Ορέστης
Ο Φοίβος. Εκείνος αποφάσισε
Κι εγώ πιστά εκτέλεσα
Μενέλαος
Τι θεός είναι αυτός
Που παραμερίζει το καλό
Πού παραβιάζει το δίκαιο
Ορέστης
Δεν ξέρω τι είναι θεός
Ξέρω όμως, ότι όλοι γι’ αυτόν δουλεύουμε.
Όποιος. Ό, τι και να είναι.
(απόσπασμα από το έργο σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά)
Στις τραγωδίες του Ευριπίδη, λόγος και παράλογο απορρέουν, τις περισσότερες φορές, από συναισθήματα τα οποία εκφυλίζονται σε πάθη, αλλά και από την ανάγκη του ποιητή να υποδηλώνει εύστοχα τις φιλοσοφικές του συντεταγμένες δίνοντας την εντύπωση στους συγχρόνους του ότι δεν ωθείται από κάποιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πνεύμα, αλλά ότι χρησιμοποιεί αντίθετα την παράδοση, για να δημιουργήσει τον δικό του «αιρετικό» δραματικό κόσμο, ο οποίος ανευρίσκεται στο μεθοδικά και ευθύβολα επεξεργασμένο κείμενο του, ένα κείμενο με «διπλό φόντο». Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η Μαρίκα Θωμαδάκη το κείμενο αυτό υπόκειται σε κριτική από τον ίδιο το συγγραφέα και κατ’ επέκταση, από εκείνους που μπορούν να διαγνώσουν την αντιπαράθεση ανάμεσα σε πραγματικό και συμβολικό, σε λογικό και σε παράλογο, πέρα από την εξωτερική όψη της πλοκής.
Πέρα από μυθολογικά πλαίσια και θρησκειολογικές θεωρήσεις, η τραγωδία του Ευριπίδη αποτελεί θεατρικό κόσμο που αναπλάθει ζώσες ανθρώπινες μορφές. Στον κόσμο αυτόν δεσπόζει ο βαθύς και συχνά πικρός στοχασμός για τον άνθρωπο και για την διαχρονική του περιπέτεια.
Ένας εξαιρετικά σύνθετος μικρόκοσμος, ανοιχτός προς κάθε κατεύθυνση και προς όλα σχεδόν τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του. Ο δραματουργός οριοθετεί με την παραγωγή του μια περίοδο και οδηγεί προς καινούργιες εποχές διαμορφώνοντας νοοτροπίες. Ο ορθός λόγος του Ευριπίδη ταυτίζεται με μια ρεαλιστική στάση απέναντι στα καθημερινά προβλήματα της ζωής και με τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης μοναξιάς. Οι τραγικοί ήρωες του διαπιστώνουν ότι βρίσκονται μόνοι με τον εαυτό τους και αντιμέτωποι με τα πάθη τους.
Ο «Ορέστης» γράφτηκε και παίχτηκε το 408 π. Χ και είναι ίσως το τελευταίο έργο που έγραψε ο Ευριπίδης, πριν φύγει στη Μακεδονία αφήνοντας την Αθήνα στην αδιέξοδη πια πορεία της πτώσης της. Την αγωνία του τραγικού υποκαθιστά η αγωνία της πλοκής και της περιπέτειας. Το τραγικό στοιχείο (Ύβρη-Άτη-Δίκη) υπόκειται στην υπόθεση του έργου μέσα από τη μητροφονία, αλλά δεν διαμορφώνει τη δράση και τη συμπεριφορά των προσώπων. Τα πρόσωπα δρουν παρορμητικά. Σχεδιάζουν τις κινήσεις τους παρακινημένα από την ένταση της ψυχολογίας τους. Δρουν από καιροσκοπική δειλία (Μενέλαος), από επιπολαιότητα (Ελένη), από εκδικητικότητα (Ορέστης, Ηλέκτρα), από υπολογισμό (Ταλθύβιος) ή ακόμα και από μια δύναμη αισθήματος φιλίας, που ούτε επιλέγει ούτε ελέγχει τις αποφάσεις της (Πυλάδης).
Ο Ορέστης εμφανίζει αμέσως μετά το φόνο της μάνας μια παθολογική συμπεριφορά που μεταφράζεται σε συνεχείς διαδοχικές κρίσεις, οι οποίες διαταράσσουν το νου, την ψυχή και το σώμα. Η παρουσία των Ερινυών δεν είναι παρά εσωτερική ψυχική και διανοητική αναστάτωση υπό την επίδραση της οποίας ο ήρωας κυριαρχείται από παραισθήσεις και αισθάνεται κυνηγημένος από την ίδια του την ένοχη συνείδηση. Συντρίβεται από τύψεις. Μεταξύ τρέλας και νηφαλιότητας, προσπαθεί να συλλάβει τη λογική του παραλόγου, που είναι απότοκο ενός φοβερού τετελεσμένου γεγονότος. Ο δραματουργός θέτει σε λειτουργία το μηχανισμό της καθαρής λογικής που εξοστρακίζει τις μυθολογικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, για να σταθεί με κριτική διάθεση στο ηθικό πρόβλημα του Ορέστη και να εξηγήσει με διαφάνεια, στα μέτρα του δυνατού, την ψυχοπαθολογία του μητροκτόνου ήρωα.
Η παράσταση
Δήθεν «ψαγμένη» και «διανοουμενίστικη» οπτική ή ένας ανατρεπτικός σκεπτικισμός με σύγχρονες πολιτικές προεκτάσεις; Σκηνοθετισμός και εφφέ για εντυπωσιασμό ή μια πολιτική αλληγορία για τα εξουσιαστικά παρασκήνια στα Βαλκάνια, το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τις πολιτισμικές διαφορές Δύσης-Ανατολής;
Η σκηνοθετική εμμονή για καινοτομίες και το άγχος για πρωτοπορία οδήγησε την παράσταση σε αδιέξοδο. Ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, η σκηνοθετική προσέγγιση του Σκοπιανού Σλόμπονταν Ούνκοβσκι δεν ξεκαθάρισε απόλυτα τη γραμμή πλεύσης της και δε διατήρησε ενιαία υφολογία από την αρχή έως τη λήξη της παράστασης. Αμήχανη, αναποφάσιστη ως προς τις επιλογές της, επιχειρούσε να συναρμολογήσει ετερόκλητα στοιχεία προκειμένου να επικοινωνήσει με το σημερινό θεατή. Ένα τοπίο θολών συμβολισμών, συγκεχυμένων συνειρμών, δυσδιάκριτων συσχετισμών και αμφιλεγόμενων αναφορών.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου, όμως, κύλησε κουραστικά αν και κινήθηκε σε πολλά σημεία σε «γνώριμα» εδάφη ενώ η σύλληψη ενός απρόσμενου στοιχείου που θα προκαλούσε έκπληξη ή διαφορά κατέφθασε αργοπορημένα και αδέξια στο τελευταίο τέταρτο. Έτσι, η σύλληψη ενός ανατρεπτικού φινάλε όχι μόνο δε λειτούργησε ευεργητικά αλλά «ξεσκέπασε» στην κυριολεξία τις αδυναμίες της σκηνοθεσίας.
Ο εικονικός πυροβολισμός, η είσοδος του Απόλλωνα και της Ελένης με στοιχεία σύγχρονης life style υποκουλτούρας, η χρήση τεχνολογικών μέσων και άλλα τεχνάσματα αποτέλεσαν αποκομμένες προτάσεις που λειτούργησαν παράφωνα και δεν αφομοιώθηκαν ώστε να διαμορφώσουν μια συγκροτημένη ανάγνωση.
Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε η Μέτα Χότσεβαρ, δύο μεγάλες αλουμινένιες πλάκες, παραπέμπει σε καράβι/παλάτι ενώ τα σύγχρονα κοστούμια της Αντζελίνας Άτλαγκιτς δεν προδίδουν συγκεκριμένο τόπο προέλευσης ούτε αναφέρονται σε κάποια χρονική περίοδο.
Οι ερμηνείες ακολούθησαν διαφορετικούς υποκριτικούς κώδικες. Φλυαρία στην κίνηση και υπερβολή στις εκφραστικές εναλλαγές ορισμένων ηθοποιών. Στιγμές κωμικές άγγιξαν τα όρια της παρωδίας με κίνδυνο ν’ αλλοιώσουν νοήματα και συνειρμούς της κειμενικής σκηνής.
Άλλη μια ένσταση επικεντρώνεται στην ακατανόητη περικοπή στα χορικά μέρη. Ειδικά στο δεύτερο στάσιμο ο χορός εκστομίζει καίριες κρίσεις για ηθικά ζητήματα Παρά την περιορισμένη τους παρουσία τα μέλη του χορού ενωτίσθηκαν το ρυθμό των τονικών ηχοχρωμάτων δίνοντας έμφαση στην έκφραση και μέσα από την κίνηση τους δημιούργησαν την αίσθηση μιας άμορφης μάζας που δρα χωρίς βούληση. Εκφοβισμένοι, αμέτοχοι πολίτες μιας δυναστευτικής εξουσίας που φιμώνει κάθε ατομική πρωτοβουλία.
Ενδιαφέρον το πρόγραμμα της παράστασης με κείμενα σύγχρονων μελετητών γύρω από το έργο, φωτογραφικό υλικό, αναλυτική ελληνική παραστασιογραφία και τα βιογραφικά των συντελεστών.
Η στήλη παρακολούθησε την παράσταση στο Αττικό Άλσος στα πλαίσια του 2ου Αθηναϊκού Φεστιβάλ που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων και της Υπερνομαρχίας Αθηνών-Πειραιώς. Την επιμέλεια του καλλιτεχνικού προγράμματος έχει αναλάβει ο ηθοποιός Κόμης Δευκαλίων.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ορέστης» του Ευριπίδη
Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Σλόμπονταν Ούνκοβσκι
Δραματουργική επεξεργασία: Γκάγκα Ρόσιτς
Σκηνικά: Μέτα Χότσεβαρ
Κοστούμια: Αντζελίνα Άτλαγκιτς
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Σχεδιασμός ηχοτοπίων: Χρήστος Γούσιος
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Λυδία Φωτοπούλου, Γιάννης Κρανάς, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Ναταλία Δραγούμη, Εύη Σαρμή, Κίμων Ρηγόπουλος, Αλέκος Συσσοβίτης, Φαίδων Καστρής, Αγγελική Παπαθεμελή και Βασίλης Μπισμπίκης.
Χορός : Κωνσταντίνος Δαμάκης, Θύμιος Κούκιος, Κίμων Κουρής, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Νίκος Μήτσας, Κωνσταντίνος Μυλώνης, Λεωνίδας Παπαδόπουλος, Μιχάλης Σιώνας, Μανώλης Τσίπος, Αργυρώ Ανανιάδου, Εύη Αστρίδου, Ρένα Βαμβακοπούλου, Μαρία Γεωργιάδου, Αναστασία Γκολέμα, Ανθή Ευστρατιάδου, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καραγιάννη και Πολυξένη Σπυροπούλου
Ο Φοίβος. Εκείνος αποφάσισε
Κι εγώ πιστά εκτέλεσα
Μενέλαος
Τι θεός είναι αυτός
Που παραμερίζει το καλό
Πού παραβιάζει το δίκαιο
Ορέστης
Δεν ξέρω τι είναι θεός
Ξέρω όμως, ότι όλοι γι’ αυτόν δουλεύουμε.
Όποιος. Ό, τι και να είναι.
(απόσπασμα από το έργο σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά)
Στις τραγωδίες του Ευριπίδη, λόγος και παράλογο απορρέουν, τις περισσότερες φορές, από συναισθήματα τα οποία εκφυλίζονται σε πάθη, αλλά και από την ανάγκη του ποιητή να υποδηλώνει εύστοχα τις φιλοσοφικές του συντεταγμένες δίνοντας την εντύπωση στους συγχρόνους του ότι δεν ωθείται από κάποιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πνεύμα, αλλά ότι χρησιμοποιεί αντίθετα την παράδοση, για να δημιουργήσει τον δικό του «αιρετικό» δραματικό κόσμο, ο οποίος ανευρίσκεται στο μεθοδικά και ευθύβολα επεξεργασμένο κείμενο του, ένα κείμενο με «διπλό φόντο». Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η Μαρίκα Θωμαδάκη το κείμενο αυτό υπόκειται σε κριτική από τον ίδιο το συγγραφέα και κατ’ επέκταση, από εκείνους που μπορούν να διαγνώσουν την αντιπαράθεση ανάμεσα σε πραγματικό και συμβολικό, σε λογικό και σε παράλογο, πέρα από την εξωτερική όψη της πλοκής.
Πέρα από μυθολογικά πλαίσια και θρησκειολογικές θεωρήσεις, η τραγωδία του Ευριπίδη αποτελεί θεατρικό κόσμο που αναπλάθει ζώσες ανθρώπινες μορφές. Στον κόσμο αυτόν δεσπόζει ο βαθύς και συχνά πικρός στοχασμός για τον άνθρωπο και για την διαχρονική του περιπέτεια.
Ένας εξαιρετικά σύνθετος μικρόκοσμος, ανοιχτός προς κάθε κατεύθυνση και προς όλα σχεδόν τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του. Ο δραματουργός οριοθετεί με την παραγωγή του μια περίοδο και οδηγεί προς καινούργιες εποχές διαμορφώνοντας νοοτροπίες. Ο ορθός λόγος του Ευριπίδη ταυτίζεται με μια ρεαλιστική στάση απέναντι στα καθημερινά προβλήματα της ζωής και με τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης μοναξιάς. Οι τραγικοί ήρωες του διαπιστώνουν ότι βρίσκονται μόνοι με τον εαυτό τους και αντιμέτωποι με τα πάθη τους.
Ο «Ορέστης» γράφτηκε και παίχτηκε το 408 π. Χ και είναι ίσως το τελευταίο έργο που έγραψε ο Ευριπίδης, πριν φύγει στη Μακεδονία αφήνοντας την Αθήνα στην αδιέξοδη πια πορεία της πτώσης της. Την αγωνία του τραγικού υποκαθιστά η αγωνία της πλοκής και της περιπέτειας. Το τραγικό στοιχείο (Ύβρη-Άτη-Δίκη) υπόκειται στην υπόθεση του έργου μέσα από τη μητροφονία, αλλά δεν διαμορφώνει τη δράση και τη συμπεριφορά των προσώπων. Τα πρόσωπα δρουν παρορμητικά. Σχεδιάζουν τις κινήσεις τους παρακινημένα από την ένταση της ψυχολογίας τους. Δρουν από καιροσκοπική δειλία (Μενέλαος), από επιπολαιότητα (Ελένη), από εκδικητικότητα (Ορέστης, Ηλέκτρα), από υπολογισμό (Ταλθύβιος) ή ακόμα και από μια δύναμη αισθήματος φιλίας, που ούτε επιλέγει ούτε ελέγχει τις αποφάσεις της (Πυλάδης).
Ο Ορέστης εμφανίζει αμέσως μετά το φόνο της μάνας μια παθολογική συμπεριφορά που μεταφράζεται σε συνεχείς διαδοχικές κρίσεις, οι οποίες διαταράσσουν το νου, την ψυχή και το σώμα. Η παρουσία των Ερινυών δεν είναι παρά εσωτερική ψυχική και διανοητική αναστάτωση υπό την επίδραση της οποίας ο ήρωας κυριαρχείται από παραισθήσεις και αισθάνεται κυνηγημένος από την ίδια του την ένοχη συνείδηση. Συντρίβεται από τύψεις. Μεταξύ τρέλας και νηφαλιότητας, προσπαθεί να συλλάβει τη λογική του παραλόγου, που είναι απότοκο ενός φοβερού τετελεσμένου γεγονότος. Ο δραματουργός θέτει σε λειτουργία το μηχανισμό της καθαρής λογικής που εξοστρακίζει τις μυθολογικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, για να σταθεί με κριτική διάθεση στο ηθικό πρόβλημα του Ορέστη και να εξηγήσει με διαφάνεια, στα μέτρα του δυνατού, την ψυχοπαθολογία του μητροκτόνου ήρωα.
Η παράσταση
Δήθεν «ψαγμένη» και «διανοουμενίστικη» οπτική ή ένας ανατρεπτικός σκεπτικισμός με σύγχρονες πολιτικές προεκτάσεις; Σκηνοθετισμός και εφφέ για εντυπωσιασμό ή μια πολιτική αλληγορία για τα εξουσιαστικά παρασκήνια στα Βαλκάνια, το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τις πολιτισμικές διαφορές Δύσης-Ανατολής;
Η σκηνοθετική εμμονή για καινοτομίες και το άγχος για πρωτοπορία οδήγησε την παράσταση σε αδιέξοδο. Ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, η σκηνοθετική προσέγγιση του Σκοπιανού Σλόμπονταν Ούνκοβσκι δεν ξεκαθάρισε απόλυτα τη γραμμή πλεύσης της και δε διατήρησε ενιαία υφολογία από την αρχή έως τη λήξη της παράστασης. Αμήχανη, αναποφάσιστη ως προς τις επιλογές της, επιχειρούσε να συναρμολογήσει ετερόκλητα στοιχεία προκειμένου να επικοινωνήσει με το σημερινό θεατή. Ένα τοπίο θολών συμβολισμών, συγκεχυμένων συνειρμών, δυσδιάκριτων συσχετισμών και αμφιλεγόμενων αναφορών.
Το μεγαλύτερο μέρος του έργου, όμως, κύλησε κουραστικά αν και κινήθηκε σε πολλά σημεία σε «γνώριμα» εδάφη ενώ η σύλληψη ενός απρόσμενου στοιχείου που θα προκαλούσε έκπληξη ή διαφορά κατέφθασε αργοπορημένα και αδέξια στο τελευταίο τέταρτο. Έτσι, η σύλληψη ενός ανατρεπτικού φινάλε όχι μόνο δε λειτούργησε ευεργητικά αλλά «ξεσκέπασε» στην κυριολεξία τις αδυναμίες της σκηνοθεσίας.
Ο εικονικός πυροβολισμός, η είσοδος του Απόλλωνα και της Ελένης με στοιχεία σύγχρονης life style υποκουλτούρας, η χρήση τεχνολογικών μέσων και άλλα τεχνάσματα αποτέλεσαν αποκομμένες προτάσεις που λειτούργησαν παράφωνα και δεν αφομοιώθηκαν ώστε να διαμορφώσουν μια συγκροτημένη ανάγνωση.
Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε η Μέτα Χότσεβαρ, δύο μεγάλες αλουμινένιες πλάκες, παραπέμπει σε καράβι/παλάτι ενώ τα σύγχρονα κοστούμια της Αντζελίνας Άτλαγκιτς δεν προδίδουν συγκεκριμένο τόπο προέλευσης ούτε αναφέρονται σε κάποια χρονική περίοδο.
Οι ερμηνείες ακολούθησαν διαφορετικούς υποκριτικούς κώδικες. Φλυαρία στην κίνηση και υπερβολή στις εκφραστικές εναλλαγές ορισμένων ηθοποιών. Στιγμές κωμικές άγγιξαν τα όρια της παρωδίας με κίνδυνο ν’ αλλοιώσουν νοήματα και συνειρμούς της κειμενικής σκηνής.
Άλλη μια ένσταση επικεντρώνεται στην ακατανόητη περικοπή στα χορικά μέρη. Ειδικά στο δεύτερο στάσιμο ο χορός εκστομίζει καίριες κρίσεις για ηθικά ζητήματα Παρά την περιορισμένη τους παρουσία τα μέλη του χορού ενωτίσθηκαν το ρυθμό των τονικών ηχοχρωμάτων δίνοντας έμφαση στην έκφραση και μέσα από την κίνηση τους δημιούργησαν την αίσθηση μιας άμορφης μάζας που δρα χωρίς βούληση. Εκφοβισμένοι, αμέτοχοι πολίτες μιας δυναστευτικής εξουσίας που φιμώνει κάθε ατομική πρωτοβουλία.
Ενδιαφέρον το πρόγραμμα της παράστασης με κείμενα σύγχρονων μελετητών γύρω από το έργο, φωτογραφικό υλικό, αναλυτική ελληνική παραστασιογραφία και τα βιογραφικά των συντελεστών.
Η στήλη παρακολούθησε την παράσταση στο Αττικό Άλσος στα πλαίσια του 2ου Αθηναϊκού Φεστιβάλ που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων και της Υπερνομαρχίας Αθηνών-Πειραιώς. Την επιμέλεια του καλλιτεχνικού προγράμματος έχει αναλάβει ο ηθοποιός Κόμης Δευκαλίων.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ορέστης» του Ευριπίδη
Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Σλόμπονταν Ούνκοβσκι
Δραματουργική επεξεργασία: Γκάγκα Ρόσιτς
Σκηνικά: Μέτα Χότσεβαρ
Κοστούμια: Αντζελίνα Άτλαγκιτς
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Σχεδιασμός ηχοτοπίων: Χρήστος Γούσιος
Τους ρόλους ερμηνεύουν: Λυδία Φωτοπούλου, Γιάννης Κρανάς, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Ναταλία Δραγούμη, Εύη Σαρμή, Κίμων Ρηγόπουλος, Αλέκος Συσσοβίτης, Φαίδων Καστρής, Αγγελική Παπαθεμελή και Βασίλης Μπισμπίκης.
Χορός : Κωνσταντίνος Δαμάκης, Θύμιος Κούκιος, Κίμων Κουρής, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Νίκος Μήτσας, Κωνσταντίνος Μυλώνης, Λεωνίδας Παπαδόπουλος, Μιχάλης Σιώνας, Μανώλης Τσίπος, Αργυρώ Ανανιάδου, Εύη Αστρίδου, Ρένα Βαμβακοπούλου, Μαρία Γεωργιάδου, Αναστασία Γκολέμα, Ανθή Ευστρατιάδου, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καραγιάννη και Πολυξένη Σπυροπούλου