Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

«Μά.θυμα» του Ευγένιου Ιονέσκο στο Θέατρο «Olvio»

       Απορρίπτοντας τόσο το ρεαλιστικό όσο και το ψυχολογικό θέατρο, τα έργα του ρουμανικής καταγωγής αλλά γαλλικής έκφρασης Ευγένιου Ιονέσκο (1912 – 1994), υπογραμμίζουν την αδυναμία της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας, την καταδυνάστευση από τα υλικά αντικείμενα και την ανικανότητα του ανθρώπου να ελέγξει το πεπρωμένο του. Στο «Μάθημα» (1951) υπάρχει κάτι περισσότερο από τη δήλωση περί του «αδύνατου» της επικοινωνίας. Η γλώσσα δείχνεται και σαν όργανο εξουσίας. Καθώς εξελίσσεται το έργο, η Μαθήτρια που στην αρχή φαινόταν πρόθυμη, ανυπόμονη, ζωηρή κι άγρυπνη, χάνει σιγά-σιγά τη ζωντάνια της, ενώ ο Καθηγητής που ήταν δειλός και νευρικός, αποκτάει σταδιακά πεποίθηση και κυριαρχεί. Η βία και η καταπίεση, η επιθετικότητα και η μανία κατοχής, η σκληρότητα και η λαγνεία που συνθέτουν τη φύση κάθε εξουσίας, βρίσκονται ακόμα και πίσω από μια τόσο φανερά άκακη εξάσκηση κυριαρχίας κι επιβολής, όπως είναι η σχέση του καθηγητή με τη μαθήτρια.
       Η σκηνοθεσία της Δανάης Ρούσσου, που αναδεικνύει τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, δίνει έμφαση στο πολιτικό στοιχείο του έργου τονίζοντας τη σχέση εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου, σχέση θύτη – θύματος. Το λογοπαίγνιο του τίτλου «Μά.θυμα» αντί για «Μάθημα» υπογραμμίζει τη σχέση της υποταγής του Μαθητή απέναντι στην εξουσία του Καθηγητή. Το σκηνικό του Ηλία Λόη, ένα πελώριο φόρεμα που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών και εν συνεχεία καταλαμβάνει τη σκηνή σχηματίζοντας ένα είδος φυλακής, υποδηλώνει τον εγκλεισμό και τη νοσηρή ατμόσφαιρα του φόνου που επίκειται. Προσεγμένα τα κοστούμια της Ιόλης Μιχαλοπούλου ευθυγραμμίζονται με την αισθητική του εγχειρήματος. Η υποβλητική μουσική του Παναγιώτη Καλημέρη αλλά κυρίως οι καίριοι φωτισμοί του Δήμου Αβδελιώδη δημιουργούν το σασπένς στον θεατή. Το κωμικό στοιχείο παρεισφρέει στο δραματικό, αλλά οι ερμηνείες του Νίκου Παντελίδη (Καθηγητής) και της Δανάης Ρούσσου (Μαθήτρια), κρατούν τις απαραίτητες αποστάσεις, απομακρύνονται δηλαδή από συναισθηματισμούς που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την αισθητική του Θεάτρου του Παραλόγου. Ο Καθηγητής του Νίκου Παντελίδη παρουσιάζεται ως αυτοπαθής μαριονέτα που η ίδια κινεί τα νήματα της ψυχολογικής συμπεριφοράς της απέναντι στη Μαθήτρια – θύμα. Το ζεύγος λειτουργεί ως ενιαία εκφορά διττού σώματος, φορέως διανοημάτων που αλληλοεξοστρακίζονται. Με επιδέξιο τρόπο, η Δανάη Ρούσσου εκφωνεί στο μικρόφωνο τα λόγια της Υπηρέτριας, που είναι απούσα από τη σκηνή, και ανάγεται έτσι σε μια μορφή εισβολέα. Η σκηνοθέτης ενδυναμώνει και προβάλλει, σε αυτή τη φαινομενική φάρσα, μια σαδομαζοχιστική διάσταση που προέρχεται από τα ανομολόγητα βάθη και πάθη της ανθρώπινης ψυχής. Τα εν λόγω άδηλα χαρακτηριστικά βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από την τεκμηριωμένη και συνεπή ως προς τη σύλληψη, σκηνοθετική πρόταση. Μια παράσταση που κατορθώνει να αποδώσει με ξεχωριστό τρόπο ένα γνωστό και πολυπαιγμένο έργο.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

«Ring» της Léonore Confino στο Θέατρο «Ιλίσια – Βολανάκης»

      
       Το θεατρικό έργο «Ring» (2009) της Léonore Confino θέτει κατ’ αρχάς επί τάπητος την θεατρικότητα, ως διαδικασία διαλογικής εκφοράς ανάμεσα στο άρρεν και το θήλυ εκκινώντας από την «συνεννόηση» μεταξύ Αδάμ και Εύας στον Παράδεισο. Ήδη, η διαλεκτική του χώρου και η ποιητική του χρονοτόπου δημιουργούν το περιβάλλον εκείνο που επιδέχεται συζήτηση γύρω από συγκρουσιακής υφής λεκτική συμπεριφορά αλλά και ευθυγραμμιστικές παραμέτρους κατά την ανταλλαγή λόγου. Το υπόβαθρο που προτείνει η Γαλλίδα συγγραφέας μοιάζει με καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνονται και εξυφαίνονται οι σχέσεις ανάμεσα σε Εκείνον και Εκείνην. Με άλλα λόγια, το πρωταρχικό υλικό αίτιο του έργου της Léonore Confino είναι ο μη δηλωμένος χώρος του ρινγκ ή του μποξ εντός του οποίου μορφοποιείται το βασικό μοτίβο της πάλης των φύλων. Εξάλλου, τα δύο όντα, Εκείνος και Εκείνη, άλλοτε λειτουργούν αλληλοσυμπληρούμενα και άλλοτε (τις περισσότερες φορές) ως φορείς μιας ιδιάζουσας φυγόκεντρης δύναμης, που τείνει να απεξαρτητοποιήσει ένα έκαστο των «συμβαλλομένων» στην υπόθεση της συνύπαρξης. 
         Η Léonore Confino, μέσα από διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες, διατηρεί τον κοινό και ενιαία απλωμένο στον χωρόχρονο καμβά, ο οποίος καθοδηγεί την αιώνια πάλη των δύο φύλων. Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα δεν βολεύονται εύκολα στο status quo που έχει εφεύρει η κοινωνικότητα για να εντάξει στους κόλπους της καταστασιακής κοινωνίας τα όντα, είτε συνδέονται μεταξύ τους και δέχονται την διαφορετικότητα, είτε δηλώνουν αμέσως και ευθαρσώς την αντίθεσή τους. Εκείνος και Εκείνη είναι το δίπολο που προσπαθεί εναγωνίως, θα λέγαμε, να αυτοακυρωθεί ως ζεύγος δυνάμεων και να επικυρώσει την ουσιαστικά ανύπαρκτη όσο και ανεδαφική ιδέα της ενσωμάτωσης του ενός πόλου στον έτερο. Η νεαρή συγγραφέας «παρατηρεί» εκ των ένδον τη διαμάχη ανάμεσα σε Εκείνον και Εκείνην που είναι δυνητικά το αντικείμενο μελέτης της.
      Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αναγνώστης/θεατής/ακροατής του συγκεκριμένου έργου παρακολουθεί την έκθεση συσσωρευμένων εμμονών της συγγραφέως στις οποίες αναγνωρίζει πιθανότατα τις δικές του, εντελώς προσωπικές και καλοκρυμμένες ανησυχίες που μετατρέπονται σε νοσηρές προεκτάσεις του βίου και της πολιτείας του «πολιτισμένου» ανθρώπου. Οι ήρωες της Léonore Confino κινούνται στα όρια μιας παθογένειας που έχει τις ρίζες της σε αενάως ανακυκλούμενα υλικά ενός και μοναδικού υλικού αιτίου ικανού να παράξει εντούτοις απειράριθμες μορφές με τεράστια πραξιακή εμβέλεια: ο ένας γίνεται η άλλη. Εκείνος ορίζει έναν χαρακτηριστικό χώρο, όπως άλλωστε κι Εκείνη σε αυτό το ατελείωτο παιχνίδι της μάσκας μέσω ενός ιδιότυπου κάθε φορά τελετουργικού, όπου με μαεστρία η συγγραφέας χειρίζεται το κοινωνικό και το οντικό «Εγώ».
          Η σκηνοθεσία του Θανάση Τσαλταμπάση αναδεικνύει τη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου και εμπλουτίζει με παραλεκτικά ευρήματα το αναπαραστάσιμο υλικό του έργου. Ο κύριος Τσαλταμπάσης κατορθώνει να εικονοποιήσει την ελάχιστη λέξη και να προσδώσει στο συνολικό αποτέλεσμα θεαματικότητα χωρίς όμως να υποβιβάζει την θεατρικότητα. Άλλωστε, το σκηνικό του Kenny Maclellan λειτουργεί υπαινικτικά απέναντι στο εστιακό σημείο της συγγραφέως που είναι το ρινγκ και ό, τι αυτό συνεπάγεται στις σχέσεις των ανθρώπων. Εξάλλου, τα αντικείμενα όπως το ψυγείο, ο καναπές και το στρώμα αποτελούν στην ουσία μορφές εικόνων που διαχειρίζονται χαρακτηριστικές καταστάσεις της θεματικής την οποία διαπραγματεύονται τα πρόσωπα της αναφοράς. Έτσι, τα αντικείμενα αποκτούν υπόσταση υποκειμένου δια του οποίου ορίζεται ο χώρος: η μονωτική ταινία ορίζει, προσδιορίζει και περιορίζει την δράση κατά το δοκούν. Με άλλα λόγια, η έννοια του ρινγκ αποκτά ιδιότητες χρηστικού οργάνου και παραπέμπει δυνητικά σ’ ένα είδος άδηλης κολυμβήθρας του Σιλωάμ. Εν ολίγοις, οι ανθρώπινες σχέσεις καλλιεργούν συγκρουσιακές κατά βάση προεκτάσεις του ζητήματος της συνύπαρξης με τον έτερο χώρο, που είναι ο άλλος: το ζευγάρι, παραδείγματος χάριν, συνάπτεται και υπάρχει ενωμένο ως τη στιγμή που ένα καινούργιο στοιχείο θα παρεμβληθεί για να ανατρέψει την ισορροπία.
        Τη σκηνοθετική ανάγνωση του Θανάση Τσαλταμπάση υποστηρίζουν η μουσική του Κώστα Ξενόπουλου, η χορογραφία της Φρόσως Κορρού και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, οι οποίοι λειτουργούν ιδιότυπα προκειμένου να αναγάγουν την ασάφεια σε σαφήνεια. Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, ως ηθοποιός, στους πολυσχιδείς ρόλους του, στηρίζει εξ ολοκλήρου την παράσταση, κινούμενος πληθωρικά και αβίαστα, κατορθώνοντας έτσι να αναδείξει τις διαστρωματώσεις του «αφηγήματος» της Léonore Confino. Μαζί του, η Μαρίνα Καλογήρου διευθετεί ικανοποιητικά τη γλωσσική και παραγλωσσική έκφανση των προσώπων που υποδύεται.