Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

«Οι Μεθυσμένοι» του Ιβάν Βιριπάγιεφ από την ομάδα Bloom Theatre Group στο Θέατρο «OLVIO»

 


«Μαρκ : Επειδή το μόνο, το μόνο, το μόνο που κάνουμε είναι να δανειζόμαστε, γι’ αυτό και κλαίμε συνέχεια, το μόνο που κάνουμε είναι να δανειζόμαστε, και γι’ αυτό και κλαίμε. Γι’ αυτό και το ολοκαύτωμα, γαμώ την ηλιθιότητά μας. Γι’ αυτό κι όλες αυτές οι μαλακίες που συμβαίνουν στο Ιράκ, επειδή δανειζόμαστε, μόνο παίρνουμε. Όλο χτίζουμε, χτίζουμε τις καταραμένες επιχειρήσεις. Ξέρουμε μόνο να παίρνουμε. Γι’ αυτό είμαστε μέσα στον βόθρο, επειδή μας έχει κλειδώσει εδώ μέσα ο Θεός – ο νονός της μαφίας του σύμπαντος.»

(μετάφραση: Δαυίδ Μαλτέζε)

 

     Αντλώντας έμπνευση από τον σουφισμό, ο Ιβάν Βιριπάγιεφ μάς καλεί «να ακούσουμε τον ψίθυρο του Θεού μέσα μας» και να αναπτύξουμε την ευρυχωρία της καρδιάς, την ικανότητά της δηλαδή να περιέχει όλη την πολυπλοκότητα της ζωής, εντάσσοντάς τη μέσα σ’ ένα πλέγμα αγάπης. Στους «Μεθυσμένους» (2012), ο διευθυντής ενός κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβάλ, ένα νεαρό κορίτσι, μια πόρνη, δύο μοντέλα και ο σύζυγος της μίας, πρώην εραστής της άλλης, δύο τραπεζίτες με τις γυναίκες τους μετά από ένα μνημόσυνο και μια παρέα που ξεφαντώνει στο μπάτσελορ πάρτι του φίλου τους, συναντιούνται σε σαλόνια σπιτιών, σε μια κουζίνα ή στον δρόμο και αλληλεπιδρούν με τους πιο απροσδόκητους τρόπους.

     Οι χαρακτήρες είναι όλοι τους ανεξαιρέτως σε κατάσταση μέθης, ο λόγος θρυμματίζεται, μεταβάλλεται σε παραλήρημα, γίνεται αποκαλυπτικός και υπερβατικός, χάνει τη σύστασή του ως μέσον καθησυχασμού ή επικυριαρχίας και μετατρέπεται σε εργαλείο απρόβλεπτης ανατροπής, μεταφυσικής αποκάλυψης ή ψυχαναλυτικής εκμυστήρευσης. Οι συλλογισμοί και οι συνομιλίες έχουν απολέσει την υποκρισία των καθημερινών λεκτικών συναλλαγών, μια φράση γίνεται επαναλαμβανόμενη κραυγή, μια εκμυστήρευση μετατρέπεται σε θρήνο, ένας μονόλογος διερευνά ανατρεπτικά τα μυστήρια της θεϊκής ή της ανθρώπινης φύσης, μια επαφή παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, μια σύγκρουση ορίζεται από ανεπίτρεπτους κοινωνικά κώδικες οι οποίοι, όμως, παραδόξως αποδεικνύονται πολύ πιο λειτουργικοί σε επίπεδο επικοινωνίας.

     Ο Ρώσος συγγραφέας δομεί τις σκηνές του με μαθηματική ακρίβεια, ορίζοντας την εξέλιξή τους μέσα από μια εκρηκτική κορύφωση μεθυσμένης παραίτησης ή παραφοράς που καταλήγει σε εκστατικούς μονολόγους. Μ’ έναν επιδέξιο δραματουργικά τρόπο, ο Βιριπάγιεφ, μέσω των χαρακτήρων του, διαστρέφει σαδιστικά όλες τις βολικές αποδράσεις του νηφάλιου νου για να οδηγήσει τους ήρωές του σε μια άμεση αντιπαράθεση με το «ύστατο» ερώτημα, σε μια διαυγή ερμηνεία των σκοτεινών «αινιγμάτων».




     Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Ανδρέα Παράσχου παρακολουθεί λεπτομερώς τον υπαινικτικό, αλληγορικό ή «μεθυσμένο», αν προτιμάτε, λόγο, προκρίνοντας την ποιητική του διάσταση (την οποία εξασφαλίζει η εξαιρετική μετάφραση του Δαυίδ Μαλτέζε) και προβάλλοντας μια μινιμαλιστική αισθητική στον αστερισμό ενός πρόσφορου σε πολλαπλές ερμηνείες συμβολισμού.

     Άλλωστε, το λιτό σκηνικό της Μαρίνας Κωνσταντινίδου (η οποία υπογράφει και τα καλαίσθητα, ταιριαστά με τους ρόλους, κοστούμια) λειτουργεί μετωνυμικά για να υπογραμμίσει το απρόσωπο τοπίο μιας σύγχρονης μεγαλούπολης όπου εκτυλίσσεται το άγριο «πανηγύρι» των ανθρώπινων σχέσεων.

     Η πρωτότυπη μουσική του Μαρενγκλέν Μπούζο και οι φωτισμοί της Γεωργίας Τσελεπή «σχολιάζουν» τις αντιφάσεις των σχέσεων ενώ η κίνηση του Τάσου Παπαδόπουλου ενισχύει τη φατική λειτουργία του θεατρικού λόγου με τη χαρακτηριστική της χορογραφία, που προσκαλεί τον θεατή να επιστρέψει ό,τι δανείστηκε… ό,τι δεν του ανήκει…

     Οι πέντε ηθοποιοί της ομάδας από τη Θεσσαλονίκη (Άννα-Μαρία Γάτου, Γιώργος Κωνσταντίνου, Βασίλης Μπόγδανος, Γιώργος Κωνσταντινίδης και Υρώ Τσάμογλου) εναλλάσσονται σε όλα τα πρόσωπα, ερμηνεύοντας με ευθύβολες κινήσεις τη φθίνουσα ατμόσφαιρα του Είναι που σβήνει οριστικά σ’ ένα αποκρουστικό Φαίνεσθαι ενώ ο τρόπος με τον οποίο αποδίδουν τα κωμικά στοιχεία της γραφής δίνει μια γερή κλωτσιά στον διδακτισμό…




Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

«Πτήση/Κόσοβο» του Γιετόν Νεζίραϊ στο Θέατρο «NOUS»

 


     Βαλκάνια. Ταραγμένοι καιροί, ιστορίες προδοσίας, εμφύλιοι σπαραγμοί, συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων που συγκρούονται, δημιουργώντας αποσχίσεις, πολέμους, επαναστάσεις σε τόπους ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας. Οι ΗΠΑ πανταχού παρούσες. Και το Κόσοβο, ένα κομμάτι γης που γίνεται έπαθλο διεκδίκησης.

     Ο συγγραφέας Γιετόν Νεζίραϊ (Κόσοβο, 1977) τοποθετεί τη δράση του έργου «Πτήση/Κόσοβο» (2012) σ’ ένα θέατρο, την περίοδο της κήρυξης της ανεξαρτησίας του κρατιδίου, μετά από μια σειρά φονικών συγκρούσεων και διεθνών αντιπαραθέσεων. Υιοθετώντας τη μέθοδο του θεάτρου μέσα στο θέατρο (όπως και στο ξεκαρδιστικό «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν), το έργο ξεκινάει με τον αλλοπρόσαλλο θίασο του Εθνικού Θεάτρου να κάνει πρόβες στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ και να ρουφάει τη μία ρακή μετά την άλλη ενώ ο καθένας τους ονειρεύεται και μια διαφορετική προοπτική.

     Ο παρακμιακός πρωταγωνιστής, που εκτός από σύζυγο έχει και ερωμένη, είναι ταγμένος στον  σαιξπηρικό Βασιλιά Ληρ τον οποίο παρά το άφθονο αλκοόλ και την πάροδο των ετών, μπορεί να ερμηνεύσει ανά πάσα στιγμή, η πρωταγωνίστρια φαντάζεται τον εαυτό της Σκάρλετ Ο Χάρα στο «Όσα παίρνει ο Άνεμος» σε διάσημο θέατρο στο Μπρόντγουεϊ, ο σκηνοθέτης θέλει κυρίως δόξα και χρήμα και φυσικά τη θέση του διευθυντή.

     Την παρανοϊκή ρουτίνα τους έρχεται να ταράξει ο Γραμματέας Αθλητισμού! Φιλοδοξεί να γίνει Υπουργός και με διαταγή του πρωθυπουργού, που θέλει και μπορεί να παραμείνει πρωθυπουργός, παραγγέλνει μία παράσταση-αφιέρωμα στην ημέρα εορτασμού της Ανεξαρτησίας της χώρας η οποία να περιλαμβάνει όλα τα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της.

     Το μεγαλεπήβολο σχέδιο θα μπορούσε ίσως να είναι εφικτό αν γνώριζαν ποια θα είναι αυτή η μέρα, κάτι που δυστυχώς παραμένει κρατικό μυστικό. Ακολουθεί μια σειρά από ξεκαρδιστικά γεγονότα τα οποία έντεχνα καλύπτουν το σπαρακτικό δράμα των παγιδευμένων σε αλλότρια συμφέροντα Κοσοβάρων, που αρνούνται όμως να αντιληφθούν την πραγματικότητα τους, προτιμώντας να ψευτοερωτεύονται, να διεκδικούν ανυπόστατες καριέρες και ανύπαρκτα χρήματα, να στήνουν παγίδες ο ένας στον άλλο, να εκβιάζουν, να εκβιάζονται και να πίνουν ασταμάτητα.

     Μέσα σε μια έξαρση πατριωτισμού, ο φωτιστής σκηνής θα επιχειρήσει να πετάξει μ’ έναν αυτοσχέδιο ιπτάμενο μηχανισμό για να σκορπίσει προκηρύξεις υπέρ της ανεξαρτησίας ώστε να δικαιωθεί ως ήρωας στα μάτια του νεκρού πατέρα του και του έθνους. Δράσεις και ατμόσφαιρες που θυμίζουν αμυδρά το θρυλικό «Underground» του Κουστουρίτσα αλλά χωρίς την ανάλογη εμβάθυνση στους χαρακτήρες οι οποίοι παραπέμπουν πιο πολύ σε καρικατούρες.

     Η κωμική αντιπαράθεση των ηρώων και η καταιγιστική εναλλαγή των παράλογων, σαρκαστικών δράσεων συνθέτουν μια ανελέητη σάτιρα του λούμπεν ψυχισμού, των εθνικιστικών εξάρσεων, των ανέφικτων φιλοδοξιών, του εξανδραποδισμού της τέχνης από τις πολιτικές σκοπιμότητες, της ανελέητης, σχεδόν παράλογης λογοκρισίας και της υποταγής σε κάθε ισχυρή δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη παράνοια, την εξευτελιστική παρακμή και την αδιανόητη σύγχυση.

     Η σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι ακολουθεί τη δραματουργική γραμμή, δημιουργώντας ένα ασφυκτικά πυκνό θέαμα με διαρκείς ανατροπές, έντονες ερμηνευτικές εξάρσεις, δυναμική κινησιολογία. Η παράσταση περιλαμβάνει κάποιες ιδιαίτερα ατμοσφαιρικές χορογραφίες, άφθονα μουσικά, βαλκανικά ακούσματα, αναπαραστάσεις αναγνωρίσιμων κλισέ των πατριωτικών έργων που ευδοκιμούν σε αυταρχικά καθεστώτα, αυτοσχεδιαστικά κωμικά τεχνάσματα και διαρκείς, εκκωφαντικές αντιπαραθέσεις. Η καταιγιστική δράση, ωστόσο, δημιουργεί μια τεχνητή ένταση και δεν αποσυμφορείται από κάποιες πιο ατμοσφαιρικές σκηνές που θα αναδείκνυαν καλύτερα τις αιχμές και θα επέτρεπαν στους χαρακτήρες να ξεδιπλωθούν με περισσότερη ευκρίνεια.

     Οι πολύ καλοί ηθοποιοί Άντα Γιαννουκάκη, Κυριάκος Κοσμίδης, Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος, Απόστολος Μαλεμπιτζής και ο Ένκε Φεζολλάρι ακολουθούν τους εξουθενωτικούς ρυθμούς της σκηνοθεσίας με άνεση και αναδεικνύουν τα κωμικά στοιχεία της παράστασης με εντυπωσιακή ερμηνευτική πειθαρχία.

     Στο πνεύμα της σκηνοθεσίας ο σκηνικός χώρος και τα κοστούμια του Γιώργου Λυντζέρη, η μουσική του Δάνη Κουμαρτζή, οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου και τα βίντεο της Άντας Λιάκου.

     Το θεατρικό έργο του Γιετόν Νεζίραϊ, με τον πλήρη τίτλο «Πτήση 1702 08, Κόσοβο – Η Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Κοσόβου ή Κοσοβάρικη Εποποιία», σε μετάφραση Ελεάνας Ζιάκου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πληθώρα».             

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

«L'aide-mémoire» του Ζαν-Κλωντ Καρριέρ στο Studio Μαυρομιχάλη

 

    


     Ο αμετανόητος και ιδιόρρυθμος εργένης Ζαν-Ζακ συγκεντρώνει, με αριθμητική σειρά, σε ένα σημειωματάριο-λεύκωμα τις γυναικείες κατακτήσεις του καταγράφοντας μανιωδώς όλες τις λεπτομέρειες κάθε εφήμερης συνάντησης. Ένα πρωί, μια άγνωστη χτυπάει το κουδούνι της πόρτας του. Η μυστηριώδης γυναίκα φαίνεται να έχει κάνει λάθος διεύθυνση. Εισβάλει με θράσος στο διαμέρισμά του, δεν διστάζει να αδειάσει τη βαλίτσα της και να εγκατασταθεί πλήρως. Η παρουσία της διαταράσσει την καθημερινότητά του. Ο Ζαν- Ζακ προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ξεφορτωθεί αλλά μάταια. Σύντομα από ανεπιθύμητη γίνεται απαραίτητη για τον σκληροτράχηλο εργένη. Του εξομολογείται ότι ψάχνει κάποιον Φιλίπ Φεράν, τον πατέρα ενός παιδιού που δεν γέννησε τελικά. 
     Γοητευμένος από την άγνωστη, σταδιακά εγκαταλείπει τη δονζουανική συμπεριφορά του και της εξομολογείται τον έρωτά του. Έτσι η Σουζάν παραμένει στο σπίτι του Ζαν-Ζακ, ο οποίος είναι πολύ ερωτευμένος για να την αφήσει να φύγει. Για να τον κάνει να ζηλέψει του λέει πως την έχει επισκεφθεί ο Φιλίπ Φεράν και ο Ζαν-Ζακ περνά στην αντεπίθεση αποκαλύπτοντάς της πως το επίθετό του είναι Φεράν! Λέει όμως την αλήθεια; Ο Ζαν-Ζακ θέλει να είναι μαζί της νύχτα μέρα για πάντα αλλά η Σουζάν φοβάται την απόλυτη δέσμευση και τα πράγματα έρχονται πάνω κάτω…Η κλασική ιστορία του αποπλανημένου αποπλανητή τροφοδοτείται και ανανεώνεται από το παιχνίδι της αμφιβολίας στον αστερισμό της απάτης. Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα στα λόγια των δύο πρωταγωνιστών; Πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα.

     Η παράσταση του Κώστα Βασαρδάνη, πιστή στο πνεύμα του κειμένου, καλλιεργεί το μυστήριο και κορυφώνει την αγωνία. Η εύρυθμη σκηνοθεσία στηρίζεται στις ελεγχόμενες και σημαίνουσες παύσεις και προβάλλει ευθύβολα την αλληλεπίδραση μεταξύ αλήθειας και ψέματος αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την κωμική διάσταση του γαλλικού έργου.

     Ο Κώστας Βασαρδάνης ενσαρκώνει τον Ζαν-Ζακ τονίζοντας με την ακρίβεια της υποκριτικής του υφολογίας, τις ψυχολογικές αποχρώσεις του χαρακτήρα. Μαζί του, στον ρόλο της Σουζάν, η Δάφνη Σκρουμπέλου ανταποκρίνεται επάξια στο παιχνίδι των προκλήσεων και των ανατροπών του συγγραφέα.

     Ρέουσα και λειτουργική η μετάφραση του Θωμά Βούλγαρη. Τα καλαίσθητα σκηνικά και κοστούμια της Άσης Δημητρολοπούλου, οι καίριοι φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση και η μουσική υπόκρουση της παράστασης μεταφέρουν στον θεατή την ελαφρότητα της δεκαετίας του ‘60. 



Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

«Χρονικό», παράσταση βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, στο θέατρο 104

 


     Στο «Χρονικό» (1957), ο Γιάννης Ρίτσος στοχάζεται πάνω στο θέμα του χρόνου και στην κοινωνική αποστολή του καλλιτέχνη-διανοούμενου. Η ποιητική σύνθεση που ανήκει στην «Τέταρτη Διάσταση» προβάλλει την ευθύνη ή καλύτερα το Χρέος του πνευματικού ανθρώπου μέσα σε συνθήκες σύγχυσης αξιών και απώλειας της πίστης για έναν καλύτερο κόσμο. Με αλλεπάλληλες περιγραφές, ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής συνθέτει μια εικόνα ακμής και αίγλης του παρελθόντος που έρχεται σε αντίθεση με ένα φθαρμένο υλικά, κοινωνικά, πνευματικά και ψυχικά παρόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το απορριγμένο στη στεριά καΐκι, σύμβολο ενός άλλοτε δυναμικού κόσμου, που έσφυζε από ζωή.

     Μέσα σε αυτή την κατάσταση παρακμής εμφανίζεται ο «Ταμίας» του σωματείου «Πυθαγόρας», ποιητική μετάπλαση του αρχαίου φιλοσόφου. Πρόκειται για μια συμβολική μορφή που προσηλώνεται στο λυτρωτικό έργο ενάντια στη φθορά και αντιστέκεται στην ισοπέδωση της καθημερινότητας με σθένος, αισιοδοξία και γενναιοδωρία. Ο ανθρωπιστικός του προσανατολισμός κινείται στη βάση του ιδανικού τρίπτυχου της Δικαιοσύνης, της Ενότητας και της Ελευθερίας.

     Ο Βασίλης Καλφάκης συνομιλεί με τον ποιητικό λόγο του Ρίτσου προτείνοντας μια εκκεντρική επιτέλεση μέσα από στοχευμένες μικροδράσεις που φωτογραφίζουν υπαινικτικά το εδώ και τώρα, τη σημερινή δηλαδή πραγματικότητα. Σαν θεατρικό πειραχτήρι, σχολιάζει, επεξηγεί, επεκτείνει, υπονομεύει, ανατρέπει, «παίζει» με τις λέξεις και τις φράσεις μέσα από μια σειρά αυτοσχεδιασμών με δηκτική παραγλωσσική έκφραση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος παιξίματος του στίχου «λίγο ψωμί πολύ ευτυχία». Μια οπτικοακουστική γλώσσα που αποδομεί και συνθέτει. Σε στιγμές μπορεί να ξαφνιάσει ή και να εκνευρίσει με τον χειμαρρώδη τρόπο της. Τον ποιητικό λόγο διακόπτουν εμβόλιμα κείμενα, εικονογραφούν σημαίνουσες χειρονομίες, συμπληρώνουν γνώριμα τραγούδια.




     Άλλοτε με περιπαιχτική διάθεση κι άλλοτε συνεσταλμένα, άλλοτε με έξαρση και σε στιγμές χαμηλόφωνα, η σκηνοθεσία του Βασίλη Καλφάκη ερευνά ευφάνταστους τρόπους σκηνικής αναπαράστασης του ποιητικού λόγου που να ξεφεύγουν από τη γνώριμη και ανιαρή απαγγελία. Άλλωστε, η πρώτη σκηνή, ο καυστικά χιουμοριστικός μονόλογος που ο σκηνοθέτης και ηθοποιός υποδέχεται τους θεατές, είναι χαρακτηριστική για τους στόχους του εγχειρήματος. Παρωδεί, εν είδει προλόγου, τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε σήμερα την ποίηση υπογραμμίζοντας με έναν προσωπικό τρόπο το χρέος του καλλιτέχνη.

     Ελάχιστα πράγματα βρίσκονται στην άδεια σκηνή με επίκεντρο το χειροποίητο καράβι που αξιοποιείται ποικιλοτρόπως και ανάγεται σε αντικείμενο – έκσταση (επιμέλεια σκηνικών – κοστουμιών Ηλιάνα Μπαφέρου). Σημαντική η συμβολή της κίνησης της Νατάσσας Σιέτου, της πρωτότυπης μουσικής του Ανρί Κεργκομάρ και των φωτισμών του Βασίλη Γιαννακόπουλου. Οι ηθοποιοί Βασίλης Καλφάκης, Σάντρα Λειβαδάρα, Γιώργος Σύρμας και Γιώτα Φέστα συμπλέουν με κοινούς κώδικες και όραμα.




Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

«Ελεγεία της μνήμης» του Νικ Πέιν στο Studio Μαυρομιχάλη

 


     Η μνήμη, θεμελιακή ιδιότητα της εν γένει λειτουργίας της σκέψης, τροφοδοτεί με εμπειρίες την ύπαρξη, στο επίπεδο των βαθμίδων που καθορίζουν τη χωροχρονική υπόσταση της ανθρώπινης οντότητας. Είμαστε όλα όσα θυμόμαστε. Μέγιστη προσπάθεια του ανθρώπου είναι η διαφύλαξη αυτής της ταυτότητας από τη στιγμή της γέννησης μέχρι τη στιγμή του θανάτου. Αν κάποιος χάσει τη μνήμη του, πρέπει κάποιος άλλος να του θυμίζει πρόσωπα και πράγματα, έτσι ώστε η ζωή να διατηρεί τα νήματα μιας συνέχειας που είναι προφανώς απαραίτητη. Θα είναι όμως όλα όπως πριν;

     Στην «Ελεγεία της μνήμης» («Elegy», 2016), ο Βρετανός δραματουργός Νικ Πέιν φωτίζει τον ανείπωτο πόνο εκείνου που κουβαλάει το βαρύ φορτίο των αναμνήσεων ολομόναχος. Στρέφοντας το βλέμμα του στο κοντινό μέλλον, αγναντεύει τον Άνθρωπο να απολαμβάνει τα οφέλη της εξέλιξης της τεχνολογίας και της επιστήμης πληρώνοντας συχνά κάποιο βαρύ αντίτιμο. Το έργο στηρίζεται σε μια υποθετική συνθήκη για να διατυπώσει ωστόσο υπαρκτά διλήμματα που εμφανίζονται διαχρονικά στις ανθρώπινες σχέσεις.

     Η Λόρνα και η Κάρι έχουν ενωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια με τα δεσμά του γάμου. Αγαπιούνται. Η Λόρνα αντιμετωπίζει ασθένεια εγκεφαλικού εκφυλισμού και η γιατρός της Μίριαμ προτείνει μια σωτήρια θεραπεία που είναι μονόδρομος για να αποφευχθεί το μοιραίο. Η θεραπεία θα της επιτρέψει να συνεχίσει τη ζωή της αλλά θα διαγράψει μεγάλο μέρος των αναμνήσεών της και κυρίως τα χρόνια της με τη σύντροφό της.

     Τεκμηριωμένο με ευθύβολες ιατρικές αναφορές οι οποίες ενισχύουν τη δραματική ένταση αποφεύγοντας έντεχνα τη ροπή στο μελόδραμα, το έργο του Πέιν βασίζεται στη στενή παρακολούθηση της μεγαλύτερης στέρησης που δοκιμάζει ο άνθρωπος, εκείνο δηλαδή το αμετακίνητο, το απλήρωτο και αδιόρθωτο χάσμα που προβάλλει καθ’ υπερβολή η απουσία, η απώλεια, η έλλειψη του Άλλου. Ο δραματουργός διαχειρίζεται ευφυώς τον χρόνο ξεδιπλώνοντας αντίστροφα τα γεγονότα, εκκινώντας από το τέλος, όπου η Λόρνα, υγιής στο σώμα, δεν αναγνωρίζει διόλου τη σύζυγό της. Η ακολουθία των σκηνών βαδίζει χρονικά προς τα πίσω περιγράφοντας καίρια τα στάδια της οδυνηρής λήψης των αποφάσεων που φέρνουν στο επίκεντρο τα όρια της βιοηθικής.




     Η μετάφραση του Δημήτρη Κιούση προσφέρει μια ρέουσα, ζωντανή θεατρική γλώσσα με τους επιστημονικούς όρους και επεξηγήσεις να ενδυναμώνουν τον βιωματικό λόγο. Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή που υπογράφει και τους φωτισμούς, αναδεικνύει στο έπακρο τα προτάγματα του κειμένου δίνοντας έμφαση στη θεαματική όψη που λειτουργεί συνειρμικά στον θεατή. Στήνει τα πρόσωπα σε σημεία βολής μέσα σε ένα αποστειρωμένο, εφιαλτικό περιβάλλον που κατακλύζεται από οθόνες και καλώδια. Οι υποδειγματικοί φωτισμοί εικονογραφούν το τραύμα, την αθέατη όψη του διαταραγμένου νου. Δυνατές εικόνες μιας ανοιχτής πληγής.

     Το αποτέλεσμα απογειώνουν η ακρίβεια και η δυναμική του εξαιρετικού βίντεο αρτ του Φοίβου Σαμαρτζή που δημιουργεί χώρο μέσα στον χώρο συμπληρώνοντας με κριτική διάθεση τον διάλογο. Η μουσική του Νείλου Καραγιάννη συμβάλλει στη διαμόρφωση της αισθητικής ενός νοσηρού οπτικοακουστικού περιβάλλοντος που προκαλεί συναισθήματα αγωνίας αν όχι τρόμου. Ταιριαστά με τις συνθήκες του χώρου και τις ιδιότητες των προσώπων τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα.

     Η Στέλλα Κρούσκα αναδεικνύει βαθμιαία τις λεπτομέρειες της υποκριτικής της υφολογίας ενσαρκώνοντας με ευαισθησία και άγνοια κινδύνου τον δαιδαλώδη ψυχισμό της Λόρνας και χειριζόμενη με μαεστρία τους τονικούς χρωματισμούς της φωνής στα ξεσπάσματα που οφείλονται στη νόσο. Ως Κάρι, η Μαρία Τσιμά συγκινεί βαθύτατα χάρη στην εκφορά των σιωπηλών συνθηκολογήσεων με το αναπόφευκτο, δίνοντας έμφαση στη θυσία του ανθρώπου που αγαπά τον σύντροφό του και θέλει για εκείνον το καλύτερο, παράγοντας έναν αισθησιασμό μέσα από παλμικές εσωτερικές δονήσεις. Η Φανή Παναγιωτίδου (Μίριαμ) αποδίδει με σκηνική ενάργεια τη γιατρό που κρατάει συναισθηματικές αποστάσεις και εκτελεί με ψυχρή λογική τα καθήκοντά της. Ένας πολυδιάστατος μετωνυμικός ρόλος μέσα από τον οποίο η ηθοποιός υπογραμμίζει τη σύνοψη των θεματικών του έργου.       




Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

«Η Πύλη της Κόλασης» του Γιάννη Καλαβριανού στο Θέατρο του Νέου Κόσμου

 


«Αυτή είναι η Κόλαση. Κι αν θες να βάλεις κάτι στην πόρτα της,

να, βάλε το ματωμένο χέρι μου, βάλε το κομμένο μήλο,

βάλε τις φλούδες, τα χαρτιά, τα ρούχα,

τα κλεφτά ραντεβού, τα γρήγορα φιλιά, τη μοιρασμένη σου ζωή,

όλα όσα στέλνουν τον απαρνημένο άνθρωπο που αγαπάει, στα τάρταρα.»

 

     Ο Γιάννης Καλαβριανός γράφει και σκηνοθετεί ένα ακόμη πυκνό, πολυφωνικό, ποιητικό δοκίμιο, υψηλόπνοης εικονολατρικής θεατρικότητας, στο οποίο επεξεργάζεται αναπάντητα ερωτήματα γύρω από την Τέχνη και τον Έρωτα, όλες εκείνες δηλαδή τις σκέψεις που τον κατακλύζουν ως πολυσχιδή δημιουργό. Η Πύλη της Κόλασης (2024), τίτλος δανεικός από το διάσημο γλυπτό του Ροντέν, οριοθετεί και συμβολοποιεί, μέσα από πλούσιες διακειμενικές αναφορές, την οδύνη και το άδοξο τέλος του ατελέσφορου έρωτα καθώς και την απουσία αμοιβαίων συναισθημάτων: άλλον αγαπάς και από άλλον αγαπιέσαι.  




     Ο συγγραφέας αντλεί έμπνευση από τον ταραχώδη αδιέξοδο ερωτικό δεσμό του Γάλλου γλύπτη Ογκίστ Ροντέν με την επίσης Γαλλίδα γλύπτρια Καμίγ Κλωντέλ και τον πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Αλεξάντρ Καμπανέλ, «Ο θάνατος της Φραντσέσκα ντε Ρίμινι και του Πάολο Μαλατέστα», δύο παράνομων εραστών του 13ου αιώνα. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτότυπο θεατρικό κείμενο που συγχωνεύει με δεξιοτεχνία τα δεδομένα για να αναπτύξει τις θεματικές του: την άνιση αναμέτρηση του θνητού με τον χρόνο, την αγωνία του ανθρώπου να μην ξεχαστεί μετά τον θάνατό του, τη σχέση του καλλιτέχνη με το δημιούργημά του, το κοινό, την κριτική και τους άλλους καλλιτέχνες, τη σχέση δασκάλου και μαθητή, τα ελαττώματα της εκπαίδευσης και τα σκοτεινά σημεία του ακαδημαϊκού κόσμου, τη θέση της γυναίκας στην Τέχνη και την κοινωνία, και κυρίως την αγωνιώδη αναζήτηση του ανθρώπου για τον αληθινό έρωτα που νοηματοδοτεί τον λόγο ύπαρξης του στη γη.

     Τα τέσσερα πρόσωπα/φωνές του έργου φέρουν αριθμούς: 1,3 (άνδρες) και 2,4 (γυναίκες) και εναλλάσσουν με ευκρίνεια την αφήγηση των ιστοριών και τους διαλόγους των πρωταγωνιστών. Επιπλέον, η φυσιογνωμία μιας «παράξενης» γυναίκας εμφανίζεται σε βιντεοπροβολή και ενισχύει τον ουδέτερο χαρακτήρα του χρόνου και του χώρου που θέλει να προσδώσει ο δημιουργός τόσο στο κείμενο όσο και στην παράσταση.




     Η σκηνοθεσία εικονοποιεί τον λόγο με λιτότητα δημιουργώντας ατμόσφαιρα ονειροφαντασίας που παραπέμπει σε μεταθανάτιο κόσμο. Άλλωστε, το αφαιρετικό σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου, με τα θραύσματα γλυπτών, η προβολή του πετρώματος και του τεράστιου χεριού που αιωρούνται (βίντεο Βασίλης Κουντούρης), συνθέτουν ένα εικαστικό σύνολο που σχολιάζει δυναμικά τις λέξεις. Σε αυτή την αισθητική βαδίζουν τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα, η κίνηση της Μαριάννας Καβαλλιεράτου και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου. Στο οπτικοακουστικό περιβάλλον συμβάλλουν καθοριστικά η απόκοσμη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και ο ηχητικός σχεδιασμός του Κώστα Μπώκου.




     Ως Γυναίκα, η Λυδία Φωτοπούλου (προβολή σε βίντεο) πλάθει μια αλούτερη φιγούρα, εν είδει προλόγου, για να θυμίσει στους θεατές «πως τίποτε στον κόσμο δεν είναι μόνο όπως φαίνεται. Και πως τη ζωή μπορείς να τη δεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους…». Ο Γιώργος Γλάστρας (3) ενσαρκώνει σε βάθος τον πικρό σκεπτικισμό του συγγραφέα με την ακρίβεια της πλούσιας εκφραστικής του υφολογίας. Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος (1) κινείται με αισθησιασμό και μέτρο τόσο ως Πάολο όσο και στις περιγραφές των ιστοριών. Εύγλωττες στις σωματικές και φωνητικές τους εκδηλώσεις η Χριστίνα Μαξούρη (2) και η Λυγερή Μητροπούλου (4).




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

«Το Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στο Από Μηχανής Θέατρο

 


«ΚΟΛΙΑΣ: Ξοφλημένε, που μ’ έχεις πρήξει τόσα χρόνια «θα γίνω και θα γίνω, θα γίνω και θα γίνω»… να σου πω εγώ τι θα γίνεις. Σκατά θα γίνεις! Θα τριγυρνάς σαν τον ψωριάρη από καφενείο σε καφενείο και θα παίζεις δεκαπέντε τάβλια την ημέρα. (Ο Φώντας σε μεγάλη υπερένταση. Τρέμει.) Αυτό θα κάνεις!... Μέχρι που να σαπίσεις! Ξοφλημένος!!!... Μέχρι που να τα τινάξεις και να ‘ρθει το αυτοκίνητο της Δημαρχίας να σε μαζέψει και να σε πετάξει μέσα στο λάκκο! Τότε θα ησυχάσεις! Τότε θα γίνεις μέγας!»

 

     Δύο άνδρες και ένα τάβλι ανάμεσά τους. Η μεσημεριανή χαλαρή κουβέντα για την παρτίδα που παίζουν, θα οδηγήσει σταδιακά σε απροσδόκητες εκδηλώσεις βίας. Οι έντονες εκρήξεις τους φέρνουν στην επιφάνεια κρυμμένες αντιπαραθέσεις χρόνων, ανεκπλήρωτες προσδοκίες και απωθημένα. Μια τρικυμία εν κρανίω! Η μάχη θα καταλήξει στη συμφιλίωση και τη συνεργασία στην κομπίνα που θα τους αποφέρει χρήματα και κοινωνική ανέλιξη.

     Οι δύο ήρωες, στη μεταπολεμική Ελλάδα, υπό το καθεστώς της δικτατορίας (το έργο γράφτηκε το 1972), αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα τόσο μιας διακεκριμένης για τη χώρα εποχής, όσο και μιας κοινωνικής τάξεως που ανήκει μάλλον στο λούμπεν και σε ό, τι αυτό συνεπάγεται ως κατηγορία του περιθωρίου.

     Το τάβλι είναι το πρόσχημα. Εξ άλλου, στο ομώνυμο θεατρικό του έργο, ο Δημήτρης Κεχαΐδης δημιουργεί από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, στην ακραία της ταυτότητα, δύο οντότητες πλήρως συνειδητοποιημένες ως προς τις πράξεις, τις δράσεις και τα συναισθήματά τους. Ο Φώντας Καλαφατίδης, προσπαθεί με πανουργία και ακλόνητο αμοραλισμό, να πείσει τον Κόλια Παγουρόπουλο, λαχειοπώλη, πρώην αντιστασιακό που φιλοδοξεί να τυπώσει το βιβλίο του με τα ανδραγαθήματά του, να υλοποιήσουν μαζί μια μεγαλόπνοη ιδέα για να «πιάσουν την καλή».

   Στην αναζήτηση εύκολου και γρήγορου κέρδους επιστρατεύονται όλα τα μέσα, ακόμα και η εκμετάλλευση ανθρώπων, όπως γίνεται εδώ με την Καλλιόπη, αδελφή του Φώντα και σύζυγο του Κόλλια. Με αυτό τον τρόπο, η «μεγαλόπνοη» ιδέα μετατρέπεται σε βρώμικο κόλπο: ο εύπορος χρηματοδότης πρέπει να ξεγελαστεί, η Καλλιόπη να εκπορνευθεί και όλα αυτά σε βάρος πεινασμένων ανθρώπων από την Αφρική που θα φορτωθούν σε καράβια για να έρθουν στην Ελλάδα να καλλιεργήσουν τη γη για ένα κομμάτι ψωμί.

     Το αγαπημένο και πολυπαιγμένο αυτό έργο δεν έχει βγάλει ρυτίδες καθώς η νοοτροπία του κοινωνικά ανέστιου έλληνα που ονειρεύεται μια θέση στον ήλιο αλλά συγχέει ηθικές αξίες και συμφέροντα, εντιμότητα και κουτοπονηριά, φαίνεται να μην έχει αλλάξει. Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα αναδεικνύει με ενάργεια το συγκρουσιακό στοιχείο του ρεαλιστικού κειμένου δίνοντας έμφαση στις σκοτεινές αποχρώσεις του ψυχισμού των δύο προσώπων χωρίς να παραμελήσει την κωμική τους πλευρά. Ο ίδιος ενσαρκώνει τον χαρακτήρα του Κόλια υπογραμμίζοντας την ηθική ταλάντευση, τη ρωγμή στο φιλότιμο και τον διχασμό της συνείδησης. Ο Αντώνης Κρόμπας υποδύεται με εκφραστική ποικιλία τον ρόλο του Φώντα αποτυπώνοντας τον κυνισμό αλλά και την ευάλωτη διάσταση του ήρωα. Μια παράσταση που μένει πιστή στο πνεύμα του έργου επικοινωνώντας ευθύβολα τους προβληματισμούς του στο κοινό.