Η νέα παράσταση της ομάδας «Θεώρηση» που παρουσιάζεται στον εναλλακτικό πολυχώρο «Cabaret Voltaire» φέρει τον τίτλο «Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ». Πρόκειται για μια σκηνική σύνθεση πέντε μονολόγων που έχουν επιλεγεί από το θεατρικό έργο του Γιώργου Μανιώτη «Γκρο πλαν». Στο ογκώδες αυτό έργο περιλαμβάνονται 64 μονόλογοι πολλοί από τους οποίους έχουν ήδη παρουσιαστεί στην ελληνική σκηνή. Συγκεκριμένα το 1998, ο Σταμάτης Κραουνάκης στήνει μια παράσταση σε συνεργασία με το «Δημοτικό Θέατρο Καβάλας» ενώ το 2006 ο ίδιος ο συγγραφέας σκηνοθετεί το «Γκρο πλαν» στο θέατρο «Φούρνος» σε σκηνογραφία Αλέκου Φασιανού.
Στο θεατρικό σύμπαν του Γιώργου Μανιώτη οι καταπιεστικοί οικογενειακοί μηχανισμοί, μορφοποιούμενοι στο πρόσωπο της Ελληνίδας μητέρας – συζύγου, δημιουργούν ευνουχισμένους πολίτες. Ο συγγραφέας, ωστόσο, δημιουργεί αρχικά οικεία, σχεδόν ευτράπελα πρόσωπα, παρασύροντας τον θεατή του σε άδολες ταυτίσεις έως ότου αποδειχθεί το αδιέξοδο της ύπαρξής τους, καταγγέλλοντας τη συλλογική προδοσία που υφίσταται ο σύγχρονος μεταπολεμικός άνθρωπος.
Πρόκειται για ένα υπαρξιακό θέατρο, αφού φέρει επί σκηνής κυρίως μέσα από τα μονολογούντα πρόσωπα, μια βαθιά κρίση αξιών, παραδεδεγμένων ιδεολογιών, κοινωνικών κανόνων και συμπεριφορών που εκφράζεται ως προσωπική αρχικά υπόθεση, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με τη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και κατ’ επέκταση με τον κοινωνικό του περίγυρο. Πίσω από μια φαινομενικά απλή και προσιτή γραφή υποκρύπτεται μια αδιαμφισβήτητη δυναμική που συνδυάζει την κοινωνική κριτική με τον αδυσώπητο σαρκασμό αλλά και τον καυστικό και συνεπώς ανηλεή σπαραγμό.
Η Μαίη Σεβαστοπούλου επέλεξε και συνδύασε κομμάτια με παρεμφερή θεματική για τη δημιουργία ενός σπονδυλωτού θεάματος που κυλάει αβίαστα και σε γοργούς ρυθμούς. Πέντε γυναίκες στα όρια νευρικής κρίσης εκφράζουν θυμούς, παράπονα και ζήλιες στους γιους, στους συζύγους, στις ερωμένες αλλά και στις φιλενάδες τους με τις οποίες φλυαρούν ακατάπαυτα στο τηλέφωνο.
Η σκηνοθετική ανάγνωση της κυρίας Σεβαστοπούλου ανέδειξε αποκλειστικά τους κωμικούς τόνους μιας κυνικής γραφής προβάλλοντας σθεναρά το χιούμορ, την εύθυμη διάσταση και τα ευτράπελα των καταστάσεων. Αυτή τη γραμμή ακολούθησαν και τα κοστούμια της Νίκης Πέρδικα με την υπερβολή και τα έντονα χρώματα που ενισχύουν το κωμικό στοιχείο τρέποντας τα πρόσωπα σε καρικατούρες.
Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στους θεατές που κάθονται στα τραπέζια του μπαρ πίνοντας το ποτό τους. Σκηνή και πλατεία αποτελούν ενιαίο χώρο στον οποίο αναπτύσσεται ένα χαριτωμένο διαδραστικό παιχνίδι. Οι μονόλογοι συνδέονται μεταξύ τους και ο αποσπασματικός χαρακτήρας μετριάζεται. Από το ένα κείμενο στο άλλο μεσολαβούν διασκεδαστικά μουσικοχορευτικά στιγμιότυπα που εξασφαλίζουν άφθονο γέλιο. Στον κάθε μονόλογο παρεμβαίνουν στιγμιαία οι υπόλοιποι ηθοποιοί δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση διαλόγου. Γνώριμη μέθοδος που ζωηρεύει τη δράση ώστε ν’ αποφευχθεί η πλήξη και η μονοτονία. Εύστοχη και η «συνταγή» που ακολουθείται στο φινάλε της παράστασης.
Η πληθωρική Χριστίνα Παπαβασιλείου στο μονόλογο «Η Ξανθιά», με στοιχεία κλοουνερί και μια δόση ταχυλογίας πλάθει μια έξοχη κωμική φιγούρα υστερικής ζηλιάρας που «χαζεύει» κανείς την παρουσία της με κίνδυνο όμως να χάσει σε κάποιες στιγμές τη ροή του κειμένου. Η Μαρβίνα Πιτυχούτη («Στο Μεταίχμιο») αποδίδει με ελεγχόμενη υπερβολή και εκφραστικές χειρονομίες το παραλήρημα μιας μάνας της οποίας ο γιος επιθυμεί να γίνει συγγραφέας εγκαταλείποντας σπουδές και την προοπτική σταθερής εργασίας.
