Το Θεσσαλικό Θέατρο μετά από 17 χρόνια, επαναλαμβάνει το φετινό καλοκαίρι την τραγωδία του Αισχύλου, «Χοηφόρες», που όταν πρωτοπαίχτηκε το 1992 στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, στην Κύπρο και σε όλη την Ελλάδα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και θεωρήθηκε σαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνικές προτάσεις στην Αρχαία Τραγωδία.
Ο Αισχύλος στο δεύτερο μέρος της τραγωδίας του, «Ορέστεια» (458 π.Χ.), που αποτελεί ένα είδος άξονα ισορροπίας ανάμεσα στον «Αγαμέμνονα» και τις «Ευμενίδες», είναι ολοφάνερο πως είχε καταφύγει σε παραδόσεις και θρύλους που αναφέρονται στη λατρεία των νεκρών, στο ανακάλημα των ψυχών, στα εφιαλτικά όνειρα που προμηνύουν συμφορές, στους επιτάφιους θρήνους και προσφορές στις αναγνωρίσεις συγγενών, σε εξαγνισμούς, σε εξορκισμούς και σε νεκρολατρικούς χορούς, που ήταν πολύ διαδεδομένοι στην αρχαιότητα.
Το έργο μοιάζει με μουσική ελεγεία του φόνου, της εκδίκησης και του μίσους. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα χτυπιούνται εγκεφαλικά με όλα τα στοιχεία της ανόσιας πράξης που είναι αντίθετη προς το θεσμικό και θεϊκό δίκαιο. Τα δυο αδέλφια ανακαλούν από τον Κάτω Κόσμο το νεκρό πατέρα και τους χθόνιους θεούς για να τους συμπαρασταθούν στο τραγικό τους αδιέξοδο ενώ αμέσως μετά τη μητροκτονία αρχίζει η τρελή παραζάλη του ήρωα από το άγριο κυνηγητό των Ερινυών (φαντάσματα – σύμβολα της οργής των ομόαιμων νεκρών, με μάτια που στάζουν αίμα).
Υπό τους ήχους της γκάιντας και του ταμπούρλου
Το έργο «Χοηφόρες» («οι φέρουσες σπονδές») προσφέρεται σε μια τελετουργική ανάγνωση, τόσο σε επίπεδο κειμένου, όσο και παράστασης, διότι βρίθει τελετουργικών στοιχείων. Ειδικά σε αυτή την τραγωδία, το κυρίαρχο θεματικό στοιχείο των χορικών είναι ο θρήνος, το μοιρολόι. Η γυμνή ανθρώπινη φωνή στην υπέρτατη μουσική της έκφραση.
Ο χορός κατέχει μεγάλο μέρος σκηνικής παρουσίας, πρωταγωνιστώντας μάλιστα και παρεμβαίνοντας στη δράση σε κάποιες σκηνές του έργου. Υποδειγματικά ασκημένος και ευρηματικός στις κινήσεις, στους βηματισμούς και τις χειρονομίες, ο χορός σήκωσε ένα σημαντικό μέρος από το βάρος της παράστασης.
Το ελλείπον σήμερα από την τραγωδία αρχαίο τελετουργικό στοιχείο, ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος, πολύ εύστοχα και με σεβασμό στο τραγικό, το αντικαθιστά με το νεώτερο πολιτιστικό κώδικα, τη λαϊκή παράδοση, που θεωρείται συνέχεια της αρχαίας.
Οι δυο βασικοί τελετουργικοί άξονες του έργου, η τελετή των χοών και ο θάνατος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη (μητροκτονία) αναδεικνύονται στο έπακρον κατά την παράσταση. Οι λαϊκοί χοροί, τα παραδοσιακά όργανα (γκάιντες, ζουρνάδες, κλαρίνο, λαγούτο, πολίτικη λύρα), τα μοιρολόγια, τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και η εκφορά του λόγου και οι κινήσεις που στηρίζονται στο τυπικό της ελληνικής λαϊκής παράδοσης δημιουργούν τελετουργική ατμόσφαιρα. Το ίδιο και οι σκηνές ανθολογίας όπως αυτή που οι Ερινύες κατατρύχουν τον Ορέστη κραδαίνοντας απειλητικά ξύλινες κουτάλες.
