«Θέλω την κοινωνία του σώματός σου απόψε. Το άδυτο και το άγιο βήμα της σάρκας σου ποθώ. Λειτουργός του αληθινού Θεού θα προσφέρω θυσία απόψε και θα’ ναι ναός το σώμα σου και ύμνοι τα παραληρήματά μας κι έκσταση θρησκευτική και υπερκόσμια η κομμάρα μετά την ηδονή μας»
Νίκος Καζαντζάκης, Όφις και Κρίνο (1906)
Το ανέβασμα ενός έργου αλλά ακόμα περισσότερο η θεατρική μεταφορά ενός μυθιστορήματος είναι απόρροια αιτιών που παραπέμπουν σε κάποιες συγκυρίες συνεπικουρούμενες από τη συνέργεια βαθύτερων εμμονών. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ομάδα «Όχι Παίζουμε» στρέφει το ενδιαφέρον της ρίχνοντας άπλετο φως σε λησμονημένα κείμενα και προκαλεί την προσοχή κοινού και κριτικών με το γόνιμο πειραματισμό των παραστάσεών της.
Ο Συγγραφέας και το έργο του
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης (Σμύρνη 1883-Αθήνα 1919) φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αλλά αρκετά νωρίς εγκατέλειψε τον ιερατικό μανδύα. Αρθρογράφησε για κάποιο χρονικό διάστημα στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Εμπρός» και «Εστία». Το 1913 έγινε διευθυντής των επιδομάτων για τα θύματα πολέμου. Το 1916 προσχωρεί στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και διορίζεται έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενώ, ένα χρόνο μετά, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Βυζαντινού Τμήματος του υπουργείου Παιδείας.
Ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνία γράφοντας ποιήματα, πεζοτράγουδα («De Profundis», «Ο Θρίαμβος»), αφηγήματα («Το Φλογισμένο Ράσο», «Το Βυσσινί τριαντάφυλλο»), μελέτες («Βυζαντινά Πολύπτυχα», «Η Βασίλισσα και αι Βυζαντιναί Αρχόντισσαι») και θεατρικά («Η Θεατρίνα», «Ο Πιερότος», «Το Τσακάλι») που ανέβηκαν από τους θιάσους της Κοτοπούλη και της Κυβέλη.
Ωραιοπαθής και ωραιολόγος, πιστός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», ο Πλάτων Ροδοκανάκης διεκδικεί περισσότερο ίσως από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον τίτλο του κατεξοχήν εκπροσώπου του αισθητισμού στην πεζογραφία. Ιδιοσυγκρασία δραματικά διχασμένη ανάμεσα στον ασκητισμό και τον άκρατο αισθησιασμό, βρίσκει διέξοδο στη λυρική εξομολόγηση, που δεν κρυσταλλώνεται πάντοτε ούτε σε διήγημα ούτε σε ποίηση. Παραμένει μια «κατάσταση γραφής» επίμονα αντιρεαλιστική όπου κυριαρχεί το όνειρο, η λυρική μέθη, η απροσδόκητα κάποτε εκφραστική τόλμη αλλά και η λεκτική υπερεκζήτηση.
Στο «Βυσσινί τριαντάφυλλο», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1912, ο συγγραφέας δημιούργησε αναληθοφανείς και φανταστικές ιστορίες όπου επικρατεί το εξωτικό και αποκλίνον στοιχείο, ο αισθησιασμός και ο ηδονισμός, οι αριστοκρατικές κλίσεις, η πεισιθάνατη ροπή, ο εσωτερισμός και η εξομολογητική τάση.
Το κείμενο, έτσι όπως σήμερα φτάνει στα χέρια μας, αποτελεί μια απόδοση ημερολογιακών φύλλων, μέσα στα οποία εκφράζεται ο βαθύς έρωτας του νεαρού καλλιτέχνη Γιώργου για την αριστοκρατική κόρη Βέρα, χωρισμένο σε δύο διακριτά μέρη. Στο πρώτο, ο αναγνώστης διαβάζει τα λόγια και τις σκέψεις του Γιώργου για την «Βέρα του», ενώ στο δεύτερο, ένα τρίτο πρόσωπο συνεχίζει να περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της δραματικής κατάληξης των δύο εραστών και των ανεκπλήρωτων ηδονών τους. Αυτό το τρίτο πρόσωπο – σύμφωνα με την πρώτη και ανολοκλήρωτη έκδοση του κειμένου σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1909 –όπου διεκόπη ως βλάσφημο-, είναι ένας καλός φίλος του Γιώργου που αφηγείται την ιστορία των δύο ερωτευμένων, σε μια φιλήδονη Κόμισσα των Αθηνών, εν ονόματι Κάρνιστ. Στην τελική έκδοση του κειμένου, το 1912, οι δύο εραστές μένουν οι μόνοι ήρωες του έργου, καθώς ο φίλος του Γιώργου και η Κόμισσα Κάρνιστ απουσιάζουν, ύστερα από την άδικη κατηγορία περί λογοκλοπής στην οποία προβαίνει ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος έναντι του Πλάτωνα Ροδοκανάκη επί του συγκεκριμένου έργου.
Μια πολύπτυχη performance
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σαχίνη στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις εικόνες του λόγου. Ο κύριος Σαχίνης καταφέρνει να δομήσει την κίνηση μέσα από τα ρήγματα της ακινησίας και να κατασκευάσει τη δράση μέσα από τα διάκενα του λόγου. Η αφήγηση εκφωνείται από τον ηθοποιό Γιάννη Κλίνη και μετουσιώνεται σε κίνηση από την Ειρήνη Αλεξίου. Το σώμα, όχημα αισθητικών και σημασιακών κωδίκων, πομπός και δέκτης πολύμορφων μηνυμάτων που προκαλεί ο αναγνωστικός συνειρμός. Και η πλέον ανεπαίσθητη κίνηση των δακτύλων, των χεριών, των ποδιών, του κεφαλιού της σιωπηλής χορεύτριας, διατρέχει από άκρη σε άκρη το σκηνικό χώρο αποκαλύπτοντας μπροστά στα μάτια των θεατών πτυχές ενός αθέατου ψυχικού κόσμου.
Πριν την έναρξη της παράστασης, ακούγονται δύο τραγούδια από τις δυο προηγούμενες παραγωγές της ομάδας πάνω στους λησμονημένους εστέτ λογοτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα : «Το Φέρετρό μου» από την παράσταση «Καρδιά με Κόκκαλα. Βίος και Πολιτεία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη» και το «Μάτια Βαμμένα» από το θεατρικό έργο «Το Αίμα που μαράθηκε» του Άκη Δήμου, βασισμένο στην «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Η μουσική του Κώστα Δαλακούρα καλύπτει τα διάκενα μεταξύ των σκηνικών «επεισοδίων», συνδηλώνοντας μέσα από μελωδικές παρηχήσεις την παύση της δράσης και την εισβολή του «εξωσκηνικού χώρου» επί σκηνής, καταδηλώνοντας έτσι την αόρατη αλλά διαρκή απειλή ενός επερχόμενου θανάτου. Απειλή που εικονοποιεί και ενισχύει η παρουσία μιας νεκροφόρας!
Το μυστικό του μαυροκόκκινου άνθους είναι καλά θαμμένο στα άδυτα της ιστορικής λήθης και επιζητεί την ενεργοποίηση του μέσα από μια νεκροφόρα, που χάρη στο περιεχόμενό της θα ταξιδέψει στους κατάλληλους χρονικούς τόπους του εξεζητημένου ρομαντισμού και του ακραίου αισθητισμού.
Τα σύμβολα του παραμυθιού (τέρατα, νεράιδα, νυχτερίδα), η ιερότητα της ηδονής, το άδοξο τέλος των δυο νέων αποτελούν σημεία που με τοπική αφετηρία μια νεκροφόρα, μια μπάντα, ένα βαζάκι γλυκό κουταλιού και μια συλλογή δίσκων βινυλίου, θα συρθούν προς τα έξω, θα διαρρεύσουν στο χώρο και θα διαλεχθούν με το «εδώ και τώρα».
Η παράσταση ξεκινάει με μια διάλεξη γύρω από το έργο του συγγραφέα από διαφορετικό ομιλητή κάθε φορά, ενώ παράλληλα, προσφέρεται στους θεατές λικέρ τριαντάφυλλο!
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Rodokanakis Rediscovered 1908-2008 «Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο»
του Πλάτωνα Ροδοκανάκη
Μια παραγωγή της θεατρικής ομάδας «Όχι Παίζουμε» με τη σύμπραξη του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Βορείου Αιγαίου και την υποστήριξη του The John S Fafalios Foundation
Σκηνοθεσία : Γιώργος Σαχίνης
Χορογραφία : Ειρήνη Αλεξίου
Σκηνογραφία-Κοστούμια : Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική : Κώστας Δαλακούρας
Φωτισμοί : Δήμος Αβδελιώδης
Δραματουργική έρευνα-Κείμενα προγράμματος : Άρης Ασπρούλης
Ερμηνεύουν : Γιάννης Κλίνης και Ειρήνη Αλεξίου
3-13/7 Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών
16-22/7 Bios
26-30/7 Κέντρο Isadora Duncan δήμου Βύρωνα
29-31/8 Χίος – Θέατρο Καστρομηνά
20-23/9 Μουσείο Μπενάκη, κτίριο Πειραιώς
Νίκος Καζαντζάκης, Όφις και Κρίνο (1906)
Το ανέβασμα ενός έργου αλλά ακόμα περισσότερο η θεατρική μεταφορά ενός μυθιστορήματος είναι απόρροια αιτιών που παραπέμπουν σε κάποιες συγκυρίες συνεπικουρούμενες από τη συνέργεια βαθύτερων εμμονών. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ομάδα «Όχι Παίζουμε» στρέφει το ενδιαφέρον της ρίχνοντας άπλετο φως σε λησμονημένα κείμενα και προκαλεί την προσοχή κοινού και κριτικών με το γόνιμο πειραματισμό των παραστάσεών της.
Ο Συγγραφέας και το έργο του
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης (Σμύρνη 1883-Αθήνα 1919) φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αλλά αρκετά νωρίς εγκατέλειψε τον ιερατικό μανδύα. Αρθρογράφησε για κάποιο χρονικό διάστημα στις εφημερίδες «Ακρόπολις», «Εμπρός» και «Εστία». Το 1913 έγινε διευθυντής των επιδομάτων για τα θύματα πολέμου. Το 1916 προσχωρεί στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και διορίζεται έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενώ, ένα χρόνο μετά, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Βυζαντινού Τμήματος του υπουργείου Παιδείας.
Ασχολήθηκε συστηματικά με τη λογοτεχνία γράφοντας ποιήματα, πεζοτράγουδα («De Profundis», «Ο Θρίαμβος»), αφηγήματα («Το Φλογισμένο Ράσο», «Το Βυσσινί τριαντάφυλλο»), μελέτες («Βυζαντινά Πολύπτυχα», «Η Βασίλισσα και αι Βυζαντιναί Αρχόντισσαι») και θεατρικά («Η Θεατρίνα», «Ο Πιερότος», «Το Τσακάλι») που ανέβηκαν από τους θιάσους της Κοτοπούλη και της Κυβέλη.
Ωραιοπαθής και ωραιολόγος, πιστός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη», ο Πλάτων Ροδοκανάκης διεκδικεί περισσότερο ίσως από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον τίτλο του κατεξοχήν εκπροσώπου του αισθητισμού στην πεζογραφία. Ιδιοσυγκρασία δραματικά διχασμένη ανάμεσα στον ασκητισμό και τον άκρατο αισθησιασμό, βρίσκει διέξοδο στη λυρική εξομολόγηση, που δεν κρυσταλλώνεται πάντοτε ούτε σε διήγημα ούτε σε ποίηση. Παραμένει μια «κατάσταση γραφής» επίμονα αντιρεαλιστική όπου κυριαρχεί το όνειρο, η λυρική μέθη, η απροσδόκητα κάποτε εκφραστική τόλμη αλλά και η λεκτική υπερεκζήτηση.
Στο «Βυσσινί τριαντάφυλλο», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1912, ο συγγραφέας δημιούργησε αναληθοφανείς και φανταστικές ιστορίες όπου επικρατεί το εξωτικό και αποκλίνον στοιχείο, ο αισθησιασμός και ο ηδονισμός, οι αριστοκρατικές κλίσεις, η πεισιθάνατη ροπή, ο εσωτερισμός και η εξομολογητική τάση.
Το κείμενο, έτσι όπως σήμερα φτάνει στα χέρια μας, αποτελεί μια απόδοση ημερολογιακών φύλλων, μέσα στα οποία εκφράζεται ο βαθύς έρωτας του νεαρού καλλιτέχνη Γιώργου για την αριστοκρατική κόρη Βέρα, χωρισμένο σε δύο διακριτά μέρη. Στο πρώτο, ο αναγνώστης διαβάζει τα λόγια και τις σκέψεις του Γιώργου για την «Βέρα του», ενώ στο δεύτερο, ένα τρίτο πρόσωπο συνεχίζει να περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της δραματικής κατάληξης των δύο εραστών και των ανεκπλήρωτων ηδονών τους. Αυτό το τρίτο πρόσωπο – σύμφωνα με την πρώτη και ανολοκλήρωτη έκδοση του κειμένου σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1909 –όπου διεκόπη ως βλάσφημο-, είναι ένας καλός φίλος του Γιώργου που αφηγείται την ιστορία των δύο ερωτευμένων, σε μια φιλήδονη Κόμισσα των Αθηνών, εν ονόματι Κάρνιστ. Στην τελική έκδοση του κειμένου, το 1912, οι δύο εραστές μένουν οι μόνοι ήρωες του έργου, καθώς ο φίλος του Γιώργου και η Κόμισσα Κάρνιστ απουσιάζουν, ύστερα από την άδικη κατηγορία περί λογοκλοπής στην οποία προβαίνει ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος έναντι του Πλάτωνα Ροδοκανάκη επί του συγκεκριμένου έργου.
Μια πολύπτυχη performance
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σαχίνη στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις εικόνες του λόγου. Ο κύριος Σαχίνης καταφέρνει να δομήσει την κίνηση μέσα από τα ρήγματα της ακινησίας και να κατασκευάσει τη δράση μέσα από τα διάκενα του λόγου. Η αφήγηση εκφωνείται από τον ηθοποιό Γιάννη Κλίνη και μετουσιώνεται σε κίνηση από την Ειρήνη Αλεξίου. Το σώμα, όχημα αισθητικών και σημασιακών κωδίκων, πομπός και δέκτης πολύμορφων μηνυμάτων που προκαλεί ο αναγνωστικός συνειρμός. Και η πλέον ανεπαίσθητη κίνηση των δακτύλων, των χεριών, των ποδιών, του κεφαλιού της σιωπηλής χορεύτριας, διατρέχει από άκρη σε άκρη το σκηνικό χώρο αποκαλύπτοντας μπροστά στα μάτια των θεατών πτυχές ενός αθέατου ψυχικού κόσμου.
Πριν την έναρξη της παράστασης, ακούγονται δύο τραγούδια από τις δυο προηγούμενες παραγωγές της ομάδας πάνω στους λησμονημένους εστέτ λογοτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα : «Το Φέρετρό μου» από την παράσταση «Καρδιά με Κόκκαλα. Βίος και Πολιτεία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη» και το «Μάτια Βαμμένα» από το θεατρικό έργο «Το Αίμα που μαράθηκε» του Άκη Δήμου, βασισμένο στην «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Η μουσική του Κώστα Δαλακούρα καλύπτει τα διάκενα μεταξύ των σκηνικών «επεισοδίων», συνδηλώνοντας μέσα από μελωδικές παρηχήσεις την παύση της δράσης και την εισβολή του «εξωσκηνικού χώρου» επί σκηνής, καταδηλώνοντας έτσι την αόρατη αλλά διαρκή απειλή ενός επερχόμενου θανάτου. Απειλή που εικονοποιεί και ενισχύει η παρουσία μιας νεκροφόρας!
Το μυστικό του μαυροκόκκινου άνθους είναι καλά θαμμένο στα άδυτα της ιστορικής λήθης και επιζητεί την ενεργοποίηση του μέσα από μια νεκροφόρα, που χάρη στο περιεχόμενό της θα ταξιδέψει στους κατάλληλους χρονικούς τόπους του εξεζητημένου ρομαντισμού και του ακραίου αισθητισμού.
Τα σύμβολα του παραμυθιού (τέρατα, νεράιδα, νυχτερίδα), η ιερότητα της ηδονής, το άδοξο τέλος των δυο νέων αποτελούν σημεία που με τοπική αφετηρία μια νεκροφόρα, μια μπάντα, ένα βαζάκι γλυκό κουταλιού και μια συλλογή δίσκων βινυλίου, θα συρθούν προς τα έξω, θα διαρρεύσουν στο χώρο και θα διαλεχθούν με το «εδώ και τώρα».
Η παράσταση ξεκινάει με μια διάλεξη γύρω από το έργο του συγγραφέα από διαφορετικό ομιλητή κάθε φορά, ενώ παράλληλα, προσφέρεται στους θεατές λικέρ τριαντάφυλλο!
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Rodokanakis Rediscovered 1908-2008 «Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο»
του Πλάτωνα Ροδοκανάκη
Μια παραγωγή της θεατρικής ομάδας «Όχι Παίζουμε» με τη σύμπραξη του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Βορείου Αιγαίου και την υποστήριξη του The John S Fafalios Foundation
Σκηνοθεσία : Γιώργος Σαχίνης
Χορογραφία : Ειρήνη Αλεξίου
Σκηνογραφία-Κοστούμια : Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική : Κώστας Δαλακούρας
Φωτισμοί : Δήμος Αβδελιώδης
Δραματουργική έρευνα-Κείμενα προγράμματος : Άρης Ασπρούλης
Ερμηνεύουν : Γιάννης Κλίνης και Ειρήνη Αλεξίου
3-13/7 Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών
16-22/7 Bios
26-30/7 Κέντρο Isadora Duncan δήμου Βύρωνα
29-31/8 Χίος – Θέατρο Καστρομηνά
20-23/9 Μουσείο Μπενάκη, κτίριο Πειραιώς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου