Το έργο, με τον πρωτότυπο τίτλο «The Dying of Today» ήτοι «Ο θάνατος του σήμερα», γράφτηκε το 2004 και διαχειρίζεται την εξιστόρηση μιας συμφοράς η οποία με αφετηρία μια προσωπική απώλεια εκτείνεται στο μαζικό όλεθρο.
Ο συγγραφέας Χάουαρντ Μπάρκερ κινείται δραματουργικά εντός των πλαισίων του «Θεάτρου Καταστροφής», το οποίο ορίζει όχι ως μία ακόμα θεωρία για το θέατρο αλλά ως τον πυρήνα της τραγωδίας του σύγχρονου κόσμου, μιας τραγωδίας χωρίς κάθαρση. Προορισμός της τέχνης γίνεται η διέγερση της συνείδησης του θεατή με στόχο την όξυνση της και εν τέλει την απελευθέρωσή της από συμβατικές δεσμεύσεις που περιορίζουν την ανάπτυξη της φαντασίας και της βαθύτερης κατανόησης των μυστηρίων της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνικών δομών.
Γεννήθηκε το 1946 στο Dalwich. Ιδιοφυής και οραματιστής, εκτός από θεατρικά έργα γράφει ποίηση, ζωγραφίζει, σκηνογραφεί και σκηνοθετεί. Στον δικό του θίασο, «The Wrestling School» που σημαίνει «Σχολή ελευθέρας πάλης», ανεβάζει μόνο δικά του έργα. Όχι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας αλλά με καταξίωση σ’ όλη την Ευρώπη, έχει συχνά διχάσει κοινό και κριτικούς.
Ωστόσο, η ποιητική του γλώσσα κι η προσήλωσή του σε ανεξερεύνητες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, τον έχουν αναγάγει σε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους δραματουργούς της εποχής μας. Είναι μοναχικός, έχει υποδόριο αλλά καυστικό χιούμορ, θίγει με ωμή ειλικρίνεια τα κακώς κείμενα, αρνείται να υποταχτεί στις συμβάσεις, οραματίζεται ένα θέατρο που δεν θα αποτελεί προϊόν διασκέδασης αλλά το έναυσμα για την αφύπνιση της φαντασίας και της αυτοσυνείδησης του θεατή. Πιστεύει ότι μετά την αποτυχία του σοσιαλισμού να διασώσει τις ανθρώπινες κοινωνίες από την παρακμή και τη φθορά, η τέχνη οφείλει να τον αντικαταστήσει και να λειτουργήσει ανατρεπτικά ως προς το ανηλεές πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο, ενεργοποιώντας την οδύνη.
Η ιστορία ξεκινάει όταν σε ένα κουρείο, σε κάποιο εμπορικό λιμάνι, εισβάλλει ένας λίγο παράξενος πελάτης, ο Δνείπερ ο οποίος έλκεται από τα κακά νέα και απολαμβάνει να τα ανακοινώνει. Ο κουρέας αντιλαμβάνεται πως ο επισκέπτης του επιθυμεί να του ανακοινώσει μια συμφορά και μέσα από μια έντεχνη δραματουργική αντιστροφή παίρνει τη σκυτάλη για να αρθρώσει ο ίδιος εκείνα τα οποία δεν ξέρει αλλά προαισθάνεται, τον θάνατο του γιου του, την καταστροφή του στρατού της χώρας του, τον αφανισμό του προσωπικού του κόσμου αλλά και του κοινωνικού του περίγυρου.
Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα περιστατικό σχετικό με την Σικελική εκστρατεία που σήμανε το τέλος της ακμής του Αθηναϊκού χρυσού αιώνα, όπως διασώθηκε μέσα από ένα κείμενο του Πλούταρχου. Την καταστροφή του στόλου που περιγράφει ο κουρέας, όπως και ολόκληρη την εκστρατεία, έχει αφηγηθεί ο ιστορικός Θουκυδίδης.
Ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, τον αγγελιαφόρο των κακών ειδήσεων που γνωρίζει αλλά εν τέλει δεν αποκαλύπτει και τον αποδέχτη των κακών ειδήσεων που ενώ αγνοεί, εν τέλει αναλαμβάνει να αποκαλύψει, δημιουργείται στον κλειστό αποπνικτικό χωρόχρονο του κουρείου και των ολίγων ωρών, μια σχέση η οποία χρωματίζεται από ποικίλα και αντιφατικά συναισθήματα.
Οι πελάτες, οι κάτοικοι της ανέμελης ακόμα πόλης δεν γνωρίζουν εκείνο το γεγονός που θα σκοτώσει το σήμερα, σπώντας τη ζωή τους στο πριν και στο μετά, καθιστώντας τους ανίκανους να είναι πια αυτοί που ήταν. Αναζητώντας τις υπηρεσίες του κουρέα τους, επιχειρούν να εισβάλλουν στο περίκλειστο σκηνικό όπου εκτυλίσσεται εν αγνοία τους η αφήγηση του δράματος τους, χωρίς ωστόσο να τους επιτραπεί.
Καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται, η ανθρώπινη φύση δικαιώνει την ήττα της αφήνοντας έκθετο τον συναισθηματισμό του συντριμμένου άντρα και ταυτόχρονα δημιουργώντας ρωγμές στον ατσάλινο ψυχισμό του αγγελιαφόρου. Η ανάμεσά τους σύρραξη ξεκινώντας από αντιπαραθέσεις λεκτικές, βαθαίνει στην πορεία ξεγυμνώνοντας τους ψυχισμούς τους και καθιστώντας τους τον ένα θύμα του άλλου για να τους εξισώσει εξιλεωτικά στην κόψη του μοιραίου.
Το αβάσταχτο κενό που ταλανίζει την ανθρώπινη φύση χορταίνει από την συμφορά την πείνα του, αλλά δεν γεμίζει. Ο εφιάλτης της προσωπικής και εθνικής καταστροφής χάνει την ανατριχιαστική του αίγλη όταν ο κουρέας ισχυρίζεται πως έχει ξεχάσει πια το γιο του κι αρχίζει να σκουπίζει το κατεστραμμένο από την έκρηξή του θυμού του, κουρείο, ενώ ο αγγελιαφόρος αποκαλύπτει πως επιθυμεί να νοιώσει την ύψιστη απόλαυση της απώλειας, εκείνη που δικαιωματικά ανήκει στον κουρέα.
Το αύριο γίνεται σήμερα για να φέρει μια ακόμα χειρότερη καταστροφή, τον όλεθρο της ανοχύρωτης πια πόλης, την ολοκληρωτική συντριβή ενός μικρού κόσμου ανάμεσα στους πολλούς. Ο Αγγελιαφόρος έχει παγιδευτεί, δεν μπορεί πια να διαφύγει, η επόμενη συμφορά δεν θα είναι αυτή που θα ανακοινώσει αλλά αυτή που θα βιώσει κι ο ίδιος.
Το ποιητικό αυτό αριστούργημα σχίζει το δέρμα της αντίληψης με την αποτελεσματικότητα ενός ακονισμένου ξυραφιού για να αποκαλύψει αιμάσουσα σάρκα κι ακόμα βαθύτερα, γυμνό κόκαλο. Ακολουθεί δομικά τις μουσικές αρμονικές φόρμες όπου το κυρίως θέμα επανέρχεται εμμονικά για να αναπτυχθεί σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα ως την τελική κορύφωση.
Η παράσταση
Αυτήν ακριβώς την μουσικότητα αλλά και την διαρκώς υποβόσκουσα απειλή μιας τρομακτικής έκρηξης ακολούθησε η σκηνοθεσία στην ερμηνευτική απόδοση των χαρακτήρων. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν αριστοτεχνικά τους ρόλους τους ακολουθώντας την ρυθμολογία του κειμένου και αποδίδοντας με συνέπεια τις αυξομειώσεις των εντάσεων, με μια εσωτερικότητα η οποία εκρήγνυται στις τομές των κορυφώσεων.
Άριστα συντονισμένοι ανταποκρίνονται ερμηνευτικά στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του έργου, αποδίδοντας με ευκρίνεια τον πυκνό λόγο και την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Ωστόσο το κοινό όντας εν μέρει μόνο εξοικειωμένο με την ιδιάζουσα αυτή δραματουργία και την οριακά κρίσιμη σκηνοθετική της απόδοση, δεν καταφέρνει στο σύνολο του να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Η προσοχή των θεατών διασπάται κι η κατανόηση του κειμένου συνθλίβεται από την ηθελημένη μουσικότητα στην απόδοση των μακροσκελών μονολόγων και την εμμονική διανοητικότητα των ερμηνειών.
Η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου σε αρμοστή συνεργασία με το ηχητικό περιβάλλον και την φωτιστική παρτιτούρα, επιτείνει δραματικά την αίσθηση εγκλεισμού ενώ ταυτόχρονα εμπλέκει έντεχνα το οικείο και καθησυχαστικό με την διαρκή, υποβόσκουσα απειλή.
Το πρόγραμμα είναι όπως πάντα καλαίσθητο, περιλαμβάνει εξαιρετικά κείμενα για το έργο και τον συγγραφέα και φυσικά ολόκληρη τη μετάφραση του έργου καθώς και μία συνέντευξη του Μπάρκερ στην Ελισάβετ Σακελλαρίδου. Η μελέτη του βοηθάει σημαντικά στην βαθύτερη κατανόηση του έργου και της παράστασης.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Ύστατο Σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ
Μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία : Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική – Σύνθεση ήχων : Θοδωρής Αμπατζής, Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Ήμελλος
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ (Η ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)
Κεφαλληνίας και Κυκλάδων 11, Κυψέλη, τηλ. 210 82 17 877
Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00
Ο συγγραφέας Χάουαρντ Μπάρκερ κινείται δραματουργικά εντός των πλαισίων του «Θεάτρου Καταστροφής», το οποίο ορίζει όχι ως μία ακόμα θεωρία για το θέατρο αλλά ως τον πυρήνα της τραγωδίας του σύγχρονου κόσμου, μιας τραγωδίας χωρίς κάθαρση. Προορισμός της τέχνης γίνεται η διέγερση της συνείδησης του θεατή με στόχο την όξυνση της και εν τέλει την απελευθέρωσή της από συμβατικές δεσμεύσεις που περιορίζουν την ανάπτυξη της φαντασίας και της βαθύτερης κατανόησης των μυστηρίων της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνικών δομών.
Γεννήθηκε το 1946 στο Dalwich. Ιδιοφυής και οραματιστής, εκτός από θεατρικά έργα γράφει ποίηση, ζωγραφίζει, σκηνογραφεί και σκηνοθετεί. Στον δικό του θίασο, «The Wrestling School» που σημαίνει «Σχολή ελευθέρας πάλης», ανεβάζει μόνο δικά του έργα. Όχι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας αλλά με καταξίωση σ’ όλη την Ευρώπη, έχει συχνά διχάσει κοινό και κριτικούς.
Ωστόσο, η ποιητική του γλώσσα κι η προσήλωσή του σε ανεξερεύνητες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, τον έχουν αναγάγει σε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους δραματουργούς της εποχής μας. Είναι μοναχικός, έχει υποδόριο αλλά καυστικό χιούμορ, θίγει με ωμή ειλικρίνεια τα κακώς κείμενα, αρνείται να υποταχτεί στις συμβάσεις, οραματίζεται ένα θέατρο που δεν θα αποτελεί προϊόν διασκέδασης αλλά το έναυσμα για την αφύπνιση της φαντασίας και της αυτοσυνείδησης του θεατή. Πιστεύει ότι μετά την αποτυχία του σοσιαλισμού να διασώσει τις ανθρώπινες κοινωνίες από την παρακμή και τη φθορά, η τέχνη οφείλει να τον αντικαταστήσει και να λειτουργήσει ανατρεπτικά ως προς το ανηλεές πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο, ενεργοποιώντας την οδύνη.
Η ιστορία ξεκινάει όταν σε ένα κουρείο, σε κάποιο εμπορικό λιμάνι, εισβάλλει ένας λίγο παράξενος πελάτης, ο Δνείπερ ο οποίος έλκεται από τα κακά νέα και απολαμβάνει να τα ανακοινώνει. Ο κουρέας αντιλαμβάνεται πως ο επισκέπτης του επιθυμεί να του ανακοινώσει μια συμφορά και μέσα από μια έντεχνη δραματουργική αντιστροφή παίρνει τη σκυτάλη για να αρθρώσει ο ίδιος εκείνα τα οποία δεν ξέρει αλλά προαισθάνεται, τον θάνατο του γιου του, την καταστροφή του στρατού της χώρας του, τον αφανισμό του προσωπικού του κόσμου αλλά και του κοινωνικού του περίγυρου.
Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα περιστατικό σχετικό με την Σικελική εκστρατεία που σήμανε το τέλος της ακμής του Αθηναϊκού χρυσού αιώνα, όπως διασώθηκε μέσα από ένα κείμενο του Πλούταρχου. Την καταστροφή του στόλου που περιγράφει ο κουρέας, όπως και ολόκληρη την εκστρατεία, έχει αφηγηθεί ο ιστορικός Θουκυδίδης.
Ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, τον αγγελιαφόρο των κακών ειδήσεων που γνωρίζει αλλά εν τέλει δεν αποκαλύπτει και τον αποδέχτη των κακών ειδήσεων που ενώ αγνοεί, εν τέλει αναλαμβάνει να αποκαλύψει, δημιουργείται στον κλειστό αποπνικτικό χωρόχρονο του κουρείου και των ολίγων ωρών, μια σχέση η οποία χρωματίζεται από ποικίλα και αντιφατικά συναισθήματα.
Οι πελάτες, οι κάτοικοι της ανέμελης ακόμα πόλης δεν γνωρίζουν εκείνο το γεγονός που θα σκοτώσει το σήμερα, σπώντας τη ζωή τους στο πριν και στο μετά, καθιστώντας τους ανίκανους να είναι πια αυτοί που ήταν. Αναζητώντας τις υπηρεσίες του κουρέα τους, επιχειρούν να εισβάλλουν στο περίκλειστο σκηνικό όπου εκτυλίσσεται εν αγνοία τους η αφήγηση του δράματος τους, χωρίς ωστόσο να τους επιτραπεί.
Καθώς οι εντάσεις κλιμακώνονται, η ανθρώπινη φύση δικαιώνει την ήττα της αφήνοντας έκθετο τον συναισθηματισμό του συντριμμένου άντρα και ταυτόχρονα δημιουργώντας ρωγμές στον ατσάλινο ψυχισμό του αγγελιαφόρου. Η ανάμεσά τους σύρραξη ξεκινώντας από αντιπαραθέσεις λεκτικές, βαθαίνει στην πορεία ξεγυμνώνοντας τους ψυχισμούς τους και καθιστώντας τους τον ένα θύμα του άλλου για να τους εξισώσει εξιλεωτικά στην κόψη του μοιραίου.
Το αβάσταχτο κενό που ταλανίζει την ανθρώπινη φύση χορταίνει από την συμφορά την πείνα του, αλλά δεν γεμίζει. Ο εφιάλτης της προσωπικής και εθνικής καταστροφής χάνει την ανατριχιαστική του αίγλη όταν ο κουρέας ισχυρίζεται πως έχει ξεχάσει πια το γιο του κι αρχίζει να σκουπίζει το κατεστραμμένο από την έκρηξή του θυμού του, κουρείο, ενώ ο αγγελιαφόρος αποκαλύπτει πως επιθυμεί να νοιώσει την ύψιστη απόλαυση της απώλειας, εκείνη που δικαιωματικά ανήκει στον κουρέα.
Το αύριο γίνεται σήμερα για να φέρει μια ακόμα χειρότερη καταστροφή, τον όλεθρο της ανοχύρωτης πια πόλης, την ολοκληρωτική συντριβή ενός μικρού κόσμου ανάμεσα στους πολλούς. Ο Αγγελιαφόρος έχει παγιδευτεί, δεν μπορεί πια να διαφύγει, η επόμενη συμφορά δεν θα είναι αυτή που θα ανακοινώσει αλλά αυτή που θα βιώσει κι ο ίδιος.
Το ποιητικό αυτό αριστούργημα σχίζει το δέρμα της αντίληψης με την αποτελεσματικότητα ενός ακονισμένου ξυραφιού για να αποκαλύψει αιμάσουσα σάρκα κι ακόμα βαθύτερα, γυμνό κόκαλο. Ακολουθεί δομικά τις μουσικές αρμονικές φόρμες όπου το κυρίως θέμα επανέρχεται εμμονικά για να αναπτυχθεί σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα ως την τελική κορύφωση.
Η παράσταση
Αυτήν ακριβώς την μουσικότητα αλλά και την διαρκώς υποβόσκουσα απειλή μιας τρομακτικής έκρηξης ακολούθησε η σκηνοθεσία στην ερμηνευτική απόδοση των χαρακτήρων. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν αριστοτεχνικά τους ρόλους τους ακολουθώντας την ρυθμολογία του κειμένου και αποδίδοντας με συνέπεια τις αυξομειώσεις των εντάσεων, με μια εσωτερικότητα η οποία εκρήγνυται στις τομές των κορυφώσεων.
Άριστα συντονισμένοι ανταποκρίνονται ερμηνευτικά στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του έργου, αποδίδοντας με ευκρίνεια τον πυκνό λόγο και την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Ωστόσο το κοινό όντας εν μέρει μόνο εξοικειωμένο με την ιδιάζουσα αυτή δραματουργία και την οριακά κρίσιμη σκηνοθετική της απόδοση, δεν καταφέρνει στο σύνολο του να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Η προσοχή των θεατών διασπάται κι η κατανόηση του κειμένου συνθλίβεται από την ηθελημένη μουσικότητα στην απόδοση των μακροσκελών μονολόγων και την εμμονική διανοητικότητα των ερμηνειών.
Η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου σε αρμοστή συνεργασία με το ηχητικό περιβάλλον και την φωτιστική παρτιτούρα, επιτείνει δραματικά την αίσθηση εγκλεισμού ενώ ταυτόχρονα εμπλέκει έντεχνα το οικείο και καθησυχαστικό με την διαρκή, υποβόσκουσα απειλή.
Το πρόγραμμα είναι όπως πάντα καλαίσθητο, περιλαμβάνει εξαιρετικά κείμενα για το έργο και τον συγγραφέα και φυσικά ολόκληρη τη μετάφραση του έργου καθώς και μία συνέντευξη του Μπάρκερ στην Ελισάβετ Σακελλαρίδου. Η μελέτη του βοηθάει σημαντικά στην βαθύτερη κατανόηση του έργου και της παράστασης.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Ύστατο Σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ
Μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία : Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική – Σύνθεση ήχων : Θοδωρής Αμπατζής, Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Ήμελλος
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ (Η ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ)
Κεφαλληνίας και Κυκλάδων 11, Κυψέλη, τηλ. 210 82 17 877
Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00