Το θέμα της
αιμομικτικής συνεύρεσης μιας νέας με τον αδελφό της έχει μακραίωνη ρίζα στην
ιστορία του πολιτισμού. Ούτως ή άλλως έχει την καταγωγή του στην ελληνική
μυθολογία. Υπενθυμίζω την περίφημη περιπλάνηση της Βυβλίδος που έχει καταληφθεί
από αθησαύριστο πάθος για τον αδελφό της τον Καύνο και που τον κυνηγά για να
ξαπλώσει μαζί του. Στην αγωνία της αυτή η Ήρα την μεταμορφώνει σε ρέουσα πηγή
για να καταστείλει το πάθος της. Στο αρχαίο θέατρο, το ίδιο θέμα επανέρχεται
στην ερωτική περίπτυξη της Ηλέκτρας με τον αδελφό της Ορέστη, ως ύστατη όαση
ηδονής πριν την προσδοκώμενη εκτέλεση τους – ποινή για την μητροκτονία – από
την συνέλευση των Αργείων.
Η ιστορία της Ανναμπέλλας και του αδελφού
της Τζιοβάννι στο έργο του Τζον Φορντ «Κρίμα που είναι πόρνη» (γραμμένο περίπου το 1630) είναι ολοσχερώς αιμομικτική στο
πλαίσιο μιας δράσης που προοιμιάζει το αστικό δράμα της νεώτερης εποχής. Ο
έρωτας τους είναι αμοιβαίος και τον υπερασπίζονται ένθερμα μέχρι θανάτου απέναντι
σε μια διεφθαρμένη κοινωνία που στηρίζεται στην υποκρισία με μοναδικές αξίες το
χρήμα και την αναρρίχηση. Αν και δεν διαθέτει τις ιδεολογικές αρθρώσεις, τις
προτροπές και την ιδιοφυία του σαιξπηρικού λόγου, το κείμενο του Φορντ κινείται
στη συγκρουσιακή σφαίρα του ιερού και του βέβηλου και αρθρώνει ένα λόγο που
ξεφεύγει ευεργετικά από τα στενά όρια του μεμονωμένου περιστατικού για να
διατυπώσει ηχηρά μια καθολικώς αναγνωρίσιμη αλήθεια.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη εντάσσει τη δράση σ’ έναν καθεδρικό ναό, όπου
κυριαρχεί η αιμομιξία ως τελετή και όπου συν τοις άλλοις ακούγεται ο περί
αγάπης λόγος του Αποστόλου Παύλου, με σεβασμό, αλλά και απόσπασμα από τον έξτρα
ερωτικό «Μεγάλο Ανατολικό» του Εμπειρίκου. Ο κύριος Λιγνάδης δημιουργεί μετωνυμικά
ένα μικρόκοσμο ακρίβειας. Οι δρώντες-χαρακτήρες ανάγονται σε «νομοθέτες» και
«θεσμοφύλακες» της θεατρικής αλήθειας σε ένα άγριο παιχνίδι αυτογνωσίας και
μέσα από ένα υπέρμετρο θέαμα που καταγγέλλει το κίβδηλο μέτρο.
Το σκηνικό της Εύας Νάθενα (η οποία επιμελείται και τα κοστούμια) είναι
αναγνωρίσιμο, πολλαπλά αναπαραγμένο στις ευρωπαϊκές παραστάσεις, αλλά με τις
προτομές των παλαιών μας ηθοποιών (Κοτοπούλη κτλ), η «σημείωση» του χώρου
αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου και οι προσεγμένοι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου ευθυγραμμίζονται με τη
σκηνοθετική ανάγνωση. Τη μετάφραση υπογράφει ο Γιάννης Λιγνάδης.
Ο Δημήτρης
Πασσάς στο ρόλο του Τζιοβάννι κινείται περιγραφικά αλλά με συνέπεια. Ως
Αναμπέλλα, η Μαρία Κίτσου επιμένει
σε επαναλήψεις με ψεύτικες εξωτερικές εκφράσεις και βλέμμα – μάτια που τα ‘χει
πάρει η τρέλα πριν ακόμα ο ρόλος της «επιτρέψει» να παραφρονήσει.
Χαρακτηριστικό στίγμα αφήνουν οι ερμηνείες των Ιερώνυμου Καλετσάνου (Σοράντσο), Μηνά Χατζησάββα (Καρδινάλιος), Θύμιου
Κούκιου (Γκριμάλντι), Γιωργή Τσουρή
(Μπεργκέττο) και Χάρη Τζωρτζάκη
(Βάσκες). Τη διανομή συμπληρώνουν ο Γρηγόρης
Γαλάτης (Ντονάτο), η Εβίτα Ζημάλη
(Ιππολύτη), ο Μιχάλης Κίμωνας
(Πότζιο), η Σοφία Μυρμηγκίδου
(Πουτάνα), ο Χρήστος Νίνης (Φλόριο),
ο Θέμης Πάνου (Ρικαρντέττο) και η Ελεάννα Στραβοδήμου (Φιλώτις).