Με δυο μικρά σφουγγάρια μάζευε
άσπρα λουλούδια απ’ το χαλί
-ταιριαστά εκείνα στο γάμο της τότε, η γυναίκα
ισότιμη με τον άνδρα-
μάζευε με το πάθος και το νυφικό
που κρεμόταν στα χνούδια
του φιλιού του
Εγώ τις πετούσα αίμα,
ν’ αναστήσω το φεγγάρι έλεγα, το ξέχασε στα χέρια μου
εκείνη αμίλητη ώχραινε το αιματωμένο μου φεγγάρι
στη μέση κόβοντας τις πράξεις
Ω είμαι σίγουρη θα κόψει και το θάνατο
θα τον κάνει μικρό στη ματιά της
σαν το παιδί που έτρεχε κάποτε στο χαλί
Τώρα υποψιάζομαι, πως έκοψε κι εμένα
καθισμένη σε τούτο το χαλί
σε όλες του τις λέξεις
(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)
Το κύκνειο άσμα του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936), το θεατρικό έργο «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), αποτελεί μια τραγωδία για τη γυναίκα σε κάθε σημείο της γης. Έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων. Ένα ψυχογράφημα διαπλεκόμενων εσωτερικών διεργασιών. Η δράση εκπροσωπεί τη μάχη δύο αντιθετικών δυνάμεων, τη συντήρηση ενός ασφυκτικού ηθικού κώδικα και την απελευθέρωση των ζωτικών ανθρώπινων ορμών.
Η υπόθεση του έργου
Μετά το θάνατο του άνδρα της, η τυραννική μάνα Μπερνάντα επιβάλλει οκταετές καθολικό πένθος στις πέντε μαυροφορεμένες, εγκάθειρκτες στον οίκο, θυγατέρες της. Η θρυαλλίδα του δράματος, ο αρραβωνιαστικός της πρωτότοκης κόρης που δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, θα συνευρεθεί κρυφά με τη νεότερη, θα την καταστήσει έγκυο και όταν μαθευτεί η άνομη πράξη, η μάνα θα πυροβολήσει τον Πέπε Ρομάνο ενώ η μικρή θα δώσει μόνη της τέλος στη ζωή της. Η πράξη της αυτοκτονίας δεν εκλαμβάνεται ως σημάδι ήττας αλλά ως έκφραση του απόλυτου δικαιώματος αυτο-ορισμού.
Η μάνα-πατριάρχης με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, βάζει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.
Ο χαρακτηρισμός του έργου ως «φωτογραφικό ντοκουμέντο» υπογραμμίζει εύλογα τις κοινωνικές και ιστορικές του αναφορές παραπέμποντας ταυτόχρονα στην αισθητική του άσπρου – μαύρου, των δυο αντιθετικών πόλων που χαρακτηρίζουν οριακά την πραγματικότητα.
Η παράσταση
Εισερχόμενος στην αίθουσα του θεάτρου «Μαύρη Σφαίρα» που λειτουργούσε ως καταφύγιο πολέμου, ο θεατής νοιώθει κοινωνός και μύστης μιας ιερουργίας που καταλύει την ψευδαίσθηση. Ο σκηνικός χώρος μοιάζει συνέχεια μιας εξωσκηνικής πραγματικότητας που δραματοποιείται ποιητικά ανασύροντας από τον ρεαλισμό της συνειδήσεως του θεατή το λυρισμό μιας ποιητικής συλλήψεως του κόσμου.
Η σκηνοθεσία της Τότας Σακελλαρίου ακολουθεί έναν σταθερό βηματισμό με αργούς ρυθμούς για να αποκαλυφθούν όλοι οι μαίανδροι των συγκρούσεων. Η άφθαρτη ποιητική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις αρετές της και εγγράφεται στα θετικά στοιχεία της παράστασης.