Αυτή η ροή ενέργειας ανάμεσα στην ορχήστρα και το κοίλον, η οποία οφείλεται στην προβολή της αρχετυπικής δυναμικής τραγικών δομών, όπως το όνειρο της Κλυταιμνήστρας, η αποστολή των χοών, η ανατροπή τους από την Ηλέκτρα και το χορό, ο κομμός, ο χρησμός του Απόλλωνα στον Ορέστη, οι επικλήσεις και τα ανακαλήματα των παιδιών στο νεκρό πατέρα, θα μπορούσε να προσεγγίσει καταστάσεις της ενεργειακής θεατρικότητας ή της θεατρικής τελετουργίας.
Η Λυδία Κονιόρδου (Ηλέκτρα) απέδειξε για άλλη μια φορά το ήθος, τη συνέπεια, την πειθαρχία, αλλά και τη βαθειά μελέτη του τραγικού, μέσα με τα οποία χτίζει το ρόλο. Η ίδια επίσης ανέδειξε το τραγικό μέγεθος της διπρόσωπης Κλυταιμνήστρας, σκληρής και αγέρωχης, στη σκηνή της είδησης του θανάτου του Ορέστη, όπου αρχικά επιτηδεύει τη φωνή της για να την κάνει σπαρακτική, κι αμέσως μετά επανέρχεται στο φυσικό της τόνο.
Στην ισορροπημένη μεταξύ «διανοητικής» και «βιωματικής» ερμηνείας επιλογή της Λυδίας Κονιόρδου, ο Νίκος Ψαρράς υπογράμμισε το ρόλο του Ορέστη με περισσότερο βιωματικό τρόπο. Και οι δυο ηθοποιοί συγκίνησαν το κοινό εξ ίσου. Η αντίστιξη της ψεύτικης μητέρας Κλυταιμνήστρας δημιουργείται στην παράσταση με την εμφάνιση της τροφού (εξαιρετική η Ελένη Ουζουνίδου), η οποία παίζει πολύ πειστικά το ρόλο της αληθινής μητέρας, που σπαράζει στην είδηση του θανάτου του γιου της, ενώ διακρίνει γέλιο στα «δακρυσμένα» μάτια της βιολογικής μόνο μητέρας.
Ο Δημήτρης Καλαντζής (Πυλάδης), ο Θανάσης Χαλκιάς (Οικέτης) και ο Γιώργος Στάμος (Αίγισθος) ανταποκρίνονται με άνεση και συνέπεια στις απαιτήσεις των ρόλων τους.
Οι ενδυμασίες της Ιωάννας Παπαντωνίου αντλούν στοιχεία από την ελληνική λαϊκή παράδοση (ριχτάρια, μαντίλες, ποδιές, πιρπιρί, σεγκούνες, γιορντάνια, πολύπτυχα παλτά) ενώ το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας παραπέμπει σε αρχοντική ηπειρώτικη φορεσιά εποχής. Άξια μνείας και η μουσική του Διονύση Τσακνή.
Η αναβίωση της παράστασης – σταθμός τελείται από τους συντελεστές με σαφείς και έντιμες προθέσεις και επαληθεύει τις κεκτημένες θέσεις της χωρίς να φιλοδοξεί να καταθέσει νέα πρόταση ή να εξελίξει περαιτέρω τη φόρμα που έχει οριοθετήσει.
Η στήλη παρακολούθησε την παράσταση στο ανοιχτό θέατρο του Αττικού Άλσους στα πλαίσια του 3ου Αθηναϊκού Φεστιβάλ που τελεί υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Χοηφόρες» του Αισχύλου
Από το Θεσσαλικό Θέατρο
Μετάφραση – Σκηνοθεσία – Χορογραφία : Κώστας Τσιάνος
Μουσική : Διονύσης Τσακνής
Ενδυμασίες : Ιωάννα Παπαντωνίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νίκος Ψαρράς, Δημήτρης Καλαντζής, Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Ουζουνίδου, Θανάσης Χαλκιάς, Γιώργος Στάμος.
Χοηφόρες : Σοφία Αθανασοπούλου, Ευγενία Αποστόλου, Νικολέτα Βλαβιανού, Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Δεληγιάννη, Ελένη Καρακάση, Έλενα Μαρσίδου, Λίλλυ Μελεμέ, Ελένη Ουζουνίδου, Σεβίλλη Παντελίδου, Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου, Λουκία Στεργίου, Ειρήνη Τζανετουλάκου, Φωτεινή Τιμοθέου.
