Το θεατρικό έργο «Κόντρα στην πρόοδο» γράφτηκε το 2008 στην καταλανική γλώσσα. Ο συγγραφέας Εστέβα Σολέρ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1976 και σπούδασε σκηνοθεσία και θεατρική γραφή στο Ινστιτούτο Θεάτρου της γενέτειρας του.
Στον ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό χώρο του «Συνεργείου» στο Μεταξουργείο, παίζεται αυτό το ιδιόμορφο έργο που ισορροπεί ανάμεσα στον σουρεαλισμό και την φάρσα, τον κυνισμό και το χιούμορ, το παράλογο και τον τρόμο, μια σπονδυλωτή περιπέτεια με έξι σταθμούς-ιστορίες που μοιράστηκαν τέσσερις σκηνοθέτες ενώ τους ρόλους ερμήνευσαν ένδεκα αξιόλογοι ηθοποιοί.
Η παράσταση αρχίζει στο φουαγιέ, όπου και ανοίγει ένα παράθυρο-οθόνη που αποκαλύπτει έναν άντρα και μια γυναίκα, σε στάδιο πλήρους κατάρρευσης μπροστά στον τηλεοπτικό τους δέκτη. Όταν οι οικείες τηλεοπτικές εικόνες εξαφανίζονται από μπροστά τους για να αντικατασταθούν από την φιγούρα ενός παιδιού από την Αφρική, που το υποδύεται ο μικρός Wanjiru Steven, το σταθερό σύμπαν του σαλονιού τους υφίσταται οδυνηρό κλυδωνισμό κι η ψυχική τους γαλήνη αντικαθίσταται από νοσηρό πανικό.
Στην πορεία, οι θεατές μετακινούνται από χώρο σε χώρο σε διαφορετικούς ορόφους του «Συνεργείου» για να έρθουν αντιμέτωποι με διαφορετικά σκηνικά στα οποία ξετυλίγονται οι παράδοξες ιστορίες του Σολέρ.
Ένα τεράστιο μήλο καταλαμβάνει την τραπεζαρία δύο φιλήσυχων αστών, ένα παράξενο σχολείο-δάσος ανοίγει τις πόρτες του σαν μασέλες λύκου για να καταβροχθίσει μέσα από την ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας που διηγείται μια δασκάλα-ξωτικό, τον μαθητή που για ακόμα μία φορά έχασε τον δρόμο του. Ένα δρομολόγιο τρένου αντιστοιχεί με ένα βραχύβιο συμβόλαιο γάμου καθώς η αναχώρηση ενδυναμώνει το πάθος χωρίς όμως να μπορεί να σώσει και τον έρωτα. Μια φώκια δολοφονεί μωρά για να εμποδίσει την καταστρεπτική εξάπλωση της ράτσας των κάθε άλλο παρά έλλογων, ανθρωπίνων όντων. Κι έξω, σε μια ταράτσα ένας άντρας χτυπημένος από τραμ ψυχορραγεί ενώ μια γυναίκα τον παρακολουθεί χωρίς να μπορεί ή να θέλει να τον σώσει αλλά και χωρίς να μπορεί ή να θέλει να τον αγνοήσει.
Οι γοητευτικές, άλλοτε τρομακτικές, άλλοτε αστείες κι άλλοτε τραγικές αυτές δράσεις εναλλάσσονται προσφέροντας στον θεατή ένα λαβυρινθώδες μονοπάτι για να περιπλανηθεί στα δύσβατα τοπία της διαστροφικής του ψυχοσύνθεσης αλλά και για να εισχωρήσει στα σκοτεινά, άγνωστα δωμάτια της λησμονημένης του ανθρωπιάς.
Ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα, ανάμεσα σε παραμύθι και ντοκουμέντο, οι ιστορίες αποκαλύπτουν όλα όσα η καθημερινότητα καλύπτει, χωρίς παράλληλα να χάνουν την πολιτική τους υπόσταση και το κριτικό τους πνεύμα.
Οι τέσσερις σκηνοθέτες Γιολάντα Μαρκοπούλου, Λίλλυ Μελεμέ, Δημήτρης Μπίτος και Άρης Τρουπάκης κινήθηκαν παράλληλα αλλά και αντίστροφα, προσδίδοντας ο καθένας στο μονόπρακτο που ανέλαβε μια ξεχωριστή ταυτότητα και διατηρώντας παράλληλα μέσα από κοινά στοιχεία την ομοιογένεια του θεάματος.
Ο σκηνοθέτης που ανέλαβε την ιστορία των παγιδευμένων στη σύμβαση του ετήσιου συμβολαίου γάμου, εραστών δούλεψε σε μια ακραία εκδοχή των ιστοριών του, στην κόψη της περιπέτειας.
