Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

«Τάνγκο» του Σλάβομιρ Μρόζεκ στο Θέατρο «Olvio»


     

     Το πολιτικό θέατρο του Σλάβομιρ Μρόζεκ στιγματίζεται από την αισθητική του μπουρλέσκο που εξελίσσεται βαθμηδόν σ’ ένα ιδιόμορφο γκροτέσκο «γαρνιρισμένο» με υλικά του θεάτρου του παραλόγου. Στις μαύρες «φάρσες» του Πολωνού συγγραφέα, το προσωπικό κωμικό στίγμα εντοπίζεται στη σπαρακτικά άνιση συστέγαση της δύναμης με την αδυναμία, του οποιουδήποτε «συστήματος» με τον σκεπτόμενο άνθρωπο.
     Το «Τάνγκο» (1964) εκκινεί από ένα «παράδοξο»: οι γονείς είναι οι επαναστάτες ενώ ο γιος προτείνει μια συντηρητική στάση επιστροφής σε σταθερές αξίες. Η παλαιά γενιά έχει «ξεφύγει», θα λέγαμε, ολοσχερώς κι έχει υιοθετήσει έναν «μοντέρνο» τρόπο έκφρασης στο πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι που τείνει πια να γίνει κατεστημένο. Η νέα γενιά «διψάει» κι αυτή για αμφισβήτηση και ρήξη με το κατεστημένο. Τι της απομένει να κάνει; Εξέγερση ενάντια στην εξέγερση. Έχει κάτι καινούργιο να προτείνει; Απ’ ό, τι φαίνεται, όχι. Δεν υπάρχει αντιπρόταση και μοιραία ο αγώνας στρέφεται στην κατάλυση του «μοντέρνου» και στην αποκατάσταση της τάξης των πραγμάτων που υπήρχε προηγουμένως. Στον μικρόκοσμό του Μρόζεκ, το «παλιό» θα συγκρουστεί με το «νέο» σε μια «τραγωδία εν κρανίω», έκρυθμη από κωμικές καταστάσεις και ανατροπές στα χνάρια του υπερρεαλιστή Ροζέ Βιτράκ που με τον τρομερό του Βικτόρ, φέρνει τα παιδιά στην εξουσία! Έτσι και ο Άρθουρ, ο ήρωας του Μρόζεκ, θα αναμετρηθεί με το «χάος και την αναρχία» που επικρατεί στο σπίτι του, ένα σωστό φρενοκομείο όπως το ονομάζει, για να επανέρθουν «νόμοι και κανόνες», ένας «κόσμος με τάξη».
     Η παράσταση του Νίκου Χατζηπαπά εικονογραφεί τη δράση αναδεικνύοντας στην όψη την αισθητική του μπουρλέσκο και απαλύνοντας το μακάβριο που πιθανόν θα εκτροχίαζε τον πικρόχολο σκεπτικισμό του σκηνοθέτη απέναντι στην επικράτηση της ωμής βίας. Ο Νίκος Χατζηπαπάς επιλέγει την ακρίβεια μιας ρεαλιστικής φόρμουλας αφήνοντας την μετάφραση του Παύλου Μάτεσι να ακουστεί στο ακέραιο και να ενσαρκωθεί σύμφωνα με την αυτοδιαθεσιμότητα ενός λόγου περίπου καθημερινού με προεκτάσεις ελεγχόμενης μεγαλορρημοσύνης.
      Ο Δημήτρης Γκουτζαμάνης (Άρθουρ) υποστηρίζει με κέφι και παιχνιδίζουσα χαλαρότητα τις καυστικές διαθέσεις της σατιρικής γραφής. Ο Δημήτρης Μαύρος (Στόμιλ, πατέρας του Άρθουρ) υιοθετεί έναν υπέρμετρο τρόπο έκφρασης, «σχολιάζοντας» ευθύβολα τον χαρακτήρα που υποδύεται δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο «ρόλο μέσα στον ρόλο». Η Μαρία Βλάχου (Ευγενία, γιαγιά του Άρθουρ) υπογραμμίζει το παράδοξο και συνηγορεί στη δημιουργία της αισθητικής του εξπρεσιονιστικού κωμικού. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος (Ευγένιος, θείος του Άρθουρ) συμβάλλει στην αρμονία των εν γένει σκηνικών κινήσεων ελέγχοντας και προσαρμόζοντας το παίξιμό του ευεργετικά για την παράσταση. Η Ειρήνη Γρέκα (Ελεονόρα, μητέρα του Άρθουρ) και η Νέλη Αλκάδη (Άλα, ξαδέρφη του Άρθουρ) ακολουθούν εξωτερικές εκδηλώσεις των ρόλων τους προβάλλοντας το στοιχείο της θηλυκότητας με αυθορμητισμό. Ο Αβραάμ Παπαδόπουλος (Έντι) ενισχύει με τη σωματική του διάπλαση και τη χαρακτηριστική εκφορά λόγου τον αινιγματικό χαρακτήρα ενός εραστή που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβαση της πλοκής.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

«Φύκι στο βυθό» της Πένυς Φυλακτάκη στο Skrow Theater


     

     Το νέο έργο της Πένυς Φυλακτάκη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φύκι στον βυθό» απηχεί αλληγορικές μορφές. Οι έννοιες «χρόνος» και «χρήμα» συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται ως μονάδες μέτρησης της ποιότητας που καθορίζει σε γενικές γραμμές την «αληθινή» αξία των εκάστοτε διαπροσωπικών σχέσεων ενός κοινωνικού συνόλου. Το αφήγημα του χρήματος και το κυνήγι του κέρδους αποκτούν εφιαλτικές διαστάσεις στο χρονικό της επιστροφής που καταγράφει σε δώδεκα αποσπασματικές σκηνές η συγγραφέας. Η παράξενη εντολή της διαθήκης του εκλιπόντος πατέρα δια στόματος του συμβολαιογράφου και φίλου του, γίνεται στην ουσία μια πρόταση άκρως δελεαστική που εξελίσσεται βαθμηδόν σε ανελέητη αναμέτρηση. Το κίνητρο για τη διεκδίκηση της περιουσίας που ανέρχεται σε 86.400 και οι αυστηροί όροι διεκδίκησής της, παρακινούν τα δύο αδέλφια να επανασυνδεθούν έπειτα από 24 χρόνια. Έτσι, ο ανταγωνισμός έρχεται βίαια στο προσκήνιο και η αλληλοεξόντωση είναι πλέον μονόδρομος. Το παρελθόν σκιάζει το παρόν και οι αποκαλύψεις που διαδέχονται η μία την άλλη φανερώνουν τις αληθινές προθέσεις των προσώπων. Μέσα από τη διαθήκη, η συγγραφέας χειρίζεται το χρήμα σε άμεση σχέση με τον χρόνο για να επισφραγίσει περαιτέρω τη γνωστή ρήση «ο χρόνος είναι χρήμα» σπέρνοντας ταυτοχρόνως τον καρπό της αμφιβολίας.
     Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου λειτουργεί αφαιρετικά και ως ένα βαθμό μετωνυμικά για να παρουσιάσει τις κοινωνικοπολιτικές, φιλοσοφικές και αισθητικές θέσεις της συγγραφέως. Εξάλλου, το σκηνικό της Ζωής Μολυβδά Φαμέλη  ενισχύει τον υπαινιγμό παραπέμποντας έμμεσα στον διαβρωμένο κόσμο της αγοροπωλησίας και των διαπραγματεύσεων. Το ζοφερό αυτό κλίμα ενδυναμώνουν με τις εναλλαγές τους και οι φωτισμοί που σχεδιάζει η Ζωή Μολυβδά Φαμέλη. Η μουσική του ταλαντούχου Αντώνη Παπακωνσταντίνου υπογραμμίζει με τον υποδηλωτικό χαρακτήρα της, τα «αισθήματα» της ανησυχίας, της αναμονής και της επερχομένης απειλής δημιουργώντας στον θεατή αγωνία για την εξέλιξη της δράσης. Τα κοστούμια της Μαρίας Καραθάνου δηλώνουν ευθύβολα μέσω της μονοχρωμίας το πένθος. Οι ερμηνείες κατορθώνουν να αναδείξουν τους διαπλεκόμενους ήρωες στις λεπτές αποχρώσεις εκφράσεως και εν γένει συμπεριφοράς. Ο Νίκος Παντελίδης (Αντρέας), η Νεκταρία Γιαννουδάκη (Μάρθα), η Θεοδώρα Σιάρκου (Αλεξάνδρα) και ο Γιώργος Σαββίδης (Νικόλας) κινούνται με άριστη σκηνική ενάργεια στις απαιτήσεις των συνδιαλεκτικών αντιστίξεων, σε μια παράσταση συνόλου με ενιαία αισθητική γραμμή.