Το 438 π. Χ ο Ευριπίδης συμμετείχε στους δραματικούς αγώνες και κέρδισε το δεύτερο βραβείο με την τετραλογία του «Κρήσσαι», «Αλκμέων ο δια Ψωφίδος», και «Τήλεφος». Ύστερα από τα τρία αυτά έργα ακολουθεί η «Άλκηστις», στη θέση του σατυρικού δράματος, η ιστορία της γυναίκας που δέχθηκε να πεθάνει στη θέση του άνδρα της και επανήλθε στη ζωή από τον Ηρακλή.
Αν και στη θέση του σατυρικού δράματος, το αρχαιότερο από τα σωζόμενα έργα του ποιητή, προκάλεσε συγκρουόμενες ερμηνείες ως προς την υφή και τη φιλολογική του κατάταξη, ενώ σε παραστασιακό επίπεδο αποδόθηκε άλλοτε σα μαύρη φαρσική κωμωδία, άλλοτε σα μακάβριο παραμύθι, τραγικοκωμωδία ή ακόμη και ψυχολογικό δράμα με ρομαντικές ωραιοποιήσεις.
Στην ελληνική παραστασιογραφία συναντάμε την αρχαιοπρέπεια και τη ρομαντική διάθεση του Κωνσταντίνου Χριστομάνου (Νέα Σκηνή, 1901), το λαϊκό εξπρεσιονισμό του Καρόλου Κουν με τη φορμαλιστική επιλογή των μασκών (Λαϊκή Σκηνή, 1934), το στυλιζαρισμένο ρομαντισμό του Τάκη Μουζενίδη (Εθνικό Θέατρο, 1963), την πρόκριση της παρωδίας και τη διακριτική αποστασιοποίηση από τα δρώμενα του Σπύρου Ευαγγελάτου (Εθνικό Θέατρο, 1974), «μια αστραφτερή λαϊκή φάρσα με ταξικά ημιχόρια, ένα πλήρες σύστημα αναφορών που όμως δεν άφηνε ούτε ένα στίχο σκηνικά ασχολίαστο» όπως σημείωσε ο Γιάννης Βαρβέρης.
Τα επόμενα χρόνια, ο Νίκος Αρμάος διάβασε το έργο σα μια μεταφυσική τραγωδία, χρησιμοποιώντας χριστιανικά σύμβολα (Θεατρική Συντεχνία, 1981), ο Γιάννης Χουβαρδάς τόνισε το φαρσικό χαρακτήρα σε συνδυασμό με μια μορφή μακάβριου σεξισμού (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 1984), ενώ ο Νίκος Χουρμουζιάδης υπογράμμισε την τελετουργικότητα και τη θρησκευτική διάσταση (Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, 1992).
Από τις πρόσφατες παραστάσεις άξια μνείας η σκηνοθεσία του Τηλέμαχου Μουδατσάκι (Θέατρο των Vivi, 2005) με τη Μαρία Κίτσου (Άλκηστις), το Δημήτρη Δρόσο (Άδμητος) και τον Τάσο Ιορδανίδη (Ηρακλής). Μια παράσταση με ευρηματικές αναγωγές όπως ο κορυφαίος – ένας άλλωστε – του Χορού που έπαιξε ως Ερμής ψυχοπομπός – Άγγελος Θανάτου με στίξεις στην ερμηνεία του από τη βυζαντινή εικαστική τέχνη. Ο Τηλέμαχος Μουδατσάκις είχε δει τότε την Άλκηστη σαν καρυάτιδα που κατέρρεε και μαζί της παρέσερνε όλο το ανάκτορο.
Θα άξιζε στο μέλλον η νέα επιστήμη της παραστασιολογίας και δη της συγκριτικής παραστασιολογίας να ασχοληθεί εμπεριστατωμένα με τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις.
