«ΠΟΤΖΟ: (ξεσπώντας ξαφνικά). Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον
καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δε σας φτάνει
αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα
θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την
ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; (Πιο ήρεμα.) Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια
στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι. (Τραβάει
το σκοινί.) Προχώρα!»
(Από τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις
Ύψιλον)
Ο Σάμιουελ
Μπέκετ είδε καθαρά το αναπόδραστο της πεπρωμένης διαδρομής της ανθρώπινης
ύπαρξης. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περιμένουν μάταια. Ο Γκοντό δεν θα έρθει
ποτέ… Η σωματική εκφορά του τραγικού συντάσσεται από την αδυναμία των ηρώων να
δραπετεύσουν από το περιβάλλον της ατέρμονης αναμονής. Ο κυρίαρχος του
παιχνιδιού δεν έχει καμία απάντηση και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν θεός. Ο
Γκοντό εξαφανίζεται για να μην αποκαλυφθεί η ανυπαρξία του.
Η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου αποτελεί σπουδή για την προοπτική του άγονου χώρου
και την οδύνη που επιφέρει κάθε μορφής σύρραξη. Η οπτική του αποκτά ιδιαίτερο
σκηνογραφικό ενδιαφέρον μέσα από τη γεωμετρική απεικόνιση μιας φλούδας γης που
έχει υποστεί ολέθρια καταστροφή. Η τριγωνική κατασκευή του Βασίλη Παπατσαρούχα ενδυναμώνει με λιτά μέσα την απροσδιοριστία του
χώρου και του χρόνου με την κορυφή του σχήματος να δημιουργεί ψευδαίσθηση ατελεύτητου
βάθους. Η τρύπα στη μέση λειτουργεί ως κρυψώνα επιτρέποντας σημαίνουσες για τη
δράση εισόδους και εξόδους των προσώπων. Το γκρίζο χρώμα των χαλασμάτων, η υφή
του «αψεγάδιαστου» λερωμένου, η «καλαισθησία», τολμώ να πω, του ρήγματος,
κυριαρχεί και στα κοστούμια του κ. Παπατσαρούχα, διαμορφώνοντας ένα απόκοσμο
περιβάλλον που δεν γνωρίζει σύνορα. Την αισθητική του εν λόγω περιβάλλοντος
ενισχύουν οι καίριοι φωτισμοί του Νίκου
Βλασόπουλου που κάνουν αισθητή τη μεταβολή του χρόνου.
Η
σκηνοθεσία του κ. Μοσχόπουλου προκρίνει το παράδοξο και αναδεικνύει στο
έπακρο τις κωμικοτραγικές αποχρώσεις του πλούσιου διακειμενικού λόγου
ακολουθώντας με ακρίβεια τους διαλόγους και τις σκηνικές ενδείξεις. Στην
επίτευξη αυτή συμβάλλουν αποφασιστικά η Δηώ
Καγγελάρη (δραματουργία) και ο Κορνήλιος
Σελαμσής (σύμβουλος προσωδίας).
Το λευκό μακιγιάζ και η σκόνη σηματοδοτούν
την ουδετερότητα της μπεκετικής φιγούρας. Ο Πάνος Παπαδόπουλος (Βλαδίμηρος) και ο Τάσος Ροδοβίτης (Εστραγκόν) συμπλέουν στην υποκριτική τους υφολογία
για να αποδώσουν τον άρρηκτο δεσμό που συνδέει τα δύο πρόσωπα εναλλάσσοντας το
ελαφρύ παιγνιώδες παίξιμο με την ανία και την απόγνωση. Ομοίως, ο Γιάννης Σαμψαλάκης (Ποτζό) και ο Γιάννης Βαρβαρέσος (Λάκυ) ενσαρκώνουν με
επιβλητική σωματική έκφραση τη νοσηρή σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου στους
ρυθμούς ενός γκροτέσκο που συναγωνίζεται το μπουρλέσκο. Σημαντική η επιμέλεια
της κίνησης από τον Χρήστο Στρινόπουλο
με τις έμμεσες αναφορές στη χριστιανική σταύρωση. Ο Πέτρος Δημοτάκης (Αγόρι) υπογραμμίζει τη διαρκή ματαίωση της
αναμονής καθώς εκφέρει με αθωότητα επίπλαστες υποσχέσεις για την έλευση του
σωτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου