Η δραματουργία του Νορβηγού Henrik Ibsen (1828-1906) δεν περιορίζεται στην ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων με τις αντικομφορμιστικές επιθέσεις στα θεμέλια της αστικής οικογένειας αλλά προσανατολίζεται κυρίως στην αμείλικτη βολιδοσκόπηση της ανθρώπινης συνείδησης στις στιγμές της διαμάχης της για την καθιέρωση της προσωπικής αυθεντικής φύσης της που έρχεται ενάντια στους κανόνες της κοινής ζωής.
Με τα έργα της ωριμότητάς του, ο συγγραφέας απομακρύνθηκε από την εικόνα του ηθικολόγου και του αναμορφωτή των ηθών και εισήγαγε συμβολικά στοιχεία στο περιεχόμενο των ρεαλιστικών του δραμάτων που λειτούργησαν ως ακριβείς αντανακλάσεις της ψυχολογίας των ηρώων, των πράξεων και των αντικειμένων της προσωπικής τους ιδιοκτησίας. Η πολυπλοκότητα της γραφής του δεν περιορίζεται σε μια μονόπλευρη ερμηνεία, αλλά περιέχει, στα πλαίσια μιας ενιαίας δομικής συνοχής, μια πολυφωνία εκφραστικών μηχανισμών συχνά διφορούμενων, δικαιολογώντας διαφορετικές μεταξύ τους αναγνώσεις. Τα τελευταία θεατρικά του, από δομικής πλευράς, καταγράφουν μια διαφοροποίηση στη γραφή που εμπλουτίζεται με επιπλέον εννοιολογικά επίπεδα, συμβολική ηχώ και αυτοβιογραφικές επικλήσεις.
Άλυτος γρίφος;
Η «Έντα Γκάμπλερ» (1890) έχει χαρακτηριστεί σαν ένας από τους πιο περίπλοκους και αινιγματικούς χαρακτήρες του αστικού δραματολογίου. Η μποβαρική αντι-ηρωίδα δεν καταγράφεται στις απλές περιπτώσεις αυτοκαταστροφικού εγωισμού και γυναικείας αυταρέσκειας. Αν η αυτοκτονική έξοδος της «δεινώς ανιώσας» ηρωίδας δεν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους όρους της τραγικής ύπαρξης, δεν θα αφορούσε το σημερινό θεατή.
Από τις πρόχειρες αρχικές σημειώσεις του συγγραφέα υποθέτουμε την πρόθεση του να γράψει μια τραγωδία για τη ματαιότητα της ζωής που δεν έχει προορισμό και συγκεκριμένα της άσκοπης ζωής, η οποία επιβαλλόταν στις γυναίκες της εποχής τόσο από την ανατροφή τους όσο και από τις κοινωνικές συμβάσεις που περιόριζαν τις δραστηριότητες τους. Αδράνεια, αποκλεισμός, μοναξιά.
Παντρεμένη συμβατικά με τον καθηγητή Τέσμαν, πληγωμένη και απογοητευμένη από τον ιδανικό της έρωτα για το Λέβμποργκ και παγιδευμένη από τον ακόλαστο εκβιαστή Μπράκ, η Έντα αυτοκτονεί με το πιστόλι του πατέρα της, του στρατηγού Γκάμπλερ, του οποίου η ανάμνηση στοίχειωνε τη ζωή της. Η Έντα ασφυκτιά στο καταπιεστικό περιβάλλον που ζει και επιδιώκει με κάθε μέσο να επηρεάσει και να κατευθύνει έστω για μια φορά στη ζωή της τη μοίρα ενός ανθρώπου. Απορρίπτοντας τους παραδοσιακούς ρόλους της συζύγου και της μητέρας, καταδικάζεται να ζει με υποκατάστατα, γεμάτη από τη στέρηση και το αίσθημα κενότητας που η ίδια ονομάζει θανάσιμη πλήξη. Καταστρέφει εκδικητικά το «πνευματικό παιδί» του εραστή της και επιλέγει έναν «όμορφο θάνατο» για την ίδια.
Σύμφωνα με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο πρόκειται για την «τραγωδία της ερημιάς μιας ψυχής που ξεκινάει για έναν ανήφορο ονείρου και αντικρίζει, περί το τέρμα, το θλιβερό πρόσωπο της ζωής. Δεν απομένει παρά το τραγικό δίλημμα : Προσαρμογή, ή άρνησή της. (…) Το τέλος της Έντας Γκάμπλερ δεν είναι ένα ηθικό συμπέρασμα ούτε μια κάθαρση. Είναι η ποιητική αυτοκτονία του ονείρου».
Με τα έργα της ωριμότητάς του, ο συγγραφέας απομακρύνθηκε από την εικόνα του ηθικολόγου και του αναμορφωτή των ηθών και εισήγαγε συμβολικά στοιχεία στο περιεχόμενο των ρεαλιστικών του δραμάτων που λειτούργησαν ως ακριβείς αντανακλάσεις της ψυχολογίας των ηρώων, των πράξεων και των αντικειμένων της προσωπικής τους ιδιοκτησίας. Η πολυπλοκότητα της γραφής του δεν περιορίζεται σε μια μονόπλευρη ερμηνεία, αλλά περιέχει, στα πλαίσια μιας ενιαίας δομικής συνοχής, μια πολυφωνία εκφραστικών μηχανισμών συχνά διφορούμενων, δικαιολογώντας διαφορετικές μεταξύ τους αναγνώσεις. Τα τελευταία θεατρικά του, από δομικής πλευράς, καταγράφουν μια διαφοροποίηση στη γραφή που εμπλουτίζεται με επιπλέον εννοιολογικά επίπεδα, συμβολική ηχώ και αυτοβιογραφικές επικλήσεις.
Άλυτος γρίφος;
Η «Έντα Γκάμπλερ» (1890) έχει χαρακτηριστεί σαν ένας από τους πιο περίπλοκους και αινιγματικούς χαρακτήρες του αστικού δραματολογίου. Η μποβαρική αντι-ηρωίδα δεν καταγράφεται στις απλές περιπτώσεις αυτοκαταστροφικού εγωισμού και γυναικείας αυταρέσκειας. Αν η αυτοκτονική έξοδος της «δεινώς ανιώσας» ηρωίδας δεν ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους όρους της τραγικής ύπαρξης, δεν θα αφορούσε το σημερινό θεατή.
Από τις πρόχειρες αρχικές σημειώσεις του συγγραφέα υποθέτουμε την πρόθεση του να γράψει μια τραγωδία για τη ματαιότητα της ζωής που δεν έχει προορισμό και συγκεκριμένα της άσκοπης ζωής, η οποία επιβαλλόταν στις γυναίκες της εποχής τόσο από την ανατροφή τους όσο και από τις κοινωνικές συμβάσεις που περιόριζαν τις δραστηριότητες τους. Αδράνεια, αποκλεισμός, μοναξιά.
Παντρεμένη συμβατικά με τον καθηγητή Τέσμαν, πληγωμένη και απογοητευμένη από τον ιδανικό της έρωτα για το Λέβμποργκ και παγιδευμένη από τον ακόλαστο εκβιαστή Μπράκ, η Έντα αυτοκτονεί με το πιστόλι του πατέρα της, του στρατηγού Γκάμπλερ, του οποίου η ανάμνηση στοίχειωνε τη ζωή της. Η Έντα ασφυκτιά στο καταπιεστικό περιβάλλον που ζει και επιδιώκει με κάθε μέσο να επηρεάσει και να κατευθύνει έστω για μια φορά στη ζωή της τη μοίρα ενός ανθρώπου. Απορρίπτοντας τους παραδοσιακούς ρόλους της συζύγου και της μητέρας, καταδικάζεται να ζει με υποκατάστατα, γεμάτη από τη στέρηση και το αίσθημα κενότητας που η ίδια ονομάζει θανάσιμη πλήξη. Καταστρέφει εκδικητικά το «πνευματικό παιδί» του εραστή της και επιλέγει έναν «όμορφο θάνατο» για την ίδια.