Το σκηνικό και τα κοστούμια της Ισμήνης Καρυωτάκη αναδεικνύουν τη σύγκρουση του αντιθετικού δίπολου «φως – σκοτάδι» παίζοντας στην κυριολεξία με το άσπρο και το μαύρο που θα «σπάσει» μόνο με το πράσινο φόρεμα της Αδέλας, συμβολική αντίδραση σ’ έναν ασφυκτικό καθωσπρεπισμό. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι που δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, στις αφανέρωτες γωνιές ενός σπιτιού – μοναστηριού, ταυτόσημου μιας αληθινής φυλακής και μετωνυμία μιας κοσμοθεωρίας που προβάλλει την αυστηρή ηθική, ξεχειλίζει ο ασίγαστος πόθος για έρωτα των πέντε κοριτσιών.
Η Τότα Σακελλαρίου με απέριττο και λιτό ύφος ενσάρκωσε την ακρωτηριασμένη γυναικεία φύση της Μπερνάντα που καταποντίζει κάτω από το βάρος της κάθε ένδειξη ηδονής και ζωής. Η Άννα Μέγα σκιαγράφησε την Πόνθια με αφηγηματική λεπτομέρεια και ρεαλιστικές προδιαγραφές.
Ως Μαρτύριο, η Εύη Σιδέρη έδωσε έμφαση στο διχασμό μιας φύσης δυνάμει ερωτικής και επαναστατικής, εγκλωβισμένης σ’ ένα αδύνατο σώμα. Η Σοφία Γκάτση υπογράμμισε την αγωνία της Ανγκούστιας που πολεμάει για την ύστατη ελπίδα με όπλα κοινωνικά και οικονομικά. Η Καρολίνα Μωρέτη υποδύεται εξελικτικά και με εκφραστικές εναλλαγές την Αμέλια που έχει σχεδόν αποδεχθεί την έλλειψη προοπτικής, ένα καλύτερο μέλλον.
Η Μαρία Κακούρου σ’ έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο – κλειδί αυτόν της Αδέλας, ανταποκρίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Η Μαγδαλένα της Αθηνάς Μαθιουδάκη βγαίνει με απόλυτη καθαρότητα, θέρμη και εσωτερική ισορροπία. Ως δούλα, η Μαργαρίτα Λιάκου κινείται με απλότητα και ακρίβεια. Η Στέλλα Βασίλα, η Μαρίτα Λόλη και η Κάντιω Ηλιοπούλου κατορθώνουν να μην περάσουν απαρατήρητες στους σύντομους ρόλους τους.
Η Ράνια Σκέρτσου εστιάζει στην εξωτερική υφολογία της Μαρίας Χοσέφα, της στοιχειωμένης ψυχής του σπιτιού που εκστομίζει με την ελευθερία του ακαταλόγιστου όλα όσα πνίγουν τις ανύπαντρες θυγατέρες.
Στο σύνολο της, μια ατμοσφαιρική παράσταση μέσα από μια «κλασική» προσέγγιση του έργου που κατορθώνει να μιλήσει στο σημερινό θεατή. Από την παραγωγή απουσιάζει ένα πρόγραμμα με κείμενα και μελέτες γύρω από το έργο του Λόρκα.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση : Νίκος Γκάτσος
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσική επιμέλεια : Τότα Σακελλαρίου
άσπρα λουλούδια απ’ το χαλί
-ταιριαστά εκείνα στο γάμο της τότε, η γυναίκα
ισότιμη με τον άνδρα-
μάζευε με το πάθος και το νυφικό
που κρεμόταν στα χνούδια
του φιλιού του
Εγώ τις πετούσα αίμα,
ν’ αναστήσω το φεγγάρι έλεγα, το ξέχασε στα χέρια μου
εκείνη αμίλητη ώχραινε το αιματωμένο μου φεγγάρι
στη μέση κόβοντας τις πράξεις
Ω είμαι σίγουρη θα κόψει και το θάνατο
θα τον κάνει μικρό στη ματιά της
σαν το παιδί που έτρεχε κάποτε στο χαλί
Τώρα υποψιάζομαι, πως έκοψε κι εμένα
καθισμένη σε τούτο το χαλί
σε όλες του τις λέξεις
(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)
Το κύκνειο άσμα του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936), το θεατρικό έργο «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), αποτελεί μια τραγωδία για τη γυναίκα σε κάθε σημείο της γης. Έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων. Ένα ψυχογράφημα διαπλεκόμενων εσωτερικών διεργασιών. Η δράση εκπροσωπεί τη μάχη δύο αντιθετικών δυνάμεων, τη συντήρηση ενός ασφυκτικού ηθικού κώδικα και την απελευθέρωση των ζωτικών ανθρώπινων ορμών.
