Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

«Εννιά» του Δημήτρη Τσεκούρα στο Θέατρο «Φούρνος»

 


     Ο ποιητικός λόγος του Δημήτρη Τσεκούρα είναι ένας ποταμός λέξεων, ένα μωσαϊκό ποικίλων αναφορών στα μονοπάτια του παραλόγου αλλά και στον αστερισμό του συμβόλου. Από Το νερό γνωρίζει μέχρι το φετινό Εννιά, το θέατρο του Τσεκούρα αντιστέκεται στην εύκολη, απλοϊκή, επιδερμική και εύπεπτη ερμηνεία καθώς επικεντρώνεται στο παράδοξο μέσα από έναν γρίφο ή κάποιο άλλο ανεπίλυτο ζήτημα.




     Ο συγγραφέας ταλανίζει επίμονα και βασανιστικά τη λέξη, δεν επιβάλει τη σημασία της, δεν αποκαλύπτει το βάθος της και δεν κομπάζει για τη βαρύτητά της. Τα εκφραστικά του μέσα συνθέτουν έναν κειμενικό μικρόκοσμο του οποίου ο απώτερος σκοπός και το νόημα φαντάζουν εκ πρώτης όψεως σκοτεινά και ανεξιχνίαστα. Τι θέλει να μας πει; Ο αναγνώστης/ακροατής/θεατής, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον γρίφο, καλείται να λάβει μέρος στη διαρκή επινόηση και αέναη αναζήτηση του ανατροφοδοτούμενου και υπό αμφισβήτηση νοήματος.




     Η δραματουργία του Τσεκούρα χρησιμοποιεί το όνειρο που διαρρηγνύει τη σκουριά του άχρονου καιρού προτείνοντας την αιώνια νεότητα ως τελικό αίτιο των αναζητήσεων του ανθρώπου. Τα όνειρα γλιστράνε στη ζωή...

    Το νέο του θεατρικό έργο, Εννιά, είναι στην ουσία ένα επώδυνο χρονικό-οδοιπορικό μιας αποκρυπτογράφησης. Στις παρυφές μιας ονειροφαντασίας, λίγο πριν «το τέλος του παιχνιδιού» και αυστηρά «κεκλεισμένων των θυρών»… Το κείμενο στοιχειοθετεί κομβικά γεγονότα σε υφολογία θρίλερ εναλλάσσοντας παιγνιωδώς την αλήθεια με το ψέμα και το μυστικό με την απάτη. Πρόκειται για το ξεδίπλωμα μιας άκρως τολμηρής εκθέσεως έκκεντρων περιστατικών σ’ ένα παιχνίδι αλυσιδωτών αντιδράσεων.




     Σ’ ένα παράξενο πανδοχείο (του πάνω ή του κάτω κόσμου), δύο μυστηριώδεις γυναικείες φιγούρες, η Μπέρτα (υπηρέτρια) και η Κυρία (αφεντικό), η οποία προσποιείται πως κουτσαίνει, αναζητούν εναγωνίως το χειρόγραφο ενός συγγραφέα που αυτοκτόνησε και επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν ένα απόκρυφο μήνυμα. Τόσο στις συζητήσεις όσο και στις μονολογικές τους αφηγήσεις, η απειλητική ακινησία ενός λύκου στιγματίζει το νοσηρό περιβάλλον της ατέρμονης αναμονής.




     Η Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου ενδυναμώνει το παράλογο καλλιεργώντας παράλληλα το σασπένς στο κυνήγι της επίλυσης του αινίγματος. Πρέπει να δοθούν εξηγήσεις. Τι σημαίνει εννιά; Η σκηνοθεσία της κ. Τριανταφυλλίδου υπογραμμίζει την υπαρξιακή διάσταση του κειμένου και ισορροπεί επιδέξια το κωμικό με το δραματικό.




     Το σκηνικό της Χαράς Κονταξάκη (η οποία υπογράφει και τα καλαίσθητα κοστούμια) παραπέμπει σε αίθουσα υποδοχής ενός ξενοδοχείου με στοιχεία που εικονοποιούν την υπέρβαση και τη ρήξη με το πραγματικό. Το δάπεδο είναι στρωμένο με κιτρινισμένα φύλλα, πολυάριθμες βαλίτσες βρίσκονται στα ράφια, ο αριθμός 9 απουσιάζει από τη σειρά με τα δωμάτια, το ρολόι είναι μόνιμα κολλημένο στο 9 κ.α. Όλα δηλώνουν και υποδηλώνουν την παρουσία και την απουσία, το παρελθόν και το παρόν, ένα μυστήριο που ζητάει εξιχνίαση.

     Η μουσική του Νάσσου Σωπύλη σε συνδυασμό με τους φωτισμούς ενισχύουν την αίσθηση του εφιάλτη και το στοιχείο του θρίλερ.

     Η Ναταλία Στυλιανού και η Αγγελική Καρυστινού συμπλέουν με πλούσιους και κοινούς εκφραστικούς κώδικες σε αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι καταδίωξης, αναζήτησης ταυτοτήτων και μεταμφιέσεων σε άδηλο τόπο και χρόνο. Οι δύο ηθοποιοί αναδεικνύουν ευθύβολα τη θεατρικότητα, τα άρρητα, τα υπαινικτικά και τα παίγνια του λόγου του Δημήτρη Τσεκούρα.

     Η παράσταση σχηματίζει έναν πραγματικό κώδικα, μια γλώσσα συμβολικών και αισθησιακών μορφών. Το ταξίδι της αναζήτησης συνεχίζεται μετά τη λήξη του θεάματος και σε ακολουθεί… Αλήθεια, τι σημαίνει τελικά το εννιά;




Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής

 


     Στο θέατρο του Τομ Στόπαρντ διακειμενικότητα και μεταθεατρικότητα διαπλέκονται δοκιμάζοντας τις προσληπτικές αντοχές του θεατή στον οποίο απευθύνεται ως ενήμερο συνένοχο του σκηνικού παιχνιδιού. Ο Βρετανός, τσεχικής καταγωγής, συγγραφέας αναζητά την πρωτοτυπία στην ανασύνθεση και επανεγγραφή του παλαιού και δοκιμασμένου στήνοντας διαρκώς παιχνίδια μέσα στα παιχνίδια που απαξιώνουν τη σκηνική αληθοφάνεια.




     Το Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί (1966) αντλεί υπόθεση και χαρακτήρες από τον σαιξπηρικό Άμλετ. Ο Στόπαρντ αποσπά τους δύο αυλικούς από το περιθώριο και τους τοποθετεί στο επίκεντρο της δράσης ενώ ο πρίγκιπας της Δανίας γίνεται δευτερεύον πρόσωπο. Ο δραματουργός ελκύεται από την κωμική δυναμική δύο ανυποψίαστων ανθρώπων, που εμπλέκονται σε ένα δίχτυ βασιλικών διενέξεων με κατάληξη τον θάνατό τους, και της δίνει σύγχρονη φιλοσοφική διάσταση.




     Το έργο στιγματίζεται από το στοιχείο της μπεκετικής αναμονής, το επαναλαμβανόμενο παιχνίδι, την ανησυχία για την απουσία νοήματος και τις φιλοσοφικές συζητήσεις γύρω από τη φύση του θανάτου ενώ την ίδια στιγμή το ενήμερο κοινό αναγνωρίζει αμέσως τις διάσπαρτες σκηνές από το σαιξπηρικό έργο. Το μπουλούκι των θεατρίνων προσωποποιεί την απόλυτη θεατρική ψευδαίσθηση. Οι ηθοποιοί δεν βγαίνουν ποτέ από τον ρόλο τους, δεν αλλάζουν τα κοστούμια τους και είναι πάντοτε έτοιμοι να δώσουν παράσταση μόλις βρεθεί μπροστά τους κοινό.




     Η θεαματικότητα υπερθεματίζεται με τη χρήση «μαγικών» κόλπων ειλημμένων από το θεατρικό οπλοστάσιο αιώνων: νομίσματα που εξαφανίζονται ή διπλασιάζονται, βαρέλια που χάνονται ή κρύβουν μέσα τους πράγματα, μαχαίρια που δεν σκοτώνουν, επιστολές που αλλάζουν περιεχόμενο κλπ.




     Ανθεκτική στον χρόνο, η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη αποδίδει ευθύβολα τη διφορούμενη γλώσσα και τον αποσπασματικό της χαρακτήρα. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ακροβατεί στη διαλεκτική του είναι και του φαίνεσθαι και κατορθώνει ν’ απογειώσει τη θεατρικότητα και την παιγνιώδη ψευδαίσθηση μέσα από μια φαρσική έκφραση που διατηρεί τη διασκεδαστική της στόχευση «αποθεώνοντας» και ταυτόχρονα ναρκοθετώντας τη γλωσσική επικοινωνία. Άλλωστε, το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου διαμορφώνουν ένα κλίμα που κινείται μεταξύ ονείρου και παραμυθιού, προκρίνοντας το μυστήριο, την υπαρξιακή αγωνία και κυρίως τη μαγεία του αναπάντεχου. Σε αυτό το κλίμα ευθυγραμμίζονται οι καίριοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή που εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από τον Θοδωρή Κοτεπάνο (πιάνο), τον Φίλανδρο-Μάριο Καρρά (κλαρινέτο) και τον Δημήτρη Κοτταρίδη (τσέλο).




     Ο Βασίλης Ανδρέου (Ρόζενκραντζ) και ο Νίκος Καρδώνης (Γκίλντενστερν) χειρίζονται επιδέξια το αυτοσχεδιαστικό παιχνίδι και τη μεταφυσική εγρήγορση των προσώπων στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον θάνατο. Η μπουφονερί γεννιέται εκεί όπου οι αντινομίες της ύπαρξης μοιάζουν ανεπίλυτες. Ο Άρης Τρουπάκης (αρχηγός του θιάσου) μαζί με τον Πάρη Αλεξανδρόπουλο και τον Φοίβο Μαρκιανό (θεατρίνοι) υποδύονται με πλούσια παραγλωσσική έκφραση τους ρόλους τους. Ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος (Κλαύδιος), ο Στάθης Κόικας (Άμλετ), η Πολυξένη Παπακωνσταντίνου (Οφηλία), η Μαρία Σαββίδου (Γερτρούδη) και ο Στράτος Σωπύλης (Πολώνιος) αποδίδουν με σκηνική ευστροφία τις κωμικοτραγικές αποχρώσεις των προσώπων.




Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

«Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου στο Θέατρο Noūs – Creative space

 


     Η Εντολή (1976), που χαρακτηρίστηκε πολιτικό μυθιστόρημα ή μυθιστόρημα ντοκουμέντο, είναι μια αυτοβιογραφική λογοτεχνική κατάθεση της Διδώς Σωτηρίου και αναφέρεται στη σχέση του Νίκου Μπελογιάννη με την αδελφή της συγγραφέως, Έλλη Παππά, στις δίκες, τα βασανιστήρια και τις εξορίες των αριστερών αγωνιστών, στην καταδίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη και άλλων συντρόφων παρά τη διεθνή κατακραυγή για τη ματαίωσή της. Ο Μπελογιάννης είχε γίνει σύμβολο μέσω των διεθνών κινητοποιήσεων και τη συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών, με γνωστότερο το σκίτσο του Πικάσσο (Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο).

    Η καταξιωμένη δημιουργός (Ματωμένα χώματα, 1962) ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να ερμηνεύσει την υπόθεση Μπελογιάννη στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου. Ο Μπελογιάννης κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος και δικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο της δικτατορίας του Μεταξά. Η δίκη του όμως έλαβε χώρα το 1951, υπό το καθεστώς μιας κεντρώας κυβέρνησης με σύνθημα τη συμφιλίωση. Η Σωτηρίου τονίζει στον πρόλογό της το ηθικό βάρος της γραφής και την ειλικρίνεια των προθέσεών της και αναλύει τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην κυβέρνηση από τον στρατό και την αμερικανική διπλωματική αποστολή για να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση ώστε να αποτραπεί η προσέγγιση του κέντρου με την Αριστερά.

     Η καταγραφή των σφαλμάτων της ηγεσίας του ΚΚΕ ανάγεται σε ηθικό καθήκον. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η λαθεμένη πολιτική του στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Γκαζέρτας που εμπόδισε το ισχυρό κόμμα της αντίστασης να αποκτήσει εξουσία μετά την απελευθέρωση και οδήγησε στα Δεκεμβριανά καθώς και η υπόθεση του Νίκου Πλουμπίδη. Σφάλματα που οφείλονταν σε απουσία στρατηγικής, άγνοια των συσχετισμών αλλά και στους θεσμούς οργάνωσης του κόμματος.

     Τα προσωπικά βιώματα της Διδώς Σωτηρίου συγχωνεύονται με πρακτικά δίκης, μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων, αυθεντικές επιστολές και αυτούσια αποκόμματα εφημερίδων. Μια μνημονική αφήγηση με ιστοριογραφικές φιλοδοξίες, ένας υβριδικός λόγος που συνδυάζει τη μαρτυρία με την πολιτική ανάλυση.




     Η παράσταση δίνει έμφαση στην ηθική και ανθρωπιστική διάσταση του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο με ειρήνη, δικαιοσύνη και κοινωνική ευημερία. Μιλάει με συγκίνηση για «μια γενιά που νίκησε την ήττα της». Η Νάντια Δαλκυριάδου επιλέγει προσεκτικά το υλικό από το σχεδόν 400 σελίδων βιβλίο και δημιουργεί μια θεατρική διασκευή όπου εναλλάσσονται αφήγηση και διάλογοι συμπυκνώνοντας όλη την ιστορία. Η σκηνοθεσία της κ. Δαλκυριάδου ανατέμνει το πεδίο των ζυμώσεων με σύμμετρες κινήσεις, επιχειρώντας να αναδείξει εξελικτικά την πορεία του ιδεολόγου που παραμένει πιστός μέχρι το τέλος στις αξίες, τα ιδανικά και τα πιστεύω του.

     Η Γεωργία Μπούρδα, που υπογράφει και τα κοστούμια, δημιουργεί με ελάχιστα αντικείμενα έναν ευέλικτο σκηνικό χώρο που υποδηλώνει τους τόπους και τη χρονική περίοδο που εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Με τη σκηνοθετική ανάγνωση ευθυγραμμίζονται η κίνηση της Μαρίνας Μαυρογένη, η μουσική του Οδυσσέα Γκάλλιου και οι φωτισμοί του Γιώργου Ψυχράμη.

     Οι ηθοποιοί Ξένια Αλεξίου, Ειρήνη Αμπουμόγλι, Άρης Μπαταγιάννης, Σταύρος Μόσχης, Δώρα Χάγιου και Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης ερμηνεύουν με κοινή υποκριτική υφολογία τα πρόσωπα υπογραμμίζοντας την αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση των αγωνιστών στα υψηλά ιδεώδη.




Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

«Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Bernard-Marie Koltès στο στούντιο ευρυχώρος

 


     Έργο παράδοξο, διαλογικός μονόλογος, αν όχι πολυφωνικό παραλήρημα, χωρίς απάντηση, Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση (1977) οργανώνεται γύρω από το τρίπτυχο μοναξιά-σιωπή-πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που αντιπροσωπεύει την κρίση του ξένου, του απόβλητου της κοινωνίας. Ο περιπλανώμενος ήρωας αναζητά μέσα στη βροχερή νύχτα καταφύγιο. Το εγώ απευθύνεται σε κάποιο σιωπηλό εσύ σ’ ένα κείμενο το οποίο αποτελείται από μία και μοναδική φράση που καταλαμβάνει σχεδόν εξήντα σελίδες! Η μοναδική τελεία στο τέλος μεγεθύνει την εντύπωση της ανεξέλεγκτης εκροής. Ασυνέχεια και αποσπασματικότητα αποτυπώνουν την τεράστια σύγχυση που επικρατεί στο κεφάλι του ομιλητή, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μ’ έναν άγνωστο.

     Η Μυρτώ Ράις δίνει νέα ώθηση στο κείμενο του Κολτές αναδεικνύοντας την παραστατικότητα του σκοτεινού ποιητικού λόγου. Η εξαιρετική της μετάφραση προκρίνει ευθύβολα την ωμότητα της σκληρής γλώσσας του περιθωρίου αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τη συγκινησιακή φόρτιση, την αγωνία και την ευαισθησία του ανθρώπου που αποζητά τη συμπόρευση με τον Άλλο.

  Η παράσταση του Γιώργου Σκαρλάτου «σκύβει» με τρυφερότητα πάνω στο έργο για να αποκρυπτογραφήσει κάθε του λέξη δίνοντας έμφαση στη μουσικότητα-ρυθμικότητα του λόγου. Μεγάλη σημασία για την πρωτότυπη αυτή ανάγνωση αποτελεί ο χώρος. Το μικρό ισόγειο στο στούντιο ευρυχώρος της Πλατείας Εξαρχείων με πόρτα και παράθυρα που επιτρέπουν την «εισβολή» πάσης φύσεως ήχων της οδού Οικονόμου, ενοποιεί τη μυθοπλασία με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα πολιτικά συμφραζόμενα της περιοχής. Η σκηνοθεσία διασπά το πρόσωπο στα δύο δημιουργώντας ωστόσο ενιαίο λεκτικό και παραλεκτικό απείκασμα. Η διχοτόμηση του μονολογούντος προσώπου εμφανίζεται ως πράξη αλλολοσυμπληρώσεως σε διαρκή επικοινωνία και αλληλεπίδραση με το κοινό, που παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.

     Ο Γιώργος Σκαρλάτος μαζί με τον Δημήτρη Ροΐδη ενσαρκώνουν τον καταιγιστικό λόγο με σαγηνευτική έκφραση και αισθησιασμό σπάζοντας διαρκώς τον «τέταρτο τοίχο». Αξιοσημείωτα το βλέμμα τους και το ηχόχρωμα της φωνής τους. Οι δύο ηθοποιοί μετατοπίζονται διαρκώς ανάμεσα στο συμβατικό χώρο της σκηνής και τον έξω χώρο όπου «συναντούν» τα διερχόμενα οχήματα, τους περαστικούς, την περιπολία της αστυνομίας. Άλλοτε μιλώντας ταυτόχρονα στο μικρόφωνο (η πρώτη σκηνή που βγαίνουν έξω από το θέατρο και τους βλέπουμε από το παράθυρο είναι χαρακτηριστική), άλλοτε διακόπτοντας ο ένας τον άλλο, δημιουργούν ποικίλες μικρο-δράσεις που «χρωματίζουν» τις φράσεις.

     Το φως και το σκοτάδι, η εκφώνηση του ζωντανού λόγου σε εναλλαγή με την ηχογράφηση που ακούγεται από τα δύο μεγάφωνα, αποτελούν θεμελιώδη υλικά της χειροποίητης αυτής παράστασης. Άλλωστε, η χρήση της τεχνικής στένσιλ (stencil, διάτρητο), η προβολή εικόνων με τη χρήση του φακού, δημιουργεί ένα οπτικοακουστικό περιβάλλον που ενδυναμώνει τον σχολιασμό του λόγου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η φιγούρα του αρουραίου (γνώριμου «κάτοικου» υπονόμων και περιοχών του υποκόσμου), το σμήνος πουλιών που πετούν, ο συμβολισμός του διεθνούς συνδικάτου και η λέξη «μάμα», εικόνες που βλέπουμε σε μεγέθυνση στους τοίχους. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς στο χαρτί την ατμόσφαιρα αυτού του βιώματος που σε πλημμυρίζει σκέψεις αλλά κυρίως συναισθήματα προκαλώντας σου διαρκώς την ανάγκη να απαντήσεις σε αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση: «σύντροφε, σε βρίσκω και σου κρατώ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο κι είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μην πεις τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπάω, σύντροφε, σύντροφε, εγώ αναζητούσα κάποιον που να ‘ναι άγγελος μέσα σ’ αυτό το μπουρδέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπάω, και τέτοια, μια μπύρα, μια μπύρα, και ακόμα δεν ξέρω πώς μπορώ να το πω, τι χάος, τι μπουρδέλο, σύντροφε, κι όλο βροχή, βροχή, βροχή, βροχή.»




Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

«Στο σώμα της» των Ελένης Ευθυμίου, Σοφίας Ευτυχιάδου και Νεφέλης Μαϊστράλη στο Εθνικό Θέατρο (Κτήριο Τσίλλερ – Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»)

 


     Πρώτη εικόνα: μια εύσωμη γυναίκα γεννά. Η μητέρα της, πανικόβλητη δίπλα της, τραυλίζει. Δεν τολμά να ξεστομίσει αυτό που βλέπει. Αστεία και δραματική ταυτόχρονα. Στο τέλος κατορθώνει να το ξεστομίσει εκφράζοντας ξεκάθαρα τη δυσαρέσκειά της. Το μωρό είναι κορίτσι. Η γυναίκα που το γέννησε δεν ασπάζεται τα αισθήματά της, αντιθέτως, πανηγυρίζει. Μαζί της και ένας χορός γυναικών που την περιβάλει. Στα δύο πρόσωπα αποτυπώνονται αντικρουόμενες αντιλήψεις και στερεότυπα από καταβολής κόσμου: η γυναίκα-αιτία κάθε κακού και η γυναίκα-πηγή χαράς και ζωής. Δεν ήταν (και δεν είναι) εύκολο να είσαι γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ο οποίος επιθυμεί διαρκώς να υποτιμά, να εξουσιάζει, να εμπορεύεται, να κακοποιεί… ένα σώμα που δεν του ανήκει.




     Το σπονδυλωτό έργο που συνυπογράφουν η Ελένη Ευθυμίου, η Σοφία Ευτυχιάδου και η Νεφέλη Μαϊστράλη είναι μια σκηνική σύνθεση-σπουδή-γιορτή γύρω από την αναζήτηση της ταυτότητας, την ελευθερία και το δικαίωμα της γυναίκας να αυτοπροσδιορίζεται και να ορίζει η ίδια το σώμα της. Να είναι υπερήφανη που είναι γυναίκα, να μην ντρέπεται, να μην φοβάται, να μην χαμηλώνει το βλέμμα, να μην ακυρώνονται τα δικαιώματά της. Ένας τρυφερός ύμνος στους αγώνες για τη χειραφέτηση. Ένα πλούσιο μωσαϊκό από δυνατές εικόνες, έντονες μυρωδιές, οδυνηρές μνήμες, χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες, μύθους, ονόματα και αφηγήσεις.




     Μέσα από σύντομα κεφάλαια-στιγμιότυπα, η παράσταση «Στο σώμα της» αποτινάζει ενοχικά σύνδρομα, φόβους και συστολές και τολμάει να μιλήσει απελευθερωμένα και χωρίς συμπλέγματα ακόμη και για τα πιο άβολα ζητήματα. Άλλοτε με παιχνιδιάρικο ή αιχμηρό χιούμορ κι άλλοτε με ρεαλιστική ωμότητα και ακρίβεια γίνεται λόγος για την αμηχανία στην πρώτη έμμηνο ρύση, τις δύσκολες μέρες κάθε μήνα, την ανακάλυψη του έρωτα και της ηδονής, την αυτοϊκανοποίηση, τα αδηφάγα και πρόστυχα βλέμματα των ανδρών, τις κακοποιητικές συμπεριφορές στις σχέσεις, την ασφυκτική και χειριστική πίεση του περίγυρου για γάμο και απόκτηση παιδιών, το δικαίωμα στη διακοπή της κύησης, την εμμηνόπαυση, τη μοναξιά, τα γηρατειά αλλά και κάθε υπόδειξη-προσταγή για το πώς πρέπει να ζει μια γυναίκα.




     Ο πολύσημος σκηνικός χώρος της Ευαγγελίας Κιρκινέ αναδεικνύει μετωνυμικά το γυναικείο καταφύγιο του αιώνιου θηλυκού. Ένας μυστικός παράδεισος καλλωπισμού (τουαλέτες), ένα υδάτινο περιβάλλον χαλάρωσης αλλά και πόνου (πισίνα), μια πασαρέλα σωμάτων και ψυχών. Την ίδια αισθητική γραμμή θηλυκότητας ακολουθούν τα κοστούμια της Διδούς Γκόγκου. Οι μουσικοί ήχοι της Σοφίας Καμαγιάννη, η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου, η κίνηση της Ξένιας Θεμελή και οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη αποκαλύπτουν τους μη ορατούς υπαινιγμούς που κατακλύζουν τη δράση του λόγου.  




     Η σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου ενορχηστρώνει ευφάνταστα και εύρυθμα τα μικροεπεισόδια προβάλλοντας σθεναρά την αθωότητα της αμηχανίας και το ανεπιτήδευτο στους μονολόγους και τις ομαδικές δράσεις. Σκηνές ανθολογίας, μεταξύ άλλων, η επίδειξη σειράς καλλυντικών (καυστικό χιουμοριστικό σχόλιο για την καταναλωτική μανία που επιβάλει στη γυναίκα να είναι πάση θυσία όμορφη και λαμπερή), η εργαζόμενη γυναίκα με τα τρία μωρά που τρέχει και δεν φθάνει (στην εξοντωτική καπιταλιστική κοινωνία), η συγκινητική εξομολόγηση μιας φυλλομετάβασης, οι ανησυχίες για το βάρος, το τραγούδι της κλειτορίδας, τα λογοπαίγνια, οι ρήσεις και οι παροιμίες για το αιδοίο, τα συνώνυμα για το γυναικείο στήθος και η τελευταία σκηνή της βροχής που απογειώνει την παράσταση.




     Ένας θίασος δώδεκα γυναικών, διαφορετικών ηλικιών, σωματότυπων, χαρακτηριστικών, οργώνει στην κυριολεξία τη σκηνή αρθρώνοντας μέσα από κατακερματισμένες αφηγήσεις (ατομικές και ομαδικές) και μια επίφαση δραματοποιημένου αλαλούμ, έναν βαθιά υπαρξιακό λόγο. Η Αλίκη Αλεξανδράκη, η Φένια Αποστόλου, η Ξένια-Μαρία Γκιουλεμέ, η Αγγελική Δεληθανάση, η Ίντρα Κέιν, η Μαρία Κεχαγιόγλου, η Ιωάννα Μαυρέα, η Κατερίνα Παπανδρέου, η Χάρις Σερδάρη, η Νάνσυ Σιδέρη, η Μαρία Σκουλά και η Κωνσταντίνα Τάκαλου μαγεύουν το κοινό ερμηνεύοντας κάθε μια ένα προσωπικό άλγος καθώς δημιουργούν μια κυκλική κίνηση λόγου και δράσεως που οδηγεί σε αποκορύφωμα σκηνικής δίνης.




Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

«Roberto Zucco» του Bernard-Marie Koltès από την Εταιρεία Θεάτρου Monks στο Θέατρο ΠΛΥΦΑ

 


     Η δραματουργία του Κολτές απηχεί τη βασική συντεταγμένη του σύγχρονου συγκρουσιακού περιβάλλοντος της καθημερινότητας. Ο ήρωας του Γάλλου συγγραφέα είναι πάντα αντιμέτωπος με τον Άλλο, με τον απέναντι, ο οποίος ορίζεται εκ προοιμίου αντίπαλος. Η αντιπαλότητα και η πάλη σώμα με σώμα καθορίζουν τα επίπεδα συναλλαγής της παγκόσμιας κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κατά συρροή δολοφόνος Roberto Zucco παύει, από ένα σημείο και μετά, να θυμάται την ταυτότητά του, γίνεται, όπως όλοι οι υπόλοιποι ήρωες του έργου, ανώνυμος, δεν έχει πλέον ονοματεπώνυμο που να τον καθορίζει. Ο Κολτές προβλέπει και υπαινίσσεται την παγκοσμιοποίηση και την άνωθεν επιβαλλόμενη σύγκρουση και λύση. Στην τελευταία σκηνή του Roberto Zucco (1988), ο πρωταγωνιστής μυείται και μυεί στον Ζωροαστρισμό τελώντας την λειτουργία του Μίθρα. Ο Ήλιος δημιουργεί τις φωτοσκιάσεις σε ένα δράμα της ανθρωπότητας, το οποίο μόνο ο δραματουργός είναι σε θέση να διακρίνει στον ορίζοντα.




     Η νεανική ομάδα Monks, που έρχεται από τη Θεσσαλονίκη, «σκύβει» με ενθουσιασμό και ορμή πάνω στο έργο. Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Σιώνα, ακολουθώντας τη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, εικονογραφεί με πιστότητα την αλληλουχία των σκηνών με ελάχιστα μέσα. Στην άκρη της σκηνής, οι ήχοι της ηλεκτρικής κιθάρας του Δημήτρη Καπετάνιου (μουσική: Θανάσης Παναγιωτόπουλος, Μιχάλης Σιώνας) σχολιάζουν, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς του Γιώργου Μιχαλάκου, τις χωροχρονικές αλλαγές της δράσης. Μοναδικό σκηνικό αντικείμενο: ένα παγκάκι με πούπουλα. Η λιτή σκηνογραφία της Νίκης Αγγελίδου που υπογράφει και τα κοστούμια, λειτουργεί μετωνυμικά αφήνοντας άπλετο χώρο στην έκφραση των ηθοποιών. Πέντε ηθοποιοί εναλλάσσονται στους πολλαπλούς ρόλους. Έτσι, ο Ρομπέρτο, το Κοριτσάκι ή ο Αδερφός ερμηνεύονται από διαφορετικό ηθοποιό από σκηνή σε σκηνή, χωρίς να δημιουργηθεί σύγχυση. Η επιλογή αυτή αποκόβει το θεατρικό πρόσωπο από τη ρεαλιστική του απεικόνιση οδηγώντας στα μονοπάτια του συμβολισμού της ανωνυμίας, του απρόσωπου ή του κατακερματισμένου «εγώ» των ηρώων. Ο Δημήτρης Γαλανάκης, η Μυρσίνη Καρματζόγλου, ο Γιάννης Μαυρόπουλος, η Βικτώρια Παπαδοπούλου-Σισκοπούλου και ο Τάρικ Φλάιτι «συναρμολογούν» σε ευθεία τροχιά τις αλληγορικές, αντι-ηρωικές οντότητες του Κολτές, μέσα από γνώριμες κινήσεις που παραπέμπουν στα κοινωνικά στερεότυπα του περιθωρίου, όπως τα στιγματίζει η κυριαρχούσα και η καθεστηκυία ηθική.

     Η παράσταση θα παίζεται στο θέατρο ΠΛΥΦΑ έως 29 Νοεμβρίου 2024 και στη συνέχεια, θα παρουσιαστεί στη Βέροια (6 Δεκεμβρίου) και στη Λάρισα (13-14 Δεκεμβρίου).







Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

«Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη από τη θεατρική ομάδα «Αυτή κι Αυτοί» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

 


     Σοσιαλιστής, ιδεολόγος και ονειροπόλος, ρωμαλέα φυσιογνωμία της δημοτικής μας πεζογραφίας, ο κερκυραίος Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) κατέθεσε στα έργα του τους οραματισμούς του για μια κοινωνία στηριγμένη πάνω σε καινούργιες βάσεις δικαιοσύνης και ευτυχίας για όλους. Το διήγημά του, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920), αναφέρεται στον έρωτα του χήρου Θωμά Καψάλη (Καραβέλας) για τη νεότερή του Μαρία, που είναι παντρεμένη με τον Γιάννη, τον αδελφό του Αργύρη. Πρόκειται για ένα αχαλίνωτο σαρκικό πάθος που θα οδηγήσει τον Καραβέλα στην ηθική εξαχρείωση, το έγκλημα και την αυτοκτονία. Δεινός ψυχογράφος, ο Θεοτόκης κατορθώνει μέσα από δυνατές εικόνες να αποκαλύψει τις ενδόμυχες σκέψεις των προσώπων και η παραστατικότητά του λόγου του καθιστά τον αναγνώστη αυτόπτη μάρτυρα των περιγραφών του.




     Η θεατρική εκδοχή της ομάδας «Αυτή κι Αυτοί», προϊόν ενδελεχούς έρευνας/σπουδής στο λογοτεχνικό κείμενο, προτείνει μια ευφάνταστη, πολυμεσική ανάγνωση με πρωταγωνιστές τη σωματική έκφραση και τη μουσική επένδυση του λόγου. Οι προσεκτικές επιλογές της δραματουργικής επεξεργασίας του Σπύρου Αναστασίνη αναδεικνύουν το πνεύμα του κειμένου εκσυγχρονίζοντας ευθύβολα το γλωσσικό του ύφος με στόχο την ισχυροποίηση μιας διαλεκτικής σχέσεως ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ακροατή/θεατή.




     Η σκηνοθεσία του Αντρέα Ψύλλια στοιχειοθετεί τα κομβικά σημεία της εξελικτικής διαδρομής του ήρωα με σκηνικό εργαλείο το χώμα. Η εκστατική πολλαπλή χρήση του και οι σημασιολογικές του αποχρώσεις αποκαλύπτονται καθ’ όλη τη διάρκεια της επιτέλεσης μέσα από «σκοτεινές» δράσεις ισχυρής έντασης. Οι ηθοποιοί πασαλείβονται και κυλιούνται κυριολεκτικά μέσα στα χώματα του σκηνικού της Αλεξάνδρας Μπαρή με εύρυθμες τελετουργικές χορογραφίες (κίνηση: Αφροδίτη Καλαφάτη), υπό τις μελωδίες και τους στίχους που εκτελούν και ερμηνεύουν ζωντανά επί σκηνής η Ελένη Αληφραγκή (σύνθεση-πιάνο) και ο Βαγγέλης Σταθόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα). Τα χώματα και οι λάσπες αποτυπώνουν συνειρμικά την έκφραση του κακού στα κίνητρα και ευρύτερα στον ψυχισμό των προσώπων που συχνά λησμονούν πως είναι εφήμερα πλάσματα. Οι καίριες εναλλαγές των φωτισμών του Γιάννη Καραλιά ενισχύουν το νοσηρό τοπίο υπογραμμίζοντας την τελική πτώση του Καραβέλα. Άξια μνείας τα κοστούμια της Αλεξάνδρας Μπαρή με ελληνικά παραδοσιακά σχέδια-σύμβολα από την Κέρκυρα.




     Υποδειγματική η ομαδική σύμπλευση των ηθοποιών που εναλλάσσονται στην αφήγηση και στην ερμηνεία των ρόλων. Η Τερέζα Καζιτόρη, ο Σπύρος  Αναστασίνης, ο Αλεξανδρος Παυλίδης, η Ηρώ Κόκκινου, η Γεωργία Σωτηριανάκου και ο Πάνος Μαλικούρτης δίνουν σάρκα και οστά στα υπόγεια ρεύματα που συνδέουν διανοητικά και συγκινησιακά τον Θεοτόκη με τον Άνθρωπο του 21ου αιώνα. Το δούναι και λαβείν ανάμεσά τους ανάγεται σε πράξη επικοινωνίας συγκοινωνούντων δοχείων σε μια βιωματική εμπειρία κάθαρσης που αναστατώνει τις αισθήσεις.   






Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

«Γιοσίρου Γιαμαγκούσι» του Γιάννη Κεντρωτά στο Θέατρο Olvio

 


     Τα θεατρικά πρόσωπα του Γιάννη Κεντρωτά υποστηρίζουν σθεναρά τη δική τους προσωπική αλήθεια ακόμη κι όταν όλοι και όλα γύρω τους την ανατρέπουν. Στροβιλίζονται ιλιγγιωδώς ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, το μυστικό και την απάτη αλλά το «ψέμα» τους είναι η σανίδα σωτηρίας τους, ο μοναδικός τρόπος τους να επιβιώσουν… Αν έπρεπε οπωσδήποτε να δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στο νέο έργο του Έλληνα συγγραφέα, Γιοσίρου Γιαμαγκούσι, δεν θα δίσταζα να το αποκαλέσω «υπαρξιακό» θρίλερ με… κωμικές πινελιές!




     Πιστεύοντας ακράδαντα τις αφηγήσεις της νεκρής μητέρας του, ο Γιοσίρου Γιαμαγκούσι αναζητά τον «Ιάπωνα» πατέρα του στη Λακκοσπηλιά. Ψάχνοντας απαντήσεις σε επώδυνα ερωτήματα, η πραγματικότητα θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια τρομακτική αλήθεια που κανείς δεν θέλει να αποδεχθεί. Η γυναίκα είχε μιλήσει με τρυφερότητα τόσο για τον άνδρα που την εγκατέλειψε με ένα μωρό στην αγκαλιά όσο και για ένα χωριό όπου η ζωή είναι ωραία και οι άνθρωποι καλοί. Πικρός λόγος δεν είχε βγει από τα χείλη της και για όλα είχε μια δικαιολογία. Είχε κατασκευάσει το ιδανικό πορτρέτο. Το αφήγημά της δημιουργεί στον Γιοσίρου υψηλές προσδοκίες για την πολυπόθητη συνάντηση. Η άφιξή του όμως στον μυστηριώδη τόπο και η επαφή του με τους κατοίκους θα ανατρέψει σταδιακά την εικόνα που είχε σχηματίσει. Ο κόσμος του καταρρέει. Η πραγματικότητα είναι εφιαλτική. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε αυτή την κόλαση που τη νόμιζε για παράδεισο. Ποιος είναι στα αλήθεια ο πατέρας του; Ποιος είναι ο ίδιος και ποια η σχέση του με τις αλλόκοτες φιγούρες που συναντά;




     Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κοιλάκου αναδεικνύει τη νοσηρή ατμόσφαιρα του έργου σπέρνοντας την αμφιβολία και καλλιεργώντας το σασπένς. Άλλωστε, τα σκηνικά της Άννας Σάπκα και της Μαργαρίτας Τζαννέτου σε συνδυασμό με τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη, αποτυπώνουν το έκκεντρο περιβάλλον της συνυπάρξεως προσώπων και πραγμάτων. Ο σκηνικός χώρος, μέσα από το «μπαρόκ» της συλλήψεώς του, ακροβατεί ανάμεσα στην ωμή απεικόνιση της πραγματικότητας και την ονειροφαντασία. Η πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Τζαβάρα, η κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου και οι καίριες εναλλαγές των φωτισμών του Γιώργου Αγιαννίτη υπογραμμίζουν με οξυδέρκεια την εξέλιξη της πλοκής και την παθολογία των ηρώων.




     Οι ερμηνείες των ηθοποιών διαχειρίζονται επιδέξια τις κωμικές αποχρώσεις του δραματικού έργου αποφεύγοντας τη γραφικότητα του μελό και φλερτάροντας με το γκροτέσκο αν όχι το μακάβριο. Ο Ελισσαίος Βλάχος ενσαρκώνει με γλαφυρότητα και κινήσεις ακρίβειας το συγκρουσιακό φάσμα του Γιοσίρου στο παιχνίδι της απάτης με αφτιασίδωτη αθωότητα. Η Χαρά Δημητριάδη ακολουθεί ευθύβολα μία εκφορά του υπέρμετρου για να αποδώσει την τραυματισμένη ψυχοσύνθεση της κατοίκου. Ως αστυνομικός, ο Σήφης Πολυζωΐδης οδηγεί με ενάργεια τον θεατή στο συμπλεγματικό status quo του ήρωα κινώντας του τις υποψίες για το τι πραγματικά συμβαίνει. Μαζί με τον Φοίβο Συμεωνίδη που πλάθει μια έξοχη διεμφυλική περσόνα, δημιουργούν ένα υποκριτικό δίδυμο υψηλής δυναμικής που έφερε στο νου μου αλλόκοτες θεατρικές φιγούρες του Αρραμπάλ και του Κοπί. Τη διανομή συμπληρώνει η απόκοσμη φιγούρα της μητέρας που ερμηνεύει με σκοτεινό οίστρο η Μαρία Μπαλούτσου.