Στην ιστορία του χτυπημένου από το τραμ άντρα που εγκαταλείπεται στην τύχη του από την αδιάφορη πόρνη, ο σκηνοθέτης διατήρησε το λακωνικό στυλ του αφήνοντας να διαρρεύσει από τις ρωγμές του κυνισμού, ατόφια συγκίνηση.
Στην ιστορία με τους δύο τηλεθεατές αλλά και στον συγκλονιστικό μονόλογο της φώκιας, ο σκηνοθέτης δούλεψε με σχήματα τα οποία έθραυσε μέσω των υποκριτικών ανατροπών ενώ στο τεράστιο Μήλο αλλά κυρίως στην Κοκκινοσκουφίτσα, συνδύασε έξοχα το συναίσθημα με τον κυνισμό και την παραμυθία με τον εφιάλτη.
Από τους ρόλους που μου έμειναν, ένας είναι σίγουρα εκείνος της γυναίκας-φώκιας από την Ειρήνη Δράκου που μετέφερε αυθεντική συγκίνηση στο κοινό καθώς η ταλαντούχα ηθοποιός βουτάει μαγικά στο νερό μιας δεξαμενής και εμφανίζεται βρεγμένη για να ολοκληρώσει την αφήγηση, χωρίς να απολέσει ούτε στιγμή την αίσθηση του υδρόβιου όντος αντιμέτωπου με τη φρίκη του ανθρωπίνου πλάσματος.
Η τρομακτική δασκάλα που διηγείται το παραμύθι (Λίλλυ Μελεμέ) απέδωσε την μεταφυσική κι εφιαλτική ατμόσφαιρα με δραματική ευκρίνεια ενώ η κοκκινοσκουφίτσα Μαρία Αιγινίτου και το χαμένο αγόρι Λεονάρδος Μπατής, υποδύονται με χιούμορ αλλά και σπαραγμό τους δύο μαθητές.
Πειστικά ερμηνευμένοι από την Αναστασία Σταθοπούλου και τον Δημήτρη Τρουμπούκη, αν και λίγο ακραίοι, οι δύο τηλεθεατές που αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο και να υποστηρίξουν τους επικοινωνιακούς τους κώδικες και πειθαρχημένο στην εντέλεια το στυλιζαρισμένο ζεύγος Μαρία Αιγινίτου-Λεονάρδος Μπατής, που αποφασίζει να καταβροχθίσει τον εφιάλτη-μήλο το οποίο ενεδρεύει στην τραπεζαρία του.
Απολαυστικό, βαθιά συγκινητικό και εξαίσιο κινησιολογικά το ζεύγος των παντρεμένων με ετήσιο συμβόλαιο, από την Άννα Κουτσαφτίκη και τον Δημήτρη Μυλωνά που παραδίδεται στον παθιασμένο τελευταίο του χορό κι εξ ίσου εντυπωσιακός κι ο σταθμάρχης-αντίζηλος Σπύρος Τσεκούρας. Υπέροχο το σουρεαλιστικό κοστούμι της γυναίκας που τσαλακώνεται μέσα από τις αντιξοότητες της διάψευσης και έξυπνα στημένες οι σκηνές της μονομαχίας.
Η πόρνη ερμηνευμένη από την Γιώτα Μηλίτση στο τελευταίο μονόπρακτο αποδίδει τον αντιφατικό της ρόλο με αυθεντικότητα και υποκριτικό βάθος. Ο Νικόλας Αναστασόπουλος υποδύεται σπαρακτικά τον ετοιμοθάνατο, απελπισμένο άντρα κι ο Σπύρος Τσεκούρας είναι ένας ιδιαίτερα πειστικός νταβατζής με παράδοξες ευαισθησίες.
Ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί οι φωτισμοί της Ηλέκτρας Περσελή αξιοποιούν θαυμάσια τους σκηνικούς χώρους, οι οποίοι εισάγουν τον θεατή σε τοπία «μαγικού ρεαλισμού» με κορυφαίο αυτό του σχολείου.
Τα ευφάνταστα κοστούμια και τα μαγικά σκηνικά υπογράφουν η Αλεξάνδρα Σιάφκου, ο Αριστοτέλης Καρανάνος κι ο Θοδωρής Χρυσικός. Να σημειώσουμε εδώ πως ένα κομμάτι της εγκατάστασης στο δωμάτιο της «σχολικής τάξης» είναι του Πάνου Φαμέλη από το έργο του «Kicking and screaming: A Divine Comedy».
Η ευέλικτη, ολοζώντανη μετάφραση που αποδίδει γλαφυρά και την ατμόσφαιρα αλλά και το παράλογο του έργου είναι προϊόν της συνεργασίας της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και του Δημήτρη Ψαρρά. Την επιμέλεια της κίνησης έκανε η Μόνικα Κολοκοτρώνη.
Στον ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό χώρο του «Συνεργείου» στο Μεταξουργείο, παίζεται αυτό το ιδιόμορφο έργο που ισορροπεί ανάμεσα στον σουρεαλισμό και την φάρσα, τον κυνισμό και το χιούμορ, το παράλογο και τον τρόμο, μια σπονδυλωτή περιπέτεια με έξι σταθμούς-ιστορίες που μοιράστηκαν τέσσερις σκηνοθέτες ενώ τους ρόλους ερμήνευσαν ένδεκα αξιόλογοι ηθοποιοί.
Η παράσταση αρχίζει στο φουαγιέ, όπου και ανοίγει ένα παράθυρο-οθόνη που αποκαλύπτει έναν άντρα και μια γυναίκα, σε στάδιο πλήρους κατάρρευσης μπροστά στον τηλεοπτικό τους δέκτη. Όταν οι οικείες τηλεοπτικές εικόνες εξαφανίζονται από μπροστά τους για να αντικατασταθούν από την φιγούρα ενός παιδιού από την Αφρική, που το υποδύεται ο μικρός Wanjiru Steven, το σταθερό σύμπαν του σαλονιού τους υφίσταται οδυνηρό κλυδωνισμό κι η ψυχική τους γαλήνη αντικαθίσταται από νοσηρό πανικό.
Στην πορεία, οι θεατές μετακινούνται από χώρο σε χώρο σε διαφορετικούς ορόφους του «Συνεργείου» για να έρθουν αντιμέτωποι με διαφορετικά σκηνικά στα οποία ξετυλίγονται οι παράδοξες ιστορίες του Σολέρ.
Ένα τεράστιο μήλο καταλαμβάνει την τραπεζαρία δύο φιλήσυχων αστών, ένα παράξενο σχολείο-δάσος ανοίγει τις πόρτες του σαν μασέλες λύκου για να καταβροχθίσει μέσα από την ιστορία της κοκκινοσκουφίτσας που διηγείται μια δασκάλα-ξωτικό, τον μαθητή που για ακόμα μία φορά έχασε τον δρόμο του. Ένα δρομολόγιο τρένου αντιστοιχεί με ένα βραχύβιο συμβόλαιο γάμου καθώς η αναχώρηση ενδυναμώνει το πάθος χωρίς όμως να μπορεί να σώσει και τον έρωτα. Μια φώκια δολοφονεί μωρά για να εμποδίσει την καταστρεπτική εξάπλωση της ράτσας των κάθε άλλο παρά έλλογων, ανθρωπίνων όντων. Κι έξω, σε μια ταράτσα ένας άντρας χτυπημένος από τραμ ψυχορραγεί ενώ μια γυναίκα τον παρακολουθεί χωρίς να μπορεί ή να θέλει να τον σώσει αλλά και χωρίς να μπορεί ή να θέλει να τον αγνοήσει.
Οι γοητευτικές, άλλοτε τρομακτικές, άλλοτε αστείες κι άλλοτε τραγικές αυτές δράσεις εναλλάσσονται προσφέροντας στον θεατή ένα λαβυρινθώδες μονοπάτι για να περιπλανηθεί στα δύσβατα τοπία της διαστροφικής του ψυχοσύνθεσης αλλά και για να εισχωρήσει στα σκοτεινά, άγνωστα δωμάτια της λησμονημένης του ανθρωπιάς.
Ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα, ανάμεσα σε παραμύθι και ντοκουμέντο, οι ιστορίες αποκαλύπτουν όλα όσα η καθημερινότητα καλύπτει, χωρίς παράλληλα να χάνουν την πολιτική τους υπόσταση και το κριτικό τους πνεύμα.
Οι τέσσερις σκηνοθέτες Γιολάντα Μαρκοπούλου, Λίλλυ Μελεμέ, Δημήτρης Μπίτος και Άρης Τρουπάκης κινήθηκαν παράλληλα αλλά και αντίστροφα, προσδίδοντας ο καθένας στο μονόπρακτο που ανέλαβε μια ξεχωριστή ταυτότητα και διατηρώντας παράλληλα μέσα από κοινά στοιχεία την ομοιογένεια του θεάματος.
Ο σκηνοθέτης που ανέλαβε την ιστορία των παγιδευμένων στη σύμβαση του ετήσιου συμβολαίου γάμου, εραστών δούλεψε σε μια ακραία εκδοχή των ιστοριών του, στην κόψη της περιπέτειας.
Στην ιστορία του χτυπημένου από το τραμ άντρα που εγκαταλείπεται στην τύχη του από την αδιάφορη πόρνη, ο σκηνοθέτης διατήρησε το λακωνικό στυλ του αφήνοντας να διαρρεύσει από τις ρωγμές του κυνισμού, ατόφια συγκίνηση.
Στην ιστορία με τους δύο τηλεθεατές αλλά και στον συγκλονιστικό μονόλογο της φώκιας, ο σκηνοθέτης δούλεψε με σχήματα τα οποία έθραυσε μέσω των υποκριτικών ανατροπών ενώ στο τεράστιο Μήλο αλλά κυρίως στην Κοκκινοσκουφίτσα, συνδύασε έξοχα το συναίσθημα με τον κυνισμό και την παραμυθία με τον εφιάλτη.
Από τους ρόλους που μου έμειναν, ένας είναι σίγουρα εκείνος της γυναίκας-φώκιας από την Ειρήνη Δράκου που μετέφερε αυθεντική συγκίνηση στο κοινό καθώς η ταλαντούχα ηθοποιός βουτάει μαγικά στο νερό μιας δεξαμενής και εμφανίζεται βρεγμένη για να ολοκληρώσει την αφήγηση, χωρίς να απολέσει ούτε στιγμή την αίσθηση του υδρόβιου όντος αντιμέτωπου με τη φρίκη του ανθρωπίνου πλάσματος.
Η τρομακτική δασκάλα που διηγείται το παραμύθι (Λίλλυ Μελεμέ) απέδωσε την μεταφυσική κι εφιαλτική ατμόσφαιρα με δραματική ευκρίνεια ενώ η κοκκινοσκουφίτσα Μαρία Αιγινίτου και το χαμένο αγόρι Λεονάρδος Μπατής, υποδύονται με χιούμορ αλλά και σπαραγμό τους δύο μαθητές.
Πειστικά ερμηνευμένοι από την Αναστασία Σταθοπούλου και τον Δημήτρη Τρουμπούκη, αν και λίγο ακραίοι, οι δύο τηλεθεατές που αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο και να υποστηρίξουν τους επικοινωνιακούς τους κώδικες και πειθαρχημένο στην εντέλεια το στυλιζαρισμένο ζεύγος Μαρία Αιγινίτου-Λεονάρδος Μπατής, που αποφασίζει να καταβροχθίσει τον εφιάλτη-μήλο το οποίο ενεδρεύει στην τραπεζαρία του.
Απολαυστικό, βαθιά συγκινητικό και εξαίσιο κινησιολογικά το ζεύγος των παντρεμένων με ετήσιο συμβόλαιο, από την Άννα Κουτσαφτίκη και τον Δημήτρη Μυλωνά που παραδίδεται στον παθιασμένο τελευταίο του χορό κι εξ ίσου εντυπωσιακός κι ο σταθμάρχης-αντίζηλος Σπύρος Τσεκούρας. Υπέροχο το σουρεαλιστικό κοστούμι της γυναίκας που τσαλακώνεται μέσα από τις αντιξοότητες της διάψευσης και έξυπνα στημένες οι σκηνές της μονομαχίας.
Η πόρνη ερμηνευμένη από την Γιώτα Μηλίτση στο τελευταίο μονόπρακτο αποδίδει τον αντιφατικό της ρόλο με αυθεντικότητα και υποκριτικό βάθος. Ο Νικόλας Αναστασόπουλος υποδύεται σπαρακτικά τον ετοιμοθάνατο, απελπισμένο άντρα κι ο Σπύρος Τσεκούρας είναι ένας ιδιαίτερα πειστικός νταβατζής με παράδοξες ευαισθησίες.
Ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί οι φωτισμοί της Ηλέκτρας Περσελή αξιοποιούν θαυμάσια τους σκηνικούς χώρους, οι οποίοι εισάγουν τον θεατή σε τοπία «μαγικού ρεαλισμού» με κορυφαίο αυτό του σχολείου.
Τα ευφάνταστα κοστούμια και τα μαγικά σκηνικά υπογράφουν η Αλεξάνδρα Σιάφκου, ο Αριστοτέλης Καρανάνος κι ο Θοδωρής Χρυσικός. Να σημειώσουμε εδώ πως ένα κομμάτι της εγκατάστασης στο δωμάτιο της «σχολικής τάξης» είναι του Πάνου Φαμέλη από το έργο του «Kicking and screaming: A Divine Comedy».
Η ευέλικτη, ολοζώντανη μετάφραση που αποδίδει γλαφυρά και την ατμόσφαιρα αλλά και το παράλογο του έργου είναι προϊόν της συνεργασίας της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και του Δημήτρη Ψαρρά. Την επιμέλεια της κίνησης έκανε η Μόνικα Κολοκοτρώνη.
1 σχόλιο:
Πολυ καλη παρασταση και πολυ ατμασφαιρικο το σκηνικο της. Μπορω να την ξαναδω με μεγαλη ευχαριστιση.
Δημοσίευση σχολίου