Σύμφωνα με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο πρόκειται για την «τραγωδία της ερημιάς μιας ψυχής που ξεκινάει για έναν ανήφορο ονείρου και αντικρίζει, περί το τέρμα, το θλιβερό πρόσωπο της ζωής. Δεν απομένει παρά το τραγικό δίλημμα : Προσαρμογή, ή άρνησή της. (…) Το τέλος της Έντας Γκάμπλερ δεν είναι ένα ηθικό συμπέρασμα ούτε μια κάθαρση. Είναι η ποιητική αυτοκτονία του ονείρου».
Μια κλασική παράσταση
Το ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ Αγρινίου ανεβάζει τον πήχη φέρνοντας το κοινό του σε μια πρώτη επαφή και γνωριμία με έργα υψηλού ρεπερτορίου. Καθαρή και έντιμη ως προς τις προθέσεις της η σκηνοθετική προσέγγιση του Βασίλη Νικολαΐδη. Εστίαση στην αφήγηση της πλοκής και ανάδειξη της γραμμικής πορείας των προσώπων. Ο θεατής, μέσα από την εξαιρετική μετάφραση (Μίνως Βολανάκης), παρακολουθεί και κατανοεί πλήρως το μικρόκοσμο του Ίψεν σε μια παράσταση που δε ξενίζει με νεωτερισμούς και διασκευές που θα αλλοίωναν, ενδεχομένως, τις νοηματικές δομές του κειμένου.
Η απέχθεια της Έντας για τη σωματική επαφή και τη σεξουαλική πράξη αποτελεί ένα καταλυτικό στοιχείο της παράστασης. Μέσα από τη σκηνοθεσία υπογραμμίζεται έντονα ότι η ηρωίδα δεν είναι ερωτικό πλάσμα, αλλά συναισθηματικά ανάπηρη ύπαρξη. Αυτό το γοητευτικά παράδοξο θεατρικό πρόσωπο ενσαρκώνει η Λουκία Πιστιόλα αποδίδοντας με κινήσεις ακρίβειας στοιχεία του σκοτεινού χαρακτήρα. Η κυρία Πιστιόλα υπογραμμίζει με τα εκφραστικά της μέσα το ναρκισσισμό, την ψυχρή και απόμακρη συμπεριφορά, το κυνικό χιούμορ αλλά και τις φοβικές ανασφάλειες της Έντας. Ο σύνθετος χαρακτήρας που πλάθει η ηθοποιός κινδυνεύει να υπονομευθεί σε κάποιες στιγμές άστοχης ηδυπάθειας.
Ως Γέργκεν Τέσμαν, ο Βασίλης Ευταξόπουλος δημιουργεί μια ολοκληρωμένη εικόνα του ήρωα και κατορθώνει ν’ αποδώσει το ρόλο του με ελεγχόμενη λιτότητα χωρίς να τον σχηματοποιεί. Στον απαιτητικό ρόλο του Έϊλερτ Λέβμποργκ, ο Ζαχαρίας Ρόχας αποτυπώνει στην ερμηνεία του αρκετές από τις πτυχές της πληθωρικής προσωπικότητας του διανοούμενου (επιρρεπή στις ηδονικές απολαύσεις) δίνοντας έμφαση στο πάθος και στην τάση για ένα μποέμικο τρόπο ζωής. Με μια παγερή όψη και ταχεία εκφορά λόγου ο Γιάννης Κρανάς υποδύεται το δικαστή Μπράκ σα μια αινιγματική φιγούρα. Η Αλέκα Τουμαζάτου υποστηρίζει το ρόλο της γεροντοκόρης Γιούλια Τέσμαν με γλυκύτητα και σε ήπιους τόνους.
Η Πένη Παπουτσή σκιαγραφεί ευθύβολα το «αντίπαλο δέος» της Έντας, τη Τέσα Έλβστεντ, αποκαλύπτοντας με ζωηρές εκφραστικές εναλλαγές και ψυχολογικές μεταπτώσεις την πορεία δράσης του εν λόγω προσώπου.
Η σκηνοθεσία ευνοεί ακόμα και τον πιο περιορισμένο σε ποσότητα λόγου ρόλο. Έτσι, μέσω ενός αυτοσχεδιασμού που λειτουργεί ως εύστοχο ταξικό σχόλιο αλλά και συνδετική σκηνή αλλαγής πράξης, η Λένα Ντζούρβα (υπηρέτρια Μπέρτα) πλάθει μια έξοχη κωμική φιγούρα
Φροντισμένος στη λεπτομέρεια ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε ο Γιάννης Μετζικώφ, ένα σαλόνι ενός εύπορου σπιτιού με το λευκό χρώμα να επικρατεί στα έπιπλα και το πορτρέτο με το επιβλητικό βλέμμα του στρατηγού σε σημαίνουσα θέση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ακολουθούν την εποχή και την κοινωνική θέση των προσώπων. Οι μουσικοί ήχοι του Βάγκνερ (συνθέτη που κατεξοχήν ύμνησε την ιδεαλιστική τελειότητα), του Σκριάμπιν (ερεβώδους Ρώσου συνθέτη), αλλά και του Αντχάιλ (Άγγλου μουσουργού του μεσοπολέμου) συνάδουν με την ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας που, στο φινάλε, σπάει προκλητικά την πένθιμη ατμόσφαιρα παίζοντας στο πιάνο την «Ραμόνα»! Οι μουσικές επιλογές, ο ρυθμός σταδιακής κορύφωσης και οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου καλλιεργούν επιδέξια το σασπένς και προϊδεάζουν για το μοιραίο στιγμιότυπο του πυροβολισμού.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Έντα Γκάμπλερ» του Henrik Ibsen
Από το ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ. Αγρινίου
Μετάφραση : Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία-Μουσική επιμέλεια : Βασίλης Νικολαΐδης
Σκηνικά –Κοστούμια : Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί : Γιάννης Δρακουλαράκος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αλέκα Τουμαζάτου, Λένα Ντζούρβα, Βασίλης Ευταξόπουλος, Λουκία Πιστιόλα, Πένη Παπουτσή, Γιάννης Κρανάς και Ζαχαρίας Ρόχας
ΘΕΑΤΡΟ ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
Ακαδημίας 3, τηλ. 210 36 36 144
Από 2 έως 10 Μαΐου στις 21.00
4 σχόλια:
Συγχαριτηρια στο ΔΗΠΕΘΕ Πατρας για αυτη την αξιεπαινη προσπαθεια. Ηταν μια καλοστημενη παρασταση απο εναν σκηνοθετη που γνωριζει πολυ καλα το θεατρο.
Moy arese para poly to stisimo tis parastasis kai oi erminies twn ithopoiwn itan poly kales. Mpravo sto DIPETHE Patras
Χαίρομαι πολύ που ένας σημαντικός θεσμός όπως αυτός των ΔΗΠΕΘΕ συνεχίζει να καρποφορεί και θα πρέπει να εξακολουθήσει να στηρίζεται από όλους τους φορείς του τόπου.
Είναι πολύ σημαντικό που δίνεται αυτή η ευκαιρία σε ένα Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο να προβληθεί σε ένα ιστορικό θέατρο της Αθήνας , το "Τζένη Καρέζη" με ένα αριστούργημα του Ibsen όπως είναι η Έντα Γκάμπλερ.
Συμφωνω και εγω με τις παραπανω αποψεις μονο που η συγκεκριμενη παρασταση αγαπητε Alex ειναι απο το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινιου! Ενα θεατρο που εχει ανεβασει και στο παρελθον εξισου ενδοιαφερουσες παραστασεις.
Δημοσίευση σχολίου