Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

«Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ στο Θέατρο «ΕΛΕΡ» (Ελένη Ερήμου)

 


     Η σκληρή επιβολή ενός ανθρώπου επί των κοινωνικά κατώτερων ομοίων του, η βία και η τοξική συμπεριφορά στις ανθρώπινες σχέσεις απασχόλησαν συστηματικά τον Γερμανό δραματουργό, ηθοποιό και κινηματογραφιστή Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (1946-1982). Προοριζόμενα αρχικά για το θέατρο (1971), διεθνώς γνωστά από την κινηματογραφική τους εκδοχή (1972), Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ αποτελούν μια υποδειγματική απόπειρα σκιαγράφησης των μορφών της γυναικείας χειραγώγησης και υποδούλωσης σ’ έναν κόσμο που ακόμη λειτουργεί για λογαριασμό και υπέρ των ανδρών.




     Το έργο βασίζεται στις θεωρητικές αρχές του αντιθεάτρου που αρνείται τις δραματικές κορυφώσεις, τους «επεξεργασμένους» χαρακτήρες και την ψυχογραφία. Όπως επισημαίνει ο Βασίλης Ραφαηλίδης (Έθνος, 27-3-1983), παρ’ όλο που αφηγείται τα της διαπροσωπικής λεσβιακής ερωτικής σχέσης μιας αστής και μιας προλετάριας, στην πραγματικότητα είναι ένα καθαρά πολιτικό φιλμ. Πλούσια αστή, καλλιεργημένη, διεθνούς κύρους σχεδιάστρια μόδας, διαζευγμένη και μητέρα μιας κόρης, η Πέτρα αναπαράγει το εξουσιαστικό μοντέλο της ανδροκρατίας και το μιμείται. Είναι ένας ευνούχος-φαλλοκράτης χωρίς φαλλό, που γνωρίζει καλά πως γύρω από τα απαραίτητα εξαρτήματα για τη διατήρηση της γυναικείας ομορφιάς, κινείται μια κολοσσιαία βιομηχανία, ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του καπιταλισμού. Η Πέτρα προσπαθεί να κυριαρχήσει στη νεαρή, όμορφη, φιλόδοξη, παντρεμένη Κάριν, με όπλο την οικονομική της ισχύ και την υπόσχεση πως θα την κάνει διάσημο μοντέλο. Η Κάριν γνωρίζει πως η ομορφιά είναι εμπορεύσιμο είδος και ενδίδει οικειοθελώς στις ερωτικές επιθυμίες της Πέτρα και σταδιακά οι εξουσιαστικοί ρόλοι συγχέονται και αντιστρέφονται.




     Η Έφη Ρευματά προτείνει μια διασκευή του κειμένου όπου διατηρεί μόνο τα τρία από τα έξι πρόσωπα: την Πέτρα, την Κάριν και τη βουβή υπηρέτρια Μαρλέν εστιάζοντας στις σχέσεις των τριών γυναικών. Η σκηνοθεσία της κ. Ρευματά δίνει μεγάλη έμφαση στις συναισθηματικές εξαρτήσεις που παράγουν την τοξικότητα, στον κατακτητικό χαρακτήρα των σχέσεων που επισκιάζει την αληθινή, την ανιδιοτελή αγάπη και κυρίως στους εξουσιαστικούς, χειριστικούς τρόπους ερωτικής διεκδίκησης που οδηγούν αναπόφευκτα τους ανθρώπους στη δυστυχία.




     Ο σκηνικός χώρος αποτυπώνει με συμβολική λιτότητα τη λάμψη της μόδας με τρία λευκά πολυτελή χαλιά στο έδαφος και τα υψηλής αισθητικής κοστούμια της Λουκίας να δεσπόζουν ενώ στο βάθος προβάλλεται ο πίνακας του Γάλλου ζωγράφου του κλασικού μπαρόκ Nicolas Poussin, Μήδας και Βάκχος. Ένα σχόλιο για την αλαζονεία και την αμετροέπεια. (Ο Μήδας είχε ζητήσει από τον Βάκχο να του ικανοποιήσει την επιθυμία ό,τι πιάνει να γίνεται χρυσός.)




     Η Βίκυ Βολιώτη αποδίδει εξελικτικά και με εκφραστική ποικιλία τον δαιδαλώδη ψυχισμό της Πέτρα φον Καντ υπογραμμίζοντας τα στάδια της πτωτικής πορείας της ηρωίδας. Στην αρχή, υιοθετεί χαμηλούς τόνους που αρμόζουν σε μια ουδέτερη καθημερινότητα. Στην κομβική συνάντησή της με την Κάριν μεταμορφώνεται σε επιβλητική φιγούρα που προκαλεί δέος και σεβασμό και κατορθώνει να κερδίσει ερωτικά τη νεαρή. Έπειτα, όλα θα πάρουν τον δρόμο της σήψης, της παραφοράς, του ευτελισμού καθώς η ερωτική έξαψη θα εκφυλιστεί σε νοσηρό πάθος.     




     Η Κατερίνα Αγγελίτσα υποδύεται με θηλυκή αισθαντικότητα την Κάριν Τιμ, δείχνοντας με ακρίβεια τη μεταστροφή του προσώπου από την αθωότητα στον κυνισμό, από τον θαυμασμό στην αποστροφή, από τον έρωτα στην περιφρόνηση, από την ανασφάλεια στην ψυχολογία εκείνου που έχει το πάνω χέρι.

     Ο Αντώνης Καρναβάς δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο ρόλο ερμηνεύοντας την απόλυτα σιωπηλή Μαρλέν. Ντυμένος με ένα μαύρο φόρεμα περιφέρεται με μελαγχολική διάθεση στο φουαγιέ του καλαίσθητου ανακαινισμένου θεάτρου ΕΛΕΡ πριν από την έναρξη της παράστασης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, το εκφραστικό του βλέμμα, άλλοτε θλιμμένο κι άλλοτε συγκρατημένα χαρούμενο, οι λεπτεπίλεπτες χειρονομίες, κάθε κίνηση του σώματος δείχνουν την απόλυτη αφοσίωση της υπηρέτριας που δέχεται καρτερικά τις ιδιοτροπίες της Πέτρα. Μια queer φυσιογνωμία που υπενθυμίζει πως ο έρωτας δεν έχει φύλο.




     Τα άλλα τρία πρόσωπα του έργου εμφανίζονται μόνο σε μια σκηνή σε βίντεο (σε σκηνοθεσία Σίμου Σαρκετζή) προς το τέλος της παράστασης. Μια σκηνή που ακροβατεί ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό, αν όχι το μπουρλέσκο. Την ημέρα των γενεθλίων της η Πέτρα, μεθυσμένη στο πάτωμα, οδύρεται για την εγκατάλειψή της από την Κάριν. Δέχεται την επίσκεψη της κόρης της (Αγγελική Παραδεισανού), της φίλης της (Ευδοκία Ρουμελιώτη) και της μητέρας της (Άντζελα Γκερέκου). Η παρουσία τους και ο σχολιασμός τους γύρω από την ομοερωτική σχέση της Πέτρα λειτουργούν σαν μια μικρογραφία των κοινωνικών αντιλήψεων που έρχονται συχνά σε σύγκρουση.

      Στο καλαίσθητο πρόγραμμα-βιβλίο που κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική μπορούμε να διαβάσουμε τη μετάφραση του πρωτότυπου θεατρικού έργου του Φασμπίντερ από την Έφη Ρευματά, έναν πρόλογο από την ίδια καθώς κι ένα ενδιαφέρον επίμετρο από την Καθηγήτρια Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης του ΕΚΠΑ, Τιτίκα Δημητρούλια.




Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

«Οι Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας ή Σμουρτς» του Μπορίς Βιάν στο Θέατρο «104»

 


     Η κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στην ηθική και την παραβατικότητα, στην υποκρισία και τη γνησιότητα, καθώς και η εγκατάλειψη της συμβατικής σκηνής για χάρη μιας άλλης, που συνδυάζει στοιχεία από τσίρκο, κουκλοθέατρο και θρησκευτικό τελετουργικό, υπήρξαν χαρακτηριστικά της τάσης που ακολούθησαν οι δραματουργοί σε όλη την Ευρώπη κατά την περίοδο του μεταμοντερνισμού. Οι Γάλλοι εκπρόσωποι του θεάτρου του παραλόγου προσέθεσαν μια βαθιά δυσπιστία απέναντι στις ιδεολογίες και μια καφκική εστίαση στην αυθαιρεσία της εξουσίας και της δικαιοσύνης όταν ασκούνται από το κράτος και την ανώνυμη γραφειοκρατία του.

     Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η πολυσχιδής φυσιογνωμία του Μπορίς Βιάν (1920-1959). Παραγνωρισμένος όσο ζούσε, κέρδισε μεταθανάτια δόξα σαν απόστολος του παραλόγου και κυρίως με το μπουρλέσκο δράμα του, Οι Οικοδόμοι της αυτοκρατορίας, όπου πρωταγωνιστεί το αόρατο, άμορφο, άφυλο, απροσδιόριστο «τέρας» Σμουρτς. Μια σιωπηλή, σκοτεινή φιγούρα, που όλοι περιφρονούν και κακομεταχειρίζονται, κανείς δεν θέλει να βλέπει, πιθανό σύμβολο της οικογενειακής σήψης, ενσάρκωση της αποτυχίας, της κακής συνείδησης, της αγωνίας και του τρόμου, ένα θεατρικό πρόσωπο ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες και σκηνικές αναγνώσεις.

     Το τρίπρακτο αυτό έργο διατηρώντας τη σατιρική του διάσταση (τις αστικές αξίες και προκαταλήψεις) φέρει τα χρώματα του εφιάλτη και οδηγείται σε μια μεταφυσική αλληγορία. Τα μέλη μιας οικογένειας (ο πατέρας, η μητέρα, η κόρη και η υπηρέτρια) διώκονται διαρκώς από ένα μυστηριώδη, εκκωφαντικό και απειλητικό θόρυβο, που τους αναγκάζει να μετακομίζουν από όροφο σε όροφο σε μια μη αναστρέψιμη καταστροφική πορεία. Ο ζωτικός χώρος διαρκώς συρρικνώνεται καθώς ανεβαίνουν τα σκαλιά, η οικογένεια διαλύεται ενώ η νοσηρή φιγούρα του Σμουρτς πολλαπλασιάζεται εκδικητικά. Με μαύρο χιούμορ, αναρχικό πνεύμα, καυστική ειρωνεία, υπονομεύοντας τη γλώσσα και τη θεατρική επικοινωνία, ο Μπορίς Βιάν καταγραφεί μέσα από αυτή την παραβολή τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ύπαρξης.




     Η γλωσσική ευρηματικότητα του συγγραφέα απαιτεί ευθύβολες αντιστοιχίες. Η μετάφραση της Σοφίας Καλογιάννη αναδεικνύει το ύφος και το πνεύμα του λόγου μέσα από καίριες επιλογές που συνομιλούν με το εδώ και τώρα. Μια θεατρική γλώσσα ζωντανή που εκφέρεται με άνεση από τους ηθοποιούς. Η δραματουργική επεξεργασία της κ. Καλογιάννη συμπυκνώνει τον λόγο για οικονομία χρόνου μένοντας απολύτως πιστή στο πνεύμα. Ομοίως, η σκηνοθεσία της Σοφίας Καλογιάννη ενστερνίζεται την αισθητική του κειμένου εικονοποιώντας αφαιρετικά τις σκηνικές οδηγίες και δίνοντας έμφαση στον ρυθμό και την ατμόσφαιρα. Το σκοτεινό χιούμορ ενισχύεται και η έκφραση της βίας αποδίδεται υπαινικτικά αποφεύγοντας τον υπέρμετρο χαρακτήρα του γκροτέσκο. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μαρίζας Σουλιώτη ενισχύουν τη σκηνοθετική ανάγνωση που υιοθετεί ένα ουδέτερο χωροχρονικό περιβάλλον. Την ίδια γραμμή ακολουθούν οι χορογραφίες του Κωνσταντίνου Καρβουνιάρη, η μουσική και οι ήχοι του Στέλιου Γιαννουλάκη καθώς και οι φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση που υπογραμμίζουν το ασφυκτικό, εφιαλτικό, υπό κατάρρευση τοπίο.

     Ο Γιώργος Χουλιάρας (Ο Πατέρας/Λέων) σχολιάζει επιδέξια στην ερμηνεία του όσα δεν «χωρούν στις λέξεις» με αποκορύφωμα τον απολογητικό, γεμάτο αγωνία, τόνο στον μεγάλο μονόλογο που αποτελεί ολόκληρη την Τρίτη Πράξη. Η Μαρία Μπρανίδου (Άννα/Η Μητέρα), η Ειρήνη Δάμπαση (Ζηνοβία/Η Κόρη) και ο Παναγιώτης Τζαφέρης (Ο Γείτονας) πλάθουν χαρακτηριστικές φιγούρες με προεκτάσεις κριτικής της αστικής νοοτροπίας. Η Χριστίνα Δενδρινού (Βιργινία/Η Υπηρέτρια) απογειώνει το σαρκαστικό χιούμορ της εκπροσώπου της εργατικής τάξης που αραδιάζει σωρηδόν συνώνυμα παρωδώντας και υπονομεύοντας τη βαρύτητα των λέξεων. Εξαιρετική στην εύγλωττη σιωπή της, η Κατερίνα Κασσάνδρα ενσαρκώνει με πλούσια παραγλωσσική έκφραση τον Σμουρτς, αποτυπώνοντας καίρια την ακραία βία, τον σωματικό εξευτελισμό, την βαναυσότητα, την οδύνη, όλη την κακοποιητική συμπεριφορά που υφίσταται αδιαμαρτύρητα αυτό το πλάσμα.

     Πιστό στο πνεύμα και το γράμμα του έργου, αυτό το πρώτο ανέβασμα στην Ελλάδα των Οικοδόμων της Αυτοκρατορίας, είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσίαζε τον Μπορίς Βιάν.