Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

«Νάχτλαντ» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ στο Θέατρο «Αποθήκη»

 


«ΤΖΟΥΝΤΙΘ: Σήμερα ο αντισημιτισμός εναντίον του Ισραήλ δεν θα υπήρχε χωρίς την ναζιστική Γερμανία. Είναι το καλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Γερμανίας…

ΝΙΚΟΛΑ: Αν θες να το βλέπεις έτσι…

ΤΖΟΥΝΤΙΘ: Δεν έχει σημασία τι θέλω να βλέπω εγώ, αλλά τι δεν θες να βλέπεις εσύ…»

 

(Από τη μετάφραση του Νικορέστη Χανιωτάκη)

 


     Η βιτριολική κωμωδία του Γερμανού συγγραφέα, με τον αλληγορικό τίτλο Νάχτλαντ (2022), αναφέρεται παραβολικά στα κατάλοιπα που αφήνουν στο παρόν ενός λαού, οι μαύρες σελίδες της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, το έργο φέρνει στο προσκήνιο τα νέα εγκλήματα στη Μέση Ανατολή. Η ρητορική του Μάριους φον Μάγενμπουργκ επιστρατεύει το φως και το σκοτάδι ως συμβολικά σχήματα αναμέτρησης του καλού με το κακό δίνοντας παράλληλα γενναιόδωρα χώρο και χρόνο για να ξεδιπλωθούν και να ακουστούν όλες οι απόψεις καθώς αποδεικνύεται πως το νόμισμα δεν έχει μόνο δύο όψεις…

     Η υπόθεση είναι ένα πρόσχημα για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και ένα σωρό δισεπίλυτα ζητήματα να τεθούν επί τάπητος. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Νίκολα και ο Φιλίπ ανακαλύπτουν στη σοφίτα έναν πίνακα που φέρει την υπογραφή του Αδόλφου Χίτλερ! (ή μήπως γράφει Χίλερ;) Η παρέμβαση μιας ειδικού στη ναζιστική τέχνη που πιστοποιεί τη γνησιότητα του έργου, διχάζει την οικογένεια.




     Ο τρόμος και η αποστροφή της εβραίας συζύγου του Φιλίπ για το γεγονός πως θα μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν με την πώληση του πίνακα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση των υπολοίπων που δεν βρίσκουν προβληματική αυτή την απροσδόκητη πηγή χρημάτων. Η Τζουντίθ όμως απαιτεί την καταστροφή του έργου.

 Κατά τη διάρκεια των έντονων λεκτικών διαξιφισμών αναπαράγεται το αμείλικτο ζήτημα της μεταπολεμικής γερμανικής συνείδησης, από το ανεξίτηλο αίσθημα ενοχής μέχρι την άρνηση. Κανείς, ωστόσο, δεν ευθύνεται για τις πράξεις των προγόνων του. Η σφοδρή αντιπαράθεση επιχειρημάτων απλώνεται μοιραία στη σχέση του καλλιτέχνη με το δημιούργημά του, στη χρηματιστηριακή αξία της Τέχνης και κυρίως σε ζητήματα που αφορούν στην ηθική.




     Η εύρυθμη σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη που υπογράφει και τη μετάφραση και τους καίριους φωτισμούς, προκρίνει με ενάργεια το συγκρουσιακό στοιχείο του κειμένου και δίνει έμφαση στις δραματικές του αποχρώσεις. Η πρωτότυπη μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη διαμορφώνει μια αισθητική που παραπέμπει σε θρίλερ και ενισχύει το σασπένς.

     Αξίζει να σταθούμε στον μετωνυμικό χαρακτήρα της σκηνογραφίας του Πάρι Μέξη (που επιμελείται και τα αντιπροσωπευτικά για κάθε ρόλο κοστούμια). Ένας τεραστίων διαστάσεων πίνακας δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής με μια πελώρια σκάλα μπροστά του να οδηγεί στο επάνω μέρος του και να χάνεται μέσα του προς άγνωστη κατεύθυνση… Ο πίνακας και η σκάλα ανάγονται σε αντικείμενα – έκσταση με πολλαπλές σημαίνουσες προεκτάσεις. Πάντα η Τέχνη μάς προσκαλεί να δραπετεύσουμε από την πραγματικότητα. Ο μεγάλος πίνακας (η Ιστορία του κόσμου) σε αντίστιξη με τον μικρό πίνακα (ο μικρόκοσμος της οικογένειας), που βρίσκεται εκτεθειμένος σε αναλόγιο στο προσκήνιο, λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία πυροδοτώντας νέους γύρους διένεξης με απρόβλεπτες εξελίξεις.




     Η Τζουντίθ της Πέγκυς Τρικαλιώτη βράζει από οργή την οποία η ηθοποιός διαχειρίζεται εξελικτικά μέσα από ελεγχόμενα ξεσπάσματα.

    Τον δρόμο της σκληρότητας, της ψυχρής λογικής, του κυνισμού και της παγερής αδιαφορίας, στα όρια της εχθρότητας, ακολουθεί η υποκριτική υφολογία της Κάτιας Γκουλιώνη που υποδύεται την Νίκολα.

     Ως Εύα Μαρία, η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη χειρίζεται επιδέξια το μέτρο της σωματικής εκφοράς και κυρίως τους τονικούς χρωματισμούς της φωνής προσδίδοντας στον ρόλο της εμπειρογνώμονος τρυφερότητα και χιούμορ. Στον σύντομο δεύτερο ρόλο της, ως Λουίζ, η κ. Ανδρεαδάκη κινείται με λιτή αμεσότητα οδηγώντας τον θεατή στην καταλυτική συγκίνηση του φινάλε.




     Ο Γιάννης Στεφόπουλος ενσαρκώνει υποδειγματικά, με κινήσεις ακρίβειας και εκφραστικότητα, τις ενστάσεις, τους ενδοιασμούς, τα πιστεύω, με δύο λέξεις, την οπτική γωνία του Φιλίπ.

     Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη σκηνική παρουσία με προοπτικές δημιουργεί ο Σπύρος Σταμούλης τόσο ως Φαμπιάν, σύντροφος της Νίκολα, όσο και ως Καλ, επίδοξος αγοραστής του πίνακα, εναλλάσσοντας δραματικούς και κωμικούς τόνους.




Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο «Πόρτα»

 


«ΠΟΤΖΟ: (ξεσπώντας ξαφνικά). Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δε σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; (Πιο ήρεμα.) Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι. (Τραβάει το σκοινί.) Προχώρα!»

 

(Από τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις Ύψιλον)




 

  Ο Σάμιουελ Μπέκετ είδε καθαρά το αναπόδραστο της πεπρωμένης διαδρομής της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περιμένουν μάταια. Ο Γκοντό δεν θα έρθει ποτέ… Η σωματική εκφορά του τραγικού συντάσσεται από την αδυναμία των ηρώων να δραπετεύσουν από το περιβάλλον της ατέρμονης αναμονής. Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού δεν έχει καμία απάντηση και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν θεός. Ο Γκοντό εξαφανίζεται για να μην αποκαλυφθεί η ανυπαρξία του.

     Η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου αποτελεί σπουδή για την προοπτική του άγονου χώρου και την οδύνη που επιφέρει κάθε μορφής σύρραξη. Η οπτική του αποκτά ιδιαίτερο σκηνογραφικό ενδιαφέρον μέσα από τη γεωμετρική απεικόνιση μιας φλούδας γης που έχει υποστεί ολέθρια καταστροφή. Η τριγωνική κατασκευή του Βασίλη Παπατσαρούχα ενδυναμώνει με λιτά μέσα την απροσδιοριστία του χώρου και του χρόνου με την κορυφή του σχήματος να δημιουργεί ψευδαίσθηση ατελεύτητου βάθους. Η τρύπα στη μέση λειτουργεί ως κρυψώνα επιτρέποντας σημαίνουσες για τη δράση εισόδους και εξόδους των προσώπων. Το γκρίζο χρώμα των χαλασμάτων, η υφή του «αψεγάδιαστου» λερωμένου, η «καλαισθησία», τολμώ να πω, του ρήγματος, κυριαρχεί και στα κοστούμια του κ. Παπατσαρούχα, διαμορφώνοντας ένα απόκοσμο περιβάλλον που δεν γνωρίζει σύνορα. Την αισθητική του εν λόγω περιβάλλοντος ενισχύουν οι καίριοι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου που κάνουν αισθητή τη μεταβολή του χρόνου.




  Η  σκηνοθεσία του κ. Μοσχόπουλου προκρίνει το παράδοξο και αναδεικνύει στο έπακρο τις κωμικοτραγικές αποχρώσεις του πλούσιου διακειμενικού λόγου ακολουθώντας με ακρίβεια τους διαλόγους και τις σκηνικές ενδείξεις. Στην επίτευξη αυτή συμβάλλουν αποφασιστικά η Δηώ Καγγελάρη (δραματουργία) και ο Κορνήλιος Σελαμσής (σύμβουλος προσωδίας).

 Το λευκό μακιγιάζ και η σκόνη σηματοδοτούν την ουδετερότητα της μπεκετικής φιγούρας. Ο Πάνος Παπαδόπουλος (Βλαδίμηρος) και ο Τάσος Ροδοβίτης (Εστραγκόν) συμπλέουν στην υποκριτική τους υφολογία για να αποδώσουν τον άρρηκτο δεσμό που συνδέει τα δύο πρόσωπα εναλλάσσοντας το ελαφρύ παιγνιώδες παίξιμο με την ανία και την απόγνωση. Ομοίως, ο Γιάννης Σαμψαλάκης (Ποτζό) και ο Γιάννης Βαρβαρέσος (Λάκυ) ενσαρκώνουν με επιβλητική σωματική έκφραση τη νοσηρή σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου στους ρυθμούς ενός γκροτέσκο που συναγωνίζεται το μπουρλέσκο. Σημαντική η επιμέλεια της κίνησης από τον Χρήστο Στρινόπουλο με τις έμμεσες αναφορές στη χριστιανική σταύρωση. Ο Πέτρος Δημοτάκης (Αγόρι) υπογραμμίζει τη διαρκή ματαίωση της αναμονής καθώς εκφέρει με αθωότητα επίπλαστες υποσχέσεις για την έλευση του σωτήρα.