Θωρακίζομαι στη διαίρεση της ύπαρξης
μιαν άφθαρτη παράνοια
και ιδρύω επιτέλους συλλαβές
με δισυπόστατους δαιμόνους.
Συνήθως,
δε φθάνω το αίμα στην εξαγρίωση
μα σήμερα στοχάζομαι
σε κατασίγαση θεότητας
τρομάζοντας κατάσαρκα την ποίηση
Απολαμβάνω πότε-πότε
να πανουργώ της αθωότητας
συγχέοντας στη φαντασία μου
δαίμονες με θεούς
Στο φινάλε
ο διάβολος
και ο θεός
σε βιαιότητα διαφέροντες
Από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη
Οι «Φοίνισσες» αποτελούν την τραγωδία του Ευριπίδη που πλησιάζει πιστότερα από πολλές άλλες στο σχήμα Ύβρη-Άτη-Δίκη. Γραμμένη γύρω στο 409 π. Χ. μετά την αθηναϊκή συντριβή στη Σικελία, διαπλέει όλο τον θηβαϊκό μύθο και απεικονίζει το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τη δραματική σύγκρουση των αντιθέσεων.
Το υλικό του εκτενέστατου αυτού κειμένου (1766 στίχοι) και η συμπυκνωμένη δράση του στηρίζονται στη θηβαϊκή κατάρα της αιμομιξίας, του αδελφοκτόνου μίσους, της άκρατης πολιτικής φιλοδοξίας, της μητρικής οδύνης αλλά και της πατρικής ταπείνωσης. Ένα ανθολόγιο από ομηρικές εικόνες, αδρά περιγράμματα, απανωτές περιγραφές οργίλων ηθών, οριακές διενέξεις και ακραία διλήμματα. Μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά του πολέμου και ιδιαίτερα κατά της απεχθέστερης μορφής του, της εμφύλιας σύρραξης.
Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στην εθνικότητα των γυναικών του χορού. Σταλμένες στη Φοινίκη (πατρίδα του ιδρυτή της Θήβας, του Κάδμου) και προορισμένες για το Μαντείο των Δελφών, σχεδόν εγκλωβίζονται στην πόλη λόγω απρόσμενων εξελίξεων των γεγονότων.
Ο Ευριπίδης καταπιάνεται με το μύθο των Λαβδακιδών από το σημείο που τελειώνει ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή και δραματοποιεί χρονική περίοδο αντίστοιχη περίπου με αυτή των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Σε αντίθεση με τους άλλους δραματουργούς, ο Ευριπίδης εμφανίζει τον τυφλό Οιδίποδα αιχμάλωτο των δυο γιων του, φέρνει αντιμέτωπους τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή προτού ν’ αναμετρηθούν μέχρι θανάτου στη μάχη, εμφανίζει τον Κρέοντα σαν τραγικό πατέρα του νεαρού Μενοικέα, που αυτοθυσιάζεται για την πατρίδα και τοποθετεί σε διαφορετική χρονική φάση την αυτοκτονία της Ιοκάστης.
Η τραγωδία διαθέτει αριστοτεχνική δομή και εμπνευσμένα χορικά. Στα δύο πρώτα στάσιμα, οι γυναίκες ανιστορούνε το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο (που εγγονός του ήταν ο Βάκχος, ο οδηγός τους στο χορό) και θρηνούνε που ο Άρης χαλάει τις Διονυσιακές γιορτές, με «θίασον ενόπλιον».
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και η σύγχρονη όψη της παράστασης υπογραμμίζουν την πολιτική διάσταση του τραγικού λόγου δίνοντας έμφαση στον αντιπολεμικό χαρακτήρα και τη διαχρονική του απήχηση. Οι ήρωες του Ευριπίδη κινούνται στο χωρόχρονο της πανανθρώπινης μοίρας καταγγέλλοντας το κυνήγι και την αλαζονεία της εξουσίας.
Ο κύριος Ευαγγελάτος λειτούργησε με βάση αυτό που του προκάλεσε ο αναγνωστικός συνειρμός και έστησε τη δράση σ’ ένα χώρο, ο οποίος αφήνει ερωτηματικά με την αμφισημία του. Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε ο Γιώργος Πάτσας απεικονίζει με ακρίβεια έναν εγκαταλειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό σ’ ένα τόπο απόμερο. Ράγες τρένων, κολώνες φωτισμού, σωρεία αποσκευών. Αυτό το μέρος φορτίζεται συγκινησιακά από τις όποιες πράξεις των προσώπων που το κατοικούν. Τόπος όχι μόνο αποχαιρετισμών, χωρισμών και απρόσμενων συναντήσεων αλλά και στόχος βομβαρδιστικών επιθέσεων. Αναχωρήσεις στρατιωτών για τον πόλεμο αλλά και αφίξεις αδίστακτων εισβολέων. Οι εκκωφαντικοί ήχοι των πυροβολισμών που ακούγονται κατά την έναρξη και τη λήξη διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα απειλής ενός απερχόμενου θανάτου. Ατμόσφαιρα πολέμου που δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ο χορός κινείται με συντονισμένες κινήσεις και συμμετέχει ενεργά σχολιάζοντας τη δράση. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο η σκηνή που μέλη του γράφουν με μπογιά στον τοίχο, το στίχο «Οδ’ όλβος ου βέβαιος, αλλ’ εφήμερος» («Καμιά ευτυχία δεν είναι αιώνια, εφήμερη είναι»). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης η σκηνή που τα σώματα των ηθοποιών απλώνονται στις ράγες καθώς και αυτή με τα αγαλματίδια τα οποία βγαίνουν από τις αποσκευές.
Συνολικά, η προσέγγιση του Σπύρου Ευαγγελάτου, αν και αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτης σκέψης, τονίζει τις στιγμές του απύθμενου πάθους που οδηγεί σε μια αλυσίδα από παθήματα, επισημαίνοντας την αδιάλειπτη ροή των δυνάμεων της ύβρεως και του λάθους.
Ρέουσα και στρωτή η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη ενώ οι φωτισμοί του Ανδρέα Σινανού παρακολουθούν και εστιάζουν σε καίριες στιγμές τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου -έχω την αίσθηση-δεν «δένει» σε πολλά σημεία με τη σκηνοθετική ανάγνωση αλλά και με το υφολογικό ιστό του κειμένου.
Οι ερμηνείες
Η Αντιγόνη Βαλάκου δεν αναμετριέται για πρώτη φορά με τη σπαραχτική φιγούρα της Ιοκάστης. Η κυρία Βαλάκου αποδίδει με την ωριμότητα της υποκριτικής της υφολογίας την οδύνη και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της μάνας τοποθετώντας τον θεατή στο κέντρο του τραγικού πεπρωμένου της ηρωίδας. Στυλιζαρισμένη, ωστόσο, ερμηνεία.
Ο Σπύρος Μαβίδης στο ρόλο του Παιδαγωγού και ο Στέφανος Κυριακίδης ως Κρέων σκιαγραφούν με ακρίβεια τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των προσώπων που υποδύονται. Ο Νικόλας Παπαγιάννης (Πολυνείκης) και ο Θανάσης Κουρλάμπας (Ετεοκλής) υποστηρίζουν με νεύρο, σθένος και νεανική ορμή τα δυο ανυποχώρητα στις θέσεις τους αδέλφια που οδηγούνται μοιραία στον αλληλοσκοτωμό.
Ο Μενοικέας με την ανιδιοτέλεια, την αυταπάρνηση και τη θυσία του θα απαλλάξει την πόλη από το μίασμα και θα τη σώσει από όλεθρο πολέμου. Σύντομος αλλά καίριας σημασίας ρόλος. Ο Κωνσταντίνος Φάμης φαίνεται να μην έχει κατανοήσει πλήρως το ήθος που εκπροσωπεί ο ήρωας.
Ο Τειρεσίας του Κώστα Αθανασόπουλου προβάλλει έντονα κωμικά στοιχεία που ο ηθοποιός χειρίζεται με μέτρο. Σαρκαστικό, «υπόγειο» χιούμορ. Ο Αγγελιοφόρος του Δημήτρη Παπανικολάου ξεχωρίζει για τη ζωντανή, δυναμική και σταδιακής κορύφωσης αφήγηση που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Ο Πέτρος Φυσσούν πλάθει έναν καταρρακωμένο και απομυθοποιημένο Οιδίποδα που υποβαστάζεται από την Αντιγόνη που ερμηνεύει η ταλαντούχα Τζίνη Παπαδοπούλου.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Φοίνισσες» του Ευριπίδη
Από το Αμφιθέατρο
Μετάφραση : Κ. Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία : Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Μουσική : Θάνος Μικρούτσικος
Μουσική διδασκαλία : Γιάννης Αναστασόπουλος
Φωτισμοί : Ανδρέας Σινανός
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αντιγόνη Βαλάκου, Σπύρος Μαβίδης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Θανάσης Κουρλάμπας, Στέφανος Κυριακίδης, Κώστας Αθανασόπουλος, Κωνσταντίνος Φάμης, Δημήτρης Παπανικολάου και Πέτρος Φυσσούν
Χορός : Γεωργία Ανέστη, Γεωργία Καλλέργη, Λένα Μαραβέα, Πόπη Λυμπεροπούλου, Αγγελική Πέτκου, Αγγελική Πετροπετσιώτη, Ελίνα Μάλαμα, Μαριάνθη Κυρίου, Αλεξάνδρα Κουλούρη, Γιώργος Μπούγος, Βασίλης Πουλάκος, Λευτέρης Πολυχρόνης και Γιάννης Πλιάκης
μιαν άφθαρτη παράνοια
και ιδρύω επιτέλους συλλαβές
με δισυπόστατους δαιμόνους.
Συνήθως,
δε φθάνω το αίμα στην εξαγρίωση
μα σήμερα στοχάζομαι
σε κατασίγαση θεότητας
τρομάζοντας κατάσαρκα την ποίηση
Απολαμβάνω πότε-πότε
να πανουργώ της αθωότητας
συγχέοντας στη φαντασία μου
δαίμονες με θεούς
Στο φινάλε
ο διάβολος
και ο θεός
σε βιαιότητα διαφέροντες
Από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη
Οι «Φοίνισσες» αποτελούν την τραγωδία του Ευριπίδη που πλησιάζει πιστότερα από πολλές άλλες στο σχήμα Ύβρη-Άτη-Δίκη. Γραμμένη γύρω στο 409 π. Χ. μετά την αθηναϊκή συντριβή στη Σικελία, διαπλέει όλο τον θηβαϊκό μύθο και απεικονίζει το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τη δραματική σύγκρουση των αντιθέσεων.
Το υλικό του εκτενέστατου αυτού κειμένου (1766 στίχοι) και η συμπυκνωμένη δράση του στηρίζονται στη θηβαϊκή κατάρα της αιμομιξίας, του αδελφοκτόνου μίσους, της άκρατης πολιτικής φιλοδοξίας, της μητρικής οδύνης αλλά και της πατρικής ταπείνωσης. Ένα ανθολόγιο από ομηρικές εικόνες, αδρά περιγράμματα, απανωτές περιγραφές οργίλων ηθών, οριακές διενέξεις και ακραία διλήμματα. Μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά του πολέμου και ιδιαίτερα κατά της απεχθέστερης μορφής του, της εμφύλιας σύρραξης.
Ο τίτλος του έργου αναφέρεται στην εθνικότητα των γυναικών του χορού. Σταλμένες στη Φοινίκη (πατρίδα του ιδρυτή της Θήβας, του Κάδμου) και προορισμένες για το Μαντείο των Δελφών, σχεδόν εγκλωβίζονται στην πόλη λόγω απρόσμενων εξελίξεων των γεγονότων.
Ο Ευριπίδης καταπιάνεται με το μύθο των Λαβδακιδών από το σημείο που τελειώνει ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή και δραματοποιεί χρονική περίοδο αντίστοιχη περίπου με αυτή των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Σε αντίθεση με τους άλλους δραματουργούς, ο Ευριπίδης εμφανίζει τον τυφλό Οιδίποδα αιχμάλωτο των δυο γιων του, φέρνει αντιμέτωπους τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή προτού ν’ αναμετρηθούν μέχρι θανάτου στη μάχη, εμφανίζει τον Κρέοντα σαν τραγικό πατέρα του νεαρού Μενοικέα, που αυτοθυσιάζεται για την πατρίδα και τοποθετεί σε διαφορετική χρονική φάση την αυτοκτονία της Ιοκάστης.
Η τραγωδία διαθέτει αριστοτεχνική δομή και εμπνευσμένα χορικά. Στα δύο πρώτα στάσιμα, οι γυναίκες ανιστορούνε το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο (που εγγονός του ήταν ο Βάκχος, ο οδηγός τους στο χορό) και θρηνούνε που ο Άρης χαλάει τις Διονυσιακές γιορτές, με «θίασον ενόπλιον».
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και η σύγχρονη όψη της παράστασης υπογραμμίζουν την πολιτική διάσταση του τραγικού λόγου δίνοντας έμφαση στον αντιπολεμικό χαρακτήρα και τη διαχρονική του απήχηση. Οι ήρωες του Ευριπίδη κινούνται στο χωρόχρονο της πανανθρώπινης μοίρας καταγγέλλοντας το κυνήγι και την αλαζονεία της εξουσίας.
Ο κύριος Ευαγγελάτος λειτούργησε με βάση αυτό που του προκάλεσε ο αναγνωστικός συνειρμός και έστησε τη δράση σ’ ένα χώρο, ο οποίος αφήνει ερωτηματικά με την αμφισημία του. Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε ο Γιώργος Πάτσας απεικονίζει με ακρίβεια έναν εγκαταλειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό σ’ ένα τόπο απόμερο. Ράγες τρένων, κολώνες φωτισμού, σωρεία αποσκευών. Αυτό το μέρος φορτίζεται συγκινησιακά από τις όποιες πράξεις των προσώπων που το κατοικούν. Τόπος όχι μόνο αποχαιρετισμών, χωρισμών και απρόσμενων συναντήσεων αλλά και στόχος βομβαρδιστικών επιθέσεων. Αναχωρήσεις στρατιωτών για τον πόλεμο αλλά και αφίξεις αδίστακτων εισβολέων. Οι εκκωφαντικοί ήχοι των πυροβολισμών που ακούγονται κατά την έναρξη και τη λήξη διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα απειλής ενός απερχόμενου θανάτου. Ατμόσφαιρα πολέμου που δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ο χορός κινείται με συντονισμένες κινήσεις και συμμετέχει ενεργά σχολιάζοντας τη δράση. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο η σκηνή που μέλη του γράφουν με μπογιά στον τοίχο, το στίχο «Οδ’ όλβος ου βέβαιος, αλλ’ εφήμερος» («Καμιά ευτυχία δεν είναι αιώνια, εφήμερη είναι»). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης η σκηνή που τα σώματα των ηθοποιών απλώνονται στις ράγες καθώς και αυτή με τα αγαλματίδια τα οποία βγαίνουν από τις αποσκευές.
Συνολικά, η προσέγγιση του Σπύρου Ευαγγελάτου, αν και αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτης σκέψης, τονίζει τις στιγμές του απύθμενου πάθους που οδηγεί σε μια αλυσίδα από παθήματα, επισημαίνοντας την αδιάλειπτη ροή των δυνάμεων της ύβρεως και του λάθους.
Ρέουσα και στρωτή η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη ενώ οι φωτισμοί του Ανδρέα Σινανού παρακολουθούν και εστιάζουν σε καίριες στιγμές τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου -έχω την αίσθηση-δεν «δένει» σε πολλά σημεία με τη σκηνοθετική ανάγνωση αλλά και με το υφολογικό ιστό του κειμένου.
Οι ερμηνείες
Η Αντιγόνη Βαλάκου δεν αναμετριέται για πρώτη φορά με τη σπαραχτική φιγούρα της Ιοκάστης. Η κυρία Βαλάκου αποδίδει με την ωριμότητα της υποκριτικής της υφολογίας την οδύνη και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της μάνας τοποθετώντας τον θεατή στο κέντρο του τραγικού πεπρωμένου της ηρωίδας. Στυλιζαρισμένη, ωστόσο, ερμηνεία.
Ο Σπύρος Μαβίδης στο ρόλο του Παιδαγωγού και ο Στέφανος Κυριακίδης ως Κρέων σκιαγραφούν με ακρίβεια τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των προσώπων που υποδύονται. Ο Νικόλας Παπαγιάννης (Πολυνείκης) και ο Θανάσης Κουρλάμπας (Ετεοκλής) υποστηρίζουν με νεύρο, σθένος και νεανική ορμή τα δυο ανυποχώρητα στις θέσεις τους αδέλφια που οδηγούνται μοιραία στον αλληλοσκοτωμό.
Ο Μενοικέας με την ανιδιοτέλεια, την αυταπάρνηση και τη θυσία του θα απαλλάξει την πόλη από το μίασμα και θα τη σώσει από όλεθρο πολέμου. Σύντομος αλλά καίριας σημασίας ρόλος. Ο Κωνσταντίνος Φάμης φαίνεται να μην έχει κατανοήσει πλήρως το ήθος που εκπροσωπεί ο ήρωας.
Ο Τειρεσίας του Κώστα Αθανασόπουλου προβάλλει έντονα κωμικά στοιχεία που ο ηθοποιός χειρίζεται με μέτρο. Σαρκαστικό, «υπόγειο» χιούμορ. Ο Αγγελιοφόρος του Δημήτρη Παπανικολάου ξεχωρίζει για τη ζωντανή, δυναμική και σταδιακής κορύφωσης αφήγηση που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Ο Πέτρος Φυσσούν πλάθει έναν καταρρακωμένο και απομυθοποιημένο Οιδίποδα που υποβαστάζεται από την Αντιγόνη που ερμηνεύει η ταλαντούχα Τζίνη Παπαδοπούλου.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Φοίνισσες» του Ευριπίδη
Από το Αμφιθέατρο
Μετάφραση : Κ. Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία : Σπύρος Α. Ευαγγελάτος
Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Μουσική : Θάνος Μικρούτσικος
Μουσική διδασκαλία : Γιάννης Αναστασόπουλος
Φωτισμοί : Ανδρέας Σινανός
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αντιγόνη Βαλάκου, Σπύρος Μαβίδης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Νικόλας Παπαγιάννης, Θανάσης Κουρλάμπας, Στέφανος Κυριακίδης, Κώστας Αθανασόπουλος, Κωνσταντίνος Φάμης, Δημήτρης Παπανικολάου και Πέτρος Φυσσούν
Χορός : Γεωργία Ανέστη, Γεωργία Καλλέργη, Λένα Μαραβέα, Πόπη Λυμπεροπούλου, Αγγελική Πέτκου, Αγγελική Πετροπετσιώτη, Ελίνα Μάλαμα, Μαριάνθη Κυρίου, Αλεξάνδρα Κουλούρη, Γιώργος Μπούγος, Βασίλης Πουλάκος, Λευτέρης Πολυχρόνης και Γιάννης Πλιάκης
1 σχόλιο:
katapliktiki parastasi apo ton Evaggelato. Einai apo toys korufeoys skinothetes pou vriskontai sti zoi. Kai i metafrasi itan i kalyteri dynati!!!
Δημοσίευση σχολίου