Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

«Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Ιδού εγώ» από την Εταιρεία Θεάτρου «Δυτικά της Πόλης» στη σκηνή Black Box του Θεάτρου «Επί Κολωνώ»


«Την σκέψη
στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός
»

Φωνάζει ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (1893-1930), ρημαγμένος από το επαναστατικό πάθος και έναν έρωτα που τον έχει ροκανίσει ως το μεδούλι. Και τα δυο μαζί θα τον οδηγήσουν σε μια αυτοκτονία που έκανε πιο πτωχή τη ρωσική ποίηση στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Μια φωνή-ουρλιαχτό από ένα βραχνό λαρύγγι, που μένει έξω από τη δικαιοδοσία της ακοής. Εκείνος όμως, θα συνεχίσει με όλη την αγνότητα του νυμφίου της επανάστασης, του έρωτα και του θανάτου.
«Καταραμένη!
Ακόμα δεν σου φθάνει ούτε αυτό;
Το στόμα θα σκιστεί από το ουρλιαχτό
».
Καμιά ανταπόκριση, ούτε από τη γυναίκα, ούτε από την πολιτεία. Αλλά ποια πολιτεία, ποιο σύστημα, όταν του στερεί την ικμάδα στον αγώνα, όταν του ματαιώνει το όνειρο της επανάστασης, όταν του περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης, όταν του πνίγει τη διαμαρτυρία. Αυτή η άρνηση του συστήματος σε αγαστή διώθηση με τον έρωτα, με τη γυναίκα που του αρνείται όχι απλώς τη θηλυκότητα αλλά το ίδιο το πάθος, θα τον οδηγήσει στο παραλήρημα (στίχοι που βγαίνουν πελεκητοί από το τεχνουργείο της ποίησης, με σαρκασμό, οίστρο, ευρηματική ηδυπάθεια) και αυτό στην αυτοεξόντωση.
Δεν θα είναι πια ένας άνδρας, θα είναι ένα «σύννεφο με παντελόνια». Ιδέα, που θα έχει απωλέσει την υλική της υπόσταση στον αγώνα, που θα έχει εξιδεαλισθεί σ’ ένα αθέατο μπαλκόνι του σύμπαντος, που θα έχει καταταγεί στη σφαίρα των μαρτύρων. Με παντελόνια; Ναι. Με το μόνο διακριτικό στοιχείο του φύλου του, αυτό που παρέμεινε εντελώς αδικαίωτο, χωρίς την επιεική ανταπόκριση του άλλου φύλου, χωρίς την τρυφερή εύνοια της γυναίκας. Θα γράψει :
«Στο διαμέρισμα
όπου τρέμοντας οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα
μια λάμψη εκατόφεγγη ορμά απ’ την προκυμαία.
Τελευταία κραυγή
εσύ, τουλάχιστον,
πρόφτασε όσα λέω, εις τους αιώνες
».
Το παράγγελμά του : «πρόφτασε», για όποιον έχει αυτιά – και όχι βέβαια τα τραχιά αισθητήρια που δεν μπορούν ποτέ να δεχτούν μέσα τους τη «γαλήνια» λέξη – είναι η διαθήκη του σπαραγμού του. Τα λόγια ενός θεομάχου με καρδιά Χριστού, που έχει απαγκιστρωθεί από τα δεσμά της δουλείας, από τα δεσμά του καθημέραν «δέσμιου» γι’ αυτό κολασμένου βίου.

Η παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Τάκης Τζαμαργιάς αποτελεί προϊόν διακειμενικής σύνθεσης με κεντρικό άξονα την ποιητική συλλογή του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι «Σύννεφο με παντελόνια» (1914), η οποία συνομιλεί με σπαράγματα από έργα της Άννας Αχμάτοβα, του Γιάννη Ρίτσου και της Κατερίνας Γώγου ενώ από τη σκηνή παρελαύνουν ακόμη ο κύκλος των Φουτουριστών, ο Όσκα και η Λίλιαν Μπρικ, εκπρόσωποι της τσαρικής λογοκρισίας και μέλη της εταιρίας προλεταριακών συγγραφέων. Την επεξεργασία των κειμένων έκανε ο Ιερώνυμος Πολλάτος.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς έλαβε το πικρό μήνυμα της ποίησης του μεγάλου Ρώσου μάρτυρος και το μετέτρεψε σε σκηνική ευωχία, πραγματοποιώντας την ωριμότερη παράσταση του στο θέατρο. Με πλήρη κατοχή των εκφραστικών του μέσων διήνειμε το ποίημα σε αντίστοιχους ηθοποιούς ως ομιλητές, δίνοντας την εντύπωση ενός έργου που ο ενδότερος πυρήνας του είναι εντελώς δραματικός.
Σ’ ένα εντελώς μαύρο «κιβώτιο» με ενσωματωμένους τους θεατές σε σχήμα πι, ο σκηνοθέτης οργανώνει τα σημεία της παράστασής του με έμφαση στη «φωτεινότητα» της ποίησης που επιχειρεί διάρρηξη στο μαύρο : Μια φωτεινή τετραχτίδα, που εκπορεύεται από τη βάση, συντέμνει και ενώνει το μαύρο κιβώτιο. Τέσσερις κεκλημένοι ουρανομηκείς άξονες ορίζουν το χώρο δράσεως με εύγλωττο σημαινόμενο την ποίηση. Στο κέντρο απέναντι στον θεατή, στο ανοιχτό μέρος του πι, μια σκάλα στον τοίχο, εντελώς κάθετη, που τη χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο ηθοποιός που υποδύεται το Μαγιακόφσκι, υποδηλώνει την άνοδο-κάθοδο, την περιπέτεια των αισθημάτων και των ιδεών του ποιητή. (Τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Γιάννης Θεοδωράκης, τα κοστούμια ο Εδουάρδος Γεωργίου και τη μουσική ο Πλάτων Ανδριτσάκης).
Καίριο εύρημα, καθαρή στίξη στη σημειολογία της δράσεως, πρέπει να είναι ο φακός, προσαρμοσμένος στο μέτωπο του ηθοποιού-ποιητή, που φαίνεται έτσι, κατά το σκηνοθέτη, ν’ αναζητά την «άνοιξη» μέσα στο χειμώνα των αισθημάτων. Φαίνεται ακόμη να ζητά να φωτίσει με ποιητική ριπή το ιδεολογικό σκότος που έχει κατακλίσει τη χώρα του. Ούτως ή άλλως, το ίδιο μόρφωμα παραπέμπει σ’ ένα ιχνευτή σε υπόγειο θάλαμο ή σήραγγα που ζητά κάτι να βρει. Και όταν δεν το βρίσκει επανέρχεται και θεομαχεί στο ατεκμηρίωτο, βαθύ σκότος. Γι’ αυτό και ο ηθοποιός εγκαίρως αφαιρεί τον εν λόγω φακό από το μέτωπό του.
Χαρακτηριστική είναι η σύλληψη των διερχόμενων σκηνών, κεκλασμένων σπαραγμάτων, θα έλεγα, από φιλμ του ίδιου του ποιητή, που προβάλλονται στους τοίχους με ψηφιακή τεχνολογία και που ενσωματώνουν τον ίδιο ηθοποιό-ποιητή στη φωταψία τους. Χαρακτηριστικό επίσης το κεντρικό πατάρι όπου εξελίσσεται η δράση με τα «μετασχηζόμενα» σαν παζλ καθίσματα και τις συμβολικές χρωματικές τους.
Οι ηθοποιοί ακολουθούν το σκηνοθέτη στο δραματοποιημένο του όραμα. Ο Γεράσιμος Μιχελής έχει τη σπάνια ευκαιρία για έναν ηθοποιό να αναμετρηθεί μ’ ένα ρόλο καριέρας, τόσο που πρέπει να τρέξει πολύ στο μέλλον για να αναζητήσει την εύνοια των συγκυριών για αντίστοιχο ρόλο. Η Τζούλη Σούμα καταθέτει εξαίσια τον εύθραυστο λόγο της και μαζί με το Δημήτρη Καραμπέτση, τη Σοφία Παπαδοπούλου και το μουσικό Τάσο Σωτηράκη αναδεικνύουν τη μεγάλη ποίηση.