Η γνώση ότι
το υποκείμενο είναι διασπασμένο και από ηθική άποψη αμφιλεγόμενο σφραγίζει την
πεζογραφία πολλών από τους μείζονες συγγραφείς της μοντερνιστικής περιόδου, από
τον Τζόζεφ Κόνραντ μέχρι τον Φραντς Κάφκα, τον Λουίτζι Πιραντέλλο και τον Ρόμπερτ
Μούζιλ. Ως θέμα εμφανίζεται αρκετά νωρίς, ήδη από το 1886, στο δημοφιλές
μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον,
Δρ
Τζέκυλ και κος Χάυντ (The Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde). Το μοτίβο της διχασμένης προσωπικότητας ήταν οικείο
στους συγγραφείς του γερμανικού ρομαντικού Märchen, όπως ο Τηκ και ο Χόφμαν, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει
το τέχνασμα του Doppelgänger (σωσία) για να δώσουν συγκεκριμένη μορφή στη διπλή
προσωπικότητα από την οποία έπασχαν συχνά οι ήρωές τους. Ο Στήβενσον διατηρεί
το τέχνασμα αυτό, διαθλώντας το μέσα από τον λόγο του ιατρικού πειραματισμού,
που είναι ο πιο σύγχρονος και απείρως πιο δυσοίωνος. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, μέσα από τη διχασμένη προσωπικότητα δεν απελευθερώνεται πλέον η
δημιουργική ορμή που έχει το χάρισμα να μεταποιεί την κοινοτοπία σε έναν κόσμο
φαντασίας, αλλά η αρπακτικότητα, η ωμότητα και ο φόνος.
Η ιστορία του
Στήβενσον είναι παραινετική και απευθύνεται τόσο σε όσους βλέπουν αισιόδοξα ένα
επιστημονικά κατασκευασμένο μέλλον, όσο και στους αισθητές του fin de siècle. Ο πόθος των τελευταίων για όλο και περισσότερες
καινούργιες απολαύσεις και για μια ηδονική ζωή απαλλαγμένη από τον έλεγχο της
συνείδησης και των ηθών κορυφώνεται εδώ, όχι στον εκλεπτυσμό της προσωπικότητας
ή στην καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά σε ένα παραλήρημα, «στην ψυχρή ηδονή του
τρόμου» που δοκιμάζει ο Χάυντ καθώς παραμονεύει στους δρόμους του Λονδίνου
μεταμορφωμένος σε τέρας.
Ο Πάρης Μαντόπουλος στηριζόμενος στη
μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη,
προτείνει τη δική του θεατρική διασκευή της νουβέλας προκρίνοντας ένα μετριασμένο
γκροτέσκο που οδηγείται βαθμηδόν στο μακάβριο χωρίς να καταφεύγει στην ευκολία
της αιματοχυσίας. Η σκηνοθεσία του Πάρη
Μαντόπουλου προβάλλει τη δράση και τον λόγο αρμονικά δεμένα σε μια εύρυθμη
παράσταση που στηρίζεται στη λιτότητα και τη συμβολική έκφραση. Άλλωστε, το
σκηνικό με τους τέσσερις κρεμάμενους καθρέφτες λειτουργεί υπαινικτικά
προσδίδοντας εκστατικές παραμέτρους. Η μουσική υπόκρουση ενισχύει το απειλητικό
κλίμα της φρίκης και οι ερεβώδεις φωτισμοί στιγματίζουν το αδιέξοδο του
εφιαλτικού χώρου εντός του οποίου κινούνται τα πρόσωπα. Ο δισυπόστατος ρόλος Jekyll/Hide αποδίδεται από τρεις (και σε ορισμένες στιγμές
από πέντε) ηθοποιούς για να τονιστεί η συγκρουσιακή υπόσταση και εσωτερική
διαμάχη καλού/κακού που απ’ ό,τι φαίνεται δεν περιορίζεται σε δύο όψεις!
Οι ηθοποιοί Νικήτας Αναστόπουλος, Ελένη Ζουρελίδου, Ολίνα Μανωλοπούλου, Σάββας
Σωτηρόπουλος και Νίκος Τσιμάρας
εναλλάσσονται σε ρόλους συνθέτοντας χαρακτηριστικές φιγούρες, σε μια παράσταση
που στηρίζεται στη δυναμική της ομαδικότητας.