Η υπόθεση του έργου
Μετά το θάνατο του άνδρα της, η τυραννική μάνα Μπερνάντα επιβάλλει οκταετές καθολικό πένθος στις πέντε μαυροφορεμένες, εγκάθειρκτες στον οίκο, θυγατέρες της. Η θρυαλλίδα του δράματος, ο αρραβωνιαστικός της πρωτότοκης κόρης που δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, θα συνευρεθεί κρυφά με τη νεότερη, θα την καταστήσει έγκυο και όταν μαθευτεί η άνομη πράξη, η μάνα θα πυροβολήσει τον Πέπε Ρομάνο ενώ η μικρή θα δώσει μόνη της τέλος στη ζωή της. Η πράξη της αυτοκτονίας δεν εκλαμβάνεται ως σημάδι ήττας αλλά ως έκφραση του απόλυτου δικαιώματος αυτο-ορισμού.
Η μάνα-πατριάρχης με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, βάζει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.
Ο χαρακτηρισμός του έργου ως «φωτογραφικό ντοκουμέντο» υπογραμμίζει εύλογα τις κοινωνικές και ιστορικές του αναφορές παραπέμποντας ταυτόχρονα στην αισθητική του άσπρου – μαύρου, των δυο αντιθετικών πόλων που χαρακτηρίζουν οριακά την πραγματικότητα.
Η παράσταση
Εισερχόμενος στην αίθουσα του θεάτρου «Μαύρη Σφαίρα» που λειτουργούσε ως καταφύγιο πολέμου, ο θεατής νοιώθει κοινωνός και μύστης μιας ιερουργίας που καταλύει την ψευδαίσθηση. Ο σκηνικός χώρος μοιάζει συνέχεια μιας εξωσκηνικής πραγματικότητας που δραματοποιείται ποιητικά ανασύροντας από τον ρεαλισμό της συνειδήσεως του θεατή το λυρισμό μιας ποιητικής συλλήψεως του κόσμου.
Η σκηνοθεσία της Τότας Σακελλαρίου ακολουθεί έναν σταθερό βηματισμό με αργούς ρυθμούς για να αποκαλυφθούν όλοι οι μαίανδροι των συγκρούσεων. Η άφθαρτη ποιητική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις αρετές της και εγγράφεται στα θετικά στοιχεία της παράστασης.
Το σκηνικό και τα κοστούμια της Ισμήνης Καρυωτάκη αναδεικνύουν τη σύγκρουση του αντιθετικού δίπολου «φως – σκοτάδι» παίζοντας στην κυριολεξία με το άσπρο και το μαύρο που θα «σπάσει» μόνο με το πράσινο φόρεμα της Αδέλας, συμβολική αντίδραση σ’ έναν ασφυκτικό καθωσπρεπισμό. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι που δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, στις αφανέρωτες γωνιές ενός σπιτιού – μοναστηριού, ταυτόσημου μιας αληθινής φυλακής και μετωνυμία μιας κοσμοθεωρίας που προβάλλει την αυστηρή ηθική, ξεχειλίζει ο ασίγαστος πόθος για έρωτα των πέντε κοριτσιών.
Η Τότα Σακελλαρίου με απέριττο και λιτό ύφος ενσάρκωσε την ακρωτηριασμένη γυναικεία φύση της Μπερνάντα που καταποντίζει κάτω από το βάρος της κάθε ένδειξη ηδονής και ζωής. Η Άννα Μέγα σκιαγράφησε την Πόνθια με αφηγηματική λεπτομέρεια και ρεαλιστικές προδιαγραφές.