Μικτή Ανάγνωση – Το Τραγικό της αμφισημίας
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος εργάστηκε με μια καθαρή σημειολογία στρωματωμένη σε δύο επίπεδα : το υπερώον με την αρχή της πολυτοπικής σκηνής και την ορχήστρα όπου κινήθηκε ο Χορός. Το υπερώον λειτούργησε ως θεολογείον (εδώ εμφανίστηκε ο Απόλλων) αλλά και ως εσωτερικό του ανακτόρου με τη θνήσκουσα βασίλισσα. Ο ίδιος χώρος λειτούργησε και ως οθόνη, όπου με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα ο σκηνοθέτης οργάνωσε ένα διπλό παραπεμπτικό σύστημα από το «τότε» στο «τώρα» σε μια σημαίνουσα εναλλαγή : το κεφάλι του αρχαίου γλυπτού περιστρεφόταν ανταλλακτικά με το κεφάλι της ηθοποιού που έπαιζε την Άλκηστη, διάβαση από το μουσειακό «τότε» στο νεωτερικό «τώρα». Ευρηματική στίξη που καθόρισε και τη σκηνοθετική θέση του Θωμά Μοσχόπουλου.
Το ίδιο υπερώον φιλοξένησε και τον Ηρακλή, ενώ αργότερα με τη συμπαράταξη των ηθοποιών σχηματίστηκε ένα αέτωμα που σαφώς παρέπεμπε στο «τότε» συνδέοντάς το με το «τώρα». Η κίνηση ακολούθησε κυρίως τη γεωμετρική οργάνωση, όπως ο διάλογος του Άδμητου με την Άλκηστη που με τη σειρά του παρέπεμπε σε «στάσεις» δανεισμένες από αγγειογραφίες κι όχι μόνον.
Ευρηματική και η χρήση της ορχήστρας όπου ο Χορός κινήθηκε με την αρχή του διαβήτη στο σχεδιασμό του κύκλου – του κύκλου ως συνδήλωση του κόσμου. Καθώς μάλιστα το έδαφος ήταν παραγεμισμένο με υλικό (προφανώς αλεσμένος φελλός) που παρέπεμπε στο χώμα. Ο Χορός κυριολεκτικά το όργωσε με αντίστοιχα άροτρα ταξινομημένα πάνω στο διαβήτη. Οι συνδηλώσεις, το παιχνίδι με τα σημεία, ήταν εδώ προφανείς κυρίως από τη στιγμή που στο άροτρο αυτό προσδέθηκε ο Άδμητος μετά την κηδεία-τελετή ταφής της Άλκηστης. Εδώ λειτούργησε ως τροχός μαρτυρίου με έμφαση στη μετάνοια του Άδμητου, του ταπεινωμένου, συρμένου και ως εκ τούτου ευτελισμένου άνδρα, που επέτρεψε από δειλία και φιλαυτία τον χαρισματικό θάνατο της γυναίκας του.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιφύλαξε μια μικτή ανάγνωση στην «Άλκηστη». Χωρίς να υποτιμήσει το τραγικό, ευεργέτησε το σατυρικό, αν και σε ορισμένες φάσεις άνισα. Το συστημικό βάρος του σατυρικού δόθηκε ή επιτέλους εναποτέθηκε στον Ηρακλή. Εδώ, ο σκηνοθέτης έπαιξε με τη χοντροκομμένη φιγούρα αμβλύνοντας τη ώστε να υπακούει στη συνολική αισθητική της παράστασης του.
Το σατυρικό ωστόσο στοιχείο είχε προκριθεί από τον Φέρρη, στο διάλογο με το γιο του, τον Άδμητο, όταν ο πρώτος έρχεται να τιμήσει την νεκρή. Τα σημεία του διαλόγου, φωνητικά, υποκριτικά και εικαστικά παρέπαιαν επικίνδυνα, ενίοτε υπερβαίνοντας το σατυρικό και αξιώνοντας το κωμικό. Δεν θα περνούσε ωστόσο απαρατήρητη η αντιτραγική παρουσία του παιδιού της Άλκηστης όταν απαγγέλλει σα σε σχολική γιορτή με υπόκλιση, την απάντηση στη μητέρα.
Η ζωντανή μουσική συνόδευσε τους εκλεπτυσμούς της παράστασης και ενίσχυσε αποφασιστικά το ύφος στη σκηνοθεσία. Ανάμειξη πολλών στοιχείων όπερας και χοροθεάτρου. Σημαίνοντα ηχοχρώματα ο αυξανόμενος παλμός της καρδιάς και ο ρυθμικός χτύπος των μετρονόμων που έφερε ο μαυροντυμένος χορός. Σκηνές ανθολογίας για την έννοια του χρόνου και το εφήμερο της ύπαρξης. Το επίσημο ένδυμα και οι επιφωνηματικές αντιδράσεις των μελών του Χορού, αιχμηρό σχόλιο στον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια της υψηλής κοινωνίας.
Οι ερμηνείες κράτησαν αποστάσεις από συναισθηματικές εξάρσεις και ψυχολογικές μεταπτώσεις. Κάποιοι ρόλοι αποδόθηκαν αδρά και σχηματικά παραπέμποντας στην αισθητική των ηρώων καρτούν.
Οι ηθοποιοί στάθηκαν σε γερές βάσεις με εξαίρεση τον Άδμητο του Χρήστου Λούλη που σε αρκετές στιγμές ατονούσε ώσπου να ξαναβρεί τον ειρμό του με τους άλλους. Εξαιρετική ωστόσο, ήταν η σημειωτική της μετάνοιάς του, όταν καθαρίζεται από την υποτιθέμενη δειλία αφαιρώντας το βάψιμο από το στέρνο του. Ο Αργύρης Ξάφης έδωσε – σύμφωνα με τη σκηνοθετική γραμμή – ένα μεστό Ηρακλή. Η ερμηνεία του κρίθηκε στο ευαίσθητο μεταβατικό σημείο, όταν μαθαίνει για τον θάνατο της Άλκηστης. Καθαρή στη διαγραφή της, η σχέση φιλίας με τον Άδμητο.
Η Μαρία Σκουλά ανταποκρίθηκε με επάρκεια στις απαιτήσεις του ρόλου της Άλκηστης και ο Κώστας Μπερικόπουλος, ως Φέρρης, έδωσε ένα εντελώς δόκιμο και ερμηνευτικά δύσκολο, αμφίδρομο (σατυρικό-τραγικοκωμικό) βασιλιά. Υπογραμμίζουμε το ειρωνικό του υπομειδίαμα στον κυνικό αγώνα λόγων που διεξάγεται πάνω από το φέρετρο. Απολαυστικός ο Σωκράτης Πατσίκας ως Υπηρέτης. Ισορρόπησε επιδέξια τα εκφραστικά του μέσα, ειδικά στο μονόλογο όπου αγανακτισμένος εκμυστηρεύεται στο κοινό την απρεπή συμπεριφορά του φιλοξενούμενου.
Άνισες σε εντάσεις οι παρεμβάσεις του Χορού παρά την οργάνωση των συνόλων και την πολλαπλά συμβολική κυκλοτερούς κίνηση.
Η στήλη παρακολούθησε την παράσταση στο Ανοιχτό Θέατρο του Αττικού Άλσους, στα πλαίσια του 3ου Αθηναϊκού Φεστιβάλ που τελεί υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Άλκηστις» του Ευριπίδη
Από το Εθνικό Θέατρο
Απόδοση-Σκηνοθεσία : Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια : Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική : Κορνήλιος Σελαμσής
Κίνηση : Μάρθα Κλουκίνα
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Διανομή : Μαρία Σκουλά, Χρήστος Λούλης, Αργύρης Ξάφης, Μαρία Πρωτόπαππα, Κώστας Μπερικόπουλος, Σωκράτης Πατσίκας, Αριάν Λαμπέντ
Χορός : Άννα Καλαϊτζίδου, Ιωάννα Παππά, Ηλίας Παναγιωτακόπουλος, Θάνος Τοκάκης, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Λευτέρης Βασιλάκης, Ηλιάννα Γαϊτάνη, Δάφνη Δαυίδ, Ελίνα Μάλαμα, Χρήστος Νικολάου, Βαγγέλης Τελώνης, Άγγελος Τριανταφύλλου
Σολίστ : Θανάσης Δεληγιάννης, Νίκος Σπανός
18-19/9 Ηράκλειο Κρήτης