Παίζουν ζωντανά μουσική : Γιώργος Δεληγιάννης (γκάιντα, κλαρίνο), Χρήστος Ψωμιάδης (πολίτικη λύρα), Γιάννης Παπαγιαννούλης (κρουστά), Θανάσης Χαλκιάς (λαγούτο)
Ο Αισχύλος στο δεύτερο μέρος της τραγωδίας του, «Ορέστεια» (458 π.Χ.), που αποτελεί ένα είδος άξονα ισορροπίας ανάμεσα στον «Αγαμέμνονα» και τις «Ευμενίδες», είναι ολοφάνερο πως είχε καταφύγει σε παραδόσεις και θρύλους που αναφέρονται στη λατρεία των νεκρών, στο ανακάλημα των ψυχών, στα εφιαλτικά όνειρα που προμηνύουν συμφορές, στους επιτάφιους θρήνους και προσφορές στις αναγνωρίσεις συγγενών, σε εξαγνισμούς, σε εξορκισμούς και σε νεκρολατρικούς χορούς, που ήταν πολύ διαδεδομένοι στην αρχαιότητα.
Το έργο μοιάζει με μουσική ελεγεία του φόνου, της εκδίκησης και του μίσους. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα χτυπιούνται εγκεφαλικά με όλα τα στοιχεία της ανόσιας πράξης που είναι αντίθετη προς το θεσμικό και θεϊκό δίκαιο. Τα δυο αδέλφια ανακαλούν από τον Κάτω Κόσμο το νεκρό πατέρα και τους χθόνιους θεούς για να τους συμπαρασταθούν στο τραγικό τους αδιέξοδο ενώ αμέσως μετά τη μητροκτονία αρχίζει η τρελή παραζάλη του ήρωα από το άγριο κυνηγητό των Ερινυών (φαντάσματα – σύμβολα της οργής των ομόαιμων νεκρών, με μάτια που στάζουν αίμα).
Υπό τους ήχους της γκάιντας και του ταμπούρλου
Το έργο «Χοηφόρες» («οι φέρουσες σπονδές») προσφέρεται σε μια τελετουργική ανάγνωση, τόσο σε επίπεδο κειμένου, όσο και παράστασης, διότι βρίθει τελετουργικών στοιχείων. Ειδικά σε αυτή την τραγωδία, το κυρίαρχο θεματικό στοιχείο των χορικών είναι ο θρήνος, το μοιρολόι. Η γυμνή ανθρώπινη φωνή στην υπέρτατη μουσική της έκφραση.
Ο χορός κατέχει μεγάλο μέρος σκηνικής παρουσίας, πρωταγωνιστώντας μάλιστα και παρεμβαίνοντας στη δράση σε κάποιες σκηνές του έργου. Υποδειγματικά ασκημένος και ευρηματικός στις κινήσεις, στους βηματισμούς και τις χειρονομίες, ο χορός σήκωσε ένα σημαντικό μέρος από το βάρος της παράστασης.
Το ελλείπον σήμερα από την τραγωδία αρχαίο τελετουργικό στοιχείο, ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος, πολύ εύστοχα και με σεβασμό στο τραγικό, το αντικαθιστά με το νεώτερο πολιτιστικό κώδικα, τη λαϊκή παράδοση, που θεωρείται συνέχεια της αρχαίας.
Οι δυο βασικοί τελετουργικοί άξονες του έργου, η τελετή των χοών και ο θάνατος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη (μητροκτονία) αναδεικνύονται στο έπακρον κατά την παράσταση. Οι λαϊκοί χοροί, τα παραδοσιακά όργανα (γκάιντες, ζουρνάδες, κλαρίνο, λαγούτο, πολίτικη λύρα), τα μοιρολόγια, τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και η εκφορά του λόγου και οι κινήσεις που στηρίζονται στο τυπικό της ελληνικής λαϊκής παράδοσης δημιουργούν τελετουργική ατμόσφαιρα. Το ίδιο και οι σκηνές ανθολογίας όπως αυτή που οι Ερινύες κατατρύχουν τον Ορέστη κραδαίνοντας απειλητικά ξύλινες κουτάλες.
Αυτή η ροή ενέργειας ανάμεσα στην ορχήστρα και το κοίλον, η οποία οφείλεται στην προβολή της αρχετυπικής δυναμικής τραγικών δομών, όπως το όνειρο της Κλυταιμνήστρας, η αποστολή των χοών, η ανατροπή τους από την Ηλέκτρα και το χορό, ο κομμός, ο χρησμός του Απόλλωνα στον Ορέστη, οι επικλήσεις και τα ανακαλήματα των παιδιών στο νεκρό πατέρα, θα μπορούσε να προσεγγίσει καταστάσεις της ενεργειακής θεατρικότητας ή της θεατρικής τελετουργίας.
Η Λυδία Κονιόρδου (Ηλέκτρα) απέδειξε για άλλη μια φορά το ήθος, τη συνέπεια, την πειθαρχία, αλλά και τη βαθειά μελέτη του τραγικού, μέσα με τα οποία χτίζει το ρόλο. Η ίδια επίσης ανέδειξε το τραγικό μέγεθος της διπρόσωπης Κλυταιμνήστρας, σκληρής και αγέρωχης, στη σκηνή της είδησης του θανάτου του Ορέστη, όπου αρχικά επιτηδεύει τη φωνή της για να την κάνει σπαρακτική, κι αμέσως μετά επανέρχεται στο φυσικό της τόνο.
Στην ισορροπημένη μεταξύ «διανοητικής» και «βιωματικής» ερμηνείας επιλογή της Λυδίας Κονιόρδου, ο Νίκος Ψαρράς υπογράμμισε το ρόλο του Ορέστη με περισσότερο βιωματικό τρόπο. Και οι δυο ηθοποιοί συγκίνησαν το κοινό εξ ίσου. Η αντίστιξη της ψεύτικης μητέρας Κλυταιμνήστρας δημιουργείται στην παράσταση με την εμφάνιση της τροφού (εξαιρετική η Ελένη Ουζουνίδου), η οποία παίζει πολύ πειστικά το ρόλο της αληθινής μητέρας, που σπαράζει στην είδηση του θανάτου του γιου της, ενώ διακρίνει γέλιο στα «δακρυσμένα» μάτια της βιολογικής μόνο μητέρας.
Ο Δημήτρης Καλαντζής (Πυλάδης), ο Θανάσης Χαλκιάς (Οικέτης) και ο Γιώργος Στάμος (Αίγισθος) ανταποκρίνονται με άνεση και συνέπεια στις απαιτήσεις των ρόλων τους.
Οι ενδυμασίες της Ιωάννας Παπαντωνίου αντλούν στοιχεία από την ελληνική λαϊκή παράδοση (ριχτάρια, μαντίλες, ποδιές, πιρπιρί, σεγκούνες, γιορντάνια, πολύπτυχα παλτά) ενώ το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας παραπέμπει σε αρχοντική ηπειρώτικη φορεσιά εποχής. Άξια μνείας και η μουσική του Διονύση Τσακνή.
Η αναβίωση της παράστασης – σταθμός τελείται από τους συντελεστές με σαφείς και έντιμες προθέσεις και επαληθεύει τις κεκτημένες θέσεις της χωρίς να φιλοδοξεί να καταθέσει νέα πρόταση ή να εξελίξει περαιτέρω τη φόρμα που έχει οριοθετήσει.
Η στήλη παρακολούθησε την παράσταση στο ανοιχτό θέατρο του Αττικού Άλσους στα πλαίσια του 3ου Αθηναϊκού Φεστιβάλ που τελεί υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Χοηφόρες» του Αισχύλου
Από το Θεσσαλικό Θέατρο
Μετάφραση – Σκηνοθεσία – Χορογραφία : Κώστας Τσιάνος
Μουσική : Διονύσης Τσακνής
Ενδυμασίες : Ιωάννα Παπαντωνίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νίκος Ψαρράς, Δημήτρης Καλαντζής, Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Ουζουνίδου, Θανάσης Χαλκιάς, Γιώργος Στάμος.
Χοηφόρες : Σοφία Αθανασοπούλου, Ευγενία Αποστόλου, Νικολέτα Βλαβιανού, Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Δεληγιάννη, Ελένη Καρακάση, Έλενα Μαρσίδου, Λίλλυ Μελεμέ, Ελένη Ουζουνίδου, Σεβίλλη Παντελίδου, Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου, Λουκία Στεργίου, Ειρήνη Τζανετουλάκου, Φωτεινή Τιμοθέου.
Παίζουν ζωντανά μουσική : Γιώργος Δεληγιάννης (γκάιντα, κλαρίνο), Χρήστος Ψωμιάδης (πολίτικη λύρα), Γιάννης Παπαγιαννούλης (κρουστά), Θανάσης Χαλκιάς (λαγούτο)
1 σχόλιο:
Μπορω να πω οτι ηταν μια πολυ καλοδουλεμενη παρασταση που ανταποκρηθηκε επαρκως στο μεγεθος μιας απο τις σημαντικοτερες τραγωδιες, που μας σώζονται μεχρι σημερα και ειναι μερος μιας τριλογιας που αποτελει θεμελιο στην ιστορια του παγκοσμιου θεατρου.
Δημοσίευση σχολίου