Με μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, άνοιξε την αυλαία του το θέατρο Στοά ξαναπαρουσιάζοντας το έργο του Παναγιώτη Μέντη «Άννα, είπα!» και εγκαινιάζοντας έτσι δυναμικά την εορταστική περίοδο αφιερωμένη στα σαράντα χρόνια της συνεχούς και αδιάλειπτης λειτουργίας του.
Το εξαιρετικό αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο ίδιο θέατρο το 1996, καταξιώνοντας τον συγγραφέα ενώ η Λήδα Πρωτοψάλτη έλαβε το 1997 το Βραβείο Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών για την ερμηνεία της.
Πρόκειται για την εξονυχιστική διερεύνηση του εσωτερικού ψυχισμού μιας γυναίκας που τελειώνει τις μέρες της στο ψυχιατρείο. Η ζωή της είναι στοιχειωμένη από την καταπιεστική παρουσία της δυναστευτικής μητέρας της με την οποία έχει δεθεί μέσα από μια ψυχωτική σχέση αγάπης και μίσους.
Η Άννα, η ηρωίδα του έργου έχει παρακολουθήσει, σχεδόν χωρίς να συμμετέχει, τη ζωή της να καταστρέφεται μέσα από την τυραννική εξουσία της μητέρας της η οποία στοχεύοντας στην αποκατάστασή της, την οδηγεί διαρκώς σε λάθος κινήσεις, καταπιέζοντας τις παρορμήσεις της και τιθασεύοντας με διαρκείς, παράλογες νουθεσίες, τα όνειρά της.
Τώρα στη δύση της ζωής της, βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις της, ζώντας καθημερινά τις σκηνές αυτής της επώδυνης σχέσης που αφύπνισε το γονίδιο της σχιζοφρένειας οδηγώντας την, με διασαλεμένες τις φρένες στην εσχατιά ενός ψυχιατρείου.
Ο πατέρας, πρόσωπο τραγικό κι ενοχικό, διαταραγμένος κι ο ίδιος ψυχικά, μη έχοντας καταφέρει να στηρίξει τη γυναίκα του η οποία ανέλαβε όλες τις ευθύνες του σπιτιού με εξ ίσου ανυπολόγιστο κόστος, διατηρεί ωστόσο μια τρυφερή σχέση με την κόρη του χωρίς να μπορεί και να την διασώσει από το καθημερινό της μαρτύριο.
Η Άννα είναι η τραγική φιγούρα που εκπροσωπεί πολλές γυναίκες παγιδευμένες από τις οικογένειές τους σ’ ένα μέλλον χωρίς προοπτικές, καταδικασμένες να βιώσουν την ίδια καταπίεση που καθόρισε την παιδική τους ηλικία και ως ενήλικες, αντικαθιστώντας την μητρική ή πατρική εξουσία με την συζυγική κι αγγίζοντας την παράνοια σαν την μοναδική λύση για να αντέξουν μια τρομακτικά βίαιη πραγματικότητα.
Στο έργο του, ο Παναγιώτης Μέντης αποκαλύπτει με ευκρίνεια και αφηγηματική διαύγεια τις αποχρώσεις του διαταραγμένου ψυχισμού της ηρωίδας και τις πτυχές της πολύπλευρης εμπειρίας της χρησιμοποιώντας μια άμεση ζεστή και δυναμική γλώσσα, στήνοντας λιτούς, περιεκτικούς κι αποκαλυπτικούς διαλόγους, ζωντανεύοντας στιβαρούς χαρακτήρες. Και κυρίως επιτυγχάνοντας μια γοργή ροή δράσης με διαρκείς μετακινήσεις από το παρελθόν στο παρόν οι οποίες γεφυρώνονται μέσα από συναισθηματικές εκρήξεις, από τα συγγενή ερεθίσματα της καθημερινότητας κι από τα επώδυνα παιχνίδια μιας πληγωμένης μνήμης.
Η παράσταση
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου έστησε μια υποδειγματική παράσταση αντιμετωπίζοντας με μια νέα οπτική την παλιά του επιτυχία και αποδεικνύοντας πόσο έχει εξελιχθεί η σκηνοθετική του ματιά όλα αυτά τα χρόνια. Χρησιμοποίησε δύο ηθοποιούς για την ερμηνεία του ρόλου της μητέρας, σε κάποιες σκηνές ακόμα και τρεις, μετατρέποντας έτσι τις καθημερινές στιγμές της οικογενειακής ζωής της ηρωίδας και τα στιγμιότυπα της σχέσης της με την μητέρα της σε ένα εφιαλτικό τελετουργικό, εναρμονισμένο στην σχιζοφρενική της ψυχοσύνθεση και προσδίδοντας ακραία ένταση στο δραματουργικό υλικό για την ανάδειξή του στο έπακρο.
Αξιοποίησε το λειτουργικό σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη με σκηνοθετικές και φωτιστικές παρεμβάσεις που το μεταποιούσαν διαρκώς από κατοικία σε κλινική, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε αναλλοίωτο, οριοθετώντας έτσι τα οικεία τοπία της ηρωίδας και μεταδίδοντας την κοινή αίσθηση ανάμεσα στους δύο χώρους εγκλεισμού μιας γυναίκας καταδικασμένης σε δια βίου φυλάκιση.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο ίδιος υπογράφει τους εξαιρετικούς φωτισμούς οι οποίοι αποτελούν μέρος και της σκηνικής αλλά και της σκηνοθετικής οπτικής ενώ αναδεικνύουν κάθε απόχρωση του εσωτερικού τοπίου της ηρωίδας και των πολλαπλών επιπέδων της εμπειρίας της.
Η κινησιολογία σωστά ενορχηστρωμένη, αποδίδει τις εντάσεις στην κόψη και ενισχύει τις διαρκώς εκκρεμείς συνθήκες.
Τα κοστούμια ενισχύουν τους χαρακτήρες με κορυφαίους τους δύο πανομοιότυπους ενδυματολογικούς κώδικες της μητέρας στην διπλή παρουσία της, οι οποίοι αποκτούν μια συμβολική διάσταση.
Για την συγκλονιστική εμφάνιση της Λήδας Πρωτοψάλτη θα μπορούσε κανείς να πει πολλά. Η παλαίμαχη ηθοποιός βρίσκεται στο στοιχείο της και ενσαρκώνει τον ρόλο της με τέτοια πιστότητα και ήθος ώστε η ερμηνεία της να αποτελεί μια συναρπαστική εμπειρία για το κοινό. Με απλότητα και αυθεντικότητα αποδίδει όλες τις εσωτερικές μεταπτώσεις της ηρωίδας και τις διαφορετικές απόψεις του καταπιεσμένου αλλά και πολύπλευρου ψυχισμού της.
Η Ευδοκία Σουβατζή κι η Νίκη Χαντζίδου στον διπλό ρόλο της μάνας λειτουργούν μέσα από έναν αβίαστο συγχρονισμό, συμπληρώνοντας την προσωπικότητα της καταπιεστικής αλλά και καταπιεσμένης γυναίκας με απόλυτα συντονισμένες τις ερμηνευτικές δυναμικές τους σ’ ένα δύσκολο σκηνοθετικό εγχείρημα.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο ρόλο του πατέρα μας προσφέρει μία ακόμα θαυμάσια ερμηνεία ενσαρκώνοντας τον αντιφατικό αυτό χαρακτήρα με τρυφερότητα, ερμηνευτικό βάθος κι υποκριτική άνεση.
Η Βασιλική Ορκοπούλου στο ρόλο της νοσοκόμας αποδίδει με αληθοφάνεια και πιστότητα τον δευτερεύοντα αλλά σημαντικό για τις μεταβάσεις από το παρελθόν στο παρόν, χαρακτήρα.
Η Εύα Καμινάρη πλάθει μια υπέροχη νευρωτική Μπάρμπαρα και μια στιβαρή, αυθεντική Μπέμπα. Στους δύο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες η άξια ηθοποιός δεν καταφεύγει σε σχηματικές ερμηνείες αλλά εμβαθύνει στις ψυχοσυνθέσεις των ηρωίδων, αξιοποιώντας θαυμάσια δύο ρόλους-κλειδιά για το ξεδίπλωμα του χαρακτήρα της Άννας.
Θαυμάσια η ηχητική κάλυψη της παράστασης με τις εξωπραγματικές φωνές, τις κλειδαριές που ηχούν μεγεθυμένες υποβάλλοντας την αίσθηση εγκλεισμού και τους κεραυνούς της έναρξης που ενισχύουν τις ψυχικές εντάσεις.
Το εξαιρετικό αυτό έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο ίδιο θέατρο το 1996, καταξιώνοντας τον συγγραφέα ενώ η Λήδα Πρωτοψάλτη έλαβε το 1997 το Βραβείο Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών για την ερμηνεία της.
Πρόκειται για την εξονυχιστική διερεύνηση του εσωτερικού ψυχισμού μιας γυναίκας που τελειώνει τις μέρες της στο ψυχιατρείο. Η ζωή της είναι στοιχειωμένη από την καταπιεστική παρουσία της δυναστευτικής μητέρας της με την οποία έχει δεθεί μέσα από μια ψυχωτική σχέση αγάπης και μίσους.
Η Άννα, η ηρωίδα του έργου έχει παρακολουθήσει, σχεδόν χωρίς να συμμετέχει, τη ζωή της να καταστρέφεται μέσα από την τυραννική εξουσία της μητέρας της η οποία στοχεύοντας στην αποκατάστασή της, την οδηγεί διαρκώς σε λάθος κινήσεις, καταπιέζοντας τις παρορμήσεις της και τιθασεύοντας με διαρκείς, παράλογες νουθεσίες, τα όνειρά της.
Τώρα στη δύση της ζωής της, βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις της, ζώντας καθημερινά τις σκηνές αυτής της επώδυνης σχέσης που αφύπνισε το γονίδιο της σχιζοφρένειας οδηγώντας την, με διασαλεμένες τις φρένες στην εσχατιά ενός ψυχιατρείου.
Ο πατέρας, πρόσωπο τραγικό κι ενοχικό, διαταραγμένος κι ο ίδιος ψυχικά, μη έχοντας καταφέρει να στηρίξει τη γυναίκα του η οποία ανέλαβε όλες τις ευθύνες του σπιτιού με εξ ίσου ανυπολόγιστο κόστος, διατηρεί ωστόσο μια τρυφερή σχέση με την κόρη του χωρίς να μπορεί και να την διασώσει από το καθημερινό της μαρτύριο.
Η Άννα είναι η τραγική φιγούρα που εκπροσωπεί πολλές γυναίκες παγιδευμένες από τις οικογένειές τους σ’ ένα μέλλον χωρίς προοπτικές, καταδικασμένες να βιώσουν την ίδια καταπίεση που καθόρισε την παιδική τους ηλικία και ως ενήλικες, αντικαθιστώντας την μητρική ή πατρική εξουσία με την συζυγική κι αγγίζοντας την παράνοια σαν την μοναδική λύση για να αντέξουν μια τρομακτικά βίαιη πραγματικότητα.
Στο έργο του, ο Παναγιώτης Μέντης αποκαλύπτει με ευκρίνεια και αφηγηματική διαύγεια τις αποχρώσεις του διαταραγμένου ψυχισμού της ηρωίδας και τις πτυχές της πολύπλευρης εμπειρίας της χρησιμοποιώντας μια άμεση ζεστή και δυναμική γλώσσα, στήνοντας λιτούς, περιεκτικούς κι αποκαλυπτικούς διαλόγους, ζωντανεύοντας στιβαρούς χαρακτήρες. Και κυρίως επιτυγχάνοντας μια γοργή ροή δράσης με διαρκείς μετακινήσεις από το παρελθόν στο παρόν οι οποίες γεφυρώνονται μέσα από συναισθηματικές εκρήξεις, από τα συγγενή ερεθίσματα της καθημερινότητας κι από τα επώδυνα παιχνίδια μιας πληγωμένης μνήμης.
Η παράσταση
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου έστησε μια υποδειγματική παράσταση αντιμετωπίζοντας με μια νέα οπτική την παλιά του επιτυχία και αποδεικνύοντας πόσο έχει εξελιχθεί η σκηνοθετική του ματιά όλα αυτά τα χρόνια. Χρησιμοποίησε δύο ηθοποιούς για την ερμηνεία του ρόλου της μητέρας, σε κάποιες σκηνές ακόμα και τρεις, μετατρέποντας έτσι τις καθημερινές στιγμές της οικογενειακής ζωής της ηρωίδας και τα στιγμιότυπα της σχέσης της με την μητέρα της σε ένα εφιαλτικό τελετουργικό, εναρμονισμένο στην σχιζοφρενική της ψυχοσύνθεση και προσδίδοντας ακραία ένταση στο δραματουργικό υλικό για την ανάδειξή του στο έπακρο.
Αξιοποίησε το λειτουργικό σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη με σκηνοθετικές και φωτιστικές παρεμβάσεις που το μεταποιούσαν διαρκώς από κατοικία σε κλινική, ενώ ταυτόχρονα παρέμενε αναλλοίωτο, οριοθετώντας έτσι τα οικεία τοπία της ηρωίδας και μεταδίδοντας την κοινή αίσθηση ανάμεσα στους δύο χώρους εγκλεισμού μιας γυναίκας καταδικασμένης σε δια βίου φυλάκιση.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο ίδιος υπογράφει τους εξαιρετικούς φωτισμούς οι οποίοι αποτελούν μέρος και της σκηνικής αλλά και της σκηνοθετικής οπτικής ενώ αναδεικνύουν κάθε απόχρωση του εσωτερικού τοπίου της ηρωίδας και των πολλαπλών επιπέδων της εμπειρίας της.
Η κινησιολογία σωστά ενορχηστρωμένη, αποδίδει τις εντάσεις στην κόψη και ενισχύει τις διαρκώς εκκρεμείς συνθήκες.
Τα κοστούμια ενισχύουν τους χαρακτήρες με κορυφαίους τους δύο πανομοιότυπους ενδυματολογικούς κώδικες της μητέρας στην διπλή παρουσία της, οι οποίοι αποκτούν μια συμβολική διάσταση.
Για την συγκλονιστική εμφάνιση της Λήδας Πρωτοψάλτη θα μπορούσε κανείς να πει πολλά. Η παλαίμαχη ηθοποιός βρίσκεται στο στοιχείο της και ενσαρκώνει τον ρόλο της με τέτοια πιστότητα και ήθος ώστε η ερμηνεία της να αποτελεί μια συναρπαστική εμπειρία για το κοινό. Με απλότητα και αυθεντικότητα αποδίδει όλες τις εσωτερικές μεταπτώσεις της ηρωίδας και τις διαφορετικές απόψεις του καταπιεσμένου αλλά και πολύπλευρου ψυχισμού της.
Η Ευδοκία Σουβατζή κι η Νίκη Χαντζίδου στον διπλό ρόλο της μάνας λειτουργούν μέσα από έναν αβίαστο συγχρονισμό, συμπληρώνοντας την προσωπικότητα της καταπιεστικής αλλά και καταπιεσμένης γυναίκας με απόλυτα συντονισμένες τις ερμηνευτικές δυναμικές τους σ’ ένα δύσκολο σκηνοθετικό εγχείρημα.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο ρόλο του πατέρα μας προσφέρει μία ακόμα θαυμάσια ερμηνεία ενσαρκώνοντας τον αντιφατικό αυτό χαρακτήρα με τρυφερότητα, ερμηνευτικό βάθος κι υποκριτική άνεση.
Η Βασιλική Ορκοπούλου στο ρόλο της νοσοκόμας αποδίδει με αληθοφάνεια και πιστότητα τον δευτερεύοντα αλλά σημαντικό για τις μεταβάσεις από το παρελθόν στο παρόν, χαρακτήρα.
Η Εύα Καμινάρη πλάθει μια υπέροχη νευρωτική Μπάρμπαρα και μια στιβαρή, αυθεντική Μπέμπα. Στους δύο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες η άξια ηθοποιός δεν καταφεύγει σε σχηματικές ερμηνείες αλλά εμβαθύνει στις ψυχοσυνθέσεις των ηρωίδων, αξιοποιώντας θαυμάσια δύο ρόλους-κλειδιά για το ξεδίπλωμα του χαρακτήρα της Άννας.
Θαυμάσια η ηχητική κάλυψη της παράστασης με τις εξωπραγματικές φωνές, τις κλειδαριές που ηχούν μεγεθυμένες υποβάλλοντας την αίσθηση εγκλεισμού και τους κεραυνούς της έναρξης που ενισχύουν τις ψυχικές εντάσεις.