Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Με έμφαση στην παράδοση


Συ θεάρεστε! Που το θίασο αφήνεις
Στα βουνά και μονάχος χυμάς
Κι άγιο ελάφιο δέρμα φοράς
Και τον τράγο σκοτώνεις και το αίμα του πίνεις
Και ωμό κρέας τρως και χορταίνεις και πας
Στα βουνά της Φρυγίας, της Λυδίας γυρνάς
Ευοί! Ευάν! Μακριά και μπροστά τον θεό διακρίνεις
Ευοί! Ευάν εν υψίστοις θεό

Ίτε Βάκχες! Ίτε!
Τον Τμώλο κοιτάξτε!

Πως τον λούζει το χρυσάφι
Και το φως τις πέτρες βάφει
Με φωνές και με βοές και με θείες μουσικές

Τον Διόνυσο υμνείστε, τύμπανα βαθιά βροντήστε
Να ο γλυκόλαλος αυλός
Των μαινάδων ο χορός.

(Απόσπασμα από τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά)

Η όλη σύνθεση των «Βακχών» του Ευριπίδη προβάλλει μια ιδιότυπη αισθητική, που μοιάζει να έχει τις ρίζες της στις απαρχές του θεάτρου και συγχρόνως να οδηγεί στο άγνωστο μας μέλλον. Ο θεματικός πλούτος, η σύλληψη των χαρακτήρων με τις ανεξιχνίαστες ψυχολογικές αποχρώσεις και η προσπάθεια «απογείωσης» του ανθρώπου προκάλεσαν πολυάριθμες παραστάσεις και σκηνοθετικές εκδοχές.
Το έργο παρουσιάστηκε μετά το θάνατο του ποιητή, το 405 π.Χ. μαζί με την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και το χαμένο «Αλκμέωνα εν Κορίνθω». Ο Ευριπίδης το έγραψε την περίοδο της αυτοεξορίας του στην αυλή του Αρχελάου της Μακεδονίας. Οι «Βάκχες» δραματοποιούν την αντίσταση του Πενθέα, βασιλιά της Θήβας, στην αποδοχή και τη λατρεία ενός νέου θεού, του Διονύσου. Πρόκειται για έναν αμείλικτο αγώνα που εστιάζει στην αδιάλλακτη υπεροψία του ανθρώπου και κορυφώνεται με την αιματηρή επικράτηση του θεού. Ο Πενθέας, αιχμάλωτος της λογικής και της τάξης, πρόδωσε την έμφυτη πίστη που οφείλει να έχει ο άνθρωπος στο θαύμα, στη μέθη, στο όνειρο και στο όργιο της Δημιουργίας.
Σύμφωνα με το Γιώργο Πεφάνη «η σύγκρουση είναι άνιση, αλλά το ανθρώπινο μεγαλείο δεν καταποντίζεται. Ο αγνωστικισμός του ποιητή, που διαδέχεται εδώ τη σοφιστική του αιχμηρότητα, δεν οδηγεί διόλου στην ηττοπάθεια. Αγνωστικισμός για τα θεία, για την ανθρώπινη μοίρα, για την ταυτότητα και τον ρόλο του ανθρώπου πάνω στη γη : σε όλους τους στίχους υπάρχει μια ζοφερή πνοή και μια ματιά καρφωμένη στα ίχνη του χρόνου. Ένας κόσμος πεθαίνει, μαζί του και ο λόγος που τον στερέωσε ή ένας άλλος αναδύεται από τη γη και τα αμπέλια ξέφρενος και μανικός. Εκλείπει η ιεραρχία του λόγου και εισβάλλει η μέθη του ενστίκτου».

Η παράσταση
Μια διαφορετική εκδοχή του έργου που δεν επικεντρώνεται στην άγρια, σκοτεινή και εκδικητική του όψη. Ο Τάσος Ράτζος – μέσα από εκτενή έρευνα σε λαογραφικά θέματα – στήνει μια παράσταση ακολουθώντας τη φόρμα θέατρο μέσα στο θέατρο και ονοματίζει έντιμα τη διασκευή αυτή «Από τις Βάκχες». Το μυστηριακό δρώμενο δίνει έμφαση στην ευρεία έννοια της θρησκευτικότητας και στο στοιχείο της παράδοσης. Επιχειρεί να «δέσει» τις Βάκχες του Ευριπίδη με τα εναπομείναντα σπαράγματα διονυσιακής λατρείας, όπως αυτά αναβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Παρακολουθούμε την προσπάθεια και τις προετοιμασίες ενός περιπλανώμενου θιάσου από τη Θράκη ν’ αναπαραστήσει τον μύθο των Βακχών.
Την παρέα των θεατρίνων συμπληρώνουν τρεις μουσικοί με νταούλι (Παύλος Ελευθεριάδης), ακορντεόν (Ηλίας Κρομμύδας) και κλαρινέτο (Σάκης Λάιος) που συμμετέχουν ενεργά στα όσα διαδραματίζονται. Αναστενάρια, μοιρολόγια και θρήνοι ακούγονται ηχηρά ενώ οι κυκλικοί χοροί και το κρασί που ρέει άφθονο οδηγούν τους μύστες σε μια συλλογική εμπειρία έκστασης και μετάβασης. Η μουσική του Κώστα Βόμβολου με τις χορογραφίες του Κώστα Γεράρδου δένουν αρμονικά και σε συνδυασμό με τους φωτισμούς του Γιάννη Τούμπα διαμορφώνουν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα.
Ο χώρος χωρίζεται σε σκηνή και παρασκήνιο και αποτελείται από τα αντικείμενα και τα ενδύματα που χρησιμοποιούν τα μέλη του θιάσου για να μεταμφιεστούν και να υποδυθούν τους ρόλους. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ευαγγελίας Κιρκινέ κάνουν σε πολλά σημεία αναφορές σε τελετές της χριστιανικής θρησκείας και πίστης όπως το νυφικό στη μεταμφίεση του Πενθέα και τα έθιμα του παραδοσιακού γαμήλιου γλεντιού. Η διευθέτηση των τραπεζιών στο κέντρο της σκηνής παραπέμπει ευθέως στην εικόνα του μυστικού δείπνου ενώ η συμβολική χρήση αντικειμένων «φωτογραφίζει» τη σταύρωση του Ιησού και την πύρινη καταδίκη του Ιούδα.
Επαρκής στο ρόλο του Κάδμου ο Βασίλης Βασιλάκης. Ο μεθυσμένος Τειρεσίας του Κώστα Σάντα αντλεί στοιχεία από τον Αριστοφάνη και το θέατρο σκιών παρουσιάζοντας μια ενδιαφέρουσα εκδοχή. Ο Χρήστος Σουγάρης ενσαρκώνει τον Πενθέα ξεδιπλώνοντας τη γκάμα των εκφραστικών του μέσων. Στον απαιτητικό ρόλο της Αγαύης η Ιωάννα Παγιατάκη χειρίζεται επιδέξια την κλιμάκωση των συναισθημάτων της ηρωίδας και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις αποφεύγοντας την υπερβολή ή τις αδέξιες μεταβάσεις. Ως δούλος, ο Απόστολος Μπαχαρίδης υπογραμμίζει τα στοιχεία του ρόλου που δυναμιτίζουν τη δράση. Ο Γιάννης Χαρίσης (Άγγελος α)και ο Χρήστος Τανταλάκης (Άγγελος β) ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις δυσκολίες της αφήγησης. Ο χορός κινείται συγχρονισμένος και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Ξεχωρίζει για τη φωνητική της δεινότητα η ταλαντούχα Άννα Γιαγκιώζη.
Το μακιγιάζ και η αμφίεση του Στράτου Τζώρτζογλου (Διόνυσος) δεν επαρκούν για να καλύψουν τις αδυναμίες μιας μονοδιάστατης και διεκπεραιωτικής ερμηνείας.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Βάκχες» του Ευριπίδη
Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Μετάφραση : Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία : Τάσος Ράτζος
Σκηνοθετική επιμέλεια : Νικήτας Τσακίρογλου
Σκηνικά – Κοστούμια : Ευαγγελία Κιρκινέ
Μουσική : Κώστας Βόμβολος
Χορογραφία : Κώστας Γεράρδος
Φωτισμοί : Γιάννης Τούμπας
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αρετή Αγγέλου, Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Βασίλης Βασιλάκης, Άννα Γιαγκιώζη, Απόστολος Μπαχαρίδης, Πάολα Μυλωνά, Ιωάννα Παγιατάκη, Φανή Παναγιωτίδου, Ερατώ Πίσση, Κώστας Σαντάς, Θάλεια Σκαρλάτου, Εύα Σωφρονίδου, Χρήστος Σουγάρης, Χρήστος Τανταλάκης, Στράτος Τζώρτζογλου, Άννυ Τσολακίδου και Γιάννης Χαρίσης

1/8 Τρίπολη, 3/8 Βόλος, 5/8 Λαμία, 7/8 Αμφίπολη, 20/8 Γιαννιτσά, 29/8 Συκιές,
19 & 20/9 Λευκωσία

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

"Αγέλαστος" Αριστοφάνης


Με πλούσια ιστορία, παράδοση και αξιόλογες παραστάσεις στο ενεργητικό του, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου αποτελεί επάξια ένα σημαντικό φορέα πολιτισμού. Το καλοκαίρι του 1980 ανέβασε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη σε μετάφραση Κωστή Κολώτα και σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους καταθέτοντας μια ενδιαφέρουσα πρόταση που σημείωσε επιτυχία εκείνη την εποχή. Η ιδέα, όμως, της αναβίωσης της παράστασης το 2008 φαίνεται να μην αποδεικνύεται εύστοχη επιλογή καθώς δεν προκαλεί πλέον συνειρμούς στο σημερινό θεατή που νοιώθει αποξενωμένος από τη δράση.

Λίγα λόγια για το έργο
Ο «Πλούτος» αποτελεί την τελευταία αριστοφανική κωμωδία που έχει φτάσει στα χέρια μας. Όπως συμβαίνει με τις «Νεφέλες» και την «Ειρήνη», ο ποιητής είχε γράψει δύο έργα με αυτόν τον τίτλο. Η πρώτη εκδοχή παίχτηκε στα 408 π. Χ. και πιθανόν θα διατηρούσε την αρχαία μορφή της Αττικής Κωμωδίας (στάσιμα, παράβαση, προσωπικά σκώμματα…). Η εκδοχή που επιβίωσε είναι η δεύτερη και διαγωνίστηκε στα 388 π. Χ. με τέσσερα έργα ποιητών της νεότερης γενιάς (Νικοχάρη, Αριστομένη, Νικοφώντα, Αλκαίου). Με αυτό το κείμενο, εγκαινιάζεται ιστορικά ένα καινούργιο είδος θεάτρου, η Μέση Αττική Κωμωδία, με την ανώδυνη αλληγορική της θεματολογία, την απάλειψη των χορικών και της παράβασης.
Η κωμωδία πραγματεύεται ένα θέμα πάντα επίκαιρο, την άνιση κατανομή των αγαθών. Στην παραμυθένια αυτή παραβολή, ο αγρότης Χρεμύλος και ο τετραπέρατος δούλος του Καρίων καταπιάνονται να γιατρέψουν τον τυφλό Πλούτο ώστε να τον διαχειρίζονται ενάρετοι άνθρωποι και όχι «άτιμοι, πονηροί, δημοσκόποι και άλλοι θεομπαίχτες».
Μέσα από τον άρτια δομημένο αγώνα λόγων ανάμεσα στον Πλούτο και την Πενία, προβάλλεται η άποψη ότι η εργασία αποτελεί τη βάση της κοινωνίας και εξασφαλίζει την ισορροπημένη λειτουργίας της ενώ, αντίθετα, η κατάχρηση του πλούτου οδηγεί στη μαλθακότητα που προκαλεί την παρακμή του λαού.
Στη σκηνή που περιγράφεται η θεραπεία του Πλούτου στο ιερό του Ασκληπιού, καυτηριάζεται έντονα η υποκρισία του ιερατείου το οποίο εκμεταλλεύεται την πίστη ή τη θρησκοληψία των απλών ανθρώπων και ζει παρασιτικά εις βάρος τους.
Μπροστά σ’ ένα έργο που αποτυπώνει την έκπτωση τόσο των θείων όσο και των ανθρώπινων αξιών, ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους εύστοχα διερωτάται – σε προλογικό σημείωμα στο θεατρικό πρόγραμμα – αν το μοναδικό αυτό δείγμα μέσης κωμωδίας πρέπει ν’ αναπαρασταθεί ως βουκολική όπερα, μελαγχολικό πανηγύρι ή σουρεαλιστική ουτοπία.

Η παράσταση
Η σκηνοθεσία μοιάζει ν’ αναπαράγει την παγιωμένη όψη που είχε διαμορφώσει στο παρελθόν και δεν επιχειρεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ευφυή σχόλια ή μεταφορές και αναφορές σε σημερινά συμβάντα. Πληθώρα θολών συμβολισμών και ανολοκλήρωτων θεωρητικών σκέψεων στερούν από το θέαμα την ενέργεια, τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και το ρυθμικό παλμό.
Το σκωπτικό χιούμορ, τα εμπνευσμένα λογοπαίγνια, τα πολιτικά σχόλια και η αχαλίνωτη αθυροστομία του αριστοφανικού λόγου (στο βαθμό που επιβιώνουν σε αυτό το κείμενο) αποδόθηκαν στεγνά, «ακαδημαϊκά» και σε πολλά σημεία αλλοιώθηκαν μέσα από έναν ακατανόητο για την εποχή μας καθωσπρεπισμό. Ωστόσο, ας σημειωθεί η παρατήρηση του K. J. Dover που αναφέρει ότι «ο Πλούτος σχετίζεται λιγότερο με θέματα οικονομίας και κοινωνιολογίας και περισσότερο με τη μαγεία, τη φαντασία και το υπερφυσικό».
Ο σκηνικός χώρος τον οποίο διαμόρφωσε ο Γιώργος Ζιάκας – πελώριες ενωμένες ξύλινες λωρίδες που σχηματίζουν ένα είδος τσουλήθρας – επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν με άνεση αλλά δεν κατορθώνει να λειτουργήσει συνδηλωτικά με τη μυθοπλασία και καταλήγει να φαίνεται περισσότερο σαν εφφέ. Αναμφισβήτητα η σύλληψη κατασκευής του υποστηρίζεται από σαφές θεωρητικό πλαίσιο και αποτελεί προϊόν έρευνας αλλά στη σκηνική εφαρμογή της δεν ανακαλύπτονται με ευκρίνεια οι προθέσεις της. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φέτες από το μεγάλο καρπούζι που δεσπόζει το κέντρο της σκηνής. Οι φέτες του καρπουζιού περιφέρονται ρυθμικά από τον άρτια συντονισμένο χορό (που δίδαξε ο Ισίδωρος Σιδέρης) αλλά η δυναμική αυτού του σκηνοθετικού ευρήματος εξαντλείται σύντομα σκορπώντας ερωτηματικά.
Τα κοστούμια δεν ακολουθούν μια ενιαία γραμμή και οι ετερόκλητες επιλογές ενισχύουν μια κιτς αισθητική.
Η άτολμη, ανιαρή και αμήχανη ροή της δράσης δεν προκαλεί αβίαστα το γέλιο στην πλατεία. Κάποιες ερμηνείες επιχειρούν να καλύψουν αδυναμίες της απόδοσης με θεατρικά τερτίπια και καμώματα όπως απομίμηση κωμικών φωνών, υψηλοί τόνοι, μούτες και τραβήγματα που αποσπούν προσωρινά την προσοχή του κοινού με τη χάρη του σκέρτσου. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την προβληματική εκφορά των στίχων των τραγουδιών (που ακούγονται ηχογραφημένα), τις άστοχες προσθήκες και το αμήχανο φινάλε δε διευκολύνουν τον θεατή να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πλοκής οδηγώντας από νωρίς στην πλήξη.
Ίσως είναι κοινότυπο να επισημανθεί ότι στις σύγχρονες παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών η διασκευή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος και να επικοινωνήσει με το σημερινό θεατή. Οι μεταφράσεις παλιώνουν και απαιτούν αναθεωρήσεις ενώ η σκηνοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στο εκάστοτε «εδώ και τώρα». Ο μεταφραστής και ο σκηνοθέτης οφείλουν ν’ αναζητήσουν αναλογίες σε όλα τα επίπεδα (λέξη, ήχος, όψη, κίνηση, μέλος) με τρόπο ώστε να μην αλλοιωθεί ο στόχος της κριτικής του ποιητή, το ήθος, η διάνοια, το χιούμορ και το αισθητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες, οι συμπεριφορές και τα κίνητρα προβάλλονται και σατιρίζονται. Και αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί δεξιοτεχνία αν δεν θέλει κανείς να διαγράψει το συγγραφέα ή να καταφύγει στην παραποίηση και την αυθαιρεσία προβάλλοντας με δόλο ένα δικό του έργο.
Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, η παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου κατέθεσε και υποστήριξε με εντιμότητα τη δική της οπτική.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Πλούτος» του Αριστοφάνη
Από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου
Μετάφραση: Κωστής Κολώτας
Σκηνοθεσία: Νίκος Χαραλάμπους
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Στίχοι: Κωστής Κολώτας
Χορογραφία: Ισίδωρος Σιδέρης
Μουσική Διδασκαλία: Εύη Αυξεντίου
Μάσκες : Αντώνης Κατσαρής
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Κουκουμάς
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νεοκλής Νεοκλέους, Ντίνος Λύρας, Αννίτα Σαντοριναίου, Γιώργος Μουαΐμης, Στέλα Φυρογένη, Έλενα Παπαδοπούλου, Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, Ανδρέας Τσουρής, Νιόβη Χαραλάμπους, Χάρης Κκολός, Σταύρος Λούρας, Ανδρέας Βασιλείου
Χορός : Χριστόφορος Χριστοφόρου, Σώτος Σταυράκης, Θανάσης Δρακόπουλος, Μιχάλης Κορομίας, Μήδεια Χάννα, Λέα Μαλένη, Έλενα Δημητρίου, Ηλέκτρα Φωτιάδου, Ερμίνα Κυριαζή, Χριστιάνα Λάρκου, Κατερίνα Λούρα

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Απλή και καθαρή ανάγνωση


Σε εντελώς διαφορετικό ύφος κινείται η παράσταση «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου που ανεβάζει αυτό το καλοκαίρι το ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ. Ρούμελης. Μια απλή και καθαρή ανάγνωση του έργου χωρίς περιττά σκηνοθετικά ευρήματα και άστοχους νεωτερισμούς. Ο θεατής παρακολουθεί τη συνοχή του δραματικού μύθου και κατανοεί πλήρως τα επεισόδια στην αλληλουχία τους καθώς η προτεραιότητα δίνεται στην πιστή εκφορά του κειμένου.
Το λειτουργικό σκηνικό της Λαλούλας Χρυσικοπούλου εξυπηρετεί τις ανάγκες της λιτής σκηνοθεσίας που περιορίζεται στο στήσιμο των εισόδων και των εξόδων των ηθοποιών. Πνοή στη στατικότητα δίνουν οι χορογραφίες που επιμελήθηκε με την αυτοσχεδιαστική της δεινότητα η ταλαντούχα Έρση Πήττα.
Η στεντόρεια φωνή του έμπειρου ηθοποιού Χρίστου Καλαβρούζου τον βοηθάει να ενσαρκώνει τον Προμηθέα με στόμφο και μεγαλοπρέπεια. Ο Βασίλης Κολοβός (Ήφαιστος) και ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου (Κράτος, Ωκεανός) ερμηνεύουν με σθένος τις μυθικές μορφές. Ο Θωμάς Βούλγαρης (Βία, Έρμης) πλάθει με άνεση δυο διαφορετικά πρόσωπα ενώ η Γιούλη Τάσιου (Ιώ) δίνει τον καλύτερό της εαυτό σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο.
Στο πλούσιο σε υλικό πρόγραμμα θα βρει κανείς ολόκληρη τη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, θεωρητικά κείμενα για το έργο από διάσημους μελετητές καθώς και ένα CD με τη μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη.
Στο σύνολό της, μια φροντισμένη παραγωγή! Σίγουρα έχει το άρωμα του παλιού αλλά αποτελεί ιδανική πρόταση για τον θεατή που κάνει μια πρώτη επαφή με την αρχαία ελληνική τραγωδία.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου
Από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Ρούμελης
Μετάφραση : Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία : Χρίστος Καλαβρούζος
Σκηνικά : Λαλούλα Χρυσικοπούλου
Κοστούμια : Ελένη Δουνδουλάκη
Μουσική : Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Μουσική διδασκαλία : Ολυμπία Κυριακάκη-Λούκισσα
Χορογραφίες : Έρση Πήττα
Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης οι ηθοποιοί : Χρίστος Καλαβρούζος, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Βασίλης Κολοβός, Θωμάς Βούλγαρης και Γιούλη Τάσιου
Χορός Ωκεανίδων : Τίνα Αλεξοπούλου, Εύα Βάρσου, Μάρα Βλαχάκη, Μαρία Γίτσα, Ευγενία Δημητροπούλου, Βάσω Καρπούζα, Σιμόνη Κολέντζου, Εύη Μητσοπούλου, Έλενα Μόμτσου, Δήμητρα Φράντζιου και Εύη Φώτου

18/7 Λάρισα, 22/7 Τρίκαλα, 26/7 Θέατρο Φρυνίχου Δελφών, 27/7 Κάτω Καλαβρούζα Χάλκειας, 29/7 Βόλος, 31/7 Ιωάννινα κ.τ.λ.

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Ενδιαφέρουσα σκηνοθετική οπτική


Για τρίτη φορά ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης αναμετριέται με τους «Πέρσες» του Αισχύλου δοκιμάζοντας νέες φόρμες και εξετάζοντας ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη όψη της τραγωδίας. Αυτή η επανεξέταση τον οδήγησε σε μια σύνθετη πολιτική (ή καλύτερα πολιτισμική) ανάγνωση που κατακεραυνώνει με σαρκασμό την αλαζονεία και την απληστία της εξουσίας.
Τα πρώτα σημεία που παρατηρεί κανείς στην προσέγγιση του κυρίου Τσακίρη είναι ο τρόπος διαμόρφωσης του σκηνικού χώρου, η χρήση των αντικειμένων, η μετακίνησή τους μέσα στο πεδίο δράσης αλλά και η συμβολή των ήχων. Το κόκκινο χρώμα στις πολλαπλές αποχρώσεις του κατακλύζει το σκηνικό διάκοσμο και τα κοστούμια, λειτουργώντας συνδηλωτικά. Το δάπεδο είναι καλυμμένο από ένα πελώριο κόκκινο χαλί πάνω στο οποίο είναι διασκορπισμένες πολυτελείς καρέκλες, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως κατά τη διάρκεια του έργου. Στην άκρη της σκηνής πεσμένος ένας μεγάλος πολυέλαιος. Όταν οι θεατές εισέρχονται στο θέατρο, όλα τα αντικείμενα επάνω στη σκηνή είναι καλυμμένα από λευκά πανιά, εικόνα που παραπέμπει ευθέως σε ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό σπίτι. Η σκηνική αυτή σύλληψη «φωτογραφίζει» μια ξεπεσμένη αυτοκρατορία ενώ το εκκωφαντικό θρυμμάτισμα γυαλιών που ακούγεται κατά την έναρξη της παράστασης «στιγματίζει» τον απόηχο μιας ολέθριας καταστροφής. Οι στοίβες των σκορπισμένων βιβλίων, τα αφημένα παπούτσια, οι διαρκώς μετακινούμενες καρέκλες, το συμβολικό μακιγιάζ και η κινησιογραμμική των σωμάτων σκιαγραφούν ζωηρόχρωμες εικόνες που παράγουν πολλαπλά σημαινόμενα. Από τα χέρια του χορού γλιστρούν και πέφτουν στο έδαφος με κρότο τόμοι βιβλίων που στη συνέχεια ανακάμπτουν με σπασμωδικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Πλάνα παγωμένα σαν επιθανάτια ταμπλώ. «Ιερατική» ακινησία στις σκηνές πένθους. Αντίθετα, στο επεισόδιο της αναμονής εμφάνισης του ειδώλου του Δαρείου, οι μουσικοί ανατολίτικοι ήχοι και η υποδειγματική χορογραφία της Αποστολίας Παπαδαμάκη με τη σταδιακή κορύφωση της κίνησης και το ξεγύμνωμα να οδηγούν σε μέθεξη, δίνουν έμφαση στο υπαρξιακό μυστήριο της θρησκευτικότητας και στη μεταφυσική αγωνία των ηρώων.
Με τη γνώριμη υποκριτική της υφολογία και τον επιδέξιο χειρισμό των εκφραστικών της μέσων, η Εύα Κοταμανίδου ενσαρκώνει τη βασίλισσα Άτοσσα. Ως είδωλο του Δαρείου, ο Σοφοκλής Πέππας υπογραμμίζει την πολιτική σύνεση του ήρωα και την ώριμη πλέον σκέψη του, ενώ στην καταληκτική καίρια φράση : «γιατί τα πλούτη τους νεκρούς διόλου δεν ωφελούν», βγάζει από τις τσέπες και αφήνει να πετάξουν δύο περιστέρια.
Στο σύνολό της, μια προσεγμένη παραγωγή με άποψη, σαφείς και συγκροτημένες θέσεις παρά τις ελάχιστες αλλά έκδηλες στιγμές αμηχανίας και το ανομοιογενές υποκριτικό ύφος των νέων ηθοποιών.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Αισχύλου «Πέρσες»
Από το ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ. Λάρισας - «Θεσσαλικό Θέατρο»
Μετάφραση : Κώστας Λάνταβος
Σκηνοθεσία : Σταύρος Τσακίρης
Σκηνικά-Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική : Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία : Αποστολία Παπαδαμάκη
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Video : Μάνος Χασάπης
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Φανή Γέμτου, Νίκος Γιαλελής, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Μάνος Ζαχαράκος, Εύα Κοταμανίδου, Ελισάβετ Μουτάφη, Αλέξανδρος Μπαλαμώτης, Βάϊα Ουγιάρου, Τατιάνα Παπαμόσχου, Σοφοκλής Πέππας, Γιάννης Τσορτέκης και Αλμπέρτο Φάϊς

Πέμπτη 17/7 Θέατρο Φρύνιχος Δελφών, Δευτέρα 21/7 – Τρίτη 22/7 Θέατρο Κήπου-Θεσσαλονίκη κ.τ.λ.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Σκηνοθετική φλυαρία και ναρκισσισμός


Ήδη μ’ ανησυχούσε αυτό το φοβερό δωμάτιο
με τις ξύλινες πόρτες και τα σιδερένια πατώματα!
Που οργίαζε απ’ τις φωνές που έπεφταν
σαν άγρια πουλιά από τους τοίχους
και λάβωναν τα χρώματα του ήλιου
Ήσουν εσύ στην πραγματικότητα
που μεγάλωνες ανενόχλητα τα χέρια σου
στα σκηνικά
με αλλεπάλληλες κραυγές συνείδησης

Παίξε! Ω παίξε ιεροκρυφίως τη συνείδηση
κραδαίνοντας πραγματικά απώλεια

(από ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Το Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας παρουσιάζει αυτό το καλοκαίρι μια θεατρική άσκηση πάνω στον «Ριχάρδο Γ» του William Shakespeare. Πρόκειται μάλλον για μια ερευνητική δουλειά που στηρίχθηκε πάνω στην πρόταση-θέαμα του Ιταλού ηθοποιού, σκηνοθέτη και συγγραφέα Carmelo Bene, ιδιάζουσα περίπτωση ανατρεπτικού καλλιτέχνη.
Το 1977, ο Bene εμφάνισε ένα Ριχάρδο-ηθοποιό σε μια εγκαταλελειμμένη θεατρική σκηνή, για να μιλήσει για την πολιτική διαφθορά και την ανομοίωση. Το 2004 στο Παρίσι ο Georges Levaudant, χρησιμοποιώντας την ιδέα του Bene παρουσίασε τη δική του διασκευή. Το 2008 ο Γιώργος Κιμούλης σε μια δια-παραστασιακή μελέτη ενσωματώνει τη δική του αντίληψη και προτείνει μια διαφορετική άποψη. Ένα χαοτικό παζλ του διαστρεβλωμένου μυαλού του αφηγητή/ηθοποιού/Ριχάρδου.

Λίγα λόγια για το σαιξπηρικό μύθο
Η τραγωδία του William Shakespeare (1564-1616) «Ριχάρδος Γ» («King Richard III») παίχτηκε το 1593. Πρόκειται για το διαβολικό έπος της ανθρώπινης φιλοδοξίας και συνάμα της ατσαλένιας θέλησης που, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο πετυχαίνει τον ανόσιο σκοπό της, να κυριαρχήσει έστω και πρόσκαιρα επί πτωμάτων. Ο μακιαβελικός αυτός χαρακτήρας αποτελεί επίσης την ψυχολογική σπουδή ενός συμπλέγματος. Ο στερημένος από κάθε σωματικό θέλγητρο και περιφρονημένος άρχοντας συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις για ν’ αποδείξει την υπεροχή του. Ο Ριχάρδος, ορμητικός, αδίσταχτος και ασυνείδητος, παρουσιάζεται και σαν από τη φύση σημειωμένος τερατικά, άσκημος, κουτσός, καμπούρης, δόλιος και άπιστος, αποφασισμένος φονιάς.
Όπως παρατηρεί ο μελετητής Charles Boyce παρόλο που το κύριο θέμα του έργου είναι η άνοδος της δυναστείας των Τυδώρ (Tudor) στο θρόνο της Αγγλίας, την παράσταση κλέβει αναμφίβολα ο κεντρικός ήρωας. Ο σαιξπηρικός Ριχάρδος, μέσα από την εγκληματική του φύση, γίνεται η ενσάρκωση του κακού στα ανθρώπινα του μέτρα. Η έντονη προσωπικότητα του βασιλιά και η πορεία του μέσα στο έργο με την άνοδο και την πτώση του, καθιστούν το κείμενο αυτοτελές παρά το ότι αποτελεί, στην ουσία, το τέταρτο μέρος μιας τετραλογίας, η οποία περιλαμβάνει ακόμη τα τρία μέρη του «Ερρίκου Στ».
Η πλοκή είναι στρωτή και στην εναλλαγή των επεισοδίων παρακολουθούμε τους τρόπους που μεταχειρίζεται ο ήρωας για να βγάλει από τη μέση όσους τον εμποδίζουν να φτάσει στο σκοπό του, στο ανώτατο αξίωμα. Στο λόγο εμπλέκονται στοιχεία μυθικά ή μελοδραματικά, όπως προφητείες, κατάρες και φαντάσματα ενώ οι ειδωλολατρικές προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες καθώς και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις σε άλλα σημεία προβάλλονται, σε άλλα εμπαίζονται.

Η παράσταση
Θολό και συγκεχυμένων προθέσεων το αποτέλεσμα. Χωρίς αμφιβολία ο Γιώργος Κιμούλης είχε προβεί σε μια έρευνα. Φάνηκε εξ αρχής καθώς πρόβαλε στην υπερκείμενη οθόνη τον εισαγωγικό μονόλογο του Ριχάρδου από διαφορετικούς ηθοποιούς και εν συνεχεία διαβάζοντας τον ίδιο μονόλογο από τρεις μεταφράσεις στα ελληνικά.
Ως σκηνοθέτης, ωστόσο, αναζήτησε ευρήματα προκειμένου να κολάσει τον τρόμο του κενού που τον κατέκλυζε. Έτσι, το ένα εύρημα ερχόταν να ανατρέψει το άλλο με ένα άστοχο συνειρμό. Αποκορύφωμα η σκηνή της βασίλισσας Μαργαρίτας που συνέθετε στο δάπεδο και έπειτα διέλυε ένα σκελετό από χονδροκομμένα πλαστικά οστά. Οι φωτεινές διαφάνειες, τα μικροφίλμ, οι ηλεκτρονικές υπομνήσεις – ένας υπολογιστής κανόνιζε παράκαιρα τη δράση – το κολλάζ από εφημερίδες στο φόντο της σκηνής αλλά και τα ψεύτικα χρωματιστά καρό από κρύσταλλο συνέθεταν ένα ετερόκλητο σκηνικό περιβάλλον, το οποίο ουσιαστικά δεν παρέπεμπε πουθενά ενώ η σχέση του με τη δράση ήταν αυθαίρετη και δυσδιάκριτη.
Το κατ’ εξοχήν άστοχο στοιχείο στη σημειολογία του Γιώργου Κιμούλη ήταν η πρόσμιξη του ευαγγελικού λόγου και των θρησκευτικών σημαινομένων, τα οποία παρέπεμπαν κυνικά σε φθηνό θέατρο και υπονόμευαν τη συνοχή του δραματικού μύθου με αποτέλεσμα ο θεατής να δυσκολεύεται να κατανοήσει τα επεισόδια στην αλληλουχία τους.
Ο κύριος Κιμούλης επέλεξε να δεσπόσει ολοσχερώς στη δράση με μια μικροφωνική εγκατάσταση που ενίσχυε υπερμέτρως το λόγο του Ριχάρδου αφήνοντας εκτεθειμένους και επισκιάζοντας τους άλλους ηθοποιούς, ιδιαιτέρως τους γυναικείους ρόλους.
Παρά τις παραπάνω ενστάσεις, τίποτα δεν εμπόδισε το Γιώργο Κιμούλη ως ηθοποιό να επιδείξει τις αρετές του ενεργοποιώντας τις αξιώσεις του ταλέντου του και αυτό πάντα προς όφελος της ερμηνείας του Ριχάρδου αλλά εις βάρος της ανάπτυξης των υπόλοιπων χαρακτήρων.
Οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση ακολούθησαν με συνέπεια τη σκηνοθετική γραμμή. Το μικρό και καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης περιέχει ενδιαφέρουσα ύλη που αποτελείται από θεωρητικές παρεμβάσεις οι οποίες αναλύουν τις προθέσεις και υποστηρίζουν το σκεπτικό του εγχειρήματος. Σκέψεις για μια φιλοσοφία του θεάτρου με αφορμή τις θέσεις του Gilles Deleuze και την παράσταση «Ριχάρδος Γ» του Carmelo Bene.
Και μια γενική υπενθύμιση. Η κριτική θεάτρου δε διεκδικεί το αλάθητο και δεν υποστηρίζει απόλυτες θέσεις. Είναι η αφορμή για την έναρξη γόνιμου διαλόγου γύρω από το κρινόμενο καλλιτέχνημα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ριχάρδος Γ» του William Shakespeare
Από το Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας
Διασκευή-Σκηνοθεσία-Διαμόρφωση σκηνικού χώρου : Γιώργος Κιμούλης
Κοστούμια : Έφφη Αλεξάνδρου
Φωτισμοί : Παναγιώτης Μανούσης
Κινησιολογική επιμέλεια : Πέρσα Σταματοπούλου
Video : Κώστας Κιμούλης
Φωτογραφίες : Γιάννης Κανελλόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη : Νικόλας Μαραγκόπουλος και Άννα Βασιλείου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Γιώργος Κιμούλης, Ρεγγίνα Παντελίδη, Μαρία Χατζηιωαννίδου, Αντιγόνη Δρακουλάκη, Κατερίνα Δασκαλάκη, Μιχάλης Σακκούλης, Νίκος Μιχάκος, Έφφη Αλεξάνδρου, Εμμανουήλ Δαμασκηνός, Γιάννης Μυλωνάς και Δημήτρης Αλιμπέρτης

9/7 Άρτα, 10/7 Κέρκυρα, 11/7 Γιάννενα, 14/7 Ιεράπετρα, 15/7 Σητεία,
16/7 Αγ. Νικόλαος, 17/7 Χανιά, 19/7 Ρέθυμνο, 20/7 Ηράκλειο

Τρίτη 1 Ιουλίου 2008

Με ποιο δικαίωμα;


«Το ξέπλυνα με το ίδιο μου το αίμα! Δεν αρκεί αυτό; Πυροβόλησα κάποιον και μετά πυροβόλησα τον εαυτό μου. Ο γιατρός δεν με άφησε να πεθάνω! Εγώ αρνήθηκα τις φροντίδες του : τρεις φορές τράβηξα τους επιδέσμους! Και τώρα να ’μαι, πάλι ζωντανός, χάρη σ’ αυτόν! Δικό του δημιούργημα πια! Και πρέπει να μείνω μετέωρος σε μια ζωή που δεν υπάρχει πια για μένα!»

(απόσπασμα από το έργο)

Το μονόπρακτο «Το καθήκον του γιατρού» («Il dovere del medico»), που γράφτηκε το 1913 από το νομπελίστα Luigi Pirandello (1867-1936) αποτελεί ένα πλήρες θεατρικό έργο με τα νοήματά του πιο συμπυκνωμένα, τους διαλόγους πιο καίριους και την πλοκή να εξελίσσεται σε γρήγορους ρυθμούς. Με τη γνωστή του οξυδέρκεια, ο Ιταλός δραματουργός αναπλάθει, σε πολλά μονόπρακτα του, καθημερινές καταστάσεις που έχουν αποβάλει το ρεαλιστικό τους χαρακτήρα και έχουν αναχθεί σε φιλοσοφικό καταστάλαγμα ζωής. Όπως και σε όλα του τα έργα, εστιάζει στη ματαιότητα των ανθρώπινων επιδιώξεων, φέρνοντας στη σκηνή πνευματικές και ψυχολογικές ανησυχίες μιας εποχής σήψης και κατακερματισμού.
Η θεατρική ομάδα «Κινούμενη Άμμος» δεν ακολούθησε μια ρεαλιστική φόρμα που θα υπογράμμιζε τις λεπτές αποχρώσεις και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων. Η σκηνοθεσία του Δάνη Απτόσογλου στόχευε στην ανάδειξη των βαθύτερων δομών του έργου όχι μόνο θέτοντας ερωτήματα γύρω από το δίπολο επιστήμη και ηθική αλλά και προβάλλοντας ηχηρά το θεμελιώδες δικαίωμα της ύπαρξης να δρα αυτοβούλως. Τα χαρακτηριστικά των ρολών εξαφανίστηκαν κάτω από τα ομοιόμορφα μαύρα ενδύματα και τις απρόσωπες λευκές μάσκες. Το κάθε θεατρικό πρόσωπο εκφωνούσε αποστασιοποιημένα το ποσό λόγου που του αναλογεί σα μια ασαφούς προέλευσης φωνή.
Ο τίτλος του μονόπρακτου του Pirandello «Το καθήκον του Γιατρού» θα μπορούσε να παραφραστεί το καθήκον των «πρέπει». Αυτά τα πρέπει καταδυναστεύουν και απομακρύνουν τον Άνθρωπο από τον υπαρξιακό του πυρήνα. Η χρήση της Μάσκας και η επαφή από τους ηθοποιούς σηματοδοτεί την αποσύνθεση της προσωπικότητας των ίδιων ηθοποιών.
Στην έναρξη, η επανάληψη της φράσης «Με ποιο δικαίωμα;» γίνεται το εργαλείο πολλαπλής έκφρασης. Της οχλαγωγίας, του φόβου από τον μαγνητισμό της Νεκρικής Μάσκας, της απόγνωσης από την καταδυνάστευση του Άψυχου Προσωπείου. Στο τέλος του μονόπρακτου, η έκφραση «Με ποιο δικαίωμα;» σταδιακά περιορίζεται στην λέξη «Δικαίωμα». Η μετάβαση ολοκληρώνεται καθώς οι ηθοποιοί βγάζουν τις μάσκες και διακηρύσσουν στο ακροατήριο με ποιο δικαίωμα. Μια κατάσταση στη προσωπική τους ζωή λαμβάνει χώρα κατά τρόπο παρεμβατικό. Η τελευταία λέξη που ακούγεται είναι «Δικαίωμα». Δικαίωμα να υπάρχουν ως είναι.
Το αδύναμο σημείο της παράστασης επικεντρώνεται στην απειρία των ερμηνευτών. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, στην πρώτη τους σκηνική εμφάνιση, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλλαν, δεν κατόρθωσαν να υπερασπιστούν το κείμενο, το οποίο απαιτούσε δυναμική και εκφραστικές εναλλαγές.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το καθήκον του γιατρού» του Luigi Pirandello
Από τη θεατρική ομάδα «Κινούμενη Άμμος»
Σκηνοθεσία : Δάνης Απτόσογλου
Σκηνικά-Κοστούμια : Άντα Θεωδοράκη
Μάσκες : Κωνσταντίνα Κουβεντάρα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Σοφία Κομνηνού, Βάσω Μουργκάση, Λίλα Παπαδοπούλου, Νεκταρία Παπά, Αντιγόνη Μπασακάρου και Σάντρα Αρμάγκο.

ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ
Ναυπλίου 12, Κολωνός, Γέφυρα Λένορμαν, τηλ. 210 51 38 067