεράντες, στην ταράτσα και στα πεζούλια. Αισθησιακοί οι γαλάζιοι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου φορτίζουν συγκινησιακά το χώρο και υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των προσώπων. Εύστοχα συμβολική η χρήση του καραβιού μέσα από το οποίο φθάνει αλλά και αποχωρεί το Αλικάκι! Γνωστές, παλιές και αγαπημένες μελωδίες της δεκαετίας του ’50 που αναφέρονται σε θάλασσες και ναυτικούς, τραγούδια (από νησιώτικα μέχρι το «La vie en rose» της Edith Piaf) και χορευτικά διανθίζουν τους διαλόγους απαλείφοντας σημεία επαναλήψεων ή τάσεις πλατειασμού.
Με κέφι και σπιρτάδα, γρήγορες χειρονομίες, υψηλούς τόνους και μια ελεγχόμενη δόση υπερβολής οι ερμηνείες των ηθοποιών σκιαγραφούν ολοκληρωμένους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες. Ως Τάκης, ο Στέφανος Κυριακίδης αποδίδει ικανοποιητικά τον αψύ ώριμο ναυτικό, θιασώτη του γυναικείου κάλλους. Η Χριστίνα Θεοδωροπούλου υποδύεται τη Σοφία με λεπτότητα και αριστοκρατική ευγένεια. Η πληθωρική Μαρία Καντιφέ (Σταματίνα) χειρίζεται υποδειγματικά τη σωματική της διάπλαση και πλάθει μια άκρως κωμική φιγούρα υποδυόμενη τη συντηρητική και θεούσα γυναίκα που με διάφορες προφάσεις στερεί τη σεξουαλική απόλαυση από το σύντροφό της. Ο Πάνος Σκουρολιάκος (Βαγγέλης) διεκπεραιώνει με την υποκριτική ευχέρεια που διαθέτει το γνώριμο τύπο που αγαπά τις γυναίκες και το κρασί. Η Χρύσα Παππά (Μανταλένα) φανερώνει έντεχνα με τις υπαινικτικές κινήσεις και τη χροιά της φωνής, τις προθέσεις ενός θηλυκού, πέτρα του σκανδάλου, που αναστατώνει και παρασέρνει στα δίχτυα της όλα τ’ αρσενικά. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη (Αλίκη) αποτυπώνει στην ερμηνεία της τη γνήσια αθωότητα, την ευαισθησία αλλά και την απλότητα ενός νεαρού πρωτόβγαλτου κοριτσιού.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Μελτεμάκι» του Παντελή Χορν
Σκηνοθεσία-επεξεργασία κειμένου-μουσική επιμέλεια : Κώστας Τσιάνος
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Ασημακόπουλος
Φωτισμοί : Νίκος Σωτηρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη : Νικόλ Κοκκίνου
Βοηθός σκηνογράφου : Βάλια Συριοπούλου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Στέφανος Κυριακίδης, Μαρία Καντιφέ, Πάνος Σκουρολιάκος, Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Χρύσα Παππά και Ευδοκία Ρουμελιώτη
ΘΕΑΤΡΟ ΛΑΜΠΕΤΗ
Λεωφόρος Αλεξάνδρας 106, τηλ. 210 64 63 685
Τετάρτη-Κυριακή 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Σάββατο 18.00
1 σχόλιο:
Ωραία σκηνικά , ωραία χρώματα. όπως επίσης και η μουσική.
Άρωμα από αιγαίο!
Oσο για την "ελεγχόμενη δόση υπερβολής" δεν νομίζω ότι ήταν και τόσο ελεγχόμενη . Tοσo η κυρία Καντιφε όσο και η Χριστίνα Θεοδωροπούλου ήταν αρκετά υπερβολικές.
Δημοσίευση σχολίου