Η Μαρία Δαβίλλα («Η Χαρτοπετσέτα») υποδύεται με σπιρτάδα και μπρίο μια κουτσομπόλα που φλυαρεί ασταμάτητα. Η Νερίνα Ζάρπα («Το παιδί μου γίνεται τέρας») διαχειρίζεται υποδειγματικά το στοιχείο της έκπληξης και αποκαλύπτει σταδιακά την αφέλεια και την άγνοια της μάνας. Η κυρία Ζάρπα ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα εντοπίζει την ισορροπητική «γραμμή» που απαιτεί ο ρόλος. Πολύ καλή ερμηνεία!
Απολαυστική η Ζωή Κατσάτου («Το Σπίτι») στον τελευταίο μονόλογο. Η κυρία Κατσάτου αποτυπώνει ευκρινώς τη μεταστροφή των συναισθημάτων της ηρωίδας με λεπτούς εκφραστικούς μορφασμούς και έμφαση στη λεπτομέρεια.
Στον ίδιο χώρο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη παρουσιάζεται το νέο έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Στου Βούξινου, στου Κίκιζα και στο Μεταξουργείο», ένα χρονικό με μορφή επιθεώρησης, όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας. Η παράσταση αναφέρεται στην ιστορία του παλιού Μεταξουργείου, που από την Ελληνική Επανάσταση έως το 1960 υπήρξε η καρδιά της Αθήνας, και φθάνει μέχρι το σημερινό Μεταξουργείο, το οποίο αποτελεί μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ο κύριος Νεγρεπόντε (Γιώργος Γιανναράκος) καλείται να δώσει μια διάλεξη για την παλιά αυτή περιοχή και ξαφνικά στον ίδιο χώρο ενσκήπτουν νεαρές ηθοποιοί καθώς και μια κυρία με αλτσχάϊμερ (Μαίη Σεβαστοπούλου) διεκδικώντας η καθεμιά αυτό που της ανήκει….
Και από τις δυο παραστάσεις απουσιάζει αισθητά ένα, έστω και ολιγοσέλιδο, πρόγραμμα με πληροφοριακό υλικό για τα κείμενα, τους συγγραφείς και την εποχή τους, φωτογραφίες και βιογραφικά συντελεστών.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ» του Γιώργου Μανιώτη
Από την ομάδα «Θεώρηση»
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια : Μαίη Σεβαστοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια : Νίκη Πέρδικα
Τους μονολόγους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί : Μαρία Δαβίλλα, Νερίνα Ζάρπα, Ζωή Κατσάτου, Χριστίνα Παπαβασιλείου και Μαρβίνα Πιτυχούτη
CABARET VOLTAIRE
Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο, τηλ. 210 52 27 046
Τετάρτη – Πέμπτη 20.30
Στο θεατρικό σύμπαν του Γιώργου Μανιώτη οι καταπιεστικοί οικογενειακοί μηχανισμοί, μορφοποιούμενοι στο πρόσωπο της Ελληνίδας μητέρας – συζύγου, δημιουργούν ευνουχισμένους πολίτες. Ο συγγραφέας, ωστόσο, δημιουργεί αρχικά οικεία, σχεδόν ευτράπελα πρόσωπα, παρασύροντας τον θεατή του σε άδολες ταυτίσεις έως ότου αποδειχθεί το αδιέξοδο της ύπαρξής τους, καταγγέλλοντας τη συλλογική προδοσία που υφίσταται ο σύγχρονος μεταπολεμικός άνθρωπος.
Πρόκειται για ένα υπαρξιακό θέατρο, αφού φέρει επί σκηνής κυρίως μέσα από τα μονολογούντα πρόσωπα, μια βαθιά κρίση αξιών, παραδεδεγμένων ιδεολογιών, κοινωνικών κανόνων και συμπεριφορών που εκφράζεται ως προσωπική αρχικά υπόθεση, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με τη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και κατ’ επέκταση με τον κοινωνικό του περίγυρο. Πίσω από μια φαινομενικά απλή και προσιτή γραφή υποκρύπτεται μια αδιαμφισβήτητη δυναμική που συνδυάζει την κοινωνική κριτική με τον αδυσώπητο σαρκασμό αλλά και τον καυστικό και συνεπώς ανηλεή σπαραγμό.
Η Μαίη Σεβαστοπούλου επέλεξε και συνδύασε κομμάτια με παρεμφερή θεματική για τη δημιουργία ενός σπονδυλωτού θεάματος που κυλάει αβίαστα και σε γοργούς ρυθμούς. Πέντε γυναίκες στα όρια νευρικής κρίσης εκφράζουν θυμούς, παράπονα και ζήλιες στους γιους, στους συζύγους, στις ερωμένες αλλά και στις φιλενάδες τους με τις οποίες φλυαρούν ακατάπαυτα στο τηλέφωνο.
Η σκηνοθετική ανάγνωση της κυρίας Σεβαστοπούλου ανέδειξε αποκλειστικά τους κωμικούς τόνους μιας κυνικής γραφής προβάλλοντας σθεναρά το χιούμορ, την εύθυμη διάσταση και τα ευτράπελα των καταστάσεων. Αυτή τη γραμμή ακολούθησαν και τα κοστούμια της Νίκης Πέρδικα με την υπερβολή και τα έντονα χρώματα που ενισχύουν το κωμικό στοιχείο τρέποντας τα πρόσωπα σε καρικατούρες.
Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στους θεατές που κάθονται στα τραπέζια του μπαρ πίνοντας το ποτό τους. Σκηνή και πλατεία αποτελούν ενιαίο χώρο στον οποίο αναπτύσσεται ένα χαριτωμένο διαδραστικό παιχνίδι. Οι μονόλογοι συνδέονται μεταξύ τους και ο αποσπασματικός χαρακτήρας μετριάζεται. Από το ένα κείμενο στο άλλο μεσολαβούν διασκεδαστικά μουσικοχορευτικά στιγμιότυπα που εξασφαλίζουν άφθονο γέλιο. Στον κάθε μονόλογο παρεμβαίνουν στιγμιαία οι υπόλοιποι ηθοποιοί δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση διαλόγου. Γνώριμη μέθοδος που ζωηρεύει τη δράση ώστε ν’ αποφευχθεί η πλήξη και η μονοτονία. Εύστοχη και η «συνταγή» που ακολουθείται στο φινάλε της παράστασης.
Η πληθωρική Χριστίνα Παπαβασιλείου στο μονόλογο «Η Ξανθιά», με στοιχεία κλοουνερί και μια δόση ταχυλογίας πλάθει μια έξοχη κωμική φιγούρα υστερικής ζηλιάρας που «χαζεύει» κανείς την παρουσία της με κίνδυνο όμως να χάσει σε κάποιες στιγμές τη ροή του κειμένου. Η Μαρβίνα Πιτυχούτη («Στο Μεταίχμιο») αποδίδει με ελεγχόμενη υπερβολή και εκφραστικές χειρονομίες το παραλήρημα μιας μάνας της οποίας ο γιος επιθυμεί να γίνει συγγραφέας εγκαταλείποντας σπουδές και την προοπτική σταθερής εργασίας.
Η Μαρία Δαβίλλα («Η Χαρτοπετσέτα») υποδύεται με σπιρτάδα και μπρίο μια κουτσομπόλα που φλυαρεί ασταμάτητα. Η Νερίνα Ζάρπα («Το παιδί μου γίνεται τέρας») διαχειρίζεται υποδειγματικά το στοιχείο της έκπληξης και αποκαλύπτει σταδιακά την αφέλεια και την άγνοια της μάνας. Η κυρία Ζάρπα ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα εντοπίζει την ισορροπητική «γραμμή» που απαιτεί ο ρόλος. Πολύ καλή ερμηνεία!
Απολαυστική η Ζωή Κατσάτου («Το Σπίτι») στον τελευταίο μονόλογο. Η κυρία Κατσάτου αποτυπώνει ευκρινώς τη μεταστροφή των συναισθημάτων της ηρωίδας με λεπτούς εκφραστικούς μορφασμούς και έμφαση στη λεπτομέρεια.
Στον ίδιο χώρο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη παρουσιάζεται το νέο έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Στου Βούξινου, στου Κίκιζα και στο Μεταξουργείο», ένα χρονικό με μορφή επιθεώρησης, όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας. Η παράσταση αναφέρεται στην ιστορία του παλιού Μεταξουργείου, που από την Ελληνική Επανάσταση έως το 1960 υπήρξε η καρδιά της Αθήνας, και φθάνει μέχρι το σημερινό Μεταξουργείο, το οποίο αποτελεί μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ο κύριος Νεγρεπόντε (Γιώργος Γιανναράκος) καλείται να δώσει μια διάλεξη για την παλιά αυτή περιοχή και ξαφνικά στον ίδιο χώρο ενσκήπτουν νεαρές ηθοποιοί καθώς και μια κυρία με αλτσχάϊμερ (Μαίη Σεβαστοπούλου) διεκδικώντας η καθεμιά αυτό που της ανήκει….
Και από τις δυο παραστάσεις απουσιάζει αισθητά ένα, έστω και ολιγοσέλιδο, πρόγραμμα με πληροφοριακό υλικό για τα κείμενα, τους συγγραφείς και την εποχή τους, φωτογραφίες και βιογραφικά συντελεστών.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ» του Γιώργου Μανιώτη
Από την ομάδα «Θεώρηση»
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια : Μαίη Σεβαστοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια : Νίκη Πέρδικα
Τους μονολόγους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί : Μαρία Δαβίλλα, Νερίνα Ζάρπα, Ζωή Κατσάτου, Χριστίνα Παπαβασιλείου και Μαρβίνα Πιτυχούτη
CABARET VOLTAIRE
Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο, τηλ. 210 52 27 046
Τετάρτη – Πέμπτη 20.30