Ως Μαρτύριο, η Εύη Σιδέρη έδωσε έμφαση στο διχασμό μιας φύσης δυνάμει ερωτικής και επαναστατικής, εγκλωβισμένης σ’ ένα αδύνατο σώμα. Η Σοφία Γκάτση υπογράμμισε την αγωνία της Ανγκούστιας που πολεμάει για την ύστατη ελπίδα με όπλα κοινωνικά και οικονομικά. Η Καρολίνα Μωρέτη υποδύεται εξελικτικά και με εκφραστικές εναλλαγές την Αμέλια που έχει σχεδόν αποδεχθεί την έλλειψη προοπτικής, ένα καλύτερο μέλλον.
Η Μαρία Κακούρου σ’ έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο – κλειδί αυτόν της Αδέλας, ανταποκρίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Η Μαγδαλένα της Αθηνάς Μαθιουδάκη βγαίνει με απόλυτη καθαρότητα, θέρμη και εσωτερική ισορροπία. Ως δούλα, η Μαργαρίτα Λιάκου κινείται με απλότητα και ακρίβεια. Η Στέλλα Βασίλα, η Μαρίτα Λόλη και η Κάντιω Ηλιοπούλου κατορθώνουν να μην περάσουν απαρατήρητες στους σύντομους ρόλους τους.
Η Ράνια Σκέρτσου εστιάζει στην εξωτερική υφολογία της Μαρίας Χοσέφα, της στοιχειωμένης ψυχής του σπιτιού που εκστομίζει με την ελευθερία του ακαταλόγιστου όλα όσα πνίγουν τις ανύπαντρες θυγατέρες.
Στο σύνολο της, μια ατμοσφαιρική παράσταση μέσα από μια «κλασική» προσέγγιση του έργου που κατορθώνει να μιλήσει στο σημερινό θεατή. Από την παραγωγή απουσιάζει ένα πρόγραμμα με κείμενα και μελέτες γύρω από το έργο του Λόρκα.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση : Νίκος Γκάτσος
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσική επιμέλεια : Τότα Σακελλαρίου
Βοηθοί σκηνοθέτη : Βασίλης Αφεντούλης, Έφη Καλογεροπούλου και Γιώργος Μάρδας
Σκηνικά – Κοστούμια : Ισμήνη Καρυωτάκη
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μαργαρίτα Λιάκου, Άννα Μέγα, Ράνια Σκέρτσου, Τότα Σακελλαρίου, Εύη Σιδέρη, Σοφία Γκάτση, Καρολίνα Μωρέτη, Αθηνά Μαθιουδάκη, Μαρία Κακούρου, Στέλλα Βασίλα, Μαρίτα Λόλη και Κάντιω Ηλιοπούλου
ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΥΡΗ ΣΦΑΙΡΑ
Ζωοδόχου Πηγής 48, Εξάρχεια, τηλ. 210 38 48 060
Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.30
Σκηνικά – Κοστούμια : Ισμήνη Καρυωτάκη
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μαργαρίτα Λιάκου, Άννα Μέγα, Ράνια Σκέρτσου, Τότα Σακελλαρίου, Εύη Σιδέρη, Σοφία Γκάτση, Καρολίνα Μωρέτη, Αθηνά Μαθιουδάκη, Μαρία Κακούρου, Στέλλα Βασίλα, Μαρίτα Λόλη και Κάντιω Ηλιοπούλου
ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΥΡΗ ΣΦΑΙΡΑ
Ζωοδόχου Πηγής 48, Εξάρχεια, τηλ. 210 38 48 060
Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.30
1 σχόλιο:
μου αρεσε παρα πολυ ο χωρος. ηταν πολυ ατμοσφαιρικος καθως ο θεατης μεταφεροταν αμεσως στο σκηνικο του εργου. Η Τότα Σακελλαρίου ηταν συγκλονιστικη. Μπορει να μην ειναι γνωστη στο ευρυ κοινο, κουβαλαει ομως μια τεραστια πορεια και προσφορα στο ελληνικο θεατρο. Αξιζουν συγχαριτηρια...
Δημοσίευση σχολίου