Σ’ ένα κελί που σε πνίγει, ποια άλλη
δυνατότητα δράσης μπορεί να έχεις παρά να μηδενίσεις το μηδέν. Σ’ αυτό το κελί
ο ήρωας μας, ο δόκτωρ Μπ, θα προβεί στην πιο εξαντλητική νοητική άσκηση. Με
αφορμή μια μέθοδο για το σκάκι, θα επιζητήσει να παίξει όλες τις συνταγές
προτάσεις που περιέχονται σε αυτήν. Με την πείσμονα επανάληψη καταλήγει σε ένα
άθλημα αυθυπέρβασης. Αφού παίζει όλες τις προτάσεις, όπως τις καταθέτει η
μέθοδος, από πλήξη αρχίζει να σχεδιάζει δικούς του τρόπους κινήσεως στη
σκακιέρα, αλλά με αντίπαλο αυτή τη φορά τον εαυτό του, στον οποίο αντεπιτίθεται
άγρια, τον αποσφραγίζει από την πληκτική μόνωση, ενισχύει την αυτοπεποίθηση του
και αυτό το επιτυγχάνει παραδόξως με τον διχασμό, με δύο εαυτούς που ενώ
παρακωλύονται από το ένα και μοναδικό σώμα, ανοίγουν πεδίο σύγκρουσης πέρα από
αυτό. Ο πυρετός της πειθαρχημένης διενέξεως ανάβει και ευθύς συμβαίνει το
ακατανόητο – ιδιοφυές κατά τα άλλα – εύρημα του Στέφαν Τσβάιχ: το κλειστό κελί μετατρέπεται σε κρανίο, σε ένα
οστεώδες πεδίο όπου ο ίδιος ο ήρωας, ο παίκτης, λειτουργεί ως στροβιλιζόμενος
νους, ως μυαλό, που ασφυκτιά στα τοιχώματα του νοητού κρανίου – κελιού. Εδώ θα
παιχτεί ένα ιδιοφυές αλλά και σχιζοφρενικό παιχνίδι: ο διχασμός του εαυτού του
ήρωα σε άσπρο και μαύρο, σε πιόνια που αντιμάχονται ομαδόν τα μεν τα δε. Έτσι
τα θρυμματισμένα από την πενιχρή μερίδα ψωμιού – στην αρχή – πιόνια
ανασυσταίνονται ως μαχητές και αποδύονται στην πιο άγρια διαμάχη, όπου η νίκη
δεν έχει πια ενδιαφέρον, μαύρο ή άσπρο δεν ενδιαφέρει! Ο ήρωας κερδίζει τη φυγή
από την πραγματικότητα και την αντικαθιστά με έναν παράδεισο ευφυούς παιγνίου,
όπου η φαντασία δεν γνώρισε ποτέ τόση νόηση, αλλά ούτε και η νόηση πόνεσε ποτέ
τόσο για να υπηρετήσει τη φαντασία. Τι συμβαίνει όμως όταν ο εαυτός διχάζεται
και αντεπιτίθεται στον εαυτό; Η επιστήμη δυστυχώς θα το ονόμαζε αυτό άνοσο
σύνδρομο, ασθένεια εκ των έσω προς τα έσω, αυτό-σφυροκόπημα, αυτό-λεηλασία που
παραδόξως καταλήγει σε εγγενή διανοητικό πλούτο.
Η «Σκακιστική
νουβέλα» (1941), το κύκνειο άσμα του Αυστριακού αυτόχειρα συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή μέσα από τη διασκευή που υπογράφουν
ο Θοδωρής Τσαπακίδης, η Μαριλίτα Λαμπροπούλου και ο Γιάννης Νταλιάνης, μια διασκευή που
παρακολουθεί πιστά τα στάδια της αφήγησης (μετάφραση πρωτότυπου: Μαρία Αγγελίδου), αναδεικνύει τους
εσωτερικούς μονολόγους και υπογραμμίζει την αναδρομική εξιστόρηση του κεντρικού
προσώπου. Η διασκευή προτείνει εν ολίγοις ένα πολυφωνικό μονόλογο καθώς όλα τα
πρόσωπα της νουβέλας θα τα υποδυθεί ένας μόνο ηθοποιός κρατώντας παράλληλα και
το ρόλο του αφηγητή. Άλλωστε, η σκηνοθεσία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου πριμοδοτεί το καθεστώς της praesentia in
absentia δημιουργώντας έτσι το εξέχον υλικό λόγου
και θεματικής που καλύπτει μεγάλο φάσμα μιας απούσας δομής. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα στη σημείωση του χώρου αναδεικνύεται το σκηνικό αντικείμενο
«καρέκλα». Δεσπόζον αντικείμενο πάνω στη σκηνή, οι καρέκλες συνθέτουν σημειακό
σύστημα υψηλής συγκεντρώσεως δηλωτικών, συν-δηλωτικών, υποδηλωτικών και
συν-υποδηλωτικών παραμέτρων της δράσεως παραπέμποντας σε άδηλες ανθρώπινες
παρουσίες. Την υπαινικτική αυτή διάσταση ενισχύουν με την ακρίβεια τους οι
φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και η
μουσική του Σταύρου Γασπαράτου. Ο Γιάννης Νταλιάνης κατορθώνει να
διαφοροποιήσει με εκφραστική ευκρίνεια τους διαφορετικούς χαρακτήρες που
καλείται να υποδυθεί. Στην εσωτερική πάλη του δόκτωρ Μπ, ο κύριος Νταλιάνης
ελέγχει θα λέγαμε τις αμυχές των συναισθηματικών εξάρσεων σταθμίζοντας τους
παράγοντες που θα οδηγούσαν στην γκριμάτσα της απογοήτευσης. Το πρόσωπο της
πολυπρόσωπης αναφοράς σπαρταράει από τους σπασμούς ενός πυρετού αντιστάσεων και
αυτοπροσδιορισμού, την ίδια ώρα που αναζητείται ο Άλλος και όχι οι άλλοι.