Αυτή τη φορά ο Στρατής Πασχάλης (στηριζόμενος στη
μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου) δραματοποιεί
μια νουβέλα του Αυστριακού συγγραφέα Χέρμαν
Μπροχ από τη συλλογή «Οι Αθώοι»
(1950), με τίτλο «Η Τσερλίνε και το
σπίτι των κυνηγών». Ο Στρατής
Πασχάλης παραδίδει ένα κείμενο, που στην φθίνουσα ροή του συνιστά ένα
πληρέστατο έργο – παράσταση. Η Τσερλίνε είναι μια αδίσταχτη υπηρέτρια που
αντιστρέφει τους όρους στη συνύπαρξη, καθιστώντας υποχείριά της τους άλλους,
παίζει με την ασυδοσία των αφεντάδων καθ’ ον χρόνο η ίδια αποβαίνει εντελής –
θρασύς ρυθμιστής των κινήσεών τους. Πρόκειται για μεταμφιεσμένο ταξικό μίσος,
υπαρξιακό μίσος που προάγεται σε αναισχυντία. Ο Χέρμαν Μπροχ προφητεύει, μέσα από τα πρόσωπά του, την επερχόμενη
αυτεξουσία του φασισμού, όπως λίγα χρόνια νωρίτερα ο ομότεχνός του Ρόμπερτ
Μούζιλ (1880 – 1942) στο έργο του «Ο Νεαρός Τέρλες» (1906) προπέμπει στα
πρόσωπα των νεαρών που καταχρώνται την αθωότητα του κεντρικού ήρωα, τον άγριο
φασισμό. Δεν θα αποφύγω να πω ότι ελάχιστα από τη συμπεριφορά της Τσερλίνε
στους «οικείους» απέχει ή έστω διαφέρει το «μπούλινγκ». Η Τσερλίνε έχει όμως
ένα αντίβαρο: τον εκφυλισμό της αριστοκρατικής οικογένειας που «υπηρετεί», τη
διαφθορά που είναι κυρίως ερωτική και μάλιστα ακόλαστη. Αρκεί λοιπόν αυτό για
να υποτάξει τους αφέντες της και να διεκδικήσει το χρήμα τους.
Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη ευδοκιμεί κατ’ αρχάς με την Μπέττυ Αρβανίτη στο ρόλο της Τσερλίνε. Η κυρία Αρβανίτη κινείται
ευέλικτα από τη συμβατική αφήγηση, όπως το επιβάλλει το μυθιστόρημα, στην
έκρηξη προδοσίας και επιβολής της βούλησής της στους άλλους. Ως Βαρόνη η Μαρία Κατσιαδάκη χειρίζεται επιδέξια τις
συναισθηματικές αποχρώσεις της ηρωίδας. Την ακολουθούν η Σύρμω Κεκέ ως Χίλντεγκαρντ και η Εύα Σιμάτου που υποδύεται τη Μελίττα υπογραμμίζοντας διακριτικά την
αγνότητά της στον προθάλαμο της εκμετάλλευσης και παροχής αναίτιας ηδονής στον
μοναδικό άντρα του σπιτιού. Ο Αντρέας του Κώστα
Βασαρδάνη «χτίζεται» μονοδιάστατα με εξωτερικά κυρίως εκφραστικά μέσα,
επιλογή που δημιουργεί σύγχυση όταν ο ηθοποιός καλείται να παίξει εναλλακτικά
στον ίδιο μονόλογο δύο ρόλους, του εξωσκηνικού ομιλητή και του δικού του.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, που υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία,
δημιουργεί μια παράσταση όπου προέχει η κατάπτωση της αριστοκρατίας. Το
υπογραμμίζει άλλωστε το αραχνιασμένο σπίτι, έργο της σκηνογράφου Ελένης Μανωλοπούλου, όπου οι ήρωες
ενδίδουν ή και διστάζουν εμπρός στις βουλές της Τσερλίνε για να εκλείψουν
οριστικά κάτω από το αυταρχικό πέλμα της. Την ατμόσφαιρα που επιδιώκει να
διαμορφώσει η σκηνοθεσία ενισχύουν οι καίριοι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και οι μουσικές επιλογές του Άγγελου Τριανταφύλλου.