Το
αυτοβιογραφικό ψυχογράφημα, «Το αμάρτημα
της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) συγκαταλέγεται στα κείμενα-σημεία αναφοράς γύρω από
τα μεγάλα ερωτήματα της σχέσης αρσενικού και θηλυκού, λογικής και τρέλας,
πραγματικότητας και πλάνης, ταυτότητας και ετερότητας, που στροβιλίζονται στην αδήριτη τελεολογία της ζωής και του
θανάτου.
Γραμμένο στην καθαρεύουσα, σε πρώτο ενικό πρόσωπο, με μια μορφή διαλογικότητας
που αποπνέει εντάσεις, ρίχνει φως στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και στο δαιδαλώδη
συναισθηματικό κόσμο της μητρότητας.
Στην παράσταση του Δήμου Αβδελιώδη κυριαρχεί η μουσικότητα του λόγου, αφήνοντας τον
θεατή να φανταστεί την όψη και να πλάσει τις δικές του εικόνες. Η σκηνή άδεια,
μόνο ο φωτισμός «γεμίζει» τον χώρο προβάλλοντας τις σκιές των δύο ηθοποιών
στους τοίχους. Ο σκηνοθέτης διαβάζει το κείμενο σαν παρτιτούρα, η παραμικρή
ανάσα και παύση είναι μελετημένη στη λεπτομέρεια. Η διδασκαλία του θέλει τις
ερμηνείες να κρατούν αποστάσεις από συναισθηματική εμπλοκή, να παραμένουν στο
επίπεδο της αφήγησης και να μην οδηγούνται στην απόλυτη ενσάρκωση των προσώπων.
Σχεδόν ακίνητος, ευθυτενής, ο Κωνσταντίνος
Γιαννακόπουλος κατορθώνει ν’ αποφύγει τη μονοτονία στην οποία συχνά
παρασέρνει η απαγγελία και επιτυγχάνει να αποδώσει με εκφραστικές εναλλαγές και
μεταπτώσεις το χειμαρρώδη λόγο του Βιζυηνού. Με αντίστοιχο μέτρο και ισορροπία,
ευθυγραμμίζεται στη σκηνοθετική γραμμή και η Ρένα Κυπριώτη κινούμενη συγκρατημένα. Προβάλλοντας την κίνηση και
την ακινησία σαν όψεις του ίδιου νομίσματος, οι δύο ηθοποιοί βρίσκουν την
ολοκλήρωση του παιχνιδιού με τη λέξη, την οποία καθοδηγούν με μαεστρία στο
άδυτο της συνευρέσεώς της με την κίνηση, με τη σιωπή, με τον μορφασμό και, κατά
μείζονα λόγο, με τον τραγικό λαβύρινθο που ανοίγεται στη σχέση του σημαίνοντος
με το σημαινόμενο.