Οι περισσότεροι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» περιφέρονται σαν υπνωτισμένοι αφήνοντας στην τύχη το μέλλον τους, αδυνατώντας να καθορίσουν το πεπρωμένο τους. Βρίσκονται στο μεταίχμιο μιας συνταρακτικής αλλαγής και κατά βάθος γνωρίζουν πως οι απώλειες που πρόκειται να υποστούν είναι αναπόφευκτες, καθώς ο κόσμος τους πεθαίνει για να γεννηθεί ένας νέος.
Ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιοι που ήδη έχουν οραματιστεί το μέλλον, ένα μέλλον που μπορεί να ανήκει ή σε κείνους που θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για να εξασφαλίσουν υλικά κέρδη και εξουσία ή σε κείνους που θα επιχειρήσουν να θέσουν τα θεμέλια για μια πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η ιστορία ήρθε να δικαιώσει τον συγγραφέα, η αλλαγή έγινε, δύο αντίθετοι κόσμοι ακολούθησαν ο καθένας το δικό του δρόμο. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός συντρίφτηκε. Ο καπιταλισμός επικράτησε για να προκαλέσει την σημερινή κρίση της οικονομίας, οδηγώντας μας και πάλι σ’ ένα «τέλος εποχής».
«Η ανθρωπότητα βαδίζει προς τα εμπρός ολοένα και με νέες δυνάμεις. Εκείνο που είναι άφθαστο σήμερα, κάποτε θα το πλησιάσει, θα το φτάσει, θα το καταλάβει...» έλεγε ο νεαρός ήρωας του Τσέχωφ. Και όντως η ανθρωπότητα βάδισε και βαδίζει ακόμα προς τα μπροστά. Όμως τι έφτασε; Τι κατάλαβε; Και τι επί της ουσίας, έχει αλλάξει από το 1900;
Το έργο του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα είναι διαχρονικό και βαθιά πολιτικό. Μελετάει την ουτοπία και επισημαίνει την φθορά. Αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της. Μας επιβεβαιώνει με θλίψη αλλά και με κατανόηση το ανατρεπτικό ρηθέν: «Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ».
Το τελευταίο και αρτιότερο έργο του Τσέχωφ ολοκληρώθηκε το 1903 κι ανέβηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, λίγο πριν ο συγγραφέας υποκύψει στη χρόνια φυματίωσή του. Η σύγκρουσή του με τον Στανισλάβσκι είχε να κάνει με το γεγονός πως ενώ αυτός πίστευε πως έγραψε μια κωμωδία, ο σκηνοθέτης του, απέδωσε το έργο σαν δράμα.
Οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» αφήνουν μέσα από τις συμπεριφορές τους, να διαγραφεί η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ρωσίας στην μεταβατική εκείνη περίοδο όπου η φεουδαρχική τάξη πνέει τα λοίσθια ενώ οι πρώην κολίγοι και νυν έμποροι κι επιχειρηματίες ετοιμάζονται να μπουν δυναμικά στην πολιτική σκηνή και να αναλάβουν τα ηνία σε όλους τους τομείς.
Η κεντρική ηρωίδα και ιδιοκτήτρια του κτήματος Λιουμπόβ Αντρέγιεβνα είναι μια μεγαλόψυχη και γενναιόδωρη αριστοκράτισσα, επιπόλαιη όμως, σπάταλη κι αδιάφορη για την πρακτική πλευρά της ζωής. Στο έλεος του εκμεταλλευτικού εραστή της αλλά και του ανόητου αδελφού της που δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τις οικογενειακές υποθέσεις, βλέπει τον κόσμο της να χάνεται και το όμορφο κτήμα της να περνάει στα χέρια του Λοπάχιν, ενός πρώην κολίγου της που έχει πλουτίσει ως έμπορος.
Ο αδελφός της, ο Γκάγεφ ανάμεσα στους προβληματισμούς του για την σωστή κίνηση στο μπιλιάρδο και τους ύμνους στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, αντιλαμβάνεται το πρόβλημα και επιζητά λύσεις οι οποίες είναι ολοφάνερα ανέφικτες ενώ ρίχνει το βάρος της ευθύνης στην επιπολαιότητα της αδελφής του. Η ψυχοκόρη της Λιουμπόβ, η Βάρια, μια στριφνή αλλά εργατική κοπέλα βλέπει τη ζωή να γλιστράει από τα χέρια της και δεν μπορεί να διαχειριστεί τη σχέση της με τον Λοπάχιν αν και όλοι γύρω τους, τους θεωρούν «σχεδόν» παντρεμένους.
Η μικρή Άννια, η κόρη της Λιουμπόβ, έχει επηρεαστεί από τις συναναστροφές της με τον Πέτια, τον επαναστάτη και αιώνιο φοιτητή και έχει ήδη αρχίσει να οραματίζεται μαζί του, ένα μέλλον απολυτρωμένο κι από τους φεουδάρχες αλλά κι από την ανερχόμενη αστική τάξη, μια νέα κοινωνικοπολιτική διευθέτηση που προαναγγέλει τον μαρξισμό. Όσον αφορά τώρα την υπηρέτρια που ονειροβατεί φλερτάροντας με τον ρόλο της κυρίας και τον αδίστακτο νεαρό υπηρέτη με τους υψηλούς στόχους και τις ευδαιμονικές συνήθειες, έχουμε και πάλι χαρακτήρες που αποκαλύπτουν μέσα από τις ευτελείς προσδοκίες τους μια νέα τάξη πραγμάτων.
Το παζλ συμπληρώνουν ο γραμματέας Επιχόντωφ, που φέρει μαζί του και τις 22 μικρές και μεγάλες συμφορές του ενώ ο κίνδυνος να εξολοθρευτεί τον παραμονεύει σε κάθε του βήμα, ο ασθματικός και αδηφάγος κτηματίας Πίστσικ που ζητάει συνέχεια δανεικά κι η γκουβερνάντα Σαρλόττα, μια γυναίκα με τραυματικό παρελθόν και προϋπηρεσία σε τσίρκο που περιφέρεται μαζί με το σκυλάκι της κάνοντας μαγικά τρικ για να διασκεδάσει την ομήγυρη.
Οι βυσσινιές, σύμβολο μιας ευκραούς εποχής που αντιπροσωπεύουν την ομορφιά αλλά και την περιττή πολυτέλεια θα θυσιαστούν στο όνομα ενός νέου κόσμου αδίστακτου, πρακτικού κι αποφασισμένου να κυνηγήσει το κέρδος και την επιτυχία με κάθε θυσία.
Με στοιχεία φάρσας αλλά και με έντονη τη δραματική αίσθηση του τέλους εποχής, το έργο αυτό αφήνει πίσω του μια γλυκόπικρη γεύση και μια μελαγχολική αίσθηση απώλειας ειδικά στην τελευταία σκηνή όπου ενώ ακούγεται ο ήχος που τσεκουριού που κόβει τις διακοσμητικές βυσσινιές, ο Φιρς, ο γέρο-υπηρέτης ανακαλύπτει πως τον έχουν ξεχάσει μέσα στο παλιό σπίτι στο οποίο έζησε όλη του τη ζωή και, μη έχοντας πλέον λόγο ύπαρξης, υποδέχεται μ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, τον θάνατο.
Η παράσταση
Η παράσταση διαθέτει τους έντονους και δυναμικούς ρυθμούς που χαρακτηρίζουν τις δουλειές του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος σκηνοθετεί για πρώτη φορά Τσέχωφ, σε νέα μετάφραση από την Χρύσα Προκοπάκη. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύστοχη η διανομή για τους περισσότερους ρόλους, οι ηθοποιοί υπερασπίζονται την σκηνοθετική γραμμή, επιτυγχάνοντας κάποιες αξιόλογες ερμηνευτικές κορυφώσεις και δημιουργώντας ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες στις επί μέρους σεκάνς.
Οι αντιθέσεις κι οι συγκρούσεις των ηρώων αποδίδονται με χιούμορ αλλά και με δραματικότητα ενώ οι νοσταλγικές τσεχωφικές νότες υποβάλλονται από τα σκηνογραφικά ευρήματα, τους διακριτικούς φωτισμούς, τις ηχητικές και μουσικές παρεμβάσεις και τις ερμηνευτικές μεταβάσεις από την ένταση στην χαλάρωση κι από τον κούφιο ενθουσιασμό στην μελαγχολία και τη θλίψη.
Τα ευέλικτα και λειτουργικά σκηνικά προσφέρονται για συνεχείς, ευρηματικές εναλλαγές του χωροχρόνου, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του εγκλεισμού αλλά και της φθαρμένης από τον χρόνο και την εγκατάλειψη, μεγαλοπρέπειας του παλιού αρχοντικού. Ένα γαλλικό μπιλιάρδο τοποθετείται από τους ηθοποιούς στο κέντρο της σκηνής για να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σαν κρεβάτι αλλά και σαν βωμός πάνω στον οποίο θα θυσιαστεί η ομορφιά των λευκών ανθών των ήδη καταδικασμένων βυσσινιών.
Οι σημειολογικά ενδιαφέρουσες ενδυματολογικές επιλογές, ενισχύουν το διαχρονικό πνεύμα της σκηνοθεσίας ενώ αναδεικνύουν ταυτόχρονα τους διαφορετικούς χαρακτήρες των προσώπων του έργου μέσα από λεπτές, διακριτικές λεπτομέρειες.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ
Από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη»
Μετάφραση : Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία : Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφία : Κωνσταντίνος Μίχας
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Γιάννης Φέρτης, Κώστας Γαλανάκης, Στέλιος Ιακωβίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Μαρίνα Συμεού, Άρης Τρουπάκης
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ-Α ΣΚΗΝΗ
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, τηλ. 210 88 38 727
Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Τετάρτη-Κυριακή 20.00
Ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιοι που ήδη έχουν οραματιστεί το μέλλον, ένα μέλλον που μπορεί να ανήκει ή σε κείνους που θα καταφέρουν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για να εξασφαλίσουν υλικά κέρδη και εξουσία ή σε κείνους που θα επιχειρήσουν να θέσουν τα θεμέλια για μια πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. Η ιστορία ήρθε να δικαιώσει τον συγγραφέα, η αλλαγή έγινε, δύο αντίθετοι κόσμοι ακολούθησαν ο καθένας το δικό του δρόμο. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός συντρίφτηκε. Ο καπιταλισμός επικράτησε για να προκαλέσει την σημερινή κρίση της οικονομίας, οδηγώντας μας και πάλι σ’ ένα «τέλος εποχής».
«Η ανθρωπότητα βαδίζει προς τα εμπρός ολοένα και με νέες δυνάμεις. Εκείνο που είναι άφθαστο σήμερα, κάποτε θα το πλησιάσει, θα το φτάσει, θα το καταλάβει...» έλεγε ο νεαρός ήρωας του Τσέχωφ. Και όντως η ανθρωπότητα βάδισε και βαδίζει ακόμα προς τα μπροστά. Όμως τι έφτασε; Τι κατάλαβε; Και τι επί της ουσίας, έχει αλλάξει από το 1900;
Το έργο του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα είναι διαχρονικό και βαθιά πολιτικό. Μελετάει την ουτοπία και επισημαίνει την φθορά. Αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της. Μας επιβεβαιώνει με θλίψη αλλά και με κατανόηση το ανατρεπτικό ρηθέν: «Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ».
Το τελευταίο και αρτιότερο έργο του Τσέχωφ ολοκληρώθηκε το 1903 κι ανέβηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, λίγο πριν ο συγγραφέας υποκύψει στη χρόνια φυματίωσή του. Η σύγκρουσή του με τον Στανισλάβσκι είχε να κάνει με το γεγονός πως ενώ αυτός πίστευε πως έγραψε μια κωμωδία, ο σκηνοθέτης του, απέδωσε το έργο σαν δράμα.
Οι ήρωες του «Βυσσινόκηπου» αφήνουν μέσα από τις συμπεριφορές τους, να διαγραφεί η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ρωσίας στην μεταβατική εκείνη περίοδο όπου η φεουδαρχική τάξη πνέει τα λοίσθια ενώ οι πρώην κολίγοι και νυν έμποροι κι επιχειρηματίες ετοιμάζονται να μπουν δυναμικά στην πολιτική σκηνή και να αναλάβουν τα ηνία σε όλους τους τομείς.
Η κεντρική ηρωίδα και ιδιοκτήτρια του κτήματος Λιουμπόβ Αντρέγιεβνα είναι μια μεγαλόψυχη και γενναιόδωρη αριστοκράτισσα, επιπόλαιη όμως, σπάταλη κι αδιάφορη για την πρακτική πλευρά της ζωής. Στο έλεος του εκμεταλλευτικού εραστή της αλλά και του ανόητου αδελφού της που δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τις οικογενειακές υποθέσεις, βλέπει τον κόσμο της να χάνεται και το όμορφο κτήμα της να περνάει στα χέρια του Λοπάχιν, ενός πρώην κολίγου της που έχει πλουτίσει ως έμπορος.
Ο αδελφός της, ο Γκάγεφ ανάμεσα στους προβληματισμούς του για την σωστή κίνηση στο μπιλιάρδο και τους ύμνους στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, αντιλαμβάνεται το πρόβλημα και επιζητά λύσεις οι οποίες είναι ολοφάνερα ανέφικτες ενώ ρίχνει το βάρος της ευθύνης στην επιπολαιότητα της αδελφής του. Η ψυχοκόρη της Λιουμπόβ, η Βάρια, μια στριφνή αλλά εργατική κοπέλα βλέπει τη ζωή να γλιστράει από τα χέρια της και δεν μπορεί να διαχειριστεί τη σχέση της με τον Λοπάχιν αν και όλοι γύρω τους, τους θεωρούν «σχεδόν» παντρεμένους.
Η μικρή Άννια, η κόρη της Λιουμπόβ, έχει επηρεαστεί από τις συναναστροφές της με τον Πέτια, τον επαναστάτη και αιώνιο φοιτητή και έχει ήδη αρχίσει να οραματίζεται μαζί του, ένα μέλλον απολυτρωμένο κι από τους φεουδάρχες αλλά κι από την ανερχόμενη αστική τάξη, μια νέα κοινωνικοπολιτική διευθέτηση που προαναγγέλει τον μαρξισμό. Όσον αφορά τώρα την υπηρέτρια που ονειροβατεί φλερτάροντας με τον ρόλο της κυρίας και τον αδίστακτο νεαρό υπηρέτη με τους υψηλούς στόχους και τις ευδαιμονικές συνήθειες, έχουμε και πάλι χαρακτήρες που αποκαλύπτουν μέσα από τις ευτελείς προσδοκίες τους μια νέα τάξη πραγμάτων.
Το παζλ συμπληρώνουν ο γραμματέας Επιχόντωφ, που φέρει μαζί του και τις 22 μικρές και μεγάλες συμφορές του ενώ ο κίνδυνος να εξολοθρευτεί τον παραμονεύει σε κάθε του βήμα, ο ασθματικός και αδηφάγος κτηματίας Πίστσικ που ζητάει συνέχεια δανεικά κι η γκουβερνάντα Σαρλόττα, μια γυναίκα με τραυματικό παρελθόν και προϋπηρεσία σε τσίρκο που περιφέρεται μαζί με το σκυλάκι της κάνοντας μαγικά τρικ για να διασκεδάσει την ομήγυρη.
Οι βυσσινιές, σύμβολο μιας ευκραούς εποχής που αντιπροσωπεύουν την ομορφιά αλλά και την περιττή πολυτέλεια θα θυσιαστούν στο όνομα ενός νέου κόσμου αδίστακτου, πρακτικού κι αποφασισμένου να κυνηγήσει το κέρδος και την επιτυχία με κάθε θυσία.
Με στοιχεία φάρσας αλλά και με έντονη τη δραματική αίσθηση του τέλους εποχής, το έργο αυτό αφήνει πίσω του μια γλυκόπικρη γεύση και μια μελαγχολική αίσθηση απώλειας ειδικά στην τελευταία σκηνή όπου ενώ ακούγεται ο ήχος που τσεκουριού που κόβει τις διακοσμητικές βυσσινιές, ο Φιρς, ο γέρο-υπηρέτης ανακαλύπτει πως τον έχουν ξεχάσει μέσα στο παλιό σπίτι στο οποίο έζησε όλη του τη ζωή και, μη έχοντας πλέον λόγο ύπαρξης, υποδέχεται μ’ έναν λυτρωτικό ύπνο, τον θάνατο.
Η παράσταση
Η παράσταση διαθέτει τους έντονους και δυναμικούς ρυθμούς που χαρακτηρίζουν τις δουλειές του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος σκηνοθετεί για πρώτη φορά Τσέχωφ, σε νέα μετάφραση από την Χρύσα Προκοπάκη. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύστοχη η διανομή για τους περισσότερους ρόλους, οι ηθοποιοί υπερασπίζονται την σκηνοθετική γραμμή, επιτυγχάνοντας κάποιες αξιόλογες ερμηνευτικές κορυφώσεις και δημιουργώντας ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες στις επί μέρους σεκάνς.
Οι αντιθέσεις κι οι συγκρούσεις των ηρώων αποδίδονται με χιούμορ αλλά και με δραματικότητα ενώ οι νοσταλγικές τσεχωφικές νότες υποβάλλονται από τα σκηνογραφικά ευρήματα, τους διακριτικούς φωτισμούς, τις ηχητικές και μουσικές παρεμβάσεις και τις ερμηνευτικές μεταβάσεις από την ένταση στην χαλάρωση κι από τον κούφιο ενθουσιασμό στην μελαγχολία και τη θλίψη.
Τα ευέλικτα και λειτουργικά σκηνικά προσφέρονται για συνεχείς, ευρηματικές εναλλαγές του χωροχρόνου, δίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του εγκλεισμού αλλά και της φθαρμένης από τον χρόνο και την εγκατάλειψη, μεγαλοπρέπειας του παλιού αρχοντικού. Ένα γαλλικό μπιλιάρδο τοποθετείται από τους ηθοποιούς στο κέντρο της σκηνής για να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σαν κρεβάτι αλλά και σαν βωμός πάνω στον οποίο θα θυσιαστεί η ομορφιά των λευκών ανθών των ήδη καταδικασμένων βυσσινιών.
Οι σημειολογικά ενδιαφέρουσες ενδυματολογικές επιλογές, ενισχύουν το διαχρονικό πνεύμα της σκηνοθεσίας ενώ αναδεικνύουν ταυτόχρονα τους διαφορετικούς χαρακτήρες των προσώπων του έργου μέσα από λεπτές, διακριτικές λεπτομέρειες.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ
Από τη Θεατρική Εταιρία «Πράξη»
Μετάφραση : Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία : Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Χορογραφία : Κωνσταντίνος Μίχας
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μπέττυ Αρβανίτη, Γιάννης Φέρτης, Κώστας Γαλανάκης, Στέλιος Ιακωβίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Δημοσθένης Παπαδόπουλος Τζίνη Παπαδοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Μαρία Σαββίδου, Μαρίνα Συμεού, Άρης Τρουπάκης
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ-Α ΣΚΗΝΗ
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη, τηλ. 210 88 38 727
Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Τετάρτη-Κυριακή 20.00