Το έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ «Χορός Θανάτου» (1901) ανεβαίνει από την θεατρική ομάδα «Υστερόγραφο», στην μετάφραση που υπογράφει ο Μίνως Βολανάκης και σε σκηνοθεσία Γιώργου Γιανναράκου.
Σ’ ένα μοναχικό νησί του Σουηδικού αρχιπελάγους, ζουν απομονωμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο ο λοχαγός Έντγκαρ κι η σύζυγός του Άλις η οποία έχει εγκαταλείψει το επάγγελμα της ηθοποιού και τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες της για να αφοσιωθεί στον γάμο της όπως τουλάχιστον η ίδια πιστεύει. Λίγο πριν γιορτάσουν την 25η επέτειο των γάμων τους, οι δύο σύζυγοι, έχουν ήδη συνειδητοποιήσει την εσωτερική διάλυση της σχέσης τους και επιδίδονται στην μοναδική διασκέδαση που τους έχει απομείνει: τις διαρκείς αντιπαραθέσεις και λεκτικούς διαξιφισμούς, αντλώντας ο ένας από τον άλλο επιχειρήματα και προκλήσεις.
Τα δύο από τα παιδιά της οικογένειας έχουν φύγει στην πόλη για σπουδές ενώ τα άλλα δύο έχουν πεθάνει. Το κατάλυμα που στεγάζει την συζυγική δυστυχία των ηρώων είναι ένας παλιός, υγρός και σκοτεινός πύργος που λειτουργούσε αρχικά σαν φυλακή. Η οικονομική δυσπραγία εντείνει το κλίμα έντασης κι απαρέσκειας καθώς τα χρέη συσσωρεύονται, οι απλήρωτες υπηρέτριες εγκαταλείπουν τα αφεντικά τους και τα κελάρια έχουν αδειάσει από τρόφιμα και ποτά.
Η άφιξη του παιδικού φίλου και εξαδέλφου της Άλις, του Κουρτ δημιουργεί την απαιτούμενη εκείνη ρωγμή μέσα από την οποία θα ξεπηδήσουν απωθημένα εχθρότητας, ερωτισμού, φθόνου και φόβου. Η διαστρεμμένη εξάρτηση του Ένγκαρτ από την γυναίκα του αλλά κι από τον Κουρτ θίγει την αλαζονική του ιδιοσυγκρασία, δημιουργώντας του εκδικητικό μένος.
Ο πληγωμένος εγωισμός και το ανεκπλήρωτο των προσδοκιών της Άλις μαζί με την ψυχωτική ιδιοσυστασία του χαρακτήρα της, την καθημερινή δυσπραγία, τα πρώτα σημάδια των γηρατειών και το πένθος για τις απανωτές απώλειες την οδηγούν στην απόφαση να εξοντώσει τον σύζυγό της αν βέβαια εκείνος δεν τα καταφέρει να πεθάνει από μόνος του.
Η αδυναμία του Κουρτ να επιβάλλει τις επιθυμίες του τον καθιστά έρμαιο και εν τέλει συνένοχο και των δύο συζύγων στα νοσηρά τους σχέδια. Η όξυνση των αντιθέσεων οδηγεί τους τρεις ήρωες από τα λόγια στις πράξεις και εν τέλει στην ψυχική συντριβή τους.
Ο Κουρτ παραδίδεται στις ερωτικές επιθυμίες της Άλις για να την δει να απογυμνώνεται από τον μανδύα του θύματος και να μεταμορφώνεται σε μια ανελέητη εκδικήτρια για τον άντρα της, ο οποίος αν και πάσχει από μία καρδιακή νόσο που τον οδηγεί σε σύντομο θάνατο, αρνείται να παραδοθεί και οργανώνει την δική του επίθεση προς τη γυναίκα του και τον φίλο του, η οποία θα αποδειχτεί ολέθρια και για τον ίδιο.
Ο χορός των αλλοτινών θριάμβων γίνεται τώρα μια δαιμονική ιεροτελεστία που τους παγιδεύει στον περίκλειστο κόσμο τους για να συντρίψει πρώτα τις αντιστάσεις και τις άμυνες τους και στη συνέχεια τα τελευταία απομεινάρια ευρωστίας της εύθραυστης σχέσης τους.
Ο Κουρτ αποχωρεί αηδιασμένος όταν αντιλαμβάνεται πως έχει γίνει το εργαλείο της αδίστακτης Άλις για να εξοντώσει τον σύζυγό της και το ζευγάρι μένει πάλι μόνο, αντιμέτωπο αυτή τη φορά όχι μόνο με την φρίκη της αναγκαστικής συνύπαρξης αλλά και με τις βασανιστικές ενοχές, την αμετάκλητη πλέον μοναξιά και τον επικείμενο θάνατο του άντρα.
Η παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γιανναράκος κινείται σε δυναμικούς, αυστηρά ελεγχόμενους ρυθμούς, οι οποίοι χαλαρώνουν λίγο προς το τέλος της πρώτης πράξης για να επανέλθουν δυναμικά στην δεύτερη πράξη όπου και εντείνεται η κρισιμότητα των δρώμενων.
Οι επιμέρους σκηνικές συνθέσεις διαπνέονται από χιούμορ και κυνισμό και εμβολίζονται με απρόβλεπτες ανατροπές. Λιτά σκηνογραφικά και σκηνοθετικά ευρήματα συνθέτουν το εφιαλτικό τοπίο στο οποίο οι τρεις ηθοποιοί κινούνται με νεύρο και δυναμισμό.
Επιπλέον, η σκηνογραφία γεφυρώνει επιτυχώς το κλασσικό έργο με το διαχρονικό πνεύμα της παράστασης. Οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Κώστα Μαντζώρου εντείνουν την σκοτεινή ατμόσφαιρα με ήχους μελετημένα σκληρούς, παράτονους και βίαιους.
Τα κοστούμια της Νίκης Πέρδικα ακολουθούν την μόδα της εποχής, σχολιάζοντας παράλληλα τις μεταπτώσεις, τις συναισθηματικές εξάρσεις αλλά και τον όψιμο ερωτισμό της Άλις. Οι φωτισμοί του Αντώνη Συμεωνάκη «παρακολουθούν» την δράση με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.
Η Αγγελική Λεμονή πλάθει υποκριτικά μια Άλις νευρώδη, αισθησιακή και δαιμονική. Ο Κωνσταντίνος Χατζούδης αποδίδει στο ρόλο του λοχαγού την κρυμμένη νεύρωση και αποκαλύπτει με μαεστρία τις νευρωτικές εξάρσεις αλλά και τις εύθραυστες πτυχές του πολύμορφου χαρακτήρα του Έντγκαρ.
Ο Σπύρος Ζουπάνος, μάλλον νεαρός για τον ρόλο του Κουρτ, ο οποίος είναι συνομήλικος της Άλις κανονικά, επιτυγχάνει ωστόσο να διασώσει με την ερμηνεία του τις ισορροπίες και να κτίσει τον ευπαθή και υποτονικό χαρακτήρα του ήρωα που υποδύεται με επάρκεια και ευκρίνεια.
Η εξαιρετική και άφθαρτη στο χρόνο, μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αναδεικνύει την οξύτητα των λεκτικών διαξιφισμών χωρίς να υπονομεύει την φυσικότητα του λόγου και την εύρυθμη ροή της παράστασης.
Σ’ ένα μοναχικό νησί του Σουηδικού αρχιπελάγους, ζουν απομονωμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο ο λοχαγός Έντγκαρ κι η σύζυγός του Άλις η οποία έχει εγκαταλείψει το επάγγελμα της ηθοποιού και τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες της για να αφοσιωθεί στον γάμο της όπως τουλάχιστον η ίδια πιστεύει. Λίγο πριν γιορτάσουν την 25η επέτειο των γάμων τους, οι δύο σύζυγοι, έχουν ήδη συνειδητοποιήσει την εσωτερική διάλυση της σχέσης τους και επιδίδονται στην μοναδική διασκέδαση που τους έχει απομείνει: τις διαρκείς αντιπαραθέσεις και λεκτικούς διαξιφισμούς, αντλώντας ο ένας από τον άλλο επιχειρήματα και προκλήσεις.
Τα δύο από τα παιδιά της οικογένειας έχουν φύγει στην πόλη για σπουδές ενώ τα άλλα δύο έχουν πεθάνει. Το κατάλυμα που στεγάζει την συζυγική δυστυχία των ηρώων είναι ένας παλιός, υγρός και σκοτεινός πύργος που λειτουργούσε αρχικά σαν φυλακή. Η οικονομική δυσπραγία εντείνει το κλίμα έντασης κι απαρέσκειας καθώς τα χρέη συσσωρεύονται, οι απλήρωτες υπηρέτριες εγκαταλείπουν τα αφεντικά τους και τα κελάρια έχουν αδειάσει από τρόφιμα και ποτά.
Η άφιξη του παιδικού φίλου και εξαδέλφου της Άλις, του Κουρτ δημιουργεί την απαιτούμενη εκείνη ρωγμή μέσα από την οποία θα ξεπηδήσουν απωθημένα εχθρότητας, ερωτισμού, φθόνου και φόβου. Η διαστρεμμένη εξάρτηση του Ένγκαρτ από την γυναίκα του αλλά κι από τον Κουρτ θίγει την αλαζονική του ιδιοσυγκρασία, δημιουργώντας του εκδικητικό μένος.
Ο πληγωμένος εγωισμός και το ανεκπλήρωτο των προσδοκιών της Άλις μαζί με την ψυχωτική ιδιοσυστασία του χαρακτήρα της, την καθημερινή δυσπραγία, τα πρώτα σημάδια των γηρατειών και το πένθος για τις απανωτές απώλειες την οδηγούν στην απόφαση να εξοντώσει τον σύζυγό της αν βέβαια εκείνος δεν τα καταφέρει να πεθάνει από μόνος του.
Η αδυναμία του Κουρτ να επιβάλλει τις επιθυμίες του τον καθιστά έρμαιο και εν τέλει συνένοχο και των δύο συζύγων στα νοσηρά τους σχέδια. Η όξυνση των αντιθέσεων οδηγεί τους τρεις ήρωες από τα λόγια στις πράξεις και εν τέλει στην ψυχική συντριβή τους.
Ο Κουρτ παραδίδεται στις ερωτικές επιθυμίες της Άλις για να την δει να απογυμνώνεται από τον μανδύα του θύματος και να μεταμορφώνεται σε μια ανελέητη εκδικήτρια για τον άντρα της, ο οποίος αν και πάσχει από μία καρδιακή νόσο που τον οδηγεί σε σύντομο θάνατο, αρνείται να παραδοθεί και οργανώνει την δική του επίθεση προς τη γυναίκα του και τον φίλο του, η οποία θα αποδειχτεί ολέθρια και για τον ίδιο.
Ο χορός των αλλοτινών θριάμβων γίνεται τώρα μια δαιμονική ιεροτελεστία που τους παγιδεύει στον περίκλειστο κόσμο τους για να συντρίψει πρώτα τις αντιστάσεις και τις άμυνες τους και στη συνέχεια τα τελευταία απομεινάρια ευρωστίας της εύθραυστης σχέσης τους.
Ο Κουρτ αποχωρεί αηδιασμένος όταν αντιλαμβάνεται πως έχει γίνει το εργαλείο της αδίστακτης Άλις για να εξοντώσει τον σύζυγό της και το ζευγάρι μένει πάλι μόνο, αντιμέτωπο αυτή τη φορά όχι μόνο με την φρίκη της αναγκαστικής συνύπαρξης αλλά και με τις βασανιστικές ενοχές, την αμετάκλητη πλέον μοναξιά και τον επικείμενο θάνατο του άντρα.
Η παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γιανναράκος κινείται σε δυναμικούς, αυστηρά ελεγχόμενους ρυθμούς, οι οποίοι χαλαρώνουν λίγο προς το τέλος της πρώτης πράξης για να επανέλθουν δυναμικά στην δεύτερη πράξη όπου και εντείνεται η κρισιμότητα των δρώμενων.
Οι επιμέρους σκηνικές συνθέσεις διαπνέονται από χιούμορ και κυνισμό και εμβολίζονται με απρόβλεπτες ανατροπές. Λιτά σκηνογραφικά και σκηνοθετικά ευρήματα συνθέτουν το εφιαλτικό τοπίο στο οποίο οι τρεις ηθοποιοί κινούνται με νεύρο και δυναμισμό.
Επιπλέον, η σκηνογραφία γεφυρώνει επιτυχώς το κλασσικό έργο με το διαχρονικό πνεύμα της παράστασης. Οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Κώστα Μαντζώρου εντείνουν την σκοτεινή ατμόσφαιρα με ήχους μελετημένα σκληρούς, παράτονους και βίαιους.
Τα κοστούμια της Νίκης Πέρδικα ακολουθούν την μόδα της εποχής, σχολιάζοντας παράλληλα τις μεταπτώσεις, τις συναισθηματικές εξάρσεις αλλά και τον όψιμο ερωτισμό της Άλις. Οι φωτισμοί του Αντώνη Συμεωνάκη «παρακολουθούν» την δράση με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.
Η Αγγελική Λεμονή πλάθει υποκριτικά μια Άλις νευρώδη, αισθησιακή και δαιμονική. Ο Κωνσταντίνος Χατζούδης αποδίδει στο ρόλο του λοχαγού την κρυμμένη νεύρωση και αποκαλύπτει με μαεστρία τις νευρωτικές εξάρσεις αλλά και τις εύθραυστες πτυχές του πολύμορφου χαρακτήρα του Έντγκαρ.
Ο Σπύρος Ζουπάνος, μάλλον νεαρός για τον ρόλο του Κουρτ, ο οποίος είναι συνομήλικος της Άλις κανονικά, επιτυγχάνει ωστόσο να διασώσει με την ερμηνεία του τις ισορροπίες και να κτίσει τον ευπαθή και υποτονικό χαρακτήρα του ήρωα που υποδύεται με επάρκεια και ευκρίνεια.
Η εξαιρετική και άφθαρτη στο χρόνο, μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αναδεικνύει την οξύτητα των λεκτικών διαξιφισμών χωρίς να υπονομεύει την φυσικότητα του λόγου και την εύρυθμη ροή της παράστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου