Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

«Ο Μουνής» της Λένας Κιτσοπούλου στο Θέατρο «OLVIO»

 




     Στο διήγημα «Ο Μουνής», που ανήκει στη συλλογή «Μεγάλοι Δρόμοι» (2010), η Λένα Κιτσοπούλου, με ωμότητα, προκλητικό και καυστικό χιούμορ, αποδομεί την εικόνα της ειδυλλιακής ελληνικής επαρχίας, αποκαλύπτοντας έναν κόσμο σήψης, βίας, χαιρεκακίας και καταπίεσης: μια πινακοθήκη προσώπων που ζουν και αναπνέουν με τη νοσηρή αγωνία της γνώμης των άλλων. Πολλές και παράλληλες ιστορίες εκτυλίσσονται γύρω από τον λιγομίλητο πρωταγωνιστή, αυτό το «παράξενο τρένο», που δεν σταματά να ζωγραφίζει όσα βλέπουν τα μάτια του.

     Πιστή στο γράμμα και το πνεύμα, η διασκευή της Νατάσας Παπαμιχαήλ, εναλλάσσει αφήγηση και διάλογο δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο. Η εύρυθμη σκηνοθεσία της Παπαμιχαήλ δημιουργεί μια πλούσια σε συμβολισμούς οπτικοακουστική γλώσσα που σχολιάζει περιπαικτικά τον λόγο χωρίς να καταφεύγει στην ωμή απεικόνιση της φρίκης ή να λοξοδρομεί στον διδακτισμό, αφήνοντας χώρο στον θεατή να ερμηνεύσει τα γεγονότα.

     Ο σκηνικός χώρος που διαμορφώνει ο Βαγγέλης Ζιλέλης (ο οποίος επιμελείται και τα ταιριαστά με τους ρόλους κοστούμια), με τις κρεμάστρες των ρούχων στα δεξιά και αριστερά, αποτελεί ένα μεταθεατρικό εύρημα που ενδυναμώνει τη θεατρικότητα του κειμένου και την κατασκευή των ρόλων. Το ίδιο και οι πέντε πλαστικές καρέκλες που διαμορφώνουν το κομμωτήριο και με τη μετακίνησή τους, άλλες τοποθεσίες. Στο βάθος ψηλά, η επιγραφή «Ο Μουνής» δεσπόζει πάνω από ένα σκιάχτρο. Αυτή η οπτική σύνθεση λειτουργεί ως μια διαρκή υπενθύμιση: Το σκιάχτρο, ως σύμβολο του αποδιοπομπαίου τράγου ή του ανδρείκελου, υποδηλώνει ότι το κεντρικό πρόσωπο είναι ταυτόχρονα το αντικείμενο του φόβου, της περιφρόνησης, αλλά και της εμμονής όλων των άλλων χαρακτήρων. Η σκηνογραφική αυτή επιλογή υπογραμμίζει με διακριτικό και μεταφορικό τρόπο την καθοριστική απουσία-παρουσία του ομώνυμου ήρωα, δείχνοντας πώς η ζωή και οι πράξεις όλων των ηρώων καθορίζονται και περιστρέφονται γύρω από αυτή τη σκιώδη, κεντρική φιγούρα.




     Οι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη και η πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Τζαβάρα κινούνται μια στο καρφί και μια στο πέταλο, ένα είδος αισθητικής ταλάντωσης ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, καθρεφτίζοντας τη διττή, προκλητική γραφή της Κιτσοπούλου, η οποία δεν επιδέχεται εύκολες ταξινομήσεις, απαιτώντας από τους συντελεστές να κινούνται με ευελιξία και ευφυΐα στα όρια της πρόκλησης και της αλήθειας.

     Οι ερμηνείες αξιοποιούν στοιχεία της παντομίμας και του βωβού κινηματογράφου με τον μετρ Γιάννη Οικονομίδη να σκιαγραφεί όλες τις αποχρώσεις και αντιφάσεις του Μουνή, του Παππά, του Παντζαρά και της Μαρίας Σούσκα. Θαύμασα την εκφραστικότητα της Χαράς Τσιτομενέα στους ρόλους της Νίτσας, της Χαϊβάνας και κυρίως της Παπαδιάς. Η ξεκαρδιστική σκηνή της κρεβατομουρμούρας είναι σκηνή ανθολογίας! Έξοχος στις πολλαπλές μεταμορφώσεις του ο Γιώργος Ντούσης, πολύ καλές και οι ερμηνείες της Καλλιόπης Καραμάνη και της Ηλέκτρας Κομνηνίδου.




Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

«Το ταξίδι μου» του Γιάννη Ψυχάρη στο Θέατρο «Μεταξουργείο»

 


     Ο Γιώργος Πετρούνιας προτείνει την πρώτη θεατρική διασκευή του εμβληματικού έργου του Γιάννη Ψυχάρη, «Το Ταξίδι μου» (1888) αξιοποιώντας την τεχνική του θεάτρου μέσα στο θέατρο, σε μια χειροποίητη παράσταση που συγκινεί με την απλότητά της και την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Το κείμενο δεν είναι απλώς ένα ταξιδιωτικό χρονικό, αλλά ένα θεμελιώδες μανιφέστο του ελληνικού δημοτικισμού και της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η ουσία του έγκειται σε μια ριζοσπαστική πράξη: τη χρήση της ζωντανής, ομιλούμενης δημοτικής γλώσσας ως αποκλειστικού οχήματος για τη λογοτεχνική έκφραση και τον πνευματικό διάλογο, σε μια εποχή που η συντηρητική καθαρεύουσα κυριαρχούσε. Ο Ψυχάρης προτείνει μια άρρηκτη οντολογική σύνδεση μεταξύ γλώσσας και πατρίδας: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο».

     Φιγούρα παραμυθά των παιδικών μας χρόνων, ο Γιώργος Πετρούνιας μάς καλεί με νοσταλγική διάθεση, ευαισθησία και τρυφερότητα ν’ ανακαλύψουμε ξανά έναν μικρό «θησαυρό». Η σκηνοθεσία του παραπέμπει σε θεατρικό παιχνίδι και παράλληλα αναδεικνύει τη βιωματική μέθοδο της διερευνητικής δραματοποίησης, όπως την αναπτύσσει με πρωτότυπο τρόπο ο Καθηγητής Σίμος Παπαδόπουλος: δημιουργία ατμόσφαιρας ομάδας, επαφή με το κίνητρο-ερέθισμα, συζήτηση εκτός θεατρικού ρόλου, αξιοποίηση θεατρικών τεχνικών, αυτοσχέδιες δράσεις, διαμόρφωση της ιστορίας και ανατροφοδότηση.

     Δύο περιπλανώμενοι ηθοποιοί ανακαλύπτουν τυχαία το βιβλίο του Ψυχάρη και αποφασίζουν, εν θερμώ, να ζωντανέψουν το έργο στη σκηνή. Η Ηλέκτρα Τσακαλία και ο Γιώργος Βούντας ζωντανεύουν τα πρόσωπα της ιστορίας με απόλυτο συγχρονισμό και αφοσίωση και μαζί με τον Γιώργο Πετρούνια δημιουργούν μια «δεμένη» ομάδα. Οι αλλαγές στον χώρο και στον χρόνο γίνονται με τη διαρκή μετακίνηση των παραβάν και τον ευφάνταστο τρόπο που χρησιμοποιούν τα καλάμια. Τα βίντεο, η ηχογραφημένη φωνή του Γεράσιμου Σκιαδαρέση, οι φωτισμοί του σκηνοθέτη, η μουσική που εκτελούν ζωντανά ο Νίκος Εφεντάκης (ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα) και η Σοφία Εφεντάκη (κιθάρα) καθώς και η συμβολή της Άννας Βαγενά στα σκηνικά/κοστούμια συνθέτουν μια λιτή παράσταση με παιδαγωγικό χαρακτήρα και ενδιαφέρον, προσιτή στο ευρύ κοινό και κατάλληλη για μια πρώτη επαφή με τον ψυχαρικό λόγο.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

«WOLVES/Αυτό το παιδί» από την ομάδα «SuNdogs» στο «ΠΛΥΦΑ»

 



«…και τότε η μάνα μου θα δει ποια στ’ αλήθεια είμαι/θα αναγκαστεί επιτέλους να δει ότι είμαι κάποια/δε θα μπορεί να μην το δει/και θα σκάσει από τη ζήλια της/θα σκάσει όταν δει τι είμαι ικανή να κάνω/τι είμαι ικανή να κάνω για το παιδί μου/θα σκάσει όταν δει ότι είμαι ικανή να κάνω πολύ περισσότερα για το παιδί μου απ’ όσα έκανε εκείνη για μας, τα δικά της παιδιά/θα σκάσει όταν δει ότι το δικό μου παιδί είναι ευτυχισμένο ενώ τα δικά της παιδιά ήταν δυστυχισμένα…»

(Ζοέλ Πομμερά, Αυτό το παιδί, μετάφραση Μαριάννα Κάλμπαρη)

 

     Η σκηνή άδεια, λευκή μοκέτα, σημάδια υγρασίας στους τοίχους. Μία-μία, σαν σε πασαρέλα, δέκα «φιγούρες» θα πάρουν θέση βολής απέναντί μας. Στην αρχή θα κινηθούν ήπια, σε σουρντίνα, σταδιακά θα οδηγηθούν σε «βακχική» μέθη. Η δεκαπεντάλεπτη χορογραφία της Ξένιας Θεμελή, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «WOLVES», αναστατώνει τις αισθήσεις κλέβοντας το προβάδισμα που καμώνονται πως έχουν οι λέξεις… Οι σημαίνουσες χειρονομίες, που συγχρονίζονται με τη μπιτ υπόκρουση, αποτελούν μια συναρπαστική εξερεύνηση της δυναμικής της αγέλης και του τρόπου με τον οποίο η ατομική ύπαρξη μετασχηματίζεται μέσα στο συλλογικό σώμα. Το κλίμα αλλάζει όταν ακούγεται το «Gloria in Excelsis Deo» του Βιβάλντι, που κυριολεκτικά σημαίνει «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», φέρνοντας στο προσκήνιο έννοιες όπως η ιερότητα, το θείο φως και η πνευματική ανάταση. Η μουσική σηματοδοτεί μια αντίθεση με την αρχέγονη, σχεδόν παγανιστική και ενστικτώδη φύση της αγέλης των λύκων. Όμως δεν την υπονομεύει, αντίθετα, εξυψώνει τη συλλογική της δύναμη σ’ ένα επίπεδο σχεδόν τελετουργικό. Η ομαδική χορογραφία λειτουργεί ως ένα πρελούδιο για το άγριο «πανηγύρι» των οικογενειακών σχέσεων που περιγράφει ο Ζοέλ Πομμερά, σε δέκα αυτόνομα στιγμιότυπα, στο θεατρικό έργο του, «Αυτό το παιδί» (2005).

     Σε ποιό παιδί όμως αναφέρεται αυτή η δεικτική αντωνυμία; Στο παιδί που ήταν ο ίδιος ο γονιός κάποτε, στο παιδί που θα ήθελε να είναι, στο παιδί που μεγαλώνει τώρα ή σ’ ένα παιδί που θα μεγαλώσει στο μέλλον και θα δικαιώσει τις προσδοκίες του; Κάθε νέος γονιός, κάθε γενιάς, θέλει να φέρει στον κόσμο παιδιά που δεν θα βιώσουν τις άσχημες καταστάσεις τις οποίες έζησε εκείνος, υπόσχεται πως δεν θα διαπράξει τα ίδια λάθη με τους δικούς του γονείς, πως θα γίνει ο καλύτερος γονιός. Με ώριμο, πικρό και μελαγχολικό σκεπτικισμό, ο Γάλλος συγγραφέας καταγράφει με ποιητικό τρόπο – χωρίς να κρίνει ή να ηθικολογεί – τους στεναγμούς της διπλανής – ή μάλλον της δικής μας – πόρτας, εστιάζοντας στην έλλειψη επικοινωνίας, την προσκόλληση, την απογοήτευση και τις κρυφές εντάσεις και αναδεικνύοντας τα συναισθήματα που συχνά μένουν ανείπωτα.




     Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, στην έξοχη μετάφραση της Μαριάννας Κάλμπαρη, καθοδηγεί ευθύβολα τους δέκα ταλαντούχους ηθοποιούς του στο «χτίσιμο» των πολλαπλών μεταμορφώσεων «εν ριπή οφθαλμού» και με τα πιο λιτά μέσα. Οι ηθοποιοί περνούν αβίαστα από τον ρόλο του πατέρα ή της μητέρας, που υποδύονται στη μια σκηνή στον γιο ή στην κόρη στην άλλη, με τις αλλαγές του χώρου και του χρόνου να σηματοδοτούνται από την υποκριτική ευελιξία, τους καίριους φωτισμούς και τη μουσική.

     Στην Πρώτη Σκηνή, η Ινώ Πικιώνη ερμηνεύει αισθαντικά την οκτώ μηνών έγκυο γυναίκα που προσδοκά τη δική της δικαίωση μέσα από την ευτυχία του παιδιού της («θα βρω επιτέλους τη δύναμη να πάρω τη ζωή στα χέρια μου»). Η ηθοποιός υπογραμμίζει την ανάγκη της γυναίκας να γίνει καλύτερη μητέρα, να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη με τη δική της μητέρα, εκφράζοντας παράλληλα ένα αίσθημα αδικίας, έλλειψης κατανόησης και ενθάρρυνσης.

     Στη Δεύτερη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος, ως Πατέρας, και η Ελίνα Παντελεμίδου, ως πεντάχρονη κόρη, αναδεικνύουν το παράδοξο ενός ιδιότυπου αποχωρισμού: η κόρη αδιαφορεί παντελώς για τον χωρισμένο μπαμπά της, που έρχεται να την επισκεφτεί, και τού απευθύνεται πλέον στον πληθυντικό ανακοινώνοντάς του πως δεν θα λυπηθεί καθόλου εάν δεν τον ξαναδεί ποτέ και ανυπομονώντας να επιστρέψει στη μητέρα της. Στο τέλος της σκηνής, ένα λούτρινο ζωάκι θα πέσει στο πάτωμα και θα παραμείνει πεταμένο μέχρι το τέλος της παράστασης, ίσως σαν να ένα απομεινάρι της χαμένης αθωότητας της παιδικής ηλικίας…

     Στην Τρίτη Σκηνή (που στο πρωτότυπο κείμενο είναι η Έκτη), η Γιώτα Μιχαλακοπούλου, ως χειριστική Μητέρα, και η Αντωνία Παυλέα, ως Παιδί, αποτυπώνουν με ευκρίνεια τα σημάδια μιας ακόμα παράδοξα νοσηρής σχέσης που καταδεικνύει την έλλειψη αληθινής αγάπης. Και λέω παράδοξα γιατί είναι κάπως ασυνήθιστο να εμποδίζει μια μάνα το παιδί της να πάει στο σχολείο και να το καθυστερεί εκφράζοντας την απαίτηση ικανοποίησης των δικών της αναγκών, φθάνοντας ακόμη και στην απειλή…




     Στην Τέταρτη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος (Πατέρας), ο Πασέ Κολοφωτιάς (Γιος) και η Βέρα Ιωσήφ (Γυναίκα), η οποία μάταια προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα, φανερώνουν με κινήσεις ακρίβειας το χάσμα στη νοοτροπία ανάμεσα στον γονέα και το παιδί που κορυφώνεται με τα πιο σκληρά απορριπτικά λόγια: «Δε σε διάλεξα. Δε διάλεξα να έχω έναν πατέρα σαν κι εσένα.»

     Στην Πέμπτη Σκηνή, η Βέρα Ιωσήφ (Μητέρα) και η Γιώτα Μιχαλακοπούλου (Κόρη) σκιαγραφούν με σκέρτσο τα στάδια μιας αιώνιας ανταγωνιστικής σχέσης που απλώνονται από την επίκριση έως την απολογία με το μόνιμο άγχος της σύγκρισης, το οποίο μοιραία οδηγεί συνήθως στην απογοήτευση.

     Στην Έκτη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος (Άνδρας), η Σαββίνα Σωτηροπούλου (Γυναίκα) και η Ελίνα Παντελεμίδου (Νέα Γυναίκα) συγκινούν με την απλότητα της ερμηνείας τους σ’ ένα στιγμιότυπο που θίγει πολλά ζητήματα από διαφορετικές σκοπιές: ποιά είναι τελικά τα κατάλληλα χέρια που έχουν δικαίωμα να κρατούν στην αγκαλιά τους ένα παιδί;

     Στην Έβδομη Σκηνή, ο Πασέ Κολοφωτιάς (Πατέρας), ο Χρήστος Φιλόπουλος (Γιος) και η Ινώ Πικιώνη (Μητριά) υπογραμμίζουν με ελεγχόμενη ένταση τις συνέπειες μιας αυταρχικής νοοτροπίας που επέβαλλε τον σεβασμό με την καλλιέργεια του φόβου και την άσκηση βίας.

     Απολαυστική η Όγδοη Σκηνή μάς έκανε να γελάσουμε ακούγοντας φωνές στο σκοτάδι από κάποια γεννητούρια όπου παρελαύνει όλη η γκάμα των συναισθημάτων που βιώνει ο οικογενειακός περίγυρος αναμένοντας τον ερχομό νέου μέλους…

     Η παράσταση απογειώνεται στην Ένατη Σκηνή με τις δύο γυναίκες που έχουν έρθει στο νεκροτομείο για ν’ αναγνωρίσουν αν το πτώμα ανήκει στο παιδί τους. Η Μαρία-Χριστίνα Παπαναστασίου-Alvarez (Κυρία Μαρκέρ) ενσαρκώνει με πλούσια εκφραστικά μέσα τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί η τραγική συγκυρία, ένα μικρό ρεσιτάλ. Εξίσου καλοί η Μάρθα-Μαρία Βαϊοπούλου (Γειτόνισσα) και ο Πασέ Κολοφωτιάς (Αστυνομικός).

     Η Δέκατη και τελευταία Σκηνή, μάς αφήνει με την πικρή γεύση μιας «συγγνώμης», η οποία δεν μπορεί ν’ αλλάξει το κακό που έχει διαπραχθεί. Η Σαββίνα Σωτηροπούλου (Μητέρα) και η Αντωνία Παυλέα (Κόρη) δίνουν δυνατές ερμηνείες. Ο ξέφρενος χορός της κόρης και η εικόνα της κυρίας Μερκέρ στο αναπηρικό καροτσάκι έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου…




Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

«Ο Πατέρας μου» του Φλοριάν Ζελέρ στο Θέατρο «Στοά»

 


     «Ο Πατέρας» (2012) του Φλοριάν Ζελέρ είναι μια σπαρακτική, υπαρξιακή εξερεύνηση γύρω από το τι σημαίνει να χάνεις τον εαυτό σου, μια εξερεύνηση που προκαλεί τον αναγνώστη/ακροατή/θεατή ν’ αναλογιστεί τη φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το τρίτο ανέβασμα στην Ελλάδα αυτής της «τραγικής φάρσας», όπως τη χαρακτηρίζει ο Γάλλος συγγραφέας, φωτίζει με μειλίχιο τρόπο τη σκληρή πραγματικότητα της «διπλανής πόρτας», αν όχι της δικής μας. Άλλωστε, η οικειότητα που προσδίδει η έξοχη μετάφραση της Λέας Κούση, με την προσθήκη της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο του έργου, λειτουργεί ως «γέφυρα» που συνδέει το γενικό, αφηρημένο πρόσωπο με το βίωμα του ομιλητή. Το μικρό «μου» δίνει στην έννοια της λέξης «πατέρας» ψυχή. Είναι ο δικός μου πατέρας, αυτός που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Έτσι, η μετωπική σύγκρουση με την εκφυλιστική νόσο γίνεται ακόμη πιο επώδυνη και οι κωμικές αποχρώσεις του λόγου δεν προκαλούν αβίαστο μειδίαμα.

     Στις δεκαπέντε αριθμημένες σκηνές του έργου του Ζελέρ, η υποκειμενική και μη γραμμική αφήγηση των γεγονότων, μια εναλλαγή από στιγμές αληθινής ζωής και θραύσματα αναμνήσεων στο μυαλό του Αντρέ που πάσχει από άνοια, δημιουργούν ένα «θολό» τοπίο. Η Άνν προσπαθεί απεγνωσμένα να φροντίσει τον πατέρα της, ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος στη διαχείριση, πριν καταλήξει στη δυσάρεστη απόφαση του εγκλεισμού του σε ίδρυμα. Το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν, η αίσθηση του χώρου και του χρόνου διαταράσσονται, η μία σκηνή αναιρεί την προηγούμενη, ένα διαρκές γράψε-σβήσε απομακρύνει κάθε βεβαιότητα.

     Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου αξιοποιεί επιδέξια τα στοιχεία της αμφιβολίας, της σύγχυσης και της ανατροπής, τα «πετάγματα του νου», για να δημιουργήσει, με τρυφερότητα και ευαισθησία, εικόνες «μαγικού» ρεαλισμού που κορυφώνουν παράλληλα το σασπένς. Ο ίδιος, στον ρόλο του Αντρέ, προκαλεί τη συγκίνηση με το ανόθευτο παίξιμό του, ιδίως με τις σημαίνουσες παύσεις, προκρίνοντας τις συναισθηματικές αποχρώσεις που αποκαλύπτουν τη βαθιά, ανοιχτή πληγή του προσώπου…

     Ως Ανν, η Εύα Καμινάρη αναδεικνύει με πλούσιες εκφραστικές διακυμάνσεις την ενσυναίσθηση και την αφοσίωση της κόρης. Μαζί με τον Θανάση Παπαγεωργίου συμβολοποιούν την ανιδιοτελή, άνευ όρων και ορίων αγάπη, με όλες τις αντιφάσεις της, που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ έναν πατέρα και μια κόρη, ανάμεσα στον γονέα και το παιδί.

     Στον ρόλο του Πιέρ, ο Αργύρης Παυλίδης εκφράζει ευθύβολα την αδιάφορη, αν όχι σκληρή στάση του συζύγου που θέλει την ηρεμία του κι έχει κουραστεί από τις ιδιορρυθμίες της ασθένειας του πεθερού του. Η Ιωάννα Παυλίδου (Γυναίκα), η Ελευθερία Στεργίδου (Λώρα) και ο Γιάννης Τσουρουνάκης (Άνδρας) κινούνται ευέλικτα στο παιχνίδι της γραφής του Ζελέρ όπου συμπλέουν η άσβηστη ανάμνηση, η ανεκπλήρωτη επιθυμία και η ωμή πραγματικότητα, δίνοντας σάρκα και οστά σε μορφές οι οποίες ξεπηδούν από ένα μακρινό παρελθόν ή επιτελούν το καθήκον τους κρατώντας τις δέουσες αποστάσεις και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Είναι άραγε αληθινοί ή αποκυήματα της φαντασίας-συνέπειες της ασθένειας;

     Τη σύγχυση μεταξύ της αλήθειας και της παραίσθησης προβάλλει και ο χώρος. Η Λέα Κούση, η οποία υπογράφει και τα καλαίσθητα και ταιριαστά με τους ρόλους κοστούμια, χωρίζει σε τρία επίπεδα τη σκηνή ώστε ν’ αποτυπώνεται, με τη βοήθεια των καίριων φωτισμών του σκηνοθέτη, ο «πραγματικός» χώρος ενός σπιτιού και να διακρίνεται από τον «φαντασιακό» χώρο, δηλαδή την οθόνη του μυαλού του Αντρέ, έναν εσωτερικό, ψυχικό χώρο που συστεγάζει αναμνήσεις και ψευδαισθήσεις. Με μια ελάχιστη μετακίνηση στα έπιπλα που δεσπόζουν στο κέντρο της σκηνής, θα σηματοδοτηθεί η μεγάλη αλλαγή του χώρου στη ζωή του Αντρέ: από τη θαλπωρή της οικογένειας στο ψυχρό, αποστειρωμένο περιβάλλον της κλινικής…