Στο θέατρο του Τομ
Στόπαρντ διακειμενικότητα και μεταθεατρικότητα διαπλέκονται δοκιμάζοντας
τις προσληπτικές αντοχές του θεατή στον οποίο απευθύνεται ως ενήμερο συνένοχο
του σκηνικού παιχνιδιού. Ο Βρετανός, τσεχικής καταγωγής, συγγραφέας αναζητά την
πρωτοτυπία στην ανασύνθεση και επανεγγραφή του παλαιού και δοκιμασμένου στήνοντας
διαρκώς παιχνίδια μέσα στα παιχνίδια που απαξιώνουν τη σκηνική αληθοφάνεια.
Το Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί
(1966) αντλεί υπόθεση και χαρακτήρες από τον σαιξπηρικό Άμλετ. Ο Στόπαρντ αποσπά τους δύο αυλικούς από το περιθώριο και
τους τοποθετεί στο επίκεντρο της δράσης ενώ ο πρίγκιπας της Δανίας γίνεται
δευτερεύον πρόσωπο. Ο δραματουργός ελκύεται από την κωμική δυναμική δύο
ανυποψίαστων ανθρώπων, που εμπλέκονται σε ένα δίχτυ βασιλικών διενέξεων με
κατάληξη τον θάνατό τους, και της δίνει σύγχρονη φιλοσοφική διάσταση.
Το έργο στιγματίζεται από το στοιχείο της
μπεκετικής αναμονής, το επαναλαμβανόμενο παιχνίδι, την ανησυχία για την απουσία
νοήματος και τις φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από τη φύση του θανάτου ενώ την
ίδια στιγμή το ενήμερο κοινό αναγνωρίζει αμέσως τις διάσπαρτες σκηνές από το
σαιξπηρικό έργο. Το μπουλούκι των θεατρίνων προσωποποιεί την απόλυτη θεατρική
ψευδαίσθηση. Οι ηθοποιοί δεν βγαίνουν ποτέ από τον ρόλο τους, δεν αλλάζουν τα
κοστούμια τους και είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν παράσταση μόλις βρεθεί
μπροστά τους κοινό.
Η θεαματικότητα υπερθεματίζεται με τη
χρήση «μαγικών» κόλπων ειλημμένων από το θεατρικό οπλοστάσιο αιώνων: νομίσματα
που εξαφανίζονται ή διπλασιάζονται, βαρέλια που χάνονται ή κρύβουν μέσα τους
πράγματα, μαχαίρια που δεν σκοτώνουν, επιστολές που αλλάζουν περιεχόμενο κλπ.
Ανθεκτική στον χρόνο, η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αποδίδει ευθύβολα τη
διφορούμενη γλώσσα και τον αποσπασματικό της χαρακτήρα. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ακροβατεί στη
διαλεκτική του είναι και του φαίνεσθαι και κατορθώνει ν’ απογειώσει
τη θεατρικότητα και την παιγνιώδη ψευδαίσθηση μέσα από μια φαρσική έκφραση που
διατηρεί τη διασκεδαστική της στόχευση «αποθεώνοντας» και ταυτόχρονα
ναρκοθετώντας τη γλωσσική επικοινωνία. Άλλωστε, το σκηνικό και τα κοστούμια της
Ελένης Μανωλοπούλου διαμορφώνουν ένα
κλίμα που κινείται μεταξύ ονείρου και παραμυθιού, προκρίνοντας το μυστήριο, την
υπαρξιακή αγωνία και κυρίως τη μαγεία του αναπάντεχου. Σε αυτό το κλίμα
ευθυγραμμίζονται οι καίριοι φωτισμοί του Αλέκου
Αναστασίου και η μουσική του Θοδωρή
Αμπαζή που εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από τον Θοδωρή Κοτεπάνο (πιάνο), τον Φίλανδρο-Μάριο
Καρρά (κλαρινέτο) και τον Δημήτρη
Κοτταρίδη (τσέλο).
Ο Βασίλης
Ανδρέου (Ρόζενκραντζ) και ο Νίκος
Καρδώνης (Γκίλντενστερν) χειρίζονται επιδέξια το αυτοσχεδιαστικό παιχνίδι
και τη μεταφυσική εγρήγορση των προσώπων στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον
θάνατο. Η μπουφονερί γεννιέται εκεί όπου οι αντινομίες της ύπαρξης μοιάζουν
ανεπίλυτες. Ο Άρης Τρουπάκης
(αρχηγός του θιάσου) μαζί με τον Πάρη
Αλεξανδρόπουλο και τον Φοίβο
Μαρκιανό (θεατρίνοι) υποδύονται με πλούσια παραγλωσσική έκφραση τους ρόλους
τους. Ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος
(Κλαύδιος), ο Στάθης Κόικας (Άμλετ),
η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου
(Οφηλία), η Μαρία Σαββίδου
(Γερτρούδη) και ο Στράτος Σωπύλης (Πολώνιος)
αποδίδουν με σκηνική ευστροφία τις κωμικοτραγικές αποχρώσεις